ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Είναι η επιστήμη απελευθερωτική και δίχως αξιώσεις κυριαρχίας;
Η επιστήμη δεν μπορεί να είναι
απελευθερωτική από την εξουσία ούτε να προάγει την ισότητα. Η επιστήμη δεν
μπορεί να συνεπάγεται κάποιον εξουσιασμό. Όμως είναι άλλο το «δεν εξουσιάζω» και
άλλο το «απελευθερώνω» (από προϋπάρχοντες εξουσιασμούς). Η επιστήμη, γενικά και
ειδικά, ναι μεν δεν εξουσιάζει, αλλά και δεν μπορεί ούτε να συνεπάγεται κάποιο
απελευθερωτικό Δέον, ακριβώς διότι απέχει από κάθε είδους δεοντολογικά
παραγγέλματα και ηθικές αξιολογήσεις. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξουσιαστικά
από τους εξουσιαστές (οι οποίοι δεν θα μπορούσαν λ.χ. μέσω του νόμου της
βαρύτητας να χειραγωγήσουν τις συνειδήσεις προς όφελος ενός Δέοντος υποταγής),
αλλά ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί απελευθερωτικά, για την αποτίναξη του ζυγού
της εξουσίας. Η άποψη ότι η επιστήμη θα μπορούσε να επιφέρει την ισότητα (μέσω
της απόκτησής της από όλους και μέσω της γνώσης των φυσικών νόμων) ήταν μια
ευρέως διαδεδομένη άποψη στους προηγούμενους αιώνες, ειδικά στον 19ο
και τον 18ο. Ειδικότερα ο αναρχικός Μπακούνιν γράφει κάπου: «Μόλις
[οι φυσικοί νόμοι που συνδέονται με την ανάπτυξη τής κοινωνίας] αναγνωριστούν
από την επιστήμη και περάσουν από αυτήν στη συνείδηση όλων μέσω ενός ευρύτατου
συστήματος λαϊκής εκπαίδευσης και μόρφωσης, το ζήτημα τής ελευθερίας θα έχει
βρει την οριστική λύση του». Όμως τέτοιοι νόμοι που αποδεικνύουν την ισότητα
κ.λπ., όπως ο νόμος της βαρύτητας αιτιολογεί την ύπαρξη της βαρύτητας,
απλούστατα δεν υπάρχουν. Υπήρχαν μόνο στα μυαλά αφελών, όπως στα μυαλά αφελών
υπήρχαν φυσικοί νόμοι που δήθεν αποδείκνυαν την κατωτερότητα των μη Λευκών.
Η επιστήμη (ειδικά οι θετικές επιστήμες)
δεν εμπεριέχει το στοιχείο του ηθικού Δέοντος, και υπό αυτή την έννοια δεν
εξουσιάζει. Όμως η απελευθέρωση διακηρύσσεται μέσω μιας ηθικής προσταγής. Ε,
τέτοιες προσταγές δεν έχει η επιστήμη. Ο νόμος του ηλεκτρομαγνητισμού δεν
εμπεριέχει καμμία απολύτως ηθική προσταγή. Αξιολογικές κρίσεις δεν προκύπτουν
από την επιστήμη, γι’ αυτό δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε απελευθέρωσης ούτε
υποδούλωσης.
Μπορούμε να δούμε ωστόσο τρεις
περιπτώσεις στις οποίες υφίστανται αξιώσεις κυριαρχίας στο χώρο της επιστήμης
και στους επιστήμονες. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία τα
επιστημονικά υποκείμενα θα προσπαθούσαν να ισχυριστούν και να επιβάλουν στην
κοινωνία την άποψη ότι η επιστήμη αποτελεί καθ’ εαυτή την ύψιστη αλήθεια. Όμως
μια τέτοια άποψη θα συνιστούσε παρείσφρηση αξιολογικών κρίσεων για το ποιο είναι
(«αντικειμενικά») το αληθινό νόημα της ζωής. Έτσι οι επιστήμονες θα
μεταβάλλονταν σε (ή θα γίνονταν επιπλέον) ιεροκήρυκες ή ηθικιστές. Ουσιαστικά
δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «αξίωση (κοινωνικής) κυριαρχίας των
επιστημόνων», γιατί οι επιστήμονες αξιώνοντας κυριαρχία (μέσω της επιβολής της
επιστήμης ως ύψιστης κοινωνικής αξίας) την αξιώνουν ως ηθικιστές κι όχι ως
επιστήμονες αυτοί καθ’ εαυτοί· άρα κι εδώ δεν μπορούμε να μιλάμε για εξουσιασμό
μέσω της επιστήμης με την στενή έννοια του όρου, αφού τότε τα συγκεκριμένα
υποκείμενα δρουν όχι ως παρατηρητές-επιστήμονες (δλδ. στο επίπεδο της
αμερόληπτης περιγραφής), αλλά ως κοινωνικά δρώντα όντα (δλδ. στο επίπεδο της
κοινωνικής δράσης). Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία μόνον
μέσα στην επιστημονική κοινότητα (π.χ. μεταξύ πυρηνικών φυσικών) υπάρχει διαμάχη
για το ποια επιστημονική θεωρία είναι η ορθότερη ή αληθέστερη. Στην περίπτωση
αυτήν οι επιστήμονες χωρίζονται σε ομάδες και προσπαθούν να αποδείξουν (με βάση
τα κοινώς αποδεκτά επιστημονικά μέσα) ότι η θεωρία τους είναι η εγκυρότερη. Με
άλλα λόγια οι επιστήμονες φέρονται όπως και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, οι
οποίοι θέλουν να επιβάλουν την άποψή τους στην κοινωνία είτε για λόγους ωμού
συμφέροντος είτε γιατί πιστεύουν (ταυτόχρονα) ειλικρινά στην αλήθεια της άποψης
αυτής. Ωστόσο η δεύτερη αυτή περίπτωση δεν αφορά τις σχέσεις της επιστημονικής
κοινότητας με την κοινωνία, αλλά τις ενδοεπιστημονικές μόνο. Η τρίτη περίπτωση
είναι αυτή κατά την οποία οι επιστήμονες κάνουν τις
γνωσιολογικές-επιστημολογικές αξιολογήσεις τους: επιλέγουν ποιο γνωστικό
αντικείμενο θεωρούν ενδιαφέρον για μελέτη (και ποιο αδιάφορο), ποια επιστημονική
μέθοδος είναι, κατά τη γνώμη τους, η σωστότερη για τη μελέτη ενός φαινομένου
κ.λπ. Κι εδώ επίσης η αξίωση κυριαρχίας αφορά τον ενδοεπιστημονικό χώρο κι όχι
τις σχέσεις επιστημόνων-κοινωνίας. Γι’ αυτό η ύπαρξη αξιώσεων κυριαρχίας, όπως
τις περιγράψαμε, δεν υποδηλώνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η επιστήμη (οι
επιστήμονες) «εξουσιάζει» την κοινωνία· αυτές οι αξιώσεις είναι
ενδοεπιστημονικές ή, εάν δεν είναι τέτοιες, τότε παύουν να οφείλονται στην φύση
της επιστήμης (στην ιδιότητα των επιστημόνων ως τέτοιων) κι επομένως δεν αφορούν
την επιστήμη. Άρα η επιστήμη ως επιστήμη δεν έχει αξιώσεις κυριαρχίας.
Είναι επίσης λάθος να νομίσουμε ότι οι
καλές ή κακές χρήσεις της επιστήμης από την κοινωνία ή το κράτους σημαίνουν ότι
η επιστήμη είναι καλή ή κακή αντίστοιχα· ούτε είναι σωστό να συγχέουμε, σε
αυτές τις περιπτώσεις, τους επιστήμονες ως επιστήμονες με τους
επιστήμονες ως κοινωνικά όντα. Γιατί το τι κάνει η κοινωνία (ή οι
επιστήμονες ως κοινωνικά όντα) την επιστημονική γνώση είναι δικό της θέμα και
δική της ευθύνη, κι όχι της επιστήμης/επιστημονικής γνώσης αυτής καθεαυτής.
Διαφορετικά θα έπρεπε να δεχτούμε ότι επειδή λ.χ, κάποιος διάβασε ένα βιβλίο
Φαρμακολογίας κι έφτιαξε ένα δηλητήριο για τον εχθρό του, η ευθύνη ανήκει στους
εφευρέτες/παρασκευαστές φαρμάκων. Όμως αυτό είναι εσφαλμένο.
Πρέπει να διαχωρίσουμε τις αξιολογικές
(ηθικές) κρίσεις από τις γνωσιολογικές κρίσεις. Εάν δεν το πράξουμε, τότε θα
πρέπει να ισχυριστούμε ότι μόνο λ.χ. όσοι αστρονόμοι νοιώθουν ηθική ανάταση
κοιτώντας τα άστρα είναι καλύτεροι αστρονόμοι. Όμως κάτι τέτοιο είναι αστείο.
Επιπλέον στις γνωσιολογικές-επιστημολογικές αξιολογήσεις υπάρχει δυνατότητα
αλλαγής οπτικής και το κριτήριό τους είναι η γονιμότητα της προοπτικής, δηλαδή
πόσα φαινόμενα μπορεί να εξηγήσει κάθε προοπτική· αντίθετα δεν υπάρχει
δυνατότητα αλλαγής προοπτικής χάριν της ηθικοποίησης (π.χ. από τίμιος να γίνω
διεφθαρμένος, ώστε να ηθικοποιηθώ).
Η τρίτη περίπτωση ύπαρξης εξουσιασμού
είναι ενδιαφέρουσα γιατί σχετίζεται άμεσα με τη δυνατότητα ύπαρξης επιστήμης που
θα περιγράφει την αντικειμενική αλήθεια όσο και με την δυνατότητα ύπαρξης
επιστήμης απαλλαγμένης από το υποκειμενικό στοιχείο και τις αξιώσεις ισχύος του.
Είναι οι επιστημονικές
θεωρίες ουδέτερες και δείχνουν την αντικειμενική πραγματικότητα;
Δεν είναι ούτε μπορούν να την
δείξουν. Γιατί εδράζονται σε υποκειμενικές γνωσιολογικές-επιστημολογικές
επιλογές των επιστημόνων. Έτσι, στο πείραμα υπολανθάνει μια ορισμένη αντίληψη
του παρατηρητή για την πραγματικότητα: ο επιστήμονας απομονώνει ορισμένα τμήματα
της πραγματικότητας και πειραματίζεται μαζί τους. Αλλά αυτά επιλέγονται εντελώς
αυθαίρετα· όσα αποκλείονται (λ.χ. ως έχοντα ασήμαντη επίδραση στην εξέλιξη του
πειράματος) αποκλείονται με βάση την υποκειμενική κρίση του επιστήμονα. Όμως υπό
μια άλλη σκοπιά (δλδ. επιστήμονα ή μέθοδο) αυτό που παραμερίστηκε θεωρείται
σημαντικό και αποφασιστικό. Η επιλεκτικότητα αυτή όμως, όντας προσωπική,
εκφράζει μια αξίωση κυριαρχίας επί της πραγματικότητας: είναι ο τρόπος με τον
οποίο ο επιστήμονας βλέπει τα πράγματα και θέλει να βλέπονται επιστημονικά τα
πράγματα. Επιλέγοντας το ενδιαφέρον από το αδιάφορο, το ουσιώδες και το ανούσιο,
ο επιστήμονας γίνεται Κριτής, δηλαδή ασκεί κυριαρχία εναντίον όσων έχουν
διαφορετικές θεωρητικές-επιστημονικές αντιλήψεις (το ότι στο χώρο της
φιλοσοφίας-επιστήμης η αναμέτρηση είναι αυστηρά εκλεπτυσμένη εν σχέσει με άλλους
τομείς διόλου δεν της αφαιρεί ακριβώς τον χαρακτήρα της αναμέτρησης). Αυτή η
άσκηση κυριαρχίας εκφράζεται ρητά ή άρρητα μέσα σε μια θεωρία για την ορθή
επιστημονική μέθοδο. Ο τεχνικός εξοπλισμός του εργαστηρίου (ή η φιλοσοφική
ορολογία) συνιστά ένα είδος αφαίρεσης της ζωντανής πραγματικότητας βάσει του
γούστου του επιστήμονα-παρατηρητή.
«Η
λεγόμενη επιστημονική μέθοδος δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε άλλο από
την υστερογενή εκλογικευμένη αυτοεπιβεβαίωση θέσεων με ορισμένο περιεχόμενο ή
πορισμάτων της ερευνητικής πράξης. Με άλλα λόγια: πορίσματα, τα οποία η
ερευνητική πράξη συνάγει ως επί το πλείστον ειδητικά ή τυχαία μέσα στη συχνά
ενστικτώδη της προσπάθεια και στην αυτοτελή δυναμική της, παρουσιάζονται ως
συγκομιδή της λελογισμένης εφαρμογής μιας μεθόδου από τη στιγμή που ερευνητής
θελήσει να δώσει στο υλικό του και στις ερμηνείες του μια συνεκτική και
συστηματική, δηλαδή θεωρητικά αξιόμαχα μορφή».
Η θεωρία αυτή πάλι, η οποία
πραγματώνεται μέσω της επιλογής των συνθηκών, του εργαστηριακού εξοπλισμού,
αναγκαστικά αυτοεπιβεβαιώνει τον εαυτό της και, όταν δεν επαρκεί, τότε
προεκτείνεται ώστε να καλύπτει τα κενά της εμπειρίας. Το κριτήριο εδώ είναι
ακριβώς το πραγματιστικό, εάν η θεωρία αυτή εξηγεί τα φαινόμενα λογικά. Έτσι η
θεωρία γίνεται όλο και γενικότερη, ώστε να αντικρούσει όλες τις δυνατότητες
αναίρεσής της. Όμως κάθε θεωρητικός επιλέγει διαφορετική θεωρία και μέθοδο,
εκφράζοντας την αξίωσή του να είναι κριτής των (επιστημονικών) πάντων και
θέλοντας να επιβάλει αυτήν ως αντικειμενικά αληθή. Στα μάτια μας φαίνεται ότι τα
τεχνικά επιτεύγματα είναι αποτέλεσμα μιας γενικής θεωρίας για τη φύση: ωστόσο
εκείνο που μπορεί να συμβαίνει απλώς είναι να έχει επιβληθεί εκείνη η θεωρία και
οι επιστήμονες να αποδέχονται την εννοιολογία και τη μέθοδό της, ώστε να
υφίστανται τρόπον τινά αυθυποβολή.
Ώστε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι
στην επιστήμη απουσιάζει το υποκειμενικό στοιχείο και η αξίωση κυριαρχίας, διότι
απλούστατα η «εφαρμοσιμότητα» είναι τόσο ελαστική ως έννοια, ώστε επιτρέπει στον
καθένα να δημιουργεί θεωρίες και να πειραματίζεται όπως αυτός θέλει με σκοπό την
απόδειξη (ή τη διεύρυνση) των θεωριών του. Θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι
όλες αυτές οι νοοτροπίες μπορούν να αλλάξουν· θα ήταν σα να απαιτούσαμε
επιστήμονες-ρομπότ. Θα ήταν σωστότερο να κατανοήσουμε ότι δεν γίνεται τα
πράγματα (αναφορικά με την επιλογή της επιστημονικής μεθόδου ή την εν γένει
αυθαιρεσία του επιστήμονα) να είναι διαφορετικά από ό,τι είναι τώρα.
Αιτίες ανάπτυξης της
νεώτερης επιστήμης.
Επιστήμη ήταν δυνατό να υπάρξει μόνο από
τη στιγμή που το πρόβλημα της ουσίας παραμερίστηκε και αντί των ποιοτήτων στη
Φύση οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν ποσότητες. Η ποσοτικοποίηση των φυσικών
φαινομένων και μεγεθών έκανε δυνατή τη μέτρησή τους κι έτσι τη συσχέτισή τους·
και μάλιστα, καθώς τα μαθηματικά ήταν περιβεβλημένα με μια ιδεαλιστική αίγλη,
θεωρήθηκε ότι ακριβώς η ποσοτικοποίηση-μαθηματικοποίηση της Φύσης συνιστά
απόδειξη της οντολογικής ανωτερότητάς της, της αρμονίας της, της τελειότητάς
της. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα: οι ουσίες των φυσικών φαινομένων και
πραγμάτων παλαιότερα ήταν διαφορετικές για το καθένα πράγμα· άλλη η ουσία του
γυαλιού, άλλη η ουσία του ξύλου. Ήταν άγνωστες και ασυσχέτιστες μεταξύ τους.
Όταν όμως αντί για την έννοια «ουσία» δόθηκε βάρος στην έννοια «μάζα» ή «όγκος»,
δηλαδή σε έννοιες που εμπεριέχουν το στοιχείο της μέτρησης, ξαφνικά όλος ο
φυσικός κόσμος απέκτησε την ικανότητα να γίνει γνωστός (και συναρπαστικός).
Έτσι, από εκεί που η Φύση θεωρούνταν άθροισμα ποιοτήτων και ουσιών οι οποίες
(όντας «ουσίες») δεν μπορούσαν να γνωσθούν, ξαφνικά έγινε μετρήσιμη και άρα
δυνάμενη να γνωσθεί. Όμως, όπως αναφέραμε (βλ. α’ μέρος, «αγνωστικισμός») η
Γνώση και η Αξία ενός πράγματος συνυφαίνονται, όχι με την έννοια ότι η Γνώση
είναι ηθική ποιότητα, αλλά με την έννοια ότι μόνο ό,τι
γνωρίζεται ή θεωρείται δυνάμενο να γνωσθεί, θεωρείται ταυτόχρονα και σημαντικό ή
μη περιττό άρα αναγκαίο – κι, αντίστροφα, η έως τότε πεποίθηση για την αδυναμία
γνώσης των ουσιών της Φύσης οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η Φύση είναι κάτι το
αδιάφορο ή δευτερεύον μπροστά στις Ιδέες.
Η πίστη
ότι η Φύση μπορεί να εξεταστεί μαθηματικά προϋποθέτει την πίστη ότι είναι
ομοιογενής, σταθερή και αμετάβλητη. Ιδιότητες που πριν αποδιδόταν στον Θεό. Η
επαγωγική μέθοδος (βάσει του μερικού να εξάγουμε συμπεράσματα για το γενικό),
βασική για την εξέλιξη ή ύπαρξη της επιστήμης, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή
εάν η Φύση θεωρούνταν ανομοιόμορφη.
Είναι λάθος να θεωρούμε τον
χριστιανικό Μεσαίωνα αποκλειστικά φορέα της άποψης για τις ουσίες. Τέτοια άποψη
επικρατούσε ουσιαστικώς στον Αρχαίο κόσμο επίσης: γιατί κι εκεί η Νόηση, οι
Ιδέες ήταν αυτό που εθεωρείτο ως το κατεξοχήν γνωστικό αντικείμενο (άρα και
ενδιαφέρον και σημαντικό). Όσο κι αν (φαίνεται) ότι ο Μεσαίωνας ασχολήθηκε
αποκλειστικά με το Εκείθεν, συνεχίζει την κλασσική κανονιστική αρχαία θεώρηση.
Όντως οι αρχαίοι ήταν καλλίτεροι επιστήμονες από τους μεσαιωνικούς χριστιανούς·
ωστόσο δεν προχώρησαν στην επιστήμη όπως προχώρησαν από τον 15ο αι.
και μετά. Λ.χ. οι εφευρέσεις του Ήρωνα ελάχιστα χρησιμοποιήθηκαν και ελάχιστων
κέντρισαν το ενδιαφέρον. Αυτό εξηγείται με την εμμονή στην αναζήτηση της
«ουσίας»· αλλά η ουσία δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος, κι ό,τι δεν είναι μετρήσιμο
δεν μπορεί να προάγει την μαθηματική-φυσική επιστήμη. Μη ξεχνάμε ότι ειδικά
στους παγανιστικούς κύκλους της Ύστερης Αρχαιότητας τα μαθηματικά θεωρούνταν όχι
όπως τα θεωρούμε σήμερα εμείς, αλλά με την έννοια της απόκρυφης
αριθμητικής-αριθμοσοφίας: φαίνεται ξεκάθαρα πόσο ήταν δύσκολο μια τέτοια θεώρηση
των μαθηματικών να οδηγήσει στην επιστήμη όπως την γνωρίζουμε.
Έργο της
μαγικής αριθμητικής είναι το μάντεμα ενός κρυφού Λόγου ή αναλογίας, η οποία
απορρέει από την αόρατη επήρεια μιας απόκρυφης ουσίας και αποτελεί το νοητό
έρεισμα του αρμονικού κόσμου· όχι η διατύπωση μιας ψυχρής κι αφηρημένης
νομοτέλειας ενός ποσοτικοποιημένου κόσμου. Είναι επίσης άλλη η νεοπλατωνική
αρμονία-απόρροια μιας μυστικής ουσίας κι άλλο η απρόσωπη αρμονία των απρόσωπων
ποσοτήτων ενός κόσμου ο οποίος πλέον έχει χάσει το χρώμα, τον ήχο του και έχει
μεταβληθεί σε σωρούς αριθμών.
Είναι
χρήσιμο να σκεφτούμε την αντίστοιχη πορεία της επιστήμης στο Βυζάντιο αναφορικά
με τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις της. Αφενός στο Βυζάντιο δεν υπήρχε το
πρόβλημα με τα
universalia,
τις γενικές έννοιες. Δεν θεωρούνταν αυθύπαρκτες οντότητες. Ωστόσο επίσης η
«ψυχή» θεωρούνταν ανώτερη του «σώματος». Και, όσο κι αν οι θεολόγοι δεν
απολυτοποιούσαν τις «ουσίες», το κύριο ενδιαφέρον τους ήταν το Εκείθεν κι όχι το
Εντεύθεν. Από την άλλη οι επιστήμες στο Βυζάντιο ήταν πιο ανεπτυγμένες σε σχέση
με τη Δύση. Πέρα από το «πνίξιμο» του Βυζαντίου (1204, 1453) το οποίο δεν άφηνε
χώρο για επιστημοσύνες και πολλές κοσμοθεωρητικές μελέτες της Φύσης, είναι
αλήθεια πάντως ότι οι Έλληνες θεωρούσαν τη θεωρία ως ανώτερη της πράξης πάντα.
Όχι ότι είχαν πρόβλημα να κατασκευάσουν κάτι. Στην Ανατολή δεν υπήρχε (ώς τα
1200, όταν είχε σημασία ή ήταν δυνατό να υπάρξει) στρώμα εμπόρων που να έρχονταν
σε άμεση αντίθεση με την Εκκλησία, ώστε να αναποδογυρίσουν την κοσμοεικόνα της
ισχυριζόμενη ότι η Φύση συνιστά έλλογο Όλον – στο κάτω-κάτω δεν είχε υποτιμηθεί
τόσο η Φύση στην Ανατολή όσο στη Δύση. Φαίνεται ότι για να υπάρξει αντίδραση σε
μια κατάσταση, θα πρέπει να υπάρξει μεγάλη καταπίεση· κι αυτή δεν ήταν τόσο
μεγάλη ή δεν είχε αρχίσει η εμφάνιση αστών. δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα
γινόταν αν... Ωστόσο, ώς τότε το Βυζάντιο δεν είχε δείξει ότι δεν μπορούσε να
αναπτύξει φυσικομαθηματική επιστήμη. Έτσι μπορούμε να δούμε 5 αιτίες για τις
οποίες, αν και το Βυζάντιο είχε καλύτερες θεωρητικές προϋποθέσεις, δεν εμφάνισε
γρηγορότερα μια σύγχρονη ιδέα της επιστήμης
- είναι γενικότερη τάση των Ελλήνων η θεωρία κι όχι η πράξη. Τα μαθηματικά λ.χ. καλλιεργήθηκαν στο Βυζάντιο.
- οι θεολόγοι, όσο κι αν αποσόβησαν τον κίνδυνο της δουλείας στις «ουσίες», ενδιαφέρονταν για το Θεό, κι όχι για τη φυσική – όσο κι αν δεν αρνούνταν την τελευταία.
- δεν υπήρξε μια αστική ή εμπορική τάξη εξατομικευμένων ανθρώπων, οι οποίοι να ενδιαφερθούν για την επιστήμη ως επιστήμη· όταν εμφανίστηκε αυτή η τάξη στον 12ο αι., πλάκωσαν οι βάρβαροι και το Βυζάντιο διαλύθηκε. Αλλά δεν μπορείς να αναπτύξεις επιστήμη (με τη δυτική έννοια) όταν αλωνίζουν Νορμανδοί, Λατίνοι και Μογγόλοι τριγύρω σου.
- Επίσης το κράτος δεν επέτρεψε την αμφισβήτηση του επίσημου δόγματος, κατά το αρχαίο πρότυπο της κρατικής θρησκείας. Όντας η Εκκλησία «εθνική», έλεγχε ευκολότερα τις παρεκκλίσεις και ευκολότερα ζητούσε από το κράτος να τις τιμωρεί.
-
δεν υπήρξε (τόσο) σφοδρή αντίθεση θεολόγων και λογίων-αστών, ώστε οι δεύτεροι, για αντιεκκλησιαστικούς, πολεμικούς λόγους, να αντιστρέψουν την κοσμοεικόνα της θεολογίας και να βάλουν ύψιστη αρχή τη μελέτη της Φύσης. Ούτε η θεολογία, με ρεαλισμούς ή νομιναλισμούς, οδηγούσε άθελά της στο να επικεντρωθεί ο Λόγος στη Φύση, όπως έγινε στη Δύση.
Γιατί έγινε αυτή η αλλαγή
παραδείγματος γύρω στον 15ο αι.; Μια μερίδα ανθρώπων, ακριβώς στο
ευρύτερο πλαίσιο της εχθρότητάς τους προς την Σχολαστική, αντέστρεψαν την
κοσμοεικόνα της τελευταίας (αυτό που γίνεται, όχι σπάνια, σε περιπτώσεις μεταξύ
εχθρών) και θεώρησαν ως αδιάφορο ή μη γνώσιμο ή περιττό ό,τι η δυτική
Εκκλησία-Σχολαστική είχε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Γιατί αυτό που ο
εχθρός σου θεωρεί πολύτιμο, εσύ πρέπει αναγκαστικά να το θεωρήσεις
περιττό, και αντίστροφα, ό,τι ο εχθρός σου θεωρεί αδιάφορο ή μη γνώσιμο, εσύ
πρέπει να το θεωρήσεις (ή ήδη το θεωρείς) σημαντικό. Έτσι η Φύση ανατιμήθηκε
οντολογικά ως μετρήσιμη, δυνάμενη να γνωσθεί, άρα συναρπαστική κι ενδιαφέρουσα·
κι η εγκόσμια ζωή, ως ζωή μέσα στη Φύση, ανατιμήθηκε επίσης. Θα ήταν λάθος
ωστόσο να αποδώσουμε την εμφάνιση της δυτικής επιστήμης στους Ανθρωπιστές του 15ου
αι. κι άρα στην αρχαιολατρία. Οι Ανθρωπιστές ήταν αφοσιωμένοι κυρίως σε
ρητορικές και φιλολογικές έρευνες και αδιαφορούσαν για την φυσική επιστήμη. Μόνο
εμμέσως, δια της εξύμνησης του «Ανθρώπου», συνέβαλε ο ανθρωπισμός της ιταλικής
Αναγέννησης στην δημιουργία της επιστήμης.
Αναφερθήκαμε στα μαθηματικά
και στο ότι μέσω της μαθηματικοποίησης-ποσοτικοποίησης της Φύσης έγινε δυνατή η
ύπαρξη επιστήμης. Αυτά διόλου δεν θεωρούνταν επιβλαβή από τη δυτική (ή και την
ανατολική) Εκκλησία (Ο
Αυγουστίνος θεωρεί πως τα μαθηματικά δίνουν την ύψιστη γνωστική βεβαιότητα, ενώ
οι Βυζαντινοί μαθηματικοί, όπως ο Γρηγοράς, είχαν ανακαλύψει το σφάλμα του
Ιουλιανού ημερολογίου δύο αιώνες πριν τον Πάπα Γρηγόριο), όμως τονιζόταν
ότι τα μαθηματικά δεν έχουν να κάνουν με την αισθητή ύλη, αφού αυτή είναι σε
συνεχή κίνηση, άρα αβέβαιη και αστάθμητη κι άλογη. Η αντιστροφή αυτής της άποψης
κατέστησε τη Φύση έλλογη, δηλαδή μετρήσιμη και δυνάμενη να εξεταστεί
επιστημονικά. (8/1/2007)