ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Ο σκηνοθέτης Λαρς Φον Τρίερ στα δύο του έργα,
το Ντόγκβιλ και το Μαντερλέι, δείχνει με πειστικό τρόπο την
αφέλεια των επαναστατών που επιδιώκουν να καλλιτερεύσουν και να απελευθερώσουν
τους συνανθρώπους τους. Στο πρώτο έργο η ηρωίδα, η οποία καταφθάνει, ως (στη
φαντασία της) κυνηγημένη, στο απόμακρο αμερικανικό χωριό Ντόγκβιλ, έχοντας εκ
των προτέρων υπεροψία για τις δικές τις ηθικές ιδιότητες αναφορικά με την ηθική
στάθμη των κατοίκων του Ντόγκβιλ, ως ουτοπική επαναστάτρια θα λέγαμε, τους
αφήνει να της κάνουν κακό, πιστεύοντας ότι μέσω της καλοσύνης της οι κάτοικοι
του χωριού θα συνετιστούν, θα συγκινηθούν και θα γίνουν μια "Κοινότητα"
συναδελφωμένων ανθρώπων, η οποία, μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με τις
φαντασιώσεις των καταστασιακών, των αναρχικών και των μαρξιστών. Το αποτέλεσμα
είναι ότι τελικά κατανοεί πως η αφελής πίστη και προσδοκία της βασίζεται στην
αυτάρεσκη υπεροψία της (ότι αυτή είναι ηθικά ανώτερη και γνωρίζει το καλό, ενώ
αυτοί οι ανόητοι χωριάτες αξίζουν λύπηση και εκπαίδευση) και είναι αβάσιμη. Στο
τέλος κατανοεί ότι οι κάτοικοι του Ντόγκβιλ είναι άξιοι της τύχης τους κι ότι
χρειάζεται η καταστροφή τους, ώστε τουλάχιστον να γλιτώσουν οι άλλοι πιθανοί
επόμενοι επισκέπτες του χωριού αυτού. Στο Μσντερλέι η ίδια ηρωίδα, η
Γκρέις, εφαρμόζει πιο "σταλινικά" ή "νετσαγιεφικά" μέτρα. Φεύγοντας από το
Ντόγκβιλ φθάνει στο Μαντερλέι, όπου επιβάλλει με το ζόρι, μέσω των γκάνγκστερ
του πατέρα της, την ελευθερία στους μαύρους σκλάβους ενός αγροκτήματος (όπου -
σύμφωνα με την ταινία - διατηρείτο η δουλεία επί 70 χρόνια μετά την επίσημη
κατάργησή της), οι οποίοι ωστόσο δεν ενδιαφέρονται καθόλου να αξιοποιήσουν την
ελευθερία που τους δίνεται· καταλήγει να επιβάλλει τη δικτατορία της μέσω
της δημοκρατίας που εισαγάγει και στο τέλος
προτείνεται από τους πρώην σκλάβους (οι οποίοι την... ψηφίζουν και την
εξαναγκάζουν δια της βίας να αποδεχθεί την ηγεμονία της) ως "ο Χαλίφης στη θέση
του Χαλίφη" και στο τέλος το σκάει από το αγρόκτημα. Οι πρώην σκλάβοι
αποδεικνύονται ανίκανοι να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά την ελευθερία, καταλήγουν
να ψηφίζουν την εκτέλεση ατόμων από το αγρόκτημα (για το θέμα αυτό και την
εξιδανίκευση της Θέλησης της Θεάς-Κοινότητας από τους αντιεξουσιαστές κάναμε
λόγο αλλού). Πέρα από τις αντιαμερικανικές θέσεις οι οποίες έγιναν αντικείμενο
συζήτησης, και οι δυο ταινίες δείχνουν δύο πράγματα. Πρώτον
ότι λέξεις όπως Κοινότητα και Δημοκρατία δεν είναι παρά απλές, α-νόητες
κοινωνικά, λέξεις, εάν δεν προέρχονται από την ίδια την κοινωνία, αν δηλαδή της
επιβάλλονται ή της προσφέρονται· μόνο δικτατορικά και για αλληλοσφαγή
χρησιμοποιούνται, όταν είναι "εισαγόμενες" και δίχως εσωτερική προδιάθεση ή
προαίρεση της κοινωνίας για αυτές. Στο τέλος της ταινίας αποκαλύπτουν οι πρώην
σκλάβοι στην αφελή απελευθερώτρια Γκρέις ότι αυτοί έγραψαν τον Νόμο της (λευκής)
Μαμάς, ο οποίος τους καταδίκαζε στην συνέχεια της δουλείας τους, διότι εάν
απελευθερώνονταν, πίστευαν (κι οι ίδιοι) ότι θα ήταν αδύνατο να επιζήσουν, ως
ελεύθεροι, σε έναν κόσμο ελευθέρων. Γι' αυτό προτιμούσαν τη σιγουριά της
δουλείας. Δεύτερο και σημαντικότερο πράγμα που δείχνουν οι δυο ταινίες του Φον
Τρίερ κατά βάθος είναι η αφέλεια τόσο των φιλελεύθερων ουμανιστών όσο και, αφενός των
αναρχικών-ιδεαλιστών, αφετέρου των κάθε λογής σταλινικών, ότι ο άνθρωπος είναι
καλός ή μπορεί να του επιβληθεί η ελευθερία μέσω της "συναδέλφωσης", του καλού
παραδείγματος, της εκπαίδευσης ή της ένοπλης βίας. Δείχνουν επίσης την
ελιτιστική υπεροψία των παραπάνω (και των Αμερικάνων, εννοείται, κατά κύριο λόγο), ότι αυτοί είναι οι γνώστες της
ελευθερίας ή ότι αυτοί έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν βία, για
χάρη άλλων,
προκειμένου να απελευθερωθεί η ανθρωπότητα. Οι δυο αυτές ταινίες
δείχνουν μια
βαθύτατη ειρωνεία ή δυσπιστία προς τις μεθόδους αυτές τής απελευθέρωσης
του
ανθρώπου. Γιατί η απελευθέρωση από τα Πάνω (από τους φιλελεύθερους ή
τους πλουσιοπαίδες αναρχικούς ή τους σταλινικούς) πάντοτε καταλήγει σε
τραγωδία ή σε
κωμωδία. Όπως λέει ο σκηνοθέτης: "Να ελευθερώνεις ανθρώπους που θέλουν
να
ελευθερωθούν... ωραία! Αλλά να τους επιβάλεις τη δική σου σκέψη, επειδή
εκείνοι
δεν μπορούν να σκεφτούν... είναι πολύ κακό!" (27/6/2007)