Σκεπτικισμός - Point of view

Εν τάχει

Σκεπτικισμός



ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ

 

σκεπτικισμός της ύπαρξης

Υπάρχουμε στ’ αλήθεια ή όσα βλέπουμε είναι ψέμα και αυταπάτη; Ο σκεπτικός θα έλεγε πως δεν ξέρει και επέχει. Είτε θα υπάρχουμε είτε όχι, νομίζω είναι το λογικό. Έστω ότι δεν υπάρχουμε, ότι δεν υπάρχει τίποτα. Επόμενο βήμα: τι είναι αυτά όλα που μας περιβάλλουν; Θα υπάρχουν ως φανταστικά, ως πλάσμα της φαντασίας, αφού δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Μπορεί να υπάρχει είτε σκέψη είτε φαντασία είτε ιδέα δίχως κάποιον που σκέπτεται ή που φαντάζεται ή που συλλαμβάνει όλα αυτά; Λογικά, δεν μπορεί. Λέω λογικά, γιατί μπορεί να είναι ο άλλος μηδενιστής. Άρα υπάρχει κάποιος που μπορεί να σκέφτεται και να φαντάζεται έναν κόσμο, τον κόσμο μας, και στου οποίου το μυαλό υπάρχουν όλα όσα «υπάρχουν». Άρα: ο σκεπτικισμός κι ο μηδενισμός είναι μορφές ιδεαλισμού, γιατί θα πρέπει είτε να απορρίψουν κάθε λογική σκέψη, είτε να μεταθέσουν την αληθινή «πραγματικότητα» σε ένα άλλο επίπεδο. Είτε υπάρχουμε αυθύπαρκτοι, είτε υπάρχει άλλο όν που δίχως να μάς φτιάξει στα αλήθεια, μας «φαντάζεται». Αλλά ούτε σε αυτήν την περίπτωση αναιρείται μια αντικειμενική πραγματικότητα, απλώς η ιδιότητα του αντικειμενικού αποδίδεται στο ον που μας φαντάζεται. Αλλά αυτό δεν έχει καμμία πρακτική σημασία. Γιατί είτε κάναμε ό,τι κάναμε χωρίς αυτό το ον είτε με αυτό το όν, τα ίδια θα κάναμε.

 

σκεπτικισμός γνωσιολογικός και σκεπτικισμός αξιολογικός.

Δεν είναι σωστό να ταυτίζουμε τα δύο αυτά είδη σκεπτικισμού. Στην πραγματικότητα είναι λογικό λάθος. Γιατί αν δεχτούμε τον γνωσιολογικό σκεπτικισμό και αρνηθούμε την δυνατότητα γνώσης εκ των προτέρων, τότε πώς μπορούμε να γνωρίζουμε ότι οι αξίες είναι σχετικές ή ανύπαρκτες; Ο γνωσιολογικός σκεπτικός δεν μπορεί να είναι και αξιολογικά σκεπτικός, ενώ ο αξιολογικά σκεπτικός μπορεί να είναι τέτοιος μόνο εάν δεν είναι γνωσιολογικά σκεπτικός. Άλλωστε, όπως έχουμε αναφέρει (α’ μέρος, «Αγνωστικισμός») ο σκεπτικισμός-αγνωστικισμός χρησιμοποιήθηκε και από την Εκκλησία ώστε να καταδειχθεί η ασημαντότητα της (ή ανικανότητα για την) γνώσης του υλικού κόσμου. Ο ταυτόχρονος αξιολογικός και γνωσιολογικός σκεπτικισμός και λογικά εσφαλμένος είναι και άγονος. (6/1/2007)

 

σκεπτικισμός χριστιανικός και διαφωτιστικός.  

Ο θύραθεν σκεπτικισμός αρνείται τον ισχυρισμό ότι ο άνθρωπος, η νόηση ή αισθήσεις του, μπορεί να γνωρίσει οριστικά τις έσχατες αλήθειες του κόσμου αυτού. Σκοπός του επιχειρήματος αυτού είναι τόσο η άρνηση του ιδεαλισμού όσο και του «θετικισμού». Ένα παρόμοιο επιχείρημα έχει χρησιμοποιήσει και η παράταξη των πιστών, με αντίθετες προθέσεις φυσικά: το επιχείρημα των Χριστιανών λέει ότι αφού η νόηση αδυνατεί έτσι κι αλλιώς να γνωρίσει την αλήθεια για τον κόσμο, τότε απομένει η χριστιανική πίστη ως μόνη διέξοδος «γνώσης» για τον άνθρωπο. Ωστόσο το επιχείρημα αυτό προϋποθέτει ένα διπλό λογικό άλμα. Πρώτον ότι (ξέρουμε πως) υπάρχουν έσχατες αλήθειες, ώστε η πίστη υποδεικνύοντάς τες να υποδεικνύει κάτι αληθινό. Δεύτερον ότι το περιεχόμενο της πίστης είναι το χριστιανικό κι όχι κάποιας άλλης θρησκείας. Ωστόσο, η πρώτη προϋπόθεση συνεπάγεται ότι υπάρχει κάτι άλλο πέραν της πίστης, το οποίο μάς γνωστοποιεί πως υπάρχουν έσχατες αλήθειες. Γιατί δεν θα μπορούσε η πίστη να ανακοινώνει κάποιες αλήθειες, εάν δεν έχει βεβαιωθεί πρώτα πως υπάρχουν έσχατες αλήθειες. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι εξίσου αναπόδεικτη λογικά. Γιατί, ακόμη κι αν υπήρχαν έσχατες αλήθειες, κι όλοι το αποδέχονταν, δεν θα συμφωνούσαν όλοι ποιες είναι αυτές. Τυπικός εκπρόσωπος της συμμαχίας χριστιανισμού-σκεπτικισμού στην νεώτερη εποχή είναι ο Πασκάλ, ο οποίος όμως δεν ασχολείται με την συναγωγή από την αποδοχή της Μεταφυσικής της ειδικής αλήθειας του Χριστιανισμού· έτσι η απολογητική του είναι ελλειπής. Και γενικά τέτοιες συμμαχίες είναι πρόσκαιρες, αφού ο σκεπτικισμός χρησιμοποιείται εξίσου καλά από τους πολέμιους του Χριστιανισμού.

                Συγκεκριμένα οι Διαφωτιστές επιστράτευσαν εναντίον του χριστιανικού ισχυρισμού της Μίας αλήθειας έναν γεωγραφικό ή ιστορικό-κοινωνιολογικό σχετικισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι καταδείκνυε την αποφασιστική επιρροή αυτών των εγκόσμιων παραγόντων στην διαμόρφωση της θρησκευτικής πίστης και αλήθειας, ώστε να υποσκάψουν τις χριστιανικές αξιώσεις αλήθειας και ισχύος. Ταυτόχρονα οι ίδιοι Διαφωτιστές καταπολεμούσαν το περιεχόμενο της χριστιανικής-ασκητικής ηθικής και της εκκλησιαστικής πρακτικής επικαλούμενοι οικουμενικές αντιλήψεις και αρχές περί Μίας Αλήθειας. 

            Νέες δόξες πάντως γνωρίζει ο χριστιανικός σκεπτικισμός χάρι στην αρχή της απροσδιοριστίας, χάρη στα κβάντα και χάρη στις πιθανότητες. Μπορεί να ισχυρίζεται ότι πίσω από αυτά κρύβεται ένας Θεός που επεμβαίνει κάθε στιγμή στον κόσμο και επεμβαίνοντας τον διατηρεί σε ύπαρξη. Τέτοιες απόψεις δεν αποδεικνύονται αλλά ούτε και αναιρούνται. Ο κίνδυνος από μία τέτοια θέση γι’ αυτόν που την υποστηρίζει είναι ότι και οι υπόλοιποι μπορούν να αρχίσουν να υποστηρίζουν κάθε λογής αναπόδεικτες αλλά μη αναιρούμενες ταυτόχρονα απόψεις κι έτσι να «πνιγεί» η δική του θέση μέσα σε έναν ωκεανό απόψεων που έχουν την ίδια αιτιολόγηση. Το πλεονέκτημα από μια τέτοια θέση γι’ αυτόν που την υποστηρίζει είναι ότι κατορθώνει να μειώσει-εξουδετερώσει την αντίληψη που έχουν οι πολέμιοι της θέσης του, ότι τάχα έχουν με το μέρος τους την επιστήμη και την αντικειμενική αλήθεια, ενώ αυτός την ρηχή πίστη· γιατί, αν αποδειχθεί ή γίνει γενικά παραδεκτό ότι «όλες οι απόψεις είναι πίστη, ακόμη και των αθεϊστών-αντιχριστιανών, κι όχι επιστημονική αλήθεια», τότε οι τελευταίοι δεν μπορούν να έχουν αυτό το ψωροπερήφανο ύφος του υπερασπιστή της Λογικής. Ασφαλώς αυτή η παραδοχή οδηγεί σε έναν σχετικισμό («όλες οι απόψεις είναι εξίσου πίστη»), όμως για τον Χριστιανό ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στην υλιστική κριτική που φορά το φόρεμα της επιστημοσύνης-αντικειμενικότητας κι όχι στον συναγωνισμό λ.χ. με το Ισλάμ υπό συνθήκες σχετικισμού. Στο επίπεδο του συναγωνισμού με τις άλλες πίστεις ο Χριστιανισμός θα ξεχάσει τον παραπάνω σκεπτικισμό και θα αναφερθεί στα αντικειμενικά πειστήρια (θαύματα κ.λπ.) που αποδεικνύουν την αντικειμενική υπεροχή του. Έτσι όμως επαναφέρει εμμέσως το κριτήριο της επιστήμης-αντικειμενικότητας (έστω και υπό μία άλλη μορφή).

            Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι τόσο ο Χριστιανισμός όσο και η θύραθεν αντιχριστιανική φιλοσοφία μπορούσαν και μπορούν να εκμεταλλεύονται τις κρατούσες επιστημονικές αντιλήψεις για τον κόσμο και τους φυσικούς νόμους με τέτοιο τρόπο, ώστε ακόμη κι αν οι τελευταίες άλλαζαν, να εξάγεται πάντα το συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός και ο θύραθεν αντιχριστιανισμός έχουν αντίστοιχα δίκαιο. Έτσι, όταν ανακαλύφθηκε ότι υπάρχουν φυσικοί νόμοι οι οποίοι νομίζονταν αμετάβλητοι και λογικώς (=μαθηματικώς) εξηγήσιμοι, για τους Χριστιανούς αυτό συνιστούσε απόδειξη για την ύπαρξη ενός Νου, δηλαδή Θεού Δημιουργού, ο οποίος έφτιαξε φυσικούς νόμους με τέτοια τελειότητα και νομοτέλεια, ενώ για τους θύραθεν αντιχριστιανούς αυτό σήμαινε ότι η Φύση πράγματι είναι ένα αυτάρκες και έλλογο Όλον, το οποίο (αφού ήταν Όλον) δε χρειαζόταν κανέναν Θεό από πίσω του ούτε κάποιον Θεό που απαιτείται να επεμβαίνει (με χριστιανικά θαύματα κ.λπ.) στη Φύση. Από την άλλη, όταν ανακαλύφθηκε η αρχή της απροσδιοριστίας, της σχετικότητας, τα θερμοδυναμικά αξιώματα και η μη απολυτότητα των φυσικών νόμων, αυτό για τους Χριστιανούς συνεπαγόταν ότι πρέπει να υπάρχει ένας εξωκοσμικός Παρατηρητής (=Θεός) του Σύμπαντος, ο οποίος παρατηρώντας το θα το κρατά σε ύπαρξη, ότι η Φύση δεν είναι άφθαρτη, άρα δεν είναι αυτάρκες έλλογο Όλον, άρα μπορεί (ή και πρέπει) να υπάρξει ο Θεός ως αυτάρκες υπέρλογο Ον, κι ότι θεμελιώνεται η αρχή της ελευθερίας, ενώ για τους θύραθεν αντιχριστιανούς αυτό σήμαινε ότι η τύχη κυβερνά τα πάντα, άρα δεν υπάρχει (θεϊκό) Σχέδιο κι επομένως ούτε και Σχεδιαστής-Θεός, ότι η ελευθερία δεν μπορεί να βασιστεί στην τυχαιότητα, ότι ισχύει ο σχετικισμός-προοπτισμός των πάντων κι επομένως καμμία άποψη δεν μπορεί να αξιώνει κατοχή της Υπέρτατης Αλήθειας, ότι ο Λόγος δεν είναι η αρχή του Σύμπαντος. Βλέπουμε ότι ισχύει το παράδοξο, ότι είτε ισχύει η αιτιοκρατία είτε η απροσδιοριστία, είτε ισχύει η θεώρηση της Φύσης ως αυτάρκους Όλου είτε ως φθαρτού Όλου, παραδόξως οι δύο ιδεολογικοί αντίπαλοι συνάγουν το ίδιο συμπέρασμα ο καθένας κάθε φορά. (12/3/2007)

Το βέβαιο είναι ότι, από την εποχή του Γαλιλαίου ο Θεός οφείλει να μην αναιρεί το φυσικοεπιστημονικό κοσμοείδωλο, παρά να το ακολουθεί κατά γράμμα. (24/2/2007)

σκεπτικισμός, ιστορία και πρόοδος. 
Ο σκεπτικισμός καθεαυτός αρνείται την δυνατότητα προόδου καθώς διαπιστώνει την μονιμότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο σκεπτικισμός όμως ως όπλο μπορεί να θεωρείται προοδευτικός ή οπισθοδρομικός όταν εξυπηρετεί ή αντιστέκεται στα σχέδια του καθενός. Η κυριαρχία του σκεπτικισμού καθεαυτού είναι συνήθως πολύ μικρή, στο διάστημα της μεσοβασιλείας, όταν υπάρχει κρίση των ιδεολογιών που ισχυρίζονται ότι κατέχουν την αντικειμενική αλήθεια. Αναμφίβολα ένας σκεπτικισμός για τον σκεπτικισμό, χάρη στην ειρωνία της ιστορίας, εντέλει είναι χρήσιμος, όταν κυριαρχεί, για τον μελλοντικό κυρίαρχο, ο οποίος και θα θέσει τέρμα στην κυριαρχία του σκεπτικισμού καταστέλλοντάς τον. Ωστόσο ο σκεπτικισμός εξακολουθεί να υπάρχει και στα υπόλοιπα διαστήματα της ιστορίας, πριν και μετά την ολιγόχρονη κυριαρχία του, όχι καθεαυτός πλέον, αλλά ως ιδεολογικό όπλο στα χέρια είτε του νέου απόλυτου κυρίαρχου (μετά τη λήξη της σκεπτικιστικής περιόδου) είτε στα χέρια του απειλούμενου κυρίαρχου και του απειλητικού αντιρρησία (πριν την έναρξη της σκεπτικιστικής περιόδου) και χρησιμοποιείται με τη γνωστή μονοπλευρικότητα προς ιδίον όφελος. (12/3/2207)
Porta Aurea

Pages