Δεξιά - Αριστερά - Point of view

Εν τάχει

Δεξιά - Αριστερά



ΔΕΞΙΑ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Ή πώς το ένα κακό φέρνει το άλλο στην μετεμφυλιακή Ελλάδα.

Το προπατορικό αμάρτημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας έγκειται στη στάση της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς τη δεκαετία του 1980. Μπορεί κανείς και να το πει προπατορικό αμάρτημα της Αριστεράς. Τότε, για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελλαδικού κράτους, δόθηκαν τόσα πολλά λεφτά είτε για ανάπτυξη, μέσω της ΕΟΚ/Ε.Ε., είτε μέσω δανείων. Επιπλέον αυτή η φορά δεν κράτησε λίγα χρόνια (λ.χ. τρία, όπως το Σχέδιο Μάρσαλ) αλλά σχεδόν τριάντα χρόνια (1981 έως τώρα=2010). Κάθε σύγκριση με προηγούμενη εισροή χρημάτων είναι αδιανόητη. Σε αντίθεση, συνεπώς, με τα συνηθισμένα ρουσφέτια και εξυπηρετήσεις με δαπάνη του φτωχού κράτους μας, αυτή τη φορά υπήρχε δυνατότητα για αέναη και πλουσιοπάροχη εξυπηρέτηση του λαού. Δηλαδή, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους "ευημερίας" (=εισροής κεφαλαίου): (1) Όποιος τα διαχειριζόταν, μπορούσε να εκμαυλίσει όχι απλώς λίγους αλλά και την κουτσή καθαρίστρια από την Άνω Ραχούλα. Πράγμα που το δοκίμασε – και το έκανε. (2) Η αναντιστοιχία μεταξύ της απόδοσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων από το 1981 κι έπειτα και των καθαρά ελληνικών ώς το 1980 είναι προφανέστατη. Σε 30 χρόνια (1981-2010) όλα κι όλα έγιναν ένα Μετρό αθηναϊκό, ένα αεροδρόμιο της Αθήνας και μια Εγνατία Οδός, με τόσες δεκάδες δισεκατομμύρια δρχ. Μπορεί κανείς να συγκρίνει, αντίθετα, την ανάπτυξη -με ελληνικά μόνο χρήματα- μεταξύ 1951-1980. Καμμία απολύτως σχέση, παρ’ όλο που φαγώθηκαν από τη Δεξιά τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ.

            Για συγκεκριμένους λόγους ο "τυχερός" στον οποίο έλαχε να διαχειριστεί τα τεράστια αυτά κεφάλαια μετά το 1981 ήταν η Κεντροαριστερά μαζί με τμήμα της Αριστεράς. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι το μεγάλο αυτό φαγοπότι προετοίμασαν για τον εαυτό τους οι Δεξιοί που προώθησαν την ένταξη στην ΕΟΚ αλλά το διαχειρίστηκαν αποκλειστικά οι "Κεντρο-Αριστεροί" (= Κεντροαριστεροί και Αριστεροί). Το άρθρο αυτό δεν είναι "επιστημονικό", δηλαδή δεν στοχεύει να δείξει με αριθμούς και στατιστικές το προφανές, δηλαδή ότι οι Κεντρο-Αριστεροί το '80 έπεσαν με τα μούτρα πάνω στο επικατάρατο ΕΟΚικό ψητό και το ξεκοκάλισαν. Το ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι σχεδόν διπλασιάστηκαν σε 10 χρόνια (προφανώς δίχως διπλασιασμό των αναγκών) και -το χειρότερο (αφού το ποσοστό των ελλήνων δημόσιων υπαλλήλων ήταν εξαιρετικά μικρό σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες)- δίχως κανένα αντικειμενικό κριτήριο διορισμού, το ότι προέκυψε μια γενιά καθηγηταράδων -μεταπτυχιακών του '80- που "ανέλαβαν" έπειτα τα ευρωπαϊκά προγράμματα αέρος-αέρος, το ότι οι ΔΕΚΟ "βούλιαξαν" από υπαλλήλους, οι "πρασινοφρουροί" και οι "κλαδικές" απ' όπου έβγαινες δημόσιος υπάλληλος, όλα αυτά είναι γνωστά και δε χρειάζεται να αναφερθούν περισσότερο, γιατί αλλιώς ίσως θεωρηθώ και Δεξιός.

            Ταυτόχρονα με τον εκμαυλισμό, όχι μόνον της δημοσιοϋπαλληλοποίησης αλλά και της "αναβάθμισης" του βιοτικού επιπέδου (βίντεο, come with me για να τη βρεις, σκυλάδικα, δανεισμός για κοινωνικό τουρισμό, παράσημα και συντάξεις -τάχα χάριν δικαιοσύνης και αντισταθμίσματος του ότι έως το 1980 μόνον οι Ταγματασφαλίτες δοσίλογοι συνταξιοδοτούνταν ως... Αντιστασιακοί κι εθνικοί ήρωες- στον κάθε Αριστερό συμμέτοχο στον Εμφύλιο), επικράτησε και η ανοχή σε μια ελευθεριότητα "αντιεξουσιαστικής" εκδίκησης εναντίον της κακής ιεραρχίας κάθε είδους. Τα Τάγματα Εφόδου της Κεντροαριστεράς του '80, οι Ακροαριστεροί (όχι "αναρχικοί": αριστερότερα του ΚΚΕ) και ο προοδευτικός Τύπος, μεριμνούσαν, σαν "ο καλός και ο κακός μπάτσος", αφενός για την εξώθηση της "αντιεξουσιαστικής" ελευθεριότητας ακόμη πιο πολύ στα άκρα (ώστε το κοινωνικά παράλογο να φαντάζει μετριοπαθές ή φυσιολογικό - συζητήσιμο πάντως) αφετέρου για την διαπόμπευση ως Φασιστών/Χουντικών όσων αντιδρούσαν στον θεσμοθετημένο χαβαλέ - και μπορούσαν λ.χ. να επισείουν τον φανταστικό κίνδυνο δικτατορίας από τους δημοσιοϋπαλληλοποιημένους πλέον στρατιωτικούς που άλλο δε σκέφτονταν (όχι ότι ήταν κακό, έπειτα από τόσα δεινά που επέφεραν στο κράτος) από το μισθό τους. Από μία νοοτροπία "χουντικού" στυλ, όπου το "ουσιώδες" ζήτημα ήταν ακριβώς η τήρηση του τύπου κι όχι η ουσία, π.χ. εάν τα νύχια των μαθητών ήταν καθαρά και τα μαλλιά τους ήταν κομμένα, από το να στέκεσαι "σούζα", ως δούλος, μπροστά στον προϊστάμενο-σατράπη σου, θεσμοθετήθηκε το ακριβώς αντίθετο. Η κατάργηση κάθε ιεραρχίας, κάθε νόμου, κάθε τύπου ως ενάντιων στην Ελευθερία, γιατί αυτό ήταν η μαγκιά. Η εξέλιξη αυτή (από το ένα άκρο στο άλλο) ήταν αναμενόμενη λόγω 45-35 χρόνων Δεξιάς κι αυταρχισμού, ωστόσο δεν είναι τώρα και ούτε ήταν τότε δικαιολογημένη. Η αποβλάκωση και ο εκμαυλισμός ήταν δυνατός μετά το 1981 πλέον μακροχρόνια, αντίθετα από παλιότερες εποχές, γιατί το μόνο που χρειαζόταν πλέον ήταν να ψηφίζεται το κόμμα που παρείχε (τα μηδέποτε στερεύοντα) λεφτά και χαβαλέ, άρτο και θεάματα, στον περήφανο λαό. Λεφτά από την ΕΟΚ στους πάντες για πάντα, αποβλάκωση των πάντων για πάντα, όλοι υποχείρια για πάντα. "Κάντε ό,τι θέλετε αρκεί να με ψηφίζετε". Ενώ, δηλαδή, φαινόταν ότι δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα δεκαετιών εκπληρωνόταν, η εκπλήρωσή τους γινόταν με τέτοιους όρους που θα τα ακύρωναν. Και, φυσικά, ο καλός λαός, έμαθε να πλένεται καθημερινά αντί μια φορά την εβδομάδα ή το μήνα, άρχισε εντέλει να αγοράζει και σιντί κλασσικής (ή jazz), με μια λέξη έγινε άνθρωπος.

            Προφανῶς δὲν πρέπει νὰ ἀποσιωπῶνται τὰ θετικὰ τῆς ἐπίδρασης τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τῆς ἐπικράτησης τῆς Κεντροαριστερᾶς. Πράγματα ποὺ θεωροῦνται αὐτονόητα σήμερα ἢ (μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ) θεωροῦνταν τέτοια πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια: ἀναγνώριση τῆς ἐθνικῆς ἀντίστασης, ἰσότητα τῶν γυναικῶν καὶ ἀστικὸς κώδικας, περισσότερα ἐργασιακὰ δικαιώματα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν ἐπιτεύγματα τῆς καραμανλικῆς μεταπολίτευσης οὔτε τῆς ΕΟΚ. Οὔτε πρέπει νὰ ἀγνοεῖται ὁ θετικὸς ρόλος τοῦ πολιτικοῦ ριζοσπαστισμοῦ τῶν πιὸ "ἀκραίων". Πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν, μαζὶ μὲ ἄλλα ποὺ παραλείπω ἐδῶ, ὡς θετικὴ παρακαταθήκη τῆς Κεντρο-Ἀριστερᾶς, τουλάχιστον, ἐνάντια στὴ σημερινὴ νεοφιλελεύθερη Κεντροαριστερά.

            Ίσως κανείς ξενίζεται με την εμμονή της ανάλυσης αυτής στην διαφθορά  και στην μαζικοποίηση της διαφθοράς μέσω της διαφθοράς της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, και όλων, από το ατελείωτο χρήμα της ΕΟΚ/Ε.Ε.. Έχω διαβάσει να αποκαλείται το φαινόμενο αυτό "εκδημοκρατισμός της διαφθοράς". Και ότι έτσι (με την εμμονή στην διόγκωση της διαφθοράς μετά το 1981) "απορρίπτεται εξ αρχής η μαρξική ανάλυση για χάρη του ηθικισμού", ουσιαστικά "η μοναδική εναλλακτική στον εκδημοκρατισμό της διαφθοράς είναι η αριστοκρατία της διαφθοράς, αυτό δηλαδή που προϋπήρχε του 1981, όταν το κεφάλαιο εμπιστευόταν τον εαυτό του σχεδόν αποκλειστικά στους φορείς της δεξιάς και της άκρας δεξιάς, και επιστράτευε την ωμή βία με μεγάλη συχνότητα για να προασπίσει τα συμφέροντά του. Είναι μάλλον ιδιόρρυθμο, ακόμα και για μια ανοιχτά αντι-μαρξική αριστερά, να επικαλείται με νοσταλγία τις μέρες που οι αριστεροί δεν ήταν διεφθαρμένοι, απλώς γιατί σαπίζανε στα ξερονήσια ή είχαν πάρει τα βουνά κυνηγημένοι". Με βάση τα παραπάνω αφού είναι καλός ο εκδημοκρατισμός, άρα κι ο εκδημοκρατισμός της διαφθοράς είναι καλός. Κι αφού ήταν κακό να διαφθείρεται μόνον η αντιδημοκρατική (ώς το 1974) Δεξιά, ήταν η πλέον σωστή λύση γι' αυτό το πρόβλημα το να διαφθείρεται και η Αριστερά. Δηλαδή, γιατί να μην εκμαυλιστούν (κι αργότερα να εκμαυλίσουν όλη την κοινωνία) και οι εξοριζόμενοι Αριστεροί; Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, το εντελώς αντίθετο της καταδίωξης της Αριστεράς από μια διεφθαρμένη Δεξιά είναι η διαφθορά τής Αριστεράς. Από εκεί που αναμένεται από την Αριστερά να είναι πολιτική δύναμη σύμφυτη με την πολιτική ηθικότητα και την πολιτική εντιμότητα, ζητώνται κι από πάνω τα ρέστα από όσους κατηγορούν την Αριστερά για τη συμμετοχή της στον εκδημοκρατισμό της διαφθοράς. Και, φυσικά, δεν αναφέρομαι με τις λ. διαφθορά, εκμαυλισμός κ.λπ. σε μια ηθικιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων, αλλά στην κατάδειξη της παρασιτικής διαβίωσης (με δάνεια και επιδοτήσεις της Ε.Ε.) και της αποδοχής ως ορθής αυτής της διαβίωσης. Όταν το να καταναλώνει κανείς περισσότερα από όσα παράγει θεωρείται συλλογικώς μαγκιά και "εκδημοκρατισμός", τότε μπορεί κανείς να κάνει λόγο για εκμαυλισμό ανεξάρτητα από το αν προσδίδει στον όρο ηθικιστικό ή πραγματικό περιεχόμενο. Ούτε η ηθικοποίηση της Πολιτικής ούτε η πολιτικοποίηση της Ηθικής είναι σοβαρές και δημοκρατικές προτάσεις. Δηλαδή, είναι προφανές ότι ενώ η ηθικοποίηση της Πολιτικής δεν είναι δημοκρατική, ωστόσο είναι προφανές κι ότι όλες οι πολιτικές επιλογές πάντα γίνονταν και γίνονται επειδή αυτοί που τις επέβαλαν τις θεωρούσαν δίκαιες και ορθές, δηλαδή ηθικές. Συνεπώς η κριτική στην ηθικολογία έχει όρια. Μπορεί λ.χ. να είναι "νόμος το δίκαιο του εργάτη" ή "η θέληση των πολλών", αυτή η θέση, όμως, πηγάζει από μια ορισμένη αντίληψη περί δικαίου, άρα και ηθικής - άλλο το αν γίνεται αποδεκτή κοινωνικά με λόγια, λουλούδια ή επανάσταση.

            Αναφέρθηκα λίγο στον βαθμό συνυπευθυνότητας της Αριστεράς. Ασφαλώς, ως νόμιμο μετά το 1974 τμήμα του πολιτικού σκηνικού, μπορούσε να μαδάει κι αυτή λίγο από το ψαχνό. Αν δεν μπορούσαν να διοριστούν αλλαξοπιστώντας (δηλ. ψηφίζοντας Κεντροαριστερά) οι οπαδοί της, μπορούσαν ωστόσο να γίνουν καθηγηταράδες, μυστικοσύμβουλοι (που θα πολεμούσαν από μέσα το Σύστημα) και χρήσιμα εργαλεία του κράτους. Και κατενθουσιάστηκε με την "Ελευθερία" της μετά το 1981 εποχής. Το κωμικό είναι ότι ενώ υπερασπιζόταν εμμέσως όλη εκείνην την ελευθεριότητα και "απειθαρχία" του '80 ως προϋπόθεση για την πολιτική ανάπτυξή της, υπερασπιζόταν ταυτόχρονα τα σταλινικά καθεστώτα, που μόνο "ελευθεριακά" δεν ήταν. Είναι πραγματικά μνημειώδες ότι η Έλενα Τσαουσέσκου γινόταν δεκτή από τα αριστεροκρατούμενα ελληνικά ΑΕΙ ως επίτιμος διδάκτορας με τη συγκατάθεση της "ευρωπαϊστικής" Αριστεράς, την οποία μοσχο-χρηματοδοτούσε το Ρουμανικό κράτος. Και ας μη ξεχνάται ότι έδρασε ως χρήσιμη ηλίθια της Κεντροαριστεράς -όλοι αυτοί οι επί δεκαετίες "εκπαιδευμένοι" στις συνωμοσιολογίες και πρακτορολογίες, αυτοί οι "εγκέφαλοι" Αριστεροί, τα σαΐνια της πολιτικής δεν καταλάβαιναν τίποτα- όταν συμμαχούσε (πολιτικά ή ιδεολογικά, επίσημα ή μη, αδιάφορο) μαζί της "για να φύγει η Δεξιά" μηδέποτε αναρωτώμενη αν, ενδεχομένως, η Κεντροαριστερά ήταν ακριβώς η λύση των ΗΠΑ προκειμένου, μετά την μεταπολιτευτική χρεοκοπία της Δεξιάς, να μην επικρατήσει ξανά, όπως με το ΕΑΜ, η Αριστερά. Φυσικά, κάποτε κατάλαβαν πόσο κορόιδα είναι, συμμάχησαν πολιτικά ακόμη και με τη Δεξιά, ωστόσο κοινωνικά το κακό είχε επικρατήσει. Η ουσία είναι ότι το '80 απλώς ψέλλιζαν τις μικροδιαφορές τους με την Κεντροαριστερά μέσα στην χαρούμενη επαναστατική χάβρα της "Ελευθερίας", ψιλοσιγοντάριζαν την τρομοκρατία υπερασπίζοντας δικαστικά τους φορείς της ή θεωρητικολογώντας επ' άπειρο για το ηθικό δικαίωμα της ένοπλης εξέγερσης/αντάρτικου των πόλεων (ενώ οι ίδιοι ήταν μια χαρά τακτοποιημένοι μικροαστοί) κ.ο.κ.

            Σε ορισμένους φαίνεται ανοησία η διαπίστωση ότι οι ηττημένοι του Εμφυλίου είναι οι σημερινοί κυρίαρχοι στην Ελλάδα. Προφανώς γίνονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα οι εξής λανθασμένες διακρίσεις. (Α) Στο ανθρώπινο επίπεδο λανθασμένα προϋποτίθεται ως ορθή η άποψη ότι ο "Αριστερός" είναι ένα άσαρκο ιδεώδες και, συνεπώς, εάν κάποιοι (πολλοί, δηλαδή) Αριστεροί έγιναν μεταπολιτευτικά ζάμπλουτοι ή εξουσιαστές ακριβώς μέσω και λόγω της Αριστερής ιδιότητάς τους, αυτοί δεν είναι Αριστεροί αλλά πρώην Αριστεροί. Προφανώς όσοι έχουν την λανθασμένη αυτή θεώρηση έχουν κατά νου μια εν ουρανοίς Αριστερά σε αντιδιαστολή προς την επίγεια ή ελληνική, πάντως την διεφθαρμένη, Αριστερά: αν πρακτικά αρνηθείς τα ιδεώδη της εν ουρανοίς Αριστεράς, τότε δεν είσαι Αριστερός (!) και συνεπώς -όσο κι αν δηλώνεις Αριστερός- η συμπεριφορά σου (π.χ. λαμογιές, συναγελασμός με την εξουσία) δεν είναι κάτι αριστερό, αλλά κάτι που δεν αφορά ούτε θίγει την Αριστερά. Με βάση την αντιδιαστολή αυτή υποστηρίζεται ότι οι άνθρωποι που (δηλώνουν Αριστεροί και ταυτόχρονα) εμπλέκονται με εξουσίες, χρήματα, διαφθορά, αποκτούν ισχύ κ.ο.κ. δεν είναι Αριστεροί ούτε η Αριστερά αποκτά ισχύ, αλλά ότι είναι Δεξιοί στη νοοτροπία ή πρώην Αριστεροί. Με τη στρεβλή αυτή θεώρηση παραβλέπεται ότι όλοι οι κατά δήλωση επιφανείς Αριστεροί, δηλαδή η Αριστερά, απέκτησαν εξουσία και χρήμα στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, δηλαδή έγιναν -ενώ αρχικά είχαν ηττηθεί- οι κυρίαρχοι. Μόνο με μια ουσιοκρατική θεώρηση αυτή η κυριαρχία μπορεί να αποδοθεί όχι στους ηττημένους του Εμφυλίου αλλά σε πρώην Αριστερούς που "έγιναν Δεξιοί" στην νοοτροπία. Παραγνωρίζεται ακριβώς το ότι η μεταπολιτευτική κυριαρχία (χρήμα & εξουσία) των εκπροσώπων της Αριστεράς επετεύχθη ακριβώς χάρη στην αριστερή ιδιότητά τους, η οποία έμεινε ακλόνητη. Όταν λέμε "Αριστερά" εννοούμε "οι Αριστεροί", αφού η Αριστερά δεν μπορεί παρά να είναι ό,τι είναι και ό,τι κάνουν οι Αριστεροί, αν δε θέλουμε να υποστασιοποιήσουμε μια (τόσο ευρεία άλλωστε) έννοια. (Β) Στο θεωρητικό επίπεδο λανθασμένα γίνεται λόγος για μεταπολιτευτική "Ενσωμάτωση" των Αριστερών. Λανθασμένα, επειδή οι Αριστεροί που κυριάρχησαν κοινωνικά (επιβάλλοντας και στηρίζοντας την κυριαρχία τους ακριβώς στην αριστεροσύνη τους) ούτε αποκήρυξαν τις ιδέες τους (είπαμε:  άλλο αν δεν τις εφάρμοζαν!) ούτε παραιτήθηκαν από την επιδίωξή τους για ιστορική δικαίωση των πράξεων των ομοϊδεατών τους κατά τον Εμφύλιο. Ο όρος "Ενσωμάτωση" εκφράζει μερικώς μόνον την μεταπολιτευτική κατάσταση πραγμάτων: Είναι αλήθεια ότι μετά το 1981 οι Αριστεροί (δηλαδή η Αριστερά) υιοθέτησε στην πράξη καταναλωτικά και καπιταλιστικά πρότυπα. Αλλά η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι ουδέποτε απαρνήθηκαν θεωρητικά την ιδιότητά τους και το καθήκον τους να αποδείξουν την ανωτερότητα της εμφυλιακής επιλογής τους: στο σημείο αυτό δεν υπήρξε "Ενσωμάτωση", παρά μόνο για όσους απαρνήθηκαν θεωρητικά τα παραπάνω. Όλες οι μεταπολιτευτικές υμνωδίες στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ εκ μέρους της διανόησης και των πανεπιστημιακών δεν είναι τυχαίες. Συμπερασματικά: Επειδή οι Αριστεροί μεταπολιτευτικά κυριάρχησαν (χρήμα & εξουσία) διότι δήλωναν/ήταν Αριστεροί, και επειδή επικράτησε η Αριστερή ερμηνεία της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, είναι προφανέστατο ότι τόσο σε επίπεδο ανθρώπινων μονάδων κυριάρχησε η ηττημένη πλευρά του Εμφυλίου, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο (στοχοθεσίας και θεώρησης του παρελθόντος). Ασφαλώς η μεταπολιτευτική Αριστερά δεν μπορούσε να πετύχει... τη λαοκρατία των ΕΑΜ και ΔΣΕ, για απτούς λόγους. Ωστόσο ήταν η οπτική της εκείνη που κυριάρχησε, όπως ακριβώς η οπτική της Δεξιάς κυριαρχούσε ώς το 1974. Αυτό λέγεται με άλλα λόγια: οι ηττημένοι του Εμφυλίου τελικά επικράτησαν, νίκησαν κοινωνικά-ιδεολογικά, και δεν "ενσωματώθηκαν" απλώς. Τα παραπάνω δεν ισχύουν μόνο για τους κλασσικούς Αριστερούς (μαρξιστές-ΚΚΕγενείς) αλλά και για τον κάθε ακροαριστερό οραματιστή με πολιτικές ρίζες στο παρελθόν (ανεξάρτητα του αν αποδέχεται την πολιτική του ΚΚΕ πριν τον Εμφύλιο και κατά τη διάρκειά του). (1/5/2010)

            Η αμφισβήτηση της άποψης για ηγεμονία της Αριστεράς στην Μεταπολίτευση θα ήταν ίσως πιο σωστή για το διάστημα μετά τον Σημίτη (1996 κ.ε.), δηλαδή για το τελευταίο τρίτο της Μεταπολίτευσης. Δεν συνιστά τέτοια αμφισβήτηση του γεγονότος της αριστερής ηγεμονίας το να δείχνονται τα ανοδικά ποσοστά των δεξιών φοιτητικών παρατάξεων στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ούτε η άποψη ότι «Η Ελλάδα από τότε λοιπόν ήταν μια από τις συντηρητικότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης είτε μέτρο συντηρητισμού θεωρηθεί ο ατομοκεντρισμός και η απαξίωση του συλλογικού». Τέτοια κριτήρια μπορούν και παλιότερα να ανιχνευθούν, χωρίς να δείχνουν κάτι. Ούτε το αν οι Έλληνες περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους πιστεύουν στο Θεό και ήθελαν την αναγραφή του πολιτεύματος, ούτε κι αν μετατοπιζόταν ιδεολογικά η ελληνική κοινωνία προς το Κέντρο μετά το 1985. Γιατί το καθοριστικό κριτήριο δεν ήταν όλα αυτά, μα το ότι στις θέσεις κλειδιά, μέσω των οποίων διαδιδόταν και επιβαλλόταν στην κοινωνία μια κάποια «ορθή άποψη» βρίσκονταν, τουλάχιστον ώς το 2004, Αριστεροί, οι οποίοι επέβαλαν σε κάθε τομέα (Πανεπιστήμια, συνδικαλισμός, ΜΜΕ) τις αριστερές αντιλήψεις. Λίγη σημασία είχε εάν λ.χ. η ΔΑΠ κέρδιζε τις εκλογές, εφόσον μια ολόκληρη γενιά Πανεπιστημιακών ήταν θρεμμένη με την αριστερή ιδεολογία και αναπαρήγαγε τον εαυτό της στο διηνεκές. Ούτε η θέση ότι ώς τα 1989 δεν υπήρχε Αριστερή ηγεμονία διότι απλώς (μεταξύ 1974-1989) το ελληνικό κράτος πρόνοιας «προσπάθησε να πλησιάσει στο σημείο που το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είχε φτάσει ήδη 40 χρόνια πιο πριν», λ.χ. στους τομείς της περίθαλψης και της παιδείας, γιατί, όπως είναι γνωστό, η Δ. Ευρώπη έφθασε στο σημείο εκείνο μέσα από μια διαδικασία κομμουνιστοφοβικής στροφής προς τα αριστερά, δηλαδή με υιοθέτηση αριστερών αιτημάτων υπέρ των μαζών, προκειμένου να μην οδηγηθούν, μεταπολεμικά, οι δυτικές μάζες στον κομμουνισμό. Πάντως, εἴτε ὑπῆρχε καὶ “συγκυβερνοῦσε” κάποια “κυβερνώσα Ἀριστερὰ” εἴτε δὲν ὑπῆρχε καὶ δὲν συγκυβερνοῦσε, ἡ βρωμοδουλειὰ μὲ τὸ μεταναστευτικὸ καὶ τὴ διαφθορὰ θὰ γινόταν. Δηλαδή, τὸ ὅτι βρῆκαν τὰ ΜΜΕ καὶ οἱ ἐργολάβοι χρήσιμο τὸν “ἀντιρατσισμὸ”-”ἀντιεθνικισμὸ” τῆς Ἀριστερᾶς δὲν σημαίνει ὅτι χωρὶς αὐτὸν δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάλογα φαινόμενα. Ἁπλῶς, θὰ ἔβρισκαν κάποια ἄλλη αἰτιολόγηση (ὅπως γίνεται στὶς δυτικὲς χῶρες λ.χ. μὲ τὴν δικαιολογία τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων). Ἡ Ἀριστερά, λοιπόν, ἔχει τὶς εὐθύνες της ἐπειδὴ νομιμοποιοῦσε ἰδεολογικὰ κάτι ποὺ οὔτως ἢ ἄλλως θὰ ἐπιδιωκόταν νὰ συμβεῖ (μετανάστευση, οἰκονομικὴ-κοινωνικὴ διάλυση), μὲ ἢ χωρὶς αὐτήν. Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι οἱ εὐθύνες της δὲν ὑφίστανται, φυσικά. Σημαίνει ὅτι οἱ εὐθύνες αὐτὲς ὑπάρχουν καὶ ἀναδεικνύονται μέσα ὅμως σὲ ὁρισμένο πλαίσιο, τὸ ὁποῖο ἡ Ἀριστερὰ -παρὰ τὶς ἀντισυστημικὲς κορῶνες- δὲν δημιούργησε καὶ κυρίως δὲν ἀμφισβήτησε, παρὰ ἁπλῶς τὸ ἐξυπηρέτησε μὲ τὸν δικό της τρόπο.

            Φυσικά, πρέπει να αναζητηθεί και μια αιτία για το χάλι της Κεντρο-Αριστερής δεκαετίας του 1980, συγκεκριμένα για το ήθος της. Όλα τα στοιχεία της Κεντροαριστερής και Αριστερής πολιτικής του '80 βρίσκονται στην Χούντα, σπερματικά τουλάχιστον. Όλα τα στοιχεία της είναι η στο άκρον άωτον εκπλήρωση βασικών τρόπων αντίληψης για τον λαό της Χούντας. Κατάλυση της Ιεραρχίας; η δικτατορία έγινε από έναν συνταγματάρχη, πράγμα που σημαίνει ότι ο υποδεέστερος ιεραρχικά διέταζε ταξίαρχους, δηλαδή ανώτερούς του. Το ίδιο συνέβη και με την Εκκλησία την περίοδο της Χούντας, όπου η Ιεραρχία της καταλύθηκε ετσιθελικά. Ακόμη και νόμοι που διευκόλυναν το γάμο του δικτάτορα "ψηφίστηκαν". Σκυλάδικα και υποκουλτούρα; Μια αντιστοίχηση ανάμεσα στην ανάπτυξη, επί Χούντας, του σκυλάδικου (ως μουσικού είδους) και της ψύχωσης των μαζών με το ποδόσφαιρο (ακόμη διαφημίζεται η "τεράστια επιτυχία" του ΠΑΟ το 1971), και στην κυριαρχία του σκυλάδικου το '80 (τα "πολιτιστικά κέντρα" σύμφωνα με βουλευτή της Κεντροαριστεράς) και των "εθνικών επιτυχιών" τύπου Ευρωμπάσκετ '87 δεν είναι καθόλου εσφαλμένη. Λαϊκισμός; Το χάρισμα των αγροτικών χρεών (ακόμη βρίσκει κανείς απίθανους αγρότες που λεν πόσο καλός ήταν ο Παπαδόπουλος) δεν έχει ομοιότητες με το χάρισμα των χρεών των ΠΑΕ, των προβληματικών, τις επιδοτήσεις των δουλοκτητών αγροτών κ.ά.; Η Χούντα είναι κομβικό σημείο στην (μετέπειτα οριστική) αποβλάκωση-διάλυση των πάντων όσων υγειών στοιχείων είχαν απομείνει στην Ελλάδα. Είναι το σημείο χωρίς επιστροφή, γιατί έδωσε το πρότυπο για τους επόμενους κυβερνήτες.

            Αν, φυσικά, θέλει κανείς να πάει ακόμη πιο πίσω, θα βρει ότι χωρίς την πολιτική-ηθική έγκριση της "σοβαρής" Δεξιάς καμμία Χούντα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Η φυσική απόληξη της μετεμφυλιακής Δεξιάς ήταν η Χούντα. Όχι μόνο γιατί τα "τσοπανόσκυλα" της, οι Ακροδεξιοί και οι άνθρωποι του σκοινιού και του παλουκιού, οι οποίοι τής χάρισαν τη νίκη στον Εμφύλιο με την άγρια τρομοκρατία τους, κάποια στιγμή λογικώς θα αυτονομούνταν (ειδικά αν εξαγριωνόταν στη σκέψη φιλελευθεροποίησής της = καταδίωξης/απομόνωσης των ιδίων) και θα την εξουσίαζαν, όχι μόνο γιατί η σταδιακή μετεμφυλιακή φιλελευθεροποίησή της (χαλάρωση της στρατοκρατίας) οδηγούσε αναπόφευκτα στον αφανισμό της και στην επανεπικράτηση Αριστερών και Κεντροαριστερών (οπότε χρειάστηκε αρχικά η εκλογική νοθεία κι έπειτα η αποστασία - τελικό μέτρο ήταν η δικτατορία), όχι μόνο γιατί δεν είχε ίχνος πολιτικής σκέψης εκτός από την στοιχειώδη αυτοσυντήρηση των προνομίων και κάτι απολίτικους πρωτογονισμούς "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια", αλλά και γιατί κατά βάθος/ως σύνολο δεν πίστευε (τόσο ως ηγεσία όσο και ως λαός) ούτε καν στην έμμεση κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Της Δεξιάς τής αρκούσε -λόγω πολιτικής ολιγάρκειας- ένας ζων μαρμαρωμένος Βασιλεύς για να τον λατρεύει, ίσως μαζί με ένα ψευδοκοινοβούλιο που τάχα ψήφιζε ελεύθερα. Και αυτό, φυσικά, είναι το προπατορικό αμάρτημα της Δεξιάς. Εάν το 1/2 της πολιτικής σκηνής δεν πίστευε στον κοινοβουλευτισμό, αυτός αναγκαστικά δεν μπορούσε να λειτουργήσει για όσο διάστημα δεν γινόταν αποδεκτός καθολικά, οπότε τελική λύση ήταν μόνον η Χούντα, ουσιαστικά η επιστροφή στη στρατοκρατία του Εμφυλίου - εννοείται ότι η επικράτηση της Χούντας δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν εξυπηρετούνταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ (Εδώ γίνεται ανάλυση των ιδεολογικών προϋποθέσεών της.). Εν τω μεταξύ, πάντα μέσα στα πλαίσια της οικονομικής μιζέριας, μπορούσαν να γίνονται ρουσφέτια, παρανομίες, εκμετάλλευση, καταπίεση, θολοκουλτούρα κ.λπ. με την επίφαση της τάξεως, του Χριστιανισμού και του νόμου. Εννοείται -το έχω πει και στο άρθρο "Εμφύλιος"- ότι αυτός ο παρατεταμένος "πριαπισμός" δύναμης-στρατοκρατίας (δια της Χούντας) εκ μέρους, συνολικά, της Δεξιάς δεν την οδήγησε σε αιώνια ζωή και εξουσία αλλά στην αποδυνάμωσή της, στην εδώ και 37 χρόνια απονομιμοποίηση των αξιών της ακόμη και εντός της. Γιατί αν η επίδειξη δύναμης και η σκληρότητα ήταν αναγκαία (για την ίδια) για την αυτοσυντήρηση/ισχύ στα 1946, στα 1967 ήταν δείγμα όχι ζωτικότητας αλλά παράλυσης και σπασμωδική κίνηση ψυχορραγούντος, όσο κι αν αυτό φαντάζει εκ των υστέρων ερμηνεία των γεγονότων, γιατί δεν είναι πετυχημένες οι ίδιες μέθοδοι σε διαφορετικές εποχές.

            Η μετεμφυλιακή Ακροδεξιά, συνεχιστής των βασιλικών επίστρατων της δεκαετίας του 1910 και των Μεταξικών (μαζί με κάποιους φασίστες προερχόμενους από τον Βενιζελισμό του '30), λοιπόν, δεν ήθελε με τίποτε να απομονωθεί ή να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο λόγω πιθανής φιλελευθεροποίησης. Κι έκανε ακριβώς αυτό το οποίο οδήγησε σε ό,τι δεν ήθελε, την απομόνωση και την μετατροπή της σε αποδιοπομπαίο τράγο: τη δικτατορία του 1967. Δίχως την ήττα στην Κύπρο το 1974 δεν υπήρχε περίπτωση ειρηνικής (όπως στην Ισπανία) απόσυρσης της Ακροδεξιάς. Φυσικά, ήταν ο χειρότερος τρόπος. Ας μη ξεχνάμε, βέβαια, ότι στην "τρίτη Χούντα", η οποία παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς το 1974, δόθηκε πλήρης ασυλία. Στις μέρες μας, επειδή η Αριστερά έχει μετατραπεί σε καθεστωτική, δηλαδή εξυπηρετεί, άθελα και μη, την κυρίαρχη ιδεολογία, η Ακροδεξιά, έπειτα από 20 περίπου χρόνια (1974-1994) απομόνωσης, μπορεί να παριστάνει την φιλολαϊκή και πατριωτική. Ταυτόχρονα μαζεύει όσους, ελάχιστους πια, χουντικούς και φιλοβασιλικούς μπορεί. Δεν είναι, όμως, η απόλυτη Ακροδεξιά πια: μπορεί να συμμαχεί λ.χ. στο οικονομικό επίπεδο με την Κεντροαριστερά για να υπερασπιστεί τον νεοφιλελευθερισμό της. Αλλά ακριβώς επειδή είναι νεοφιλελεύθερη οικονομικά, δεν θα μπορέσει να αποκτήσει σοβαρά ερείσματα, παρά μόνο ως σαλτιμπάγκος της πολιτικής, ελισσόμενη ανάμεσα στη Δεξιά και την Κεντροαριστερά προσφέροντας εκατέρωθεν τις υπηρεσίες της. Υπάρχουν, βέβαια, οι ακόμη σκληρότεροι Ακροδεξιοί, Εθνικοσοσιαλιστές, Αναρχοναζί κ.ά., που αρνούνται τον καπιταλισμό. Και αυτό το ρεύμα είναι επίσης παλιό (παρακλάδι του αντιδραστικού αντικαπιταλισμού/αντιδιαφωτισμού/ρομαντισμού του 19ου-αρχών 20ού). Αναγκαστικά, σε συνθήκες κρίσης θα αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από την κλασσική Ακροδεξιά, αλλά επειδή το ιδεώδες της, η προκαπιταλιστική ή προνεωτερική κοινότητα, δεν είναι εφικτή στις ελληνικές μεγαλουπόλεις, θα είναι αναγκαστικά ελάχιστη και η απήχησή της. Πολιτικά επίσης δεν μπορεί να είναι φιλολαϊκή, αφού ιδεώδες της είναι ο Ηγέτης. Ούτε ο πατριωτισμός της μπορεί να είναι ειλικρινής και βαθύς, αφού συνεχώς θα πρέπει να υπερασπίζεται τους νικητές των εκλογών του 1920, τους πωλητές της Κύπρου το 1955-1967-1974, τους δοσίλογους κ.ά. μια και η αποκήρυξή τους εκ μέρους της θα ήταν αυτοαναίρεσή της. Άρα ο πατριωτισμός της σκοντάφτει ανάμεσα στον φιλοαμερικανισμό της (ή στο "Ανήκομεν εις την Δύσιν" και τα παραμύθια περί ελληνικού Δυτικού πολιτισμού) και στον φιλοναζισμό της. Άλλωστε η ελληνική Ακροδεξιά είναι μια Ακροδεξιά που ιστορικώς δεν ήταν επεκτατική και αλυτρωτική, όσο και μη πατριωτική: στα 1920 και στα 1955 δεν επεδίωξε την επέκταση της Χώρας, αλλά την παραμονή της στην εξουσία, σε αντίθεση με την Ακροδεξιά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Μεσοπολέμου. Αποτελεί μια πρωτοτυπία.

             Για το "ανώτερο" και "ελληνικό" ήθος της κλασσικής μετεμφυλιακής Δεξιάς απλώς θα παραθέσω ό,τι παρέθεσε ο Γ. Ιωαννίδης (http://dangerfew.blogspot.com/2010/04/1.html) από το βιβλίο Η Γένεση του Εμφύλιου και οι Συνέπειες αυτού, του Λάζαρου Αρσενίου: «Η ελληνική Άρχουσα Τάξη πανηγύρισε για τη νίκη της στον Εμφύλιο Πόλεμο. Και την εκμεταλλεύτηκε, όχι για το έθνος υπέρ του οποίου ισχυριζόταν ότι τον είχε αναλάβει, αλλά για τον εαυτό της. Μόλις εξασφαλίστηκε η νίκη της αυτή, απομάκρυνε από την εξουσία τους Κεντρώους πολιτικούς που την εξυπηρέτησαν στην κατάκτησή της, και βάλθηκε να ανυψώσει σε μονοκομματικό πλέον κράτος το καθεστώς της Άκρας Δεξιάς […] Κριτήριο για κάθε πρόσληψη, μέχρι νεκροθάπτου, και για κάθε προώθηση, μέχρι κλητήρος, τέθηκε η υποταγή σε κρατούντα. Τα κριτήρια αυτά λειτουργούσαν σαν μαγνήτης, που ανέσυρε από την αφάνεια κι από το βυθό μετριότητες και άτομα μειωμένων αναστολών […] Από τη δεκαετία του ’50 συρρέει συνάλλαγμα από τη ναυτιλία, από τους παλιούς μετανάστες στην Αμερική και από τον τουρισμό, αλλά κυβερνήσεις και τράπεζες (όλες κρατικές τότε) το διοχέτευαν σε μεσάζοντες […] Η λεηλασία του δημόσιου πλούτου και η συναλλαγή έγιναν αποδεκτός τρόπος ζωής […] Οι πλουτίσαντες στην Κατοχή από την εμπορία τροφίμων, στράφηκαν και τώρα προς αυτήν. Αυτήν ήξεραν από τότε, με αυτήν πλούτισαν επίσης τότε, αυτήν χρησιμοποίησαν και τώρα για συνέχιση του πλουτισμού τους. Με μια διαφορά: στην Κατοχή ασκούσαν εμπορία με τη Μαύρη Αγορά, σε συνεργασία με τους κατακτητές. Τώρα την ασκούσαν παρασιτικά, ληστρικά, σε συνεργασία με τις κρατικές τράπεζες και την κυβέρνηση. Εισάγουν με το συνάλλαγμα τρόφιμα, δηλαδή προϊόντα Γεωργίας, πέραν των αναγκών της χώρας. Κυβέρνηση και τράπεζες που χορηγούν το συνάλλαγμα, διευκολύνουν την διάθεσή τους στην εσωτερική αγορά με διατήρηση κάτω του κόστους των τιμών των εγχωρίων, ώστε να αποθαρρύνεται η παραγωγή τους. Καταδιωκόμενα έτσι τα ελληνικά, δέχθηκαν έναν ανελέητο ανταγωνισμό μέσα στο Εθνικό τους έδαφος από τα εισαγόμενα. Μόνο για την εισαγωγή γαλακτοκομικών στη δεκαετία του εξήντα η Ελλάδα δαπάνησε ένα δις δολαρίων ετησίως, ενώ η εγχώριος κτηνοτροφία καταδιωκόταν για να μειώνει την παραγωγή της […] Στο μεταξύ οι πρώην μαυραγορίτες και τράπεζες θησαύριζαν. Η ελληνική οικονομική ολιγαρχία ζυμώθηκε μεταπολεμικά με μανδύα τους μαυραγορίτες. […] Μεσάζοντες και κοντραμπατζήδες εξασκημένοι στο «πάρε-δώσε» και στη φιλοσοφία της «αρπαχτής», άφησαν στο κράτος τις παραγωγικές μονάδες και κράτησαν για τον εαυτό τους τις κρατικές προμήθειες και τα κρατικά έργα, που δίνουν εύκολα, γρήγορα και χωρίς επιχειρηματικούς κινδύνους άφθονο χρήμα. Και μένουν όλοι ικανοποιημένοι. Η Άρχουσα Τάξη έχει τρόπο να κερδίζει και τα κόμματα να κατακτούν (με την άνοδό τους στην κυβέρνηση) τα λάφυρα της εξουσίας: αμέτρητες «καρέκλες» για διορισμούς σε κρατικές επιχειρήσεις, οργανισμούς και τράπεζες και δικαίωμα διαχείρισης του άφθονου πλούτου τους, με ό,τι άλλο συνεπάγεται αυτή. Η άρχουσα τάξη άλλων χωρών πραγματοποίησε την πρωταρχική συσσώρευσή της «αιμοσταγώς», αρπάζοντας πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα αποικιακών λαών. Επειδή η Ελλάδα δεν έχει Αποικίες, η μεταπολεμική ελληνική άρχουσα τάξη μεταχειρίστηκε τον ελληνικό λαό ως αποικιακό. Πραγματοποιεί και αυτή την πρωταρχική συσσώρευση της «αιμοσταγώς», αλλά μέσω του κρατικού προϋπολογισμού και των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων […] Στα περιθώρια αυτού του κρατισμού, δραστηριοποιούνταν παρασιτικά και ληστρικά, και αναπτυσσόταν, κερδοφόρα ιδιωτική πρωτοβουλία […] Το ελληνικό πολιτικό, νομικό, πολιτιστικό και ηθικό εποικοδόμημα ανδρώθηκε επί υποστρώματος «φιλοτεχνηθέντος» υπό της Άρχουσας Τάξης, στους κόλπους της οποίας βρήκαν θαλπωρή μαυραγορίτες, δοσίλογοι και άτομα μειωμένων ηθικών αναστολών, φορείς της φιλοσοφίας της αρπαχτής και του παρασιτικού-ληστρικού τρόπου πλουτισμού […] Η μεταπολεμική ελληνική Άρχουσα Τάξη κατασκεύασε έτσι μια ξεχωριστή ειδική κρατική μηχανή, που λειτουργεί χωριστά από την κρατική αλλά σε στεγανά, μεθοδικά και με ταχυδακτυλουργική επιτηδειότητα».

            Το πολίτευμα 1946-1967 ήταν μια στυγνή κοινοβουλευτική δικτατορία. Έτσι: (Α) γινόταν εκλογική νοθεία (ψήφιζαν νεκροί και δέντρα) προκειμένου η λαϊκή αντίδραση να καταπνιγεί και να μην ξαναγίνει η ΕΔΑ δεύτερη, όπως το 1958, και ίσως μετά πρώτη (είναι που ήταν η Αριστερά μικρή «μειοψηφία», γι’ αυτό φοβόντουσαν τις ελεύθερες εκλογές οι τοτινοί κρατούντες). (Β) επεμβαίνει ο βασιλιάς στην πολιτική ανεβάζοντας και κατεβάζοντας κυβερνήσεις ετσιθελικά. (Γ) Υπάρχει πάντα στρατοκρατία (παρά την αφελή πρόφαση του «κομμουνιστικού κινδύνου» σε μια χώρα όπου στρατιωτικά είχε επικρατήσει ολοσχερώς και πολλά χρόνια πριν η αντικομμουνιστική παράταξη, «πολλά» όταν εξετάζουμε τη δεκαετία του ’60 και τη χούντα σε σχέση με το 1946). (Δ) Επεμβαίνουν απροκάλυπτα, ωσάν να ήταν αποικία της Αφρικής, οι ΗΠΑ, αποκαλώντας πόρνη τη «δημοκρατία» της («πώς να βιάσει κανείς μια πόρνη;»). (Ε) Εξεταζόταν ακόμη και ποια εφημερίδα αγόραζε ο καθένας, ακόμη και το να άκουγε κανείς Θεοδωράκη ήταν δείγμα πιθανής εμπλοκής σε κομμουνιστικές παράνομες δραστηριότητες. (ΣΤ) Για να σπουδάσει κανείς έπρεπε να υπογράψει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. (Ζ) Γίνεται πραξικόπημα αφού πριν λίγα χρόνια οι μετέπειτα χουντικοί αλώνιζαν ανενόχλητοι, όπως ακριβώς οι Ναζί τη γλίτωσαν με ελαφρές ποινές χάρη στους μοναρχικούς Γερμανούς δικαστές μετά το «κίνημα της μπυραρίας». Ο Παπαδόπουλος έριξε ζάχαρη σε φορτηγά της μονάδας του και κατηγόρησε γι' αυτό κομμουνιστές φαντάρους. Αποκαλύφθηκε όμως ότι ήταν δικιά του προβοκάτσια και αντί να δικασθεί από στρατοδικείο τιμωρήθηκε μόνο με 15 μέρες φυλακή. Κι αυτό είναι δείγμα της ποιότητας και αλήθειας των επιχειρημάτων για κομμουνιστικό «κίνδυνο» με τα οποία ως προσχήματα η στυγνή κοινοβουλευτική δικτατορία του 1946-1967-1974 κυβερνούσε και δεν φιλελευθεροποιούσε το καθεστώς.

            Επιπλέον το επιχείρημα ότι μετά το 1974 και ειδικά μετά το 1981 η Αριστερά (ίσως μαζί με την Κεντροαριστερά) διέπραξε πράγματα εξίσου απαράδεκτα, ακριβώς όπως η Δεξιά μεταξύ 1946-1974 είναι εντελώς λανθασμένο. Η τρομοκρατία εις βάρος των λαϊκών αριστερών στρωμάτων γινόταν με το νόμο (δεν υπέγραφες, δεν σπούδαζες), πράγμα που δεν ήταν νόμιμο μετά το 1981: Μετά το 1981 μπορούσε κάποιος να σπουδάσει δίχως να υπογράψει κάποιο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Ούτε μετά το 1981 παρακολουθούνταν χιλιάδες πολίτες, πράγμα που γινόταν νόμιμα ώς το 1974 και το 1967 (όχι ότι έπαψαν να παρακολουθούνται ορισμένοι μετά το 1981). Στα 1990, μετά από 9 χρόνια Κεντροαριστερής διακυβέρνησης, οι δεξιοί Δημόσιοι Υπάλληλοι δεν είχαν απολυθεί μαζικά επειδή δεν δημοσιοποιούσαν εγγράφως τα κοινωνικά φρονήματά τους (όπως οι αριστεροί Δ.Υ. είχαν απολυθεί ή δεν διορίζονταν επειδή ήταν Αριστεροί ώς το 1974). Οι δεξιών καταβολών νέοι καθ' όλη τη δεκαετία του 1980 μπορούσαν να σπουδάσουν παρ' όλο που δήλωναν Δεξιοί ή δεν δήλωναν Αριστεροί. Η ομοιότητα μεταξύ της δίωξης των αντιφρονούντων πριν και μετά το 1974/1981 έχει σαφή όρια και πέρα από αυτά δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα, την οποία μάταια επικαλούνται οι ακραίοι της λαϊκής Δεξιάς. (20/5/2010)

            Επιστρέφοντας στα τέλη του '80, κάθε τι ευχάριστο έχει και το τέλος του. Το υπερβολικό χρέος, μαζί με κάθε είδους σκάνδαλα, αναπόφευκτα οδήγησε στην ανάγκη κάποιων "ηθικών" ηγετών που θα έφερναν τις νέες μεθόδους διακυβέρνησης. Και αυτοί ήταν, στα 1990 αναπόφευκτα η Δεξιά, όχι η Δεξιά γενικά αλλά η Νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Όποια νεοφιλελεύθερη εξυπνάδα είχαν διαβάσει τα ξενομεταπτυχιακά του '80 αστέρια της ΔΑΠ, άρχισαν να την εφαρμόζουν στις αρχές του 1990 ως Ευαγγέλιο. Υπήρξε και η ευνοϊκή συγκυρία της διάλυσης της ΕΣΣΔ, οπότε όλα φάνταζαν ως μονόδρομος. Όμως, παρά το ότι ήταν προφανές ότι με τον "Σοσιαλισμό" θα κατέρρεε το κράτος, ο λαός ήταν τόσο πολύ εθισμένος στο ναρκωτικό του '80, που τέτοιες νεοφιλελεύθερες πρακτικές -ιδιωτικοποιήσεις, ελεύθερη αγορά, κατάργηση προνομίων- φάνταζαν θηριωδίες. Κι αφού ο Μητσοτακισμός δεν ήταν ανεκτός στον τράχηλο του Έλληνα, μόνη λύση ήταν αρχικά ο μεταλλαγμένος Παπανδρεϊσμός κι αργότερα ο εκσυγχρονισμός ή πράσινος Μητσοτακισμός. Πράγματι, ο Δεξιός Νεοφιλελευθερισμός είναι κατά κανόνα αποτυχημένος και μη ανεκτός ενώ ο Κεντροαριστερός Νεοφιλελευθερισμός είναι περισσότερο ανεκτός για λόγους που θα εξηγήσω - είναι πάντως ιστορικά προφανές.

            Πρώτα, όμως, χρειάζεται και μια ανάλυση της δεξιάς ψυχοσύνθεσης μετά το 1974. Έχοντας αυτο-ξεγυμνωθεί η Δεξιά, έχοντας απονοηματοδοτήσει, λόγω του εξουσιαστικού "πριαπισμού" της, τις αξίες της (που δεν ήταν μόνο δικές της), άλλος δρόμος δεν της απέμεινε από τον Ευρωπαϊσμό και αργότερα τον Νεοφιλελευθερισμό, αξίες εντελώς αντίθετες από τις προηγούμενες. Πρέπει, φυσικά, να της χρεωθεί στα θετικά ότι αποδέχτηκε τον κοινοβουλευτισμό οπότε τον κατέστησε βιώσιμο -βέβαια, ήταν απλώς αναγκασμένη να τον αποδεχτεί στα 1974. Κι αυτό το τελευταίο πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα: Η φιλελευθεροποίηση του 1974 ήταν κάτι στο οποίο σύρθηκε η μη ακραία Δεξιά. Όπως λ.χ.  οι Φρανκιστές στην Ισπανία δέχτηκαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά από 40 χρόνια στυγνής δικτατορίας, γιατί ούτε καν ο ισπανός βασιλιάς τούς άντεχε άλλο. Δεν ήταν μια μεγαλόψυχη πράξη η φιλελευθεροποίηση του 1974 (για την οποία η Αριστερά θα έπρεπε δουλικά να ευγνωμονεί αιώνια την φιλελεύθερη Δεξιά), ήταν μια πράξη από φόβο, για να μην "πέσουν τα κεφάλια" όσων παρέδωσαν την Κύπρο καθώς και τα κεφάλια όσων (των «νομοταγών» μη ακραίων) ανεχόταν την Ακροδεξιά μεταξύ 1949-1974, όπως είχαν "πέσει τα κεφάλια" των Έξι το 1922. Από την άλλη μεριά, η Αριστερά ξεχνάει ότι μπορεί αυτή να είναι που προωθεί την αλλαγή των καταστάσεων προς κάτι καλύτερο, δίχως όμως την συγκατάθεση, έστω και ψυχρή ή τυπική, της Δεξιάς, αδυνατεί να πετύχει την αλλαγή αυτή ή τμήμα της. Βέβαια, κατά κανόνα αυτή η συγκατάθεση είναι ρηχή. Όποιος έχει δει σε βίντεο προεκλογικές εμφανίσεις του ευρωπαϊστή και εισηγητή των νέων δεξιών ηθών Κ. Καραμανλή στα 1974, βλέπει κάτι μουστακαλήδες χωριάτες καραδεξιούς να τον υποδέχονται (στη Θεσσαλονίκη νομίζω) με κλαρίνα και νταούλια - αν καταλαβαίνει κανείς κάτι μέσα από το παράδειγμα της ασυμβατότητας του μετα-1974 δεξιού Ευρωπαϊσμού με την τοτεινή άπλυτη δεξιά απολίτικη "χωριατίλα". Πράγματι, όταν έχεις το ήθος του συνοικιακού μπακάλη του 1950 δεν μπορείς να εσωτερικεύσεις τις "ευρωπαϊκές" και "(νεο)φιλελεύθερες" αρχές ούτε το αστικό ήθος. Μπορεί να αγαπάς τα Λεφτά σαν το Θεό, αλλά Νεοφιλελεύθερος γιάπης δεν γίνεσαι αυτομάτως - εν τέλει ξεβρακώνεσαι με την συνοικιακή τσαπατσουλιά σου. Στην Ελλάδα για διάφορους λόγους αυτή η κουλτούρα ούτε επικράτησε λαϊκά-μαζικά ούτε μπορεί να αναπτυχθεί. Γι' αυτό και χρειάζεται αντί εσού ένας "σοβαρός" και "ορθολογιστής" Κεντροαριστερός ο οποίος είναι ακριβώς Νεοφιλελεύθερος με αριστερή φρασεολογία, ώστε και τους εκτός Ελλάδας να πείθει με την "σοβαρότητά" του και τους εντός Ελλάδας να εξαπατά με την αριστερή (και ίσως φιλολαϊκή) ρητορεία του. Μαζί με τα ξερά του προ του 1974 δεξιού ήθους χάθηκαν και τα χλωρά, δηλαδή ο καλώς εννοούμενος συντηρητισμός του (π.χ. με την έννοια της προσήλωσης στο νόμο, της απέχθειας προς τις διαφόρων ειδών πολιτικές και κοινωνικές παρεκτροπές, σκάνδαλα, απάτες κ.λπ.). Ασφαλώς, όπως είπα, η Δεξιά συνολικά εμπιστεύτηκε την Ακροδεξιά και συμμάχησε μαζί της. Συνεπώς ο καλώς εννοούμενος συντηρητισμός ήταν εκ γενετής (μετεμφυλιακά) χρεοκοπημένος. Σε αντίθεση με τον γαλλικό συντηρητισμό, ο οποίος αντιτάχθηκε στο Ναζισμό, η ελληνική Δεξιά δεν μπορούσε να καυχηθεί για τον πατριωτισμό της (βλ. εκλογές 1920, Μικρασιατική Καταστροφή, Δοσιλογισμός) κι έτσι να έχει ηθική ακεραιότητα και αντίστοιχες αξιώσεις καθολικής (από όλο το πολιτικό φάσμα, έστω και απρόθυμα) νομιμοποίησης-υποταγής. Ασφαλώς, ο δεξιός συντηρητισμός είναι αφελής και πολιτικά συνιστά αοριστολογία και ηθικολογία: να είσαι καλός οικογενειάρχης, να μην πατάς το πράσινο κ.ο.κ., και -δήθεν- αντίστοιχα να φέρεσαι όταν είσαι στην εξουσία. Αλλά όλα αυτά τα ηθικιστικά σαβουάρ βιβρ δεν επαρκούν στην πολιτική, όσο ειλικρινείς κι αν είναι οι προθέσεις των φορέων τους. Μετά το 1974 η Δεξιά μόνο επιφανειακά, (πολύ) μερικά και ρητορικά είναι ευρωπαϊστική και (νεο)φιλελεύθερη: Απλώς δεν μπορεί να είναι τέτοια. Όμως, από την άλλη ούτε στρατοκρατική μπορεί πια να είναι (θα ήταν ομολογία πίστης στον αντικοινοβουλευτισμό της εποχής ώς το 1974) ούτε συντηρητική μπορεί να είναι (αυτό ήταν αδύνατο εξαρχής). Αφού δεν μπορεί να πει ξεκάθαρα τι πιστεύει πραγματικά, μέσα σε ένα εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον όπου, έπειτα από την αποχαύνωση του 1974-1989, είναι βαρύ κοινωνικό στίγμα να δηλώνεις (κλασσικός) Δεξιός, απομένει ένα περίεργο μείγμα επίσημης μεν κυριαρχίας και αποδοχής από όλη τη Δεξιά του Ευρωπαϊσμού-(νεο)φιλελευθερισμού, ενώ σε δεύτερο-ανεπίσημο επίπεδο κυριαρχεί η σκυλάδικη, "χριστοδουλική", "Ζορό" μετεξέλιξη του μέσου συντηρητικού Δεξιού (με ένα τμήμα να είναι γιάπικο). Σε βαθύτερο κοσμοθεωρητικό επίπεδο, όταν δεν υπάρχει ο νεοφιλελευθερισμός, κυριαρχεί όλη η ίσως νεοεποχίτικη σαβούρα ανάμικτη με απολίτικες ή και κρυπτοφασιστικές τάσεις: πιστεύω στο Χριστό και πάω εκκλησία το Πάσχα αλλά πιστεύω και στην μετενσάρκωση και στα ταρώ, μια ζωή την έχουμε, ένας Παπαδόπουλος μάς χρειάζεται, βρίζω τα κόμματα εξουσίας και τους δημόσιους υπαλλήλους αλλά βάζω μέσο να μπει το παιδί μου ως stage κ.ο.κ. (αυτή η σαβούρα δεν εμφανίζεται μόνο στη Δεξιά, ωστόσο σε αυτήν κυριαρχεί). Εννοείται ότι το δεύτερο επίπεδο ποτέ δεν θα μπορέσει να αναλάβει την ηγεσία της Δεξιάς, γιατί κοινωνικώς κυριαρχεί απόλυτα η άποψη "(κλασσική) Δεξιά=Κακό", ωστόσο αυτό το δεύτερο επίπεδο θα βάζει πάντοτε τρικλοποδιές στο πρώτο επίπεδο, το ευρωπαϊστικό-νεοφιλελεύθερο, οι φορείς του οποίου μάλιστα είναι αναγκασμένοι να το ανέχονται ως πολυπληθές και πλειοψηφικό τμήμα της "Παράταξης". Φυσικά, το "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια" είναι από τη φύση του απολιτικό: η επίκλησή του είναι κενή περιεχομένου, γιατί προφανώς σε μια κοινωνία υπάρχει πάντοτε "πατρίδα" και "οικογένεια", οπότε είναι ένα σύμβολο τόσο γενικό που δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική δεοντολογία. Όντας απολιτικό, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε για πολιτικό πρόγραμμα.

            Αυτό το κατάλαβε κι ο Κ. Καραμανλής και προώθησε το δίπολο ευρωπαϊσμός στην ηγεσία-πολιτικός λαϊκός συντηρητισμός στη βάση, για να συμβιβάσει τις δυο καταστάσεις, ενώ επιδόθηκε σε έναν λαϊκιστικό φιλοαριστερισμό με έξοδο από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, κρατικοποιήσεις, παραχώρηση διάφορων δικαιωμάτων.

            Πρέπει να δούμε και τη μετάλλαξη της Αριστεράς και την χλιαρή της στάση τόσο στα εθνικά όσο και στα κοινωνικά ζητήματα μετά το 1974. Η Αριστερά είχε δεχτεί ως δώρο την νομιμοποίησή της με αντάλλαγμα να μην διαταράσσει το καθεστώς και να μην επιδιώξει την ανατροπή του δια της βίας. Αυτό είχε ως συνέπεια κάθε λίγο και λιγάκι να προειδοποιείται η Αριστερά από την Δεξιά ως ταραξίας και μάλιστα, στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ως υπαίτιος για πιθανή επαναχουντοποίηση, όποτε οι Δεξιοί και οι Κεντρώοι-Δεξιοί θεωρούσαν ότι η πολιτική δράση της Αριστεράς υπερέβαινε τα όρια της αστικής νομιμότητας. Αναγκαστικά, και παρ' όλη την ύπαρξη επαναστατικών και ασυμβίβαστων στοιχείων ή και αλλοπρόσαλλων τρομοκρατών, η Αριστερά αποδέχτηκε αυτόν τον περιορισμό εσωτερικεύοντάς τον, τόσο λόγω φόβου για πιθανή αντίδραση των καθυποταγμένων στην "δημοκρατική" πλέον Δεξιά χουντικών (υπήρχε το ιστορικό προηγούμενο, όπου τα Ιουλιανά είχαν ως επακόλουθο, χρονικό τουλάχιστον, την Δικτατορία), όσο και λόγω της ηρωοποίησής της και συμμετοχής της στην μεταπολιτευτική πίττα του πλούτου και της ισχύος. Πράγματι, εάν δεν δούμε ότι η Αριστερά, τόσο η ανανεωτική όσο και οι ακραίοι της (μαοϊκοί κ.ά.) οι οποίοι σιγά σιγά από στρίγγλοι έγιναν αρνάκια, είχε το μερίδιό της στην εξουσία είτε άμεσα είτε έμμεσα λόγω της ηρωοποίησής της ως θύματος (η οποία ηρωοποίηση βασιζόταν σε πραγματικά γεγονότα, φυσικά) και της συνεπακόλουθης κοινωνικής αναγνώρισης, τότε θα νομίσουμε ότι μόνο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κατείχαν την εξουσία στην Ελλάδα.

            Έχοντας αποσυρθεί η Αριστερά σε πιο ήπιες μορφές δράσης προκειμένου ούτε το νεοσύστατο αστικό καθεστώς να πειραχθεί ούτε τους χουντικούς να κάνει να "αγανακτήσουν" ούτε το μερίδιο της πίτας να χάσει η ίδια, έχασε την μεγάλη ευκαιρία να ηγηθεί του ελληνικού λαού. Όπως βλέπουμε στο Πολυτεχνείο το 1973 οι φοιτητές ύψωναν ελληνικές σημαίες και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, σημάδι πως επεδίωκαν να αναγνωριστούν στην συνείδηση του έθνους και του λαού ως ηγετική δύναμη αυτοί, η Αριστερά, και όχι η δικτατορία ή το μετεμφυλιακό ξεπεσμένο κοινοβουλευτικό κατεστημένο. Αποδεχόμενοι τον συμβιβασμό του 1974 διέγραψαν από τις προσδοκίες και το στόχο τους αυτόν τον σκοπό, ο οποίος προφανώς ήταν ο σκοπός του ΕΑΜ και του ΔΣΕ. Έκαναν τα στραβά μάτια στο γεγονός ότι η Τρίτη Χούντα αμνηστεύτηκε πλήρως περιοριζόμενοι σε δράση (τρομοκρατική και μη) κατά της αθώωσης διαφόρων επιμέρους χουντικών. Συμβιβαζόμενοι στο θέμα της τιμωρίας των προδοτών της Κύπρου αποσιώπησαν το γεγονός ότι η Χούντα κατέρρευσε λόγω της ήττας το 1974 στην Κύπρο, και, ακριβώς επειδή συμβιβάστηκαν στο ζήτημα της τιμωρίας, δεν τόλμησαν να αναλάβουν την ιδεολογική ηγεσία του έθνους απαιτώντας την έμπρακτη αναίρεση των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής περιοριζόμενοι σε αερολογίες περί αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας. Αποδέχτηκαν ως αυτονόητη την βολική άποψη ότι η Ελλάδα συλλογικά και όχι η Χούντα ειδικά έφταιξε για την τουρκική εισβολή, άποψη η οποία ταίριαζε και με την απουσία εκ μέρους της Αριστεράς περί τιμωρίας των υπευθύνων της στρατιωτικής ήττας (της Τρίτης Χούντας αλλά και του Καραμανλή-Αβέρωφ). Αντίθετα, αν είχαν κάνει σημαία τους και την απελευθέρωση της Κύπρου (με εναντίωση στην Τουρκία) θα φαίνονταν στα μάτια του κόσμου ως η μόνη πολιτική δύναμη άξια να είναι εθνική δύναμη και θα παραμέριζαν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και το Κέντρο και την Δεξιά. Έτσι το 1974 δεν το μετέτρεψαν σε νέο 1912, όπως ο Βενιζέλος μετέτρεψε το 1897 σε 1912-3.  Μη πράττοντας όλα αυτά, αφέθηκαν να συμπαρασυρθούν από τα καραμανλικά οράματα και σταδιακά να χάσουν κάθε δυναμική ενσωματωνόμενοι ακόμη περισσότερο είτε αυτοτελώς είτε μέσω του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, από τη μια είχαμε την καραμανλική νεοδεξιά και από την άλλη μια συμβιβασμένη Αριστερά (3/12/2010).

            Λανθασμένη είναι και η άποψη ότι δεν υπήρχε αριστερή ηγεμονία επειδή ήδη από το 1992 οι απόψεις Αριστερών για τα εθνικά θέματα σύγκλιναν με τις απόψεις Κεντρώων και Δεξιών. Η θέση ότι η Αριστερά εκφυλίστηκε διότι πολλοί Αριστεροί κατέληξαν, μετά το 1989, να έχουν «εθνικές» ιδέες παρόμοιες με των κεντροδεξιών και Δεξιών, δηλαδή ότι η Αριστερά συγχωνεύθηκε και χάθηκε το στίγμα της και η ηγεμονία της μέσα στην ολοένα και πιο συντηρητική κοινωνία αγνοεί το σημείο εκκίνησης της ελληνικής Αριστεράς: Η Αριστερά δεν συνιστά σοβαρή πολιτική δύναμη λόγω του ΣΕΚΚΕ και του μεσοπολεμικού ΚΚΕ αλλά απέκτησε απήχηση μόνο όταν απέκτησε «εθνολαϊκές» θέσεις. Είναι μόνο παράδοξο ή και αστείο, σήμερα, όταν οι αντιεθνικιστές και «αντιεθνολαϊκιστές» Αριστεροί στρέφονται –στο όνομα της υπεράσπισης κάποιας «αριστερής αντιπατριωτικής καθαρότητας»– κατά των «αριστερών εθνικών απόψεων» ξεχνώντας ότι ακριβώς εξαιτίας εκείνων των «εθνικών απόψεων» η ελληνική Αριστερά κατάφερε και βγήκε έξω από τα μεσοπολεμικά λαγούμια της και απέκτησε εκείνο το κύρος εξαιτίας του οποίου οι παραπάνω «αντιεθνικιστές» μιλούν κατά του «εθνολαϊκισμού».

            Γυρνώντας στα 1993: Αφού, λοιπόν ο μη αριστερής ρητορικής Νεοφιλελευθερισμός 1990-93 δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός, ο πράσινος Νεοφιλελευθερισμός της Κεντροαριστεράς του (1993 ή) 1996-2004, με την αριστερή ρητορική μπορούσε να καθησυχάζει τους πάντες ως προοδευτικός. Βλέπει κανείς ότι, ενώ έχουν περάσει, εν έτει 1996 (μιλάμε για την έναρξη του εκσυγχρονισμού), 47 χρόνια από τον Εμφύλιο και 22 χρόνια από τη Χούντα, συνεχίζει να διαδίδεται και να γίνεται αποδεκτός ως αυτονόητη πραγματικότητα ο μύθος της διαβολικής Δεξιάς (που πλέον είναι νεοφιλελεύθερη και κοινοβουλευτική, αλλά αυτό αφήνει αδιάφορους τους προπαγανδιστές) σε αντίθεση με την ανάλαφρη και φωτεινή Κεντρο-αριστερά, που είναι όμως επίσης νεοφιλελεύθερη. Δηλαδή, βλέπει κανείς ανθρώπους (στα 2010) πενηντάρηδες και εξηντάρηδες να επιχειρηματολογούν εναντίον της σημερινής Δεξιάς βασιζόμενοι στο εάν οι τοτεινοί Δεξιοί εξόρισαν τον πατέρα τους ή βασάνισαν τον παππού τους (ασφαλώς, αντίστοιχες αφελείς συμπεριφορές υπάρχουν και σε σημερινούς Δεξιούς που "οι Αριστεροί στον Εμφύλιο τούς έσφαξαν τους συγγενείς"): μόνο στην Ελλάδα τέτοιες κωμικές καταστάσεις θεωρούνται φυσιολογικές και, δυστυχώς, για να επικρατήσει σοβαρότερη πολιτική ερμηνεία των σημερινών Δεξιών και σημερινών Αριστερών πρακτικών θα πρέπει κανείς να περιμένει να πεθάνουν, να φύγουν βιολογικά οι "αδικημένες γενιές του '60", που είχαν την τραγική τύχη... να τους κόψουν στο σχολείο  ο δάσκαλος-θεολόγος τα μαλλιά το '60 και κατά τις αρχές του '70 (αν και υπάρχει ο κίνδυνος ότι θα έχουν μεταδώσει τον παράλογο αυτόν πολιτικό τρόπο σκέψης στις επόμενες γενιές - και δυστυχώς οι "αδικημένες γενιές" μαζί με τα κόμπλεξ τους έχουν πλέον σημαντικότατη συμμετοχή στην πολιτική εξουσία λόγω της ηλικίας τους). Είναι, πράγματι, ενδιαφέρον να περιμένει κανείς το πότε θα αποενοχοποιηθεί η (κλασσική) Δεξιά σε επίπεδο κυρίαρχης ιδεολογίας (όχι πρακτικής, φυσικά, αφού στην πράξη πλέον όλοι είναι νεοφιλελεύθεροι): πιθανόν σε συνθήκες πλήρους κατάρρευσης της μεταπολιτευτικής ευημερίας, όταν όλα θα είναι ισοπεδωμένα, όπως στον Μεσοπόλεμο. Ασφαλώς, η συνέχιση της κυριαρχίας της αντιδεξιάς ιδεολογίας-ρητορείας είναι δυνατή χάρη στην αείμνηστη δεκαετία του 1980: τότε τέθηκαν οι βάσεις για την επικράτηση σε ΜΜΕ και ΑΕΙ όλων των Κεντρο-Αριστερών και για την καταδίωξη (με τρόπο σαφώς διαφορετικό από την δεξιά αντίστοιχη καταδίωξη των Αριστερών στα χρόνια ώς το 1974) κάθε μη Κεντροαριστερής και μη Αριστερής φωνής σε αυτά. Πράγματι, δίχως τους προπαγανδιστές, την μεταλλαγμένη Αριστερά των ΑΕΙ και τα ΜΜΕ, δεν θα ήταν ποτέ τόσο αυτονόητος ο μύθος της καλής ή "λιγότερο κακής" Κεντροαριστεράς (που "δεν είναι νεοφιλελεύθερη στην πραγματικότητα") και της καλής Αριστεράς (που "ήταν πάντοτε μόνο δημοκρατική, ποτέ πλειοψηφικά σταλινική και ποτέ δεν υπερασπιζόταν πλειοψηφικά με ειλικρινή φανατισμό τα ανατολικοευρωπαϊκά καθεστώτα ως προδήλως δημοκρατικά").

            Φυσικά, η Κεντροαριστερά μετά το 1991 δεν θα μπορούσε να επανακάμψει και να επιβιώσει εάν δεν μεταλλασσόταν σε νεοφιλελεύθερο "κίνημα". Αν παρέμενε στα πρότυπα του 1980, θα ήταν ένα σταλινο-τριτοκοσμικό κόμμα, πράγμα που δεν θα ήταν το χειρότερο πράγμα καθεαυτό, αλλά έτσι δεν θα είχε ούτε την εύνοια των ΗΠΑ ούτε την πρόσβαση στην εξουσία, πράγμα που θα διαχρονικά είναι η τραγικότερη μοίρα, η επίγεια κόλαση των μελών/ηγετών του. Επίσης η Αριστερά των ΑΕΙ/ΜΜΕ μεταλλάχθηκε, αν εξαιρέσουμε το απομονωμένο ΚΚΕ και τους περιθωριακούς της, στην εκσυγχρονιστική Αριστερά. Από την ταξική πάλη κατέληξε να θεωρεί μέγιστο ζήτημα τα δικαιώματα των τραβεστί (τρόπος του λέγειν) και την οικολογία, και η διαφορά είναι προφανής: Όχι ότι είναι κακό να αγωνίζεσαι για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά είναι άλλο να θέτεις αυτόν τον αγώνα ως μέγιστο κι άλλο να θέτεις την ταξική πάλη ως συμπύκνωση όλων των αγώνων. Φυσικά, η αλλαγή προσανατολισμού δεν είναι δίχως πολιτικές συνέπειες: Όταν πρώτιστη σημασία έχουν τα δικαιώματα στην κοινωνική αξιοπρέπεια του τρανσέξουαλ κι ο πολυπολιτισμός, τότε δεν γίνεται ταυτοχρόνως να έχει πρώτιστη σημασία η κατάργηση της ταξικότητας της κοινωνίας. Προφανώς και τα δύο μπορεί να αποτελούν μέρος ενός πολιτικού προγράμματος, ωστόσο ή το ένα θα είναι πρώτιστης πολιτικής σημασίας ή το άλλο. Τρίτη θέση δεν υπάρχει. Μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από τη θεματολογία των αριστερών ΜΜΕ. Αν, λοιπόν, πρώτιστη σημασία για την Αριστερά έχουν τα δικαιώματα του τρανσέξουαλ, αυτό είναι πολύ βολικό για τους Νεοφιλελεύθερους των ΗΠΑ και άλλων Μ. Δυνάμεων. Γιατί, αν υποτεθεί ότι η Αριστερά κατηγορεί για τα δικαιώματα αυτά τις ΗΠΑ, είναι πολύ ευκολότερο και ανεκτότερο να θεσμοθετηθούν τέτοια δικαιώματα παρά να ακυρωθεί πρακτικά και θεσμικά η οικονομική εκμετάλλευση και η κυριαρχία των πλουσίων εντός κι εκτός των ΗΠΑ ή εντός της Ελλάδας. Η Αριστερά των ΜΜΕ/ΑΕΙ αναγκαστικά μεταλλάχθηκε, όχι μόνο γιατί μεταλλάχθηκαν και τα κεντροαριστερά αφεντικά της αλλά και γιατί δεν συνέβη αυτό το οποίο πίστευε ότι θα συμβεί όταν το '80 γινόταν μυστικοσύμβουλος (μέσω ΑΕΙ) του κράτους, δηλαδή να αλώσει το Σύστημα από μέσα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Φυσικά, η Αριστερά αυτή δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο συνέβη: Όταν σε εκπροσώπους της αναφέρεται η μετάλλαξη και ότι ενεργούν ως οι καλοθελητές προφανώς δεξιών πολιτικών, αντιδρούν υποστηρίζοντας είτε ότι συμπαρατάσσονται με το "μη χείρον βέλτιστον" (αυτό βέβαια οδηγεί στο χοιροστάσιο), είτε ότι δεν είναι έτσι αλλά ότι αυτοί χρησιμοποιούν/κοροϊδεύουν τους νεοφιλελεύθερους κοσμοπολίτες (με τους οποίους συμμαχούν περιστασιακά) προς όφελος της Επανάστασης ή της κοινωνικής προόδου. Καλώς ή κακώς, αποκτώντας την εξουσία οι Αριστεροί είτε αλλοτριώθηκαν ως ζάμπλουτοι μεταμοντέρνοι απολογητές των ΗΠΑ/Ε.Ε. είτε απογοητεύτηκαν κι έγιναν μηδενιστές/εγωιστές είτε (ένα μικρό τμήμα) εναντιώθηκαν σε αυτήν την διαφθορά.

                Μετά το 1990 ο Δεξιός μετατράπηκε σε ρηχό Νεοφιλελεύθερο (το ανάμικτο είδος λαϊκής-νεοφιλελεύθερης Δεξιάς), ενώ ο Αριστερός σε ένα ρηχό Ακροαριστερό (ακροαριστερή ρητορεία και ταυτόχρονα συμμετοχή στην εξουσία και στην οικονομική διαφθορά).

            Αν ήθελε κανείς να συγκρίνει την ανικανότητα της Δεξιάς να εκσυγχρονιστεί με την ικανότητα της Κεντρο-Αριστεράς να εκσυγχρονιστεί/εξευρωπαϊστεί, δεν πρέπει να πιστεύει ότι υπάρχει καμμία εγγενής ανικανότητα των πρώτων και εγγενής ικανότητα των δεύτερων για κάτι τέτοιο. Όπως είναι φανερό, για όσο διάστημα (1946-1981) η Δεξιά κατείχε την εξουσία ήταν οι Δεξιοί αυτοί που ήταν κοσμοπολίτες (και πωλητές της Κύπρου...) ενώ αντίθετα ήταν οι Αριστεροί αυτοί που ήταν επαρχιώτες. Για παράδειγμα, το ροκ και οι άλλοι ξένοι χοροί εισήχθησαν από τα δεξιά πλουσιόπαιδα του '50-'60, και αργότερα έγινε σύμβολο αριστερίστικης επαναστατικότητας. Αντίθετα από το σημερινό επιχείρημα του κατεστημένου της Αριστεράς των ΑΕΙ, η Δεξιά δεν είναι εγγενώς κλειστή ή μάλλον δεν είναι λιγότερο εγγενώς κλειστή και επαρχιώτικη από ό,τι η Αριστερά. Την "κλειστότητά" της και τον επαρχιωτισμό της η Δεξιά ώς το 1981 τον κάλυπτε/υπερνικούσε ακριβώς επειδή ήταν στην εξουσία και συγχρωτιζόταν με τις ευρωπαϊκές εξουσίες. Μόλις έχασε την εξουσία και επειδή την έχασε για τεράστιο διάστημα (1981-2004) "επαρχιωτοποιήθηκε" και αντιμετώπιζε έντονα τις εσωτερικές αντιφάσεις της (λαϊκή-νεοφιλελεύθερη Δεξιά). Αντίθετα, η Κεντρο-Αριστερά ενώ αρχικά (ώς το 1974 ή το 1981) ήταν πιο λαϊκή (και πιο "ελληνική"), μόλις κατέλαβε την εξουσία και ακριβώς επειδή παρέμεινε σε αυτή για τεράστιο συνεχές χρονικό διάστημα, "εξευρωπαΐστηκε". Γι' αυτό και κατάφερε, στα 1991 να ξεπεράσει τις εσωτερικές αντιφάσεις της υιοθετώντας τον Εκσυγχρονισμό, επειδή είχε την πρόσβαση στο χρήμα, την εξουσία και τας Ευρώπας - σε αντίθεση με τη Δεξιά.

            Στην οκταετία 1996-2004 (ή εντεκαετία 1993-2004) όλα όσα ονειρευόταν η Νεοφιλελεύθερη Δεξιά του 1990-1993 έγιναν πράξη:  ιδιωτικοποιήσεις, ευέλικτη εργασία π.χ. ενοικιάσεις εργαζομένων, φθηνό και ανασφάλιστο, ολοένα ανανεούμενο εργατικό δυναμικό δούλων αλλοδαπών εξεπίτηδες εισαγόμενων δίχως τελειωμό, για να μειώνονται τα μεροκάματα, δημιουργία πανίσχυρων τζακιών, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό, ας ψάξει κανείς και θα βρει τα υπόλοιπα. Δεν υπήρξε μαζική αντίδραση, επειδή τα πακέτα στήριξης της Ε.Ε. και οι λαθρομετανάστες ενδυνάμωναν την οικονομία, άρα όλους ανάλογα με το βαθμό πολιτικής/κοινωνικής ισχύος τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ελάχιστοι αντέδρασαν για το Χρηματιστήριο το 1999 και για το κολοσσιαίο φαγοπότι της Ολυμπιάδας του 2004. Πέρα από τα πακέτα της Ε.Ε. και τους αλλοδαπούς δούλους υπήρχε και ο στρατός των εκσυγχρονισμένων Αριστερών, που εξυμνούσαν την Νεοφιλελεύθερη Κεντροαριστερά και κυριαρχούσαν σε ΜΜΕ/ΑΕΙ. Αρκούσε άλλωστε σε αυτούς το ότι η εκσυγχρονιστική Κεντροαριστερά χτυπούσε αλύπητα τους "παπάδες" (π.χ. για τις αστυνομικές ταυτότητες), για τα άλλα "πέρα βρέχει" με σάλτσες κοινωνικής αγανάκτησης όχι όμως για τα σκάνδαλα και τους Δυνατούς ("πού την είδατε τη διαπλοκή;" απορούσαν) αλλά για την πλέμπα που δεν πάει Μέγαρο(ν) και δεν καταλαβαίνει τον Ντεριντά. Συμπαρέσυραν έτσι ακόμη περισσότερο την Κεντροαριστερά στην πλήρη ιδεολογική μετάλλαξή της από την λαϊκιστική-φασίζουσα φάση της της ('80) στην τεχνοκρατική-φασιστοελιτιστική φάση της, φάση η οποία εκδηλώθηκε έντονα κατά τον καιρό της διαμάχης για τα σχολικά βιβλία ιστορίας (2007). Συμπερασματικά, στην οκταετία αυτή ολοκληρώθηκε η μετάλλαξη των Κεντρο-αριστερών σε Νεοφιλελεύθερους. Ολοκληρώθηκε επίσης η αποβλάκωση του λαού. Ό,τι δεν διέλυσε, ηθικά, η δεκαετία του '80, το διέλυσε η αλαζονεία, ο νεοπλουτισμός και η γκλαμουριά του 1996-2004. Όλοι πλέον είχαν εκμαυλιστεί από τη μάσα και τη ρέκλα: Η κουτσή Μαρία που θα γινόταν τοπ μόντελ ή τραγουδίστρια στον μπιγκ μπράδερ, ο συνδικαλιστής, ο αγρότης, ο λαός που έπαιζε μπιρίμπα στο σοσιαλιστικό Χρηματιστήριο, ο διανοούμενος που θα πληρωνόταν για "διαλέξεις" και "έρευνα" από τα προγράμματα της Ε.Ε. κατευθύνοντάς τες σύμφωνα με τις ιδεολογικές της επιθυμίες, αφού αυτή τον πληρώνει. Έκτοτε, για όσο διάστημα δεν ξεπρήζονται οι κοιλιές από το απίστευτο φαγοπότι της Ε.Ε. καθώς και για όσο διάστημα δεν τελειώνουν τα κονδύλια της Ε.Ε. προς τους  εκσυγχρονισμένους Αριστερούς των ΑΕΙ που παράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν υπάρχει περίπτωση ο λαός αυτός να κάνει κάτι.

            Προφανώς κανείς θα αναρωτηθεί με την πολεμική αυτήν που στρέφεται εναντίον περισσότερο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς παρά εναντίον της Δεξιάς, αν είναι αντικειμενική και αν είναι εκ δεξιών. Η απάντηση είναι ότι από δεξιά κόμματα είναι αναμενόμενο να περιμένει κανείς αντίστοιχη οικονομική-κοινωνική πολιτική. Αντίθετα, όταν τέτοια πολιτική πραγματοποιείται από κεντρο-αριστερά κόμματα και όταν μάλιστα αυτή γίνεται με αριστερή ή μεταμοντέρνα ρητορεία, τότε η εξαπάτηση και ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος, και γι' αυτό η εναντίωση πρέπει να είναι μεγαλύτερη δίχως αυτό (το "μεγαλύτερη") σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει εναντίωση στον αυτονόητο για τα δεξιά κόμματα απολιτικό νεοφιλελευθερισμό. Επίσης η επίκληση του μετεμφυλιακού δεξιού, πολιτικά αυταρχικού, μπαμπούλα δεν μπορεί παρά να είναι είτε συνειδητή είτε λόγω ηλιθιότητας στήριξη σε ένα αντίστοιχο είδος ιδεολογικής και οικονομικοκοινωνικής μονοκρατορίας μετά το 1981, για τον απλό λόγο ότι ο μπαμπούλας αυτός πέθανε μετά το 1974 ή το 1981 και είναι προκλητικό να τον επικαλείται κανείς σήμερα. Ακόμη και η Ακροδεξιά, πέραν του ότι είναι και πάντοτε ήταν μηδαμινή εκλογικά, ούτε τις Ένοπλες Δυνάμεις έχει με το μέρος της ώστε να κάνει δικτατορία, ούτε μπορεί να συμμετάσχει στο πολιτικό παιχνίδι δίχως να νερώνει το κρασί της (νέρωμα λ.χ. του τύπου της στήριξής της προς την -ιδεολογικά μισητή υποτίθεται- Κεντροαριστερά αναφορικά με τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά μέτρα της τελευταίας) όλο και περισσότερο όσο μεγαλώνει.

            Επειδή, φυσιολογικά, η πολύ εξουσία διαφθείρει πολύ, και επειδή παρά την σχετική ευημερία η γκλαμουριά και η επίδειξη του κλεμμένου πλούτου από τους Νεοφιλελεύθερους Κεντροαριστερούς του 1996-2004 κατάντησε αηδία, προτάθηκε και πέτυχε, απομακρυνόμενος ρητορικά από τις νεοφιλελεύθερες απειλές του 1990-93 και παίζοντας το χαρτί του ηθικού που δε διστάζει τη ρήξη με τους "νταβατζήδες", ο αρχηγός μιας ανανεωμένης Δεξιάς αναλαμβάνοντας την εξουσία στα 2004. Στην πραγματικότητα το μόνο που σκέφτονταν και σκέφτονται οι Δεξιοί είναι η απίστευτη ατυχία τους του '80, το ότι αυτοί  προετοίμαζαν την είσοδο στην ΕΟΚ και άλλοι  γεύονταν τα αγαθά της εισόδου. Πράγματι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι κατά νου είχαν να κάνουν ακριβώς ό,τι κι ο Α. Παπανδρέου το '80, να πέσουν με τα μούτρα στο ευρωπαϊκό φαγοπότι. Ήταν το αρχαίο απωθημένο τους, το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, η ιδέα που δεν έφευγε ποτέ από το νου τους, η ανεκπλήρωτη ώς το 2004 επιθυμία τους, αφού το διάστημα 1990-1993 ήταν πολύ μικρό και τότε είχαν συναντήσει μεγάλη αντίδραση από το Κεντροαριστερό κατεστημένο/κηφηναριό. Ώρες-ώρες, μετά το 2004, έβγαινε κανένας εκπρόσωπος της λαϊκής Δεξιάς και έλεγε κάτι για τα αδικημένα δεξιά παιδιά που πρέπει να τακτοποιηθούν κι αυτά (οι Κεντρο-Αριστεροί υποκριτικά τσίριζαν δακτυλοδείχνοντάς τον) αλλά η επίσημη Δεξιά φρόντιζε να διαβεβαιώσει αμέσως ότι τέτοιες επιδιώξεις δεν υφίστανται. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και το είδε κανείς με την αύξηση των stage, των κάθε είδους συμβασιούχων, την περιφρόνηση του ΑΣΕΠ κ.ά., με αποτέλεσμα το Δημόσιο να στελεχώνεται στα 2010 μόνο κατά 58% από μόνιμους υπαλλήλους. Το ένα κακό φέρνει το άλλο, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Κεντροαριστεράς επεκτάθηκε και γιγαντώθηκε από την Δεξιά, ως παράδειγμα προς μίμηση, ως αυτονόητο, για να μη ξεχνάμε και τα  σκάνδαλα τύπου "είναι νόμιμο άρα ηθικό" (τα οποία ακριβώς δείχνουν την ανικανότητά της, σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά, να κουκουλώνει τα παιδιακίστικα σκάνδαλά της), ενώ ως προς την κακοδιαχείριση σε οκτώ κεντροαριστερά χρόνια το χρέος αυξήθηκε από 60 στα 125 δισ. ενώ σε 5,5 χρόνια από 125 στα 250. Επιπλέον σε αυτά έπρεπε να συνυπολογιστεί η εγγενής ανικανότητα των Δεξιών να κυβερνήσουν (ξ-έχασαν αυτήν την ικανότητα μετά από 1935-1981=46 χρόνια εξουσίας), πράγμα που θυμίζει αυτό που είπαμε για την δεξιά τσαπατσουλιά και κοινωνική προκλητικότητα σε αντίθεση με την κεντροαριστερή (και αριστερή) ψευδο-υπευθυνότητα και "μάσα στα μουλωχτά/προοδευτικά". Ο Κεντροαριστερός Νεοφιλελεύθερος κάνει ακριβώς τα ίδια "με το γάντι", σε αντίθεση με τον Δεξιό που λόγω εγγενούς χοντροκοπιάς και αμνησίας να κυβερνά, τα κάνει ξεδιάντροπα και με θόρυβο, ίσως γι' αυτό και ασκεί (ο Κεντροαριστερός νεοφιλελεύθερος) τέτοια γοητεία στους ματσωμένους κι εκλεπτυσμένους Αριστερούς διανοούμενους/δημοσιογράφους, ενώ προκαλεί (ο Δεξιός νεοφιλελεύθερος) την αγανάκτηση των πάντων. Χάρη σε αυτήν την παροιμιώδη ανικανότητα ακόμη και να παριστάνουν τους σοβαρούς και υπεύθυνους/ικανούς, σύντομα η Δεξιά πήρε τον κάτω δρόμο. Σε αυτό, πέρα από την ανίκανη διακυβέρνησή της, έπαιξε ρόλο και ο ορυμαγδός των Δεκεμβριανών του 2008 μαζί με ύποπτες πυρκαγιές σε όλη την ελληνική επικράτεια το 2007 και 2009. Πράγματι, όσον αφορά τα "Δεκεμβριανά" του 2008, μόνο αφελείς ή κομματόσκυλα είναι ικανά να πιστέψουν ότι θα γινόταν τόσος ντόρος και τόσες "αυθόρμητες" καταστροφές στις ελληνικές πόλεις εάν το ίδιο συμβάν είχε συμβεί επί κεντροαριστερής διακυβέρνησης.

            Καθώς το ένα κακό φέρνει το επόμενο και η ρουφήχτρα του κακού κάνει ολοένα και μικρότερους κύκλους, έπειτα από όλα αυτά ανέλαβε (πολύ) πιθανότατα με συνειδητά ψευδείς υποσχέσεις την εξουσία η Κεντροαριστερά. Ο σοφός αυτός, ελληνικός λαός, που προκρίνει πάντοτε το "μη χείρον βέλτιστον", ασφαλώς σε λίγα χρόνια θα ξαναγυρίσει σε άλλους, επίσης "ηθικότερους" αντιπάλους της Κεντροαριστεράς, όταν αυτή θα έχει κάνει τα πάντα μπάχαλο, για να καταστεί ξανά και ξανά, και ξανά αυτό που πάντα είναι: ένα φανταγμένο κορόιδο. (24/4/2010).



(19-6-2012) Γιὰ τὴν πιθανότητα νὰ ὑπάρξει μιὰ ὑπέρβαση τοῦ διχασμοῦ Ἀριστερᾶς-Δεξιᾶς μὲ κριτήριο τὴ σύνθεση ἐθνικῶν, δημοκρατικῶν, κοινωνικῶν καὶ οἰκολογικῶν ἀξιῶν. Δηλαδή, ἂν θὰ μποροῦσε τὸ δίπολο Ἀριστερὰ-Δεξιὰ νὰ ξεπεραστεῖ ἀπὸ μιὰ σύνθεση βασιζόμενη στὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία, τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, τὴν ἄμεση δημοκρατία καὶ τὴν οἰκολογία. Κατὰ πρῶτον, πρέπει νὰ ἐξεταστεῖ ἐὰν οἱ παραπάνω τέσσερεις ἀξίες ἔχουν καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἀριστερὰ ἢ τὴν Δεξιά, γιατὶ ἂν ἔχουν (ἢ ἔχει κάποια ἀπὸ αὐτές), τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ κάνουμε λόγο γιὰ σύνθεση ἀλλὰ γιὰ υἱοθέτηση τῆς τάδε ἀριστερὴς ἢ δεξιᾶς ἀξίας ἀπὸ τὴν Δεξιὰ ἢ τὴν Ἀριστερὰ (δηλαδὴ ἀπὸ τὰ τμήματα τῆς Δεξιᾶς ἢ Ἀριστερᾶς) ποὺ θέλει, ἀντίστοιχα, τέτοια σύνθεση-ξεπέρασμα τοῦ διπόλου Ἀριστερᾶς-Δεξιᾶς. Κατὰ δεύτερον, πρέπει νὰ δοῦμε τὸ ἰδεολογικὸ καὶ ἱστορικὸ βάθος στὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ξεπέρασμα τοῦ διπόλου καὶ σύνθεση.

            Ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ πρῶτο, ἀλήθεια, μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑποστηρίξει ὅτι κάποια ἀπὸ τὶς ἀξίες τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας, τῆς ἄμεσης δημοκρατίας, τῆς οἰκολογικῆς ἰσορροπίας καὶ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης εἶναι Δεξιό, διακριτὰ Δεξιό, δηλαδὴ μὴ Ἀριστερό; Προσοχή, δὲν ἰσχυρίζομται ὅτι οἱ παραπάνω ἀξίες-ἰδεολογικὲς κατευθύνσεις εἶναι ἀπαραίτητα, Ἀριστερὲς καὶ ἀποκλειστικὰ Ἀριστερές. Ἀλλά, ἰσχυρίζομαι ὅτι καμμία ἀξία ἀπὸ τὸ παραπάνω τετράπτυχο δὲν εἶναι διακριτὰ Δεξιά. Ἡ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία δὲν ἦταν τὸ ἰδανικὸ τῆς Δεξιᾶς οὔτε ὅταν συνεργοῦσε προκειμένου ἡ Ἑλλάδα νὰ ἡττηθεῖ στὴν Μικρὰ Ἀσία (Μικρὰ πλὴν ἔντιμος Ἑλλάς), οὔτε ὅταν ἀπέσυρε τὴν ἑλληνικὴ μεραρχία ἀπὸ τὴν Κύπρο στὰ 1967 διενεργῶντας πραξικόπημα ὑπὲρ τῆς Ἕνωσης καὶ ἄνευ στρατοῦ ποὺ θὰ προστάτευε τὴν Κύπρο. Ἀσφαλῶς, ἡ ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία δὲν ἦταν τὸ ἰδανικὸ οὔτε τῆς Ἀριστερᾶς, παρὰ ἑνὸς τμήματος γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐν πάση περιπτώσει, Ἀριστερὰ καὶ Δεξιὰ ἔχουν τελείως διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὸν τρόπο ὑπεράσπισης τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας. Ἡ ἄμεση δημοκρατία δὲν εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἰδανικὸ-ἰδεολογικὴ κατεύθυνση τῆς Δεξιᾶς, ἡ ὁποία στὴν πιὸ φιλελεύθερη μορφή της ἀποδέχεται ἁπλῶς τὴν ἔμμεση ἀστικὴ ἢ μαζικὴ δημοκρατία. Ἡ Ἀριστερά, ἀντίθετα, ἀποδέχεται τὸ ἰδανικὸ αὐτό. Ἡ ἔννοια τῆς οἰκολογίας δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ἕνα ἰδανικὸ τῆς Δεξιᾶς, ἕνα διακριτὸ δεξιὸ ἰδανικό, γιατὶ ἡ καπιταλιστικὴ ἀνάπτυξη εἶναι ἀνώτερο ἀγαθὸ ἀπὸ τὴν ἀποανάπτυξη καὶ τὶς συναφεῖς οἰκολογικὲς ἀντιλήψεις. Τὸ τμῆμα τῆς Δεξιᾶς ποὺ ὑποστήριξε τὴν οἰκολογία εἶναι ὁ Ἐθνικοσοσιαλισμός. Τμῆμα τῆς Ἀριστερᾶς, μεγαλύτερο, ἀντίθετα, ὑποστήριξε τὴν οἰκολογία, ἀλλὰ πάλι κι αὐτὴ δὲν εἶναι διακριτὸ ἀριστερὸ γνώρισμα. Κοινωνικὴ δικαιοσύνη: Ἐδῶ ἡ ἔννοια εἶναι τόσο ἀοριστη, ὥστε νὰ ὑπάρχουν δεξιὲς καὶ ἀριστερὲς ἐκδοχές της.

            Εἶναι προφανὲς ὅτι ὅπου προϋπάρχουν ταυτόχρονα σὲ Ἀριστερὰ καὶ Δεξιὰ διαφορετικὲς ἐκδοχὲς λ.χ. τῆς Οἰκολογίας καὶ Κοινωνικῆς Δικαιοσύνης, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύνθεση καὶ ξεπέρασμα τῆς ἀντίθεσης. Ἑπομένως, ἀποκλείοντας τὰ πεδία στὰ ὁποῖα εἴτε ὑπάρχουν ἤδη ἀντίθετες ἐκδοχὲς τοῦ ἴδιου ἰδανικοῦ εἴτε αὐτὸ ἀπουσιάζει μερικῶς ἢ πλήρως καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πολιτικὲς ἀντιλήψεις, σύνθεση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸ ἰδανικὸ τῆς ἄμεσης δημοκρατίας, ἀφοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποταχτεῖ ἡ δεξιὰ ἀντίληψη περὶ τοῦ πολιτικοῦ στὴν ἀριστερή, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο ποὺ ἔχουν κατὰ νοῦ οἱ Δεξιοί, γιατὶ ἤδη ἡ ἀστικὴ ἢ μαζικὴ δημοκρατία τοὺς φαίνεται μιὰ μεγάλη παραχώρηση (πρὸς τὸ πόπολο, τὴν Ἀριστερά, τοὺς ἀναρχικοὺς-τρομοκράτες, τοὺς ἐθνοπροδότες καὶ ἄλλα τέτοια μιάσματα). Αὐτὸ δὲν λέγεται σύνθεση, λέγεται προσχώρηση τῆς Δεξιᾶς ἢ τμήματός της στὴν Ἀριστερά. Ἂν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἑνὸς εἴδους σύνθεση, αὐτὴ θὰ ἀφοροῦσε στὴ σύγκλιση ἑνὸς καλῶς ἐννοούμενου συντηρητισμοῦ καὶ ἀνάλογου ἤθους, καθὼς καὶ τῶν τοπικῶν, ἐθνικῶν/πολιτισμικῶν ἀξιῶν, προερχόμενων ἢ ὑποστηριζόμενων κυρίως ἀπὸ τὴν Δεξιά, μὲ τὶς ριζοσπαστικὲς Ἀριστερὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὴν πολιτική, τὴν οἰκονομία, τὴν οἰκολογία. Δηλαδή, ἡ Δεξιὰ μόνο στὸ ἐπίπεδο τῶν μὴ πολιτικῶν ἀξιῶν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει λόγο καὶ συνεισφορὰ σὲ μιὰ τέτοια σύνθεση. Ταυτόχρονα, οἱ Ἀριστεροὶ θὰ ὑποχρεώνονταν στὸ νὰ μὴν χαρακτηρίζουν ἀριστερὲς τὶς προφανῶς ἀριστερὲς ἰδέες τους. Εἶναι ἀμφίβολο κατὰ πόσον καὶ οἱ δυὸ πλευρὲς (ἢ κατὰ πόσο ὑπάρχουν μεγάλες μάζες ἀτόμων καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς) δἐχονται τέτοιες ὀδυνηρὲς παραχωρήσεις.

            Κατὰ δεύτερον, ἀκόμη καὶ ἂν σήμερα γιὰ τωρινὰ προβλήματα καὶ καταστάσεις μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μιὰ ἐλάχιστη συμφωνία συναντίληψης τῶν προβλημάτων ποὺ ἀφοροῦν στα τέσσερα προαναφερθένα ἰδανικά, αὐτὴ ἡ συναντίληψη, ὅσον ἀφορᾶ σὲ ζητήματα ἱστορικὰ ὅπως ἡ Κύπρος, ἡ Μεταπολίτευση, ἡ μετεμφυλιακὴ κοινωνία και τὸ πολίτευμα, ὁ Ἐμφύλιος, ἡ Κατοχή, ὁ Μεταξᾶς, ἡ Μικρασιατικὴ Ἐκστρατεία, εἶναι παντελῶς ἀδύνατη. Ποιὰ συναντίληψη σχετικὰ μὲ τὸ πρόσφατο ἑλληνικὸ παρελθὸν ἐπὶ Κατοχῆς μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει ὁ Δεξιὸς ποὺ ὑπερασπίζεται τὰ Τάγματα Ἀσφαλείας ὡς ἀντικομμουνιστικὴ ἄμυνα ἀρνούμενος τὸν δωσιλογισμό τους, καὶ ὁ Ἀριστερὸς ποὺ ὑπερασπίζεται τὸ ΕΑΜ; Προφανῶς χρειάζονται τεράστιες ὑποχωρήσεις, καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ποῦμε ἂν οἱ ὑποχωρήσεις τῆς μίας πλευρᾶς στὸ Χ ζήτημα εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ζητᾶ ἡ ἄλλη πλευρὰ ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀφοροῦν τὸ Ψ ζήτημα. Εἶναι λανθασμένη ἡ ἄποψη ὅτι μπορεῖ νὰ ἀποσιωπηθεῖ ἡ πρόσφατη ἑλληνικὴ ἱστορία (1920-2012) χάριν τῆς συμφιλίωσης καὶ σύνθεσης Δεξιᾶς-Ἀριστερᾶς, ὄχι γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι εὐχῆς ἔργο, ἀλλὰ γιατὶ πάντα εἴτε θὰ ἐπανέρχονται οἱ άναφορ[ες στὸ πρόσφατο αὐτὸ παρελθὸν εἴτε θὰ διατυπώνονται ἀπόψεις γιὰ τωρινὰ ἐθνικὰ/ἰδεολογικὰ προβλήματα οἱ ὁποῖες προϋποθέτουν ὡς αὐτονόητες κάποιες ἄλλες θέσεις, δεξιὲς ἢ ἀριστερές, γιὰ τὸ πρόσφατο παρελθόν -καὶ τότε, ξανά, θὰ ἐπανέρχεται ἡ ρήξη καὶ ὁ διχασμός. Καὶ τὸ τελευταῖο εἶναι ξεκάθαρο σὲ ὁποιαδήποτε περίπτωση λ.χ. κειμένων ἀναρτώμενων στὸ διαδίκτυο, ποὺ ἐπιχειροῦν ἐκ δεξιῶν ἢ ἐξ ἀριστερῶν τὴ γεφύρωση-σύνθεση ἑνὸς τρίτου πόλου βασιζόμενου στὸ τετράπτυχο τῶν παραπάνω ἰδανικῶν. (19-6-2012)
Porta Aurea

Pages