Δημοκρατία α λα καρτ
Σὲ συνέχεια τοῦ προηγούμενου, τὸ ὁποῖο γράφτηκε κάποια χρόνια πρίν, πιστεύω ὅτι
πρέπει ὄντως νὰ ὑφίστανται κάποια δικαιώματα τοῦ πολίτη καὶ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μιὰ
κοινότητα. Βέβαια, αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, γιατὶ ἔτσι κι ἀλλιῶς κάθε κοινότητα,
δημοκρατικὴ καὶ μή, καθορίζει, μὲ σαφήνεια ἢ ἀσάφεια, τὰ δικαιώματα αὐτά, ἀκόμα
καὶ ὅταν θεωρεῖ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τοῦ μὴ πολίτη μηδενικά. Τὸ θέμα συνεπῶς
ἔγκειται στὴ σχέση δημοκρατίας καὶ δικαιωμάτων τοῦ πολίτη καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι
πιστεύω ὅτι ἰσχύουν ἢ ὅτι πρέπει νὰ ἰσχύουν τὰ ἑξῆς: Α) τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα
τῶν μὴ πολιτῶν ἢ τῶν μὴ μελῶν τῆς κοινότητας εἶναι πάντα μικρότερου εὕρους
ἀπὸ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτη ἢ τοῦ μέλους τῆς κοινότητας, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν
ὑφίσταται κοινότητα διακριτὴ ἀπὸ ἄλλες κοινότητες. Β) Ἡ μόνη περίπτωση τὰ
ἀνθρώπινα καὶ πολιτικὰ δικαιώματα νὰ μὴν ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς
κυριαρχίας τοῦ Δήμου εἶναι αὐτά, τὰ δικαιώματα τοῦ μὴ μέλους τῆς κοινότητας, νὰ
καθορίζονται καὶ νὰ ψηφίζονται ἀπὸ τὴν κοινότητα καὶ νὰ μὴν γίνονται ἀποδεκτὰ
ὅπως γίνονται σήμερα. Καὶ πῶς γίνονται ἀποδεκτὰ σήμερα ἀπὸ μιὰ κοινότητα; Οἱ
ἐκπρόσωποί της, διόλου ἀμεσοδημοκρατικὰ ἐκλεγμένοι ἀποφασίζουν νὰ ἀποδεχτοῦν ὡς
νόμο τοῦ κράτους ἕνα κείμενο δεδομένο ποὺ ἀναφέρει τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα δίχως
νὰ ρωτήσουν τὴν κοινότητα καὶ δίχως δυνατότητα διαπραγμάτευσης γιὰ τὸ ἴδιο τὸ
κείμενο. Δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς ἡ κοινότητα δὲν ἐρωτᾶται ἐὰν συμφωνεῖ μὲ τὴ θέληση τῶν
ἀρχόντων τους νὰ ἀποδεχτοῦν ἢ νὰ ἀπορρίψουν στὸ σύνολό του ἕνα κείμενο γιὰ τὰ
δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἐκπρόσωποί της, δημοκρατικὰ ἐκλεγμένοι
ἢ ὄχι, μποροῦν νὰ συζητήσουν λ.χ. ἄρθρο πρὸς ἄρθρο τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ
εἶναι ἀναγκασμένοι εἴτε νὰ ὑπογράψουν τὴν ἀποδοχή τους ὅπως αὐτὰ εἶναι καὶ
θεωροῦνται εἴτε νὰ τὰ ἀπορρίψουν ἐξολοκλήρου. Τὸ πλέον δημοκρατικὸ εἶναι ὄχι
μόνο ἡ δυνατότητα ἀποδοχῆς ἐπιμέρους καὶ τμημάτων δοσμένων κειμένων ἀπὸ μιὰ
κοινότητα ἔπειτα ἀπὸ συζήτηση ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἡ κοινότητα νὰ φτιάχνει μόνη
της -κι ὄχι νὰ ἀποδέχεται ὡς μοναδικὴ ἀλήθεια ἕνα κείμενο περὶ ἀνθρώπινων
δικαιωμάτων- τὸν κατάλογο μὲ τὰ δικαιώματα ἑνὸς μὴ μέλους της τὸ ὁποῖο ζεῖ ἢ
εἰσέρχεται στὰ ὅρια τῆς κυριαρχίας της ἔπειτα ἀπὸ συζήτηση καὶ ψηφοφορία.
Αὐτὸ ἔχει δυὸ συνέπειες. Α) Δὲν εἶναι παντοῦ ἴδια τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὁ
μόνος τρόπος νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συνέπεια αὐτὴ εἶναι ἡ βία, ὅπως συμβαίνει ὅταν
κυριαρχεῖ πλανητικὰ ἕνα κράτος ἢ μιὰ ἀντίληψη περὶ πολιτισμοῦ, καὶ τότε ὅλοι
υἱοθετοῦν τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐκδοχὴ τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων. Ἄλλο ἐπιχείρημα
δὲν ὑπάρχει, ἐκτὸς κι ἂν ἀποδεχτοῦμε ὅλοι μία ἀνθρώπινη φύση καὶ μία ἀντίληψη
περὶ ἀνθρώπου. Β) Τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα μποροῦν ὅπως καὶ τὰ πολιτικά, νὰ
ἀλλάζουν, μόνο ποὺ ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ θὰ συμβαίνει πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ στὰ
πολιτικὰ δικαιώματα, τοὺς νόμους καὶ τὰ συντάγματα. Μιὰ τρίτη συνέπεια θὰ
μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἐξάλειψη τῆς ἄποψης ὅτι ἀπὸ μόνες τους οἱ ἰδέες καὶ οἱ
ἀπόψεις μποροῦν νὰ συγκρατήσουν μιὰ κοινότητα ἀπὸ τὸ νὰ πάψει νὰ
αὐτοπεριορίζεται δεχόμενη τὸ ἀπαραβίαστο τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων μὲ τὸ
συγκεκριμένο κάθε φορά περιεχόμενό τους. Κανένα σύνταγμα καὶ καμμία ἰδέα δὲν
μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀποφυγὴ τῆς ὕβρεως, μὲ ἄλλα λόγια τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ
προστατεύσει τὸν ἄνθρωπο, ὡς κοινότητα καὶ ὡς ἄτομο, ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὸ
νὰ παραβιάσει -λόγω ὁποιουδήποτε στιγμιαίου καπρίτσιου- τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσε στὸν
ἑαυτό του ἄρα καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ποὺ ὁ ἴδιος θέσπισε. Ἂν νομίζουμε ὅτι
θεωρώντας τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα οἰκουμενικὰ καὶ ἑνιαῖα-κοινὰ κατορθώνουμε νὰ
τὰ καθιστοῦμε σεβαστὰ μὲ τρόπο ἄλλον ἀπὸ τὴ βία, κάνουμε λάθος. Βέβαια, ἡ βία
ποὺ θὰ τα καταστήσει σεβαστὰ μπορεῖ νὰ ἐνδύεται ὁποιοδήποτε φιλοσοφικὸ φόρεμα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ εὖρος τοῦ πολιτικοῦ (καὶ πολιτικὴ εἶναι ἡ θέσπιση ἑνὸς
συγκεκριμένου περιεχομένου ἀνθρώπινων δικαιωμάτων) εἶναι πάντα μικρότερο ἀπὸ τὸ
εὖρος τοῦ κοινωνικοῦ. Δηλαδή, δυνητικὰ θὰ μποροῦσε ὁ,τιδήποτε στὴ σφαίρα τοῦ
κοινωνικοῦ νὰ καταστεῖ πολιτικό, νὰ γίνεται ἀντικείμενο πολιτικῆς θέσμισης καὶ
συμφωνίας. Δὲν ὑπάρχει λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ Α πράγμα ἢ κοινωνικὴ
κατάσταση νὰ ἀποκλείεται παντοῦ καὶ διὰ παντὸς ἀπὸ τὴν πολιτικὴ
θέσμιση. Ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐπιτευχθεῖ ἀκόμη ἕως σήμερα, οὔτε καὶ πρόκειται ποτέ, ἡ
κατάσταση ἐκείνη στὴν ὁποία καθετὶ κοινωνικὸ εἶναι ὄχι δυνάμει ἀλλὰ πράγματι
πολιτικό. Φυσικά, ἐναπόκειται στὴν καθεμιὰ κοινότητα καὶ πολιτισμὸ νὰ ἀποφασίσει
ἐὰν τὸ Α κι ὄχι τὸ Β στοιχεῖο τοῦ κοινωνικοῦ πρέπει νὰ ὑπαχθεῖ στὸ πολιτικό.
Ἂν συνιστᾶ πρόβλημα ἡ ἀναφορὰ σὲ "ἱερὴ" Κοινότητα δίχως καθόλου ἀνθρώπινα
δικαιώματα, πρόβλημα συνιστᾶ καὶ ἡ ἐναντίωση στὴ δημοκρατικὴ κοινότητα ἐν
ὀνόματι κάποιων οἰκουμενικῶν δικαιωμάτων καὶ ἡ ἐναντίωση στὴ δημοκρατία καὶ τὶς
δημοκρατικὲς διαδικασίες ὅταν αὐτὲς ὁδηγοῦν σὲ ἀποφάσεις μὴ ἀποδεκτές. Οἱ μόνες
δημοκρατικὰ ἀπαράδεκτες ἀποφάσεις μιᾶς δημοκρατικῆς κοινότητας θὰ ἦταν ἐκεῖνες
ποὺ καταργοῦν τὴ δημοκρατία. Αὐτὸ συνιστᾶ παράδοξο καὶ ὄχι ἀντίφαση: Ἐὰν δὲν
γίνεται κάθε στιγμὴ ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ κατάργηση τῆς δημοκρατίας δὲν μπορεῖ νὰ
ἀποτελεῖ συζητήσιμη πολιτικὴ πρόταση σὲ ἕνα δημοκρατικὸ κράτος, τότε ἡ
δημοκρατία καταργεῖται. Κάθε ἄλλη δημοκρατικὴ ἀπόφαση, καὶ μὲ τὴν προϋπόθεση τοῦ
αὐτοπεριορισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἡ κοινότητα ἔλαβε γιὰ ὅσο
διάστημα αὐτὲς δὲν τροποποιοῦνται, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀπαράδεκτη, τὸ
ἀντίθετο μάλιστα, δηλαδὴ εἶναι φασιστικὴ ἡ ἄρνησή της. Στὸ σημερινὸ
ἐμμεσοδημοκρατικὸ καθεστὼς ὑπάρχει μιὰ μερίδα τῆς Ἀριστερᾶς -ἂς τὴν ὀνομάσω-
ἡ ἐλιτιστικὴ Ἀριστερά (ἄλλοι τὴν
ὀνομάζουν ἐκσυγχρονιστικὴ ἢ ἀνανεωτικὴ ἢ φιλευρωπαϊκή, ἂν καὶ σὲ αὐτὴν θὰ
μποροῦσαν νὰ συμπεριληφθοῦν οἱ λεγόμενοι Ἀντιεξουσιαστές), ποὺ ταυτίζει τὴν
νομιμότητα σὲ μιὰ ἀμεσοδημοκρατία μὲ τὴ νομιμότητα τῆς ἐμμεσοδημοκρατικῆς
ὀλιγαρχίας, ποὺ ἔχει μεγαλύτερο ἐχθρὸ τὸ λαϊκισμὸ ἔχοντας συστηματικὰ
χαρακτηρίσει λαϊκιστικὴ κάθε λαϊκὴ ἐνέργεια καὶ ἀντίληψη τὴν ὁποία δὲν ἐγκρίνει
καὶ τὴν ὁποία γιὰ νὰ καταδικάσει προσφεύγει στὴν ἐπίκληση τῆς ἐμμεσοδημοκρατικῆς
νομιμότητας μαζὶ μὲ τοὺς ὑποτιθέμενους παραδοσιακοὺς πολιτικοὺς ἐχθρούς της.
Μεγαλύτερο παράδειγμα γιὰ τὴν ταύτισή της μὲ τὴν ἐμμεσοδημοκρατικὴ ὀλιγαρχία
εἶναι ἡ ἄρνησή της νὰ καταστοῦν τὰ τακτικὰ καὶ ἔκτακτα δημοψηφίσματα σημαντικὸ
μέρος τοῦ τρόπου διακυβέρνησης τῆς πολιτείας μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς πρότασης γιὰ
δημοψηφίσματα μόνον γιὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα θεωρεῖ ὅτι τῆς ἀνήκουν προνομιακὰ ἢ
τὴν ἀπόρριψη τῆς πρότασης γιὰ δημοψήφισμα γιὰ ζητήματα γιὰ τὰ ὁποῖα διαισθάνεται
ὅτι οἱ θέσεις της θὰ καταψηφιστοῦν. Βέβαια, κάνοντας ἐμεῖς λόγο γιὰ
δημοψηφίσματα, τακτικὰ καὶ ἔκτακτα, δὲν ἔχουμε κατὰ νοῦ μιὰ κατάσταση
ἀκυβερνησίας ὅπου κάθε τι θὰ ρυθμίζεται μὲ δημοψήφισμα, γιατὶ ἡ ἀμεσοδημοκρατία
δὲν εἶναι μόνο τὰ δημοψηφίσματα. Εἶναι ὅμως καὶ αὐτά. Ἔτσι
καταρρίπτεται τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα τῆς ἐλιτιστικῆς
Ἀριστερᾶς κατὰ τῶν δημοψηφισμάτων τὰ ὁποῖα δὲν ἐγκρίνει μὲ πρόφαση τὴ γενικὴ
ἐναντίωση στὰ δημοψηφίσματα, ὅτι ὄσοι τὰ ζητοῦν ἐπιδιώκουν τὴν ἀντικατάσταση τῶν
νόμων ἀπὸ τὰ δημοψηφίσματα. Τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα
ἐναντίων τῶν δημοψηφισμάτων εἶναι τόσο σαθρὸ ὅσο καὶ τὸ πρῶτο: Εἶναι τὸ
ἐπιχείρημα ὅτι σὲ ἕνα δημοψήφισμα οἱ ψηφοφόροι δὲν ἀποφασίζουν αὐτόνομα καὶ
ἔλλογα ἀλλὰ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς προπαγάνδας, τοῦ συναισθήματος καὶ ἄλλων ἀλογων
παραγόντων, συνεπῶς τὰ δημοψηφίσματα δὲν ἀποτελοῦν ἀκριβῆ τρόπο δημοκρατικῆς
ἔκφρασης τῶν πολιτῶν καὶ δὲν πρέπει νὰ διενεργοῦνται. Προφανῶς δεχόμαστε τὸ
αὐτονόητο ὅτι πάντα πρέπει νὰ ἀκούγονται ὅλες οἱ ἀπόψεις γιὰ ἕνα ζήτημα (ἰσηγορία),
ἀλλιῶς ἔχουμε καρικατούρα ἐπιλογῆς. Ἀλλὰ ἂν δεχόμασταν ὡς λόγο ἀπόρριψης τῶν
δημοψηφισμάτων τὸ ὅτι ἐνδεχομένως οἱ πολίτες θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τὴν προπαγάνδα
καὶ τὴν ἄγνοιά τους, τότε γιὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς λόγο θὰ ἔπρεπε νὰ ὑποστηρίζαμε
τὴν κατάργηση κάθε εἴδους ἐκλογῶν καὶ ψηφοφορίας, γιατὶ μπορεῖ νὰ
ἐπιχειρηματολογήσει καθένας καὶ εὔκολα ὅτι στὶς ἐκλογὲς λ.χ. τῆς
ἀντιπροσωπευτικῆς δημοκρατίας οἱ πολίτες παρασύρονται ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις, τὰ
πάθη τους καὶ τὴν προπαγάνδα. Τὸ ἐπιχείρημα περὶ "προπαγάνδας" κατὰ τῶν
δημοψηφισμάτων ὁδηγεῖ στὴν ἀπόρριψη κάθε εἴδους ἐκλογικῆς ἄρα καὶ δημοκρατικῆς
διαδικασίας. Ὅποιος τὸ ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἐναντιωθεῖ στὰ δημοψηφίσματα ὡς προϊὸν
ἀνελεύθερης καὶ ἐσφαλμένης ἐκλογῆς πρέπει νὰ ἐναντιωθεῖ σὲ κάθε εἴδους ἐκλογὲς
ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὲς τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς δημοκρατίας, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ἡ
ἐλιτιστικὴ Ἀριστερᾶ τῆς νομιμότητας. Γιὰ νὰ
ἀποτρέψεις τὴν λανθασμένη ἐπιλογὴ τοῦ λαοῦ ἢ τὴν "παραπλάνησή" του, τοῦ
ἀπαγορεύεις νὰ ἐπιλέγει, γιὰ νὰ ἀποτρέψεις τὸν φασισμὸ γίνεσαι
ἀντιδημοκράτης, γιὰ νὰ ὑποστηρίξεις τὴν πραγματικὴ δημοκρατία ἐναντιώνεσαι στὴν
ἄμεση δημοκρατία ὑποστηρίζοντας τὴν ἀντιπροσωπευτική: αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ ὅσων
ἐναντιώνονται στὰ δημοψηφίσματα ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι οἱ ἀπόψεις τους δὲν θὰ
ἐπικρατήσουν. Ἀκόμη, ὅμως, κι ἂν ὁ λαὸς δὲν εἶναι σωστὰ πληροφορημένος, ἡ
ἐλλιπὴς πληροφόρησή του δὲν εἶναι ἐπαρκὴς δημοκρατικὸς λόγος γιὰ τὴν ἐναντίωση
στὸ δικαίωμα τῆς ἐπιλογῆς-ψηφοφορίας. Τρίτο ἐπιχείρημα
εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς συνταγματικῆς νομιμότητας καὶ ὁ χαρακτηρισμὸς ὡς ὄχλου ἢ
φασιστῶν ὅσων ἔχουν ἀπόψεις ἐνάντιες στὶς ἀπόψεις τῶν ὑποτιθέμενων δημοκρατῶν.
Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε κανένα πολίτευμα δὲν προβλέπει τὴν κατάργησή του. Καμμία ἔμμεση
δημοκρατία δὲν μπορεῖ νὰ παραμείνει τέτοια ἂν δεχτεῖ τὴν ἀντικατάστασή της ἀπὸ
τὴν ἄμεση δημοκρατία, καὶ γι' αὐτὸ βλέπουμε ὅτι στὸ ἰσχύον ἑλληνικὸ Σύνταγμα ποὺ
ἰσχύει κατὰ τὸ 2011 τὰ δημοψηφίσματα πρακτικῶς ἀπαγορεύονται. Εἶναι τόσο πιθανὸ
ἕνα ἐμμεσοδημοκρατικὸ καθεστὼς νὰ ἐπιτρέψει ἀμεσοδημοκρατικὲς διαδικασίες ὅσο τὸ
Παλαιὸ καθεστὼς τῆς Γαλλίας νὰ ἐπέτρεπε εἰρηνικὰ τὴν ἀβασίλευτη
δημοκρατία. Ὅσο γιὰ τὸ χαρακτηρισμὸ ὄχλος ἢ φασίστες, γιὰ τὸν
πρῶτο μπορεῖ κανεὶς νὰ παρατηρήσει ὅτι εἶναι εὐθέως φασιστικὸς καὶ ἐλιτιστικὸς
καθὼς καὶ ὅτι χρησιμοποιεῖται ἰδεολογικά, δηλαδὴ "οἱ έχθροί μου εἶναι
ὄχλος", γιὰ τὸν δεύτερο ὅτι τὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ
ἑνὸς πολιτεύματος ὡς φασιστικοῦ δὲν εἶναι οὔτε ὁ μιλιταρισμὸς οὔτε ὁ ἐθνικισμὸς
οὔτε ἡ αὐστηρὴ διάκριση μεταξὺ ξένων καὶ πολιτῶν ἀλλὰ ὁ πολιτικὸς ὁλοκληρωτισμὸς
ἀπαραιτήτως μαζὶ μὲ τὰ παραπάνω. Γιατὶ δίχως τὰ παραπάνω μπορεῖ νὰ
ὑπάρχει ἁπλῶς λ.χ. σταλινισμὸς κι ὄχι φασισμός, ἐνῶ δίχως τὸν πολιτικὸ
ὁλοκληρωτισμὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει λ.χ. ἁπλῶς ἕνα καθεστὼς τύπου ἀθηναϊκῆς
δημοκρατίας ἡ ὁποία ἦταν ἐπεκτατικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἐθνικιστική, ὅσο κι ἂν ἦταν
δημοκρατικότατη.
Τελευταῖο
ἐπιχείρημα κατὰ τῶν δημοψηφισμάτων καὶ τῆς δημοκρατίας εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς "τυραννίας
τῆς πλειοψηφίας". Δηλαδή, ἡ ἐπίκληση κάποιων δικαιωμάτων τὰ ὁποῖα
ἐνδεχομένως ἡ
πλειοψηφία νὰ καταπατήσει μέσω ἑνὸς δημοψηφίσματος ἢ καὶ γενικότερα μέσω τῆς
δημοκρατίας (πόσο μᾶλλον μέσω ἄλλων πολιτευμάτων). Ἀλλὰ πρέπει νὰ σκεφτεῖ κανεὶς
πάνω στὴν ἔννοια τοῦ δικαιώματος. Ποιὸς τὸ παρέχει; Ποιὸς τὸ ἀναγνωρίζει; Ἀπὸ
πότε θεωρεῖται ὡς δικαίωμα κάποια ἐπιθυμία; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀναμενόμενη: Ἀπὸ
τότε ποὺ ὁ κυρίαρχος, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἕνας δικτάτορας εἴτε εἶναι μιὰ δημοκρατία
εἴτε μιὰ ἀναρχικὴ κατάληψη, ἀναγνωρίζει πολιτικὰ στὰ συγκεκριμένα μέλη
τῆς κοινότητας ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἐπιθυμία τους εἶναι δικαίωμα, ὅταν τεθεῖ
δημοσίως τέτοιο ζήτημα. Ἡ ἐπίκληση τοῦ κινδύνου τῆς τυραννίας εἶναι μάταιη -δὲν
λέει ἀπολύτως τίποτε-
γιατὶ ἔτσι κι ἀλλιῶς καὶ ἴδια ἡ κοινωνικὴ
συμβίωση εἶναι τυραννική, δηλαδὴ γεμάτη ἀναγκαίους συμβιβασμοὺς μεταξὺ
ἀλληλοσυγκρουόμενων ἐπιδιώξεων τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας.
Ἄλλωστε, γιὰ ποιὸ λόγο "ἡ τυραννία τῆς
μειοψηφίας" θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ καλύτερη ἀπὸ τὴν "τυραννία τῆς πλειοψηφίας";
Μόνο ὅσοι δὲν (θέλουν νὰ) βλέπουν τὴν συγκρουσιακὴ κατάσταση σὲ μιὰ κοινωνία
εὐελπιστοῦν ὅτι δὲν τίθεται θέμα ἐπικράτησης τῆς Α ἀντὶ τῆς Β ἄποψης, τῆς
πλειοψηφικῆς ἢ τὴς μειοψηφικῆς ἄποψης. Σὲ μιὰ δημοκρατία τρίτη λύση πέρα
ἀπὸ τὴ λύση τῆς φυγῆς ἐκτός Πόλεως,
δηλαδὴ σὲ περιοχὴ ἐκτὸς πολιτισμοῦ ἢ σὲ περιοχὴ ἡ ὁποία διαφεντεύεται ἀπὸ ἄλλον
πολιτισμὸ καὶ πέρα ἀπὸ τὴν λύση τῆς βίαιης ἐπιβολῆς τῆς μειοψηφικῆς ἄποψης εἶναι
μόνο ἡ ὑποταγὴ στὴν πλειοψηφικὴ ἄποψη καὶ ἡ μὴ βίαιη προσπάθεια ἀλλαγῆς της. Ἂν
λόγος ἀπόρριψης τῶν δημοψηφισμάτων εἶναι ὅτι αὐτὰ ἐκφράζουν τὴν τυραννία τῆς
πλειοψηφίας, τότε αὐτὸς ὁ λόγος θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ ταυτόχρονα καὶ λόγος
ἀπόρριψης κάθε εἴδους δημοκρατίας. Γιατὶ, ὅ,τι μπορεῖ νὰ κατορθώσει ἕνα
δημοψήφισμα μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει καὶ τὸ σύνταγμα καὶ οἱ νόμοι μιᾶς
δημοκρατικῆς (ἀλλὰ δίχως δημοψηφίσματα) πολιτείας, ἁπλῶς μὲ περισσότερη χρονικὴ
καθυστέρηση.
Τί ἀπομένει στοὺς
δημοκρατικὰ ἀντιδημοκράτες, λοιπόν; Καὶ τί κατορθώνουν μὲ τὴν ἐναντίωσή τους σὲ
ἀμεσοδημοκρατικὲς διαδικασίες; Ἀπομένει ἡ κυνικὴ ὁμολογία
ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιλέγει δημοκρατικὰ ὁ λαὸς κάτι ποὺ
μισῶ εἶναι προτιμότερη μιὰ ψευτοδημοκρατικὴ ὀλιγαρχία ἡ ὁποία συμφωνεῖ μαζί μου.
Ἀπομένει ἡ συκοφάντηση ὡς ὄχλου καὶ ὡς τυράννων ὅσων διαφωνοῦν -σάμπως,
βλέποντας ἀντίστροφα τὰ πράγματα ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια "λογική", δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι
τύραννοι τοῦ "ὄχλου"-, ἀπομένει ἡ δεξιᾶς προέλευσης ἱεροποίηση τῆς
Νομιμότητας ἀκόμη κι ὅταν αὐτὴ εἶναι προδήλως ἀντιδημοκρατική, ἀπομένει ἡ ὅλο
καὶ μεγαλύτερη ταύτισή τους μὲ ὅ,τι κατὰ τὰ ἄλλα ἀντιπαλεύονται. Καὶ τί
κατορθώνεται; Κατορθώνεται ἡ ἰδέα τῆς ἄμεσης δημοκρατίας, ἡ εφαρμογή της καὶ ἡ
οἰκειοποίηση-συμβολισμός της νὰ περιέλθουν σὲ ἄλλους χώρους ἀντὶ τοῦ
ὑποτιθέμενου πυρήνα τῆς δημοκρατικῆς ἀντίληψης, τῆς Ἀριστερᾶς.
Τόσο
οι αντιδημοκράτες, οι οποίοι πιστεύουν στην "ενός ανδρός αρχή", όσο και οι
αμεσοδημοκράτες είναι επικριτικοί όσον αφορά την έμμεση, σύγχρονη δημοκρατία.
Όμως το συλλογιστικό και οι προτάσεις των δύο αυτών ομάδων διαφέρουν ριζικά
μεταξύ τους. Οι αντι-δημοκράτες επιτίθενται στην έμμεση δημοκρατία
υποστηρίζοντας πως αυτή δεν είναι δημοκρατία, αλλά κυβέρνηση των οικονομικών
συμφερόντων. Όμως, ενώ βλέπουν το έλλειμμα δημοκρατίας, το οποίο και κατακρίνουν
υποκριτικά, σκοπός τους δεν είναι να εγκαθιδρύσουν μια άμεση, καλλίτερη
δημοκρατία, αλλά να καταργήσουν την κουτσουρεμένη έμμεση αυτήν δημοκρατία, και
να εγκαθιδρύσουν ένα δικτατορικό πολίτευμα, στο οποίο θα κυβερνάει ένας σοφός ή
μια ομάδα "σοφών", διότι η σοφία, σύμφωνα με αυτούς, είναι το απαιτούμενο για
την διακυβερνηση μιας κοινωνίας. Όταν τους ρωτά κανείς, πώς κι από ποιούς θα
καθοριστεί το περιεχόμενο της ¨σοφίας", πώς θα αναλάβει την εξουσία κάποιος
"σοφός", πώς θα τον διώξει ο λαός, εάν δεν τον θέλει πια, αποφεύγουν την
απάντηση, διότι θα έπρεπε να αποδεχτούν την διενέργεια εκλογών, και όντας
αντιδημοκράτες, η διενέργεια εκλογών είναι ενάντια στις βαθύτερες απόψεις τους.
Στην περίπτωση δε, που οι αντιδημοκράτες διαπιστώνουν ότι ο λαός απορρίπτει το
σχέδιό τους, για κυβέρνηση "σοφών", οι αντιδημοκράτες αποκαλούν το λαό ανόητο,
ηλίθιο, αμόρφωτο, κυλισμένο στο έσχατο χάλι, παρακμιακό κ.λπ., με άλλα λόγια
τον κατασυκοφαντούν, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτός δεν επιθυμεί να τον
σώσουν με το ζόρι οι αυτόκλητοι σωτήρες του. Όταν μάλιστα ερωτηθούν οι
αντιδημοκράτες, γιατί παραμερίζουν την ελευθερία και την αυτοδιάθεση για χάρη
της "σοφής διακυβέρνησης", απαντούν ότι σκοπός τους δεν είναι η "δημοκρατία",
αλλά "ο άνθρωπος" και η "αποτελεσματικότητα του καθεστώτος". Όμως, με αυτόν τον
τρόπο διαχωρίζουν, τεχνητά και παράλογα, τον "άνθρωπο" από την μία και την
"ελεύθερη διατύπωση της γνώμης του ανθρώπου" από την άλλη. Δεν εξηγούν γιατί θα
έπρεπε ο άνθρωπος να δεχτεί να μην εκφράζει ελεύθερα την άποψή του ή να μην
συμμετέχει στην εξουσία (αφήνοντάς την στα χέρια των "σοφών"). Η μόνη
δικαιολογία για την αντιδημοκρατική άποψη αυτήν είναι πως ο λαός είναι ηλίθιος,
πως οι αντιδημοκράτες είναι οι παντογνώστες ξερόλες, οι οποίοι γνωρίζουν από
πριν ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ το συμφέρον των ηλίθιων πολλών, και τους κυβερνούν τάχα ΓΙΑ ΤΟ
ΚΑΛΟ τους. Αλλιώς τιθέμενο, το κρυφό σκεπτικό τους είναι, ότι στην κοινωνία
υπάρχουν οι "λίγοι έξυπνοι" από τη μία, και οι "πολλοί βλάκες" από την άλλη: γι'
αυτό πρέπει οι πολλοί βλάκες να μην ζητάν δημοκρατία και πληρέστερη συμμετοχή
στην εξουσία (δια της άμεσης δημοκρατίας), αλλά αιώνια "κυβέρνηση σοφών".
Η διαφορά των αμεσοδημοκρατών με τους αντιδημοκράτες είναι προφανής. Και οι δύο
κατακρίνουν το έλλειμμα δημοκρατίας, αλλά ενώ οι αντιδημοκράτες θέλουν να
θεραπεύσουν την κατάσταση καταργώντας τη δημοκρατία, οι αμεσοδημοκράτες θέλουν
να την θεραπεύσουν κάνοντας την έμμεση δημοκρατία άμεση. Η κατάκριση εκ μέρους
των αντιδημοκρατών της "ψευτοδημοκρατίας" (π.χ. "τι υπάρχουν 300 βουλευτές και
τους πληρώνουμε, ενώ θα έπρεπε να μειωθεί ο αριθμός τους;") είναι υποκριτική,
διότι δεν θέλουν "πραγματική δημοκρατία" στη θέση της "ψευτοδημοκρατίας", αλλά
δικτατορία, ενώ η κατάκριση εκ μέρους των αμεσοδημοκρατών της "ψευτοδημοκρατίας"
είναι αληθινή και ειλικρινής, διότι θέλουν "περισσότερη δημοκρατία" (κι όχι
δικτατορία) στη θέση της "ψευτοδημοκρατίας". Το βαθύτερο σκεπτικό και η βαθύτερη
αντίληψη περί λαού και κοινωνίας μεταξύ αντιδημοκρατών και αμεσοδημοκρατών
διαφέρει ριζικά. Οι αντιδημοκράτες πιστεύουν ότι ο λαός, οι πολλοί, είναι εκ του
φυσικού τους "βλάκες" και δεν μπορούν να αυτοκυβερνηθούν και η δημοκρατία
οποιασδήποτε μορφής είναι καταστροφική για το λαό. Οι αμεσοδημοκράτες δεν το
πιστεύουν αυτό καθόλου, αλλά αντίθετα, δέχονται ότι θεμέλιο της δημοκρατίας
είναι ακριβώς η αντίληψη πως όλοι, κάθε ένας είναι ικανός να κυβερνήσει και να
κυβερνηθεί, διότι για τη διακυβέρνηση δεν χρειάζεται, πιστεύουν, η
απροσδιορίστου ουσίας, μυστηριώδης (και τελικά παράλογη) "σοφία", αλλά η κοινή
λογική -και η καλή θέληση. Οι διαφορές αυτές πρέπει να τονίζονται σε κάθε
περίπτωση και να αποσαφηνίζεται η διαφορά μεταξύ αντιδημοκρατικής και
αμεσοδημοκρατικής αντίληψης περί "λαού", διότι δημιουργείται σύγχυση, όσον αφορά
την προέλευση της κριτικής κατά της έμμεσης δημοκρατίας, και οι αντιδημοκράτες
εμφανίζονται να έχουν κοινές απόψεις με τους αμεσοδημοκράτες. Επίσης, είναι
προφανές ότι ο προσδιορισμός της αντιδημοκρατικής λύσης (ομάδα "σοφών") αφήνει
κάθε είδους ενδεχόμενη μορφή του και δεν περιορίζεται στις πιο γνωστές μορφές.
Δημοκρατία άμεση και ιστορία.
Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καμμιὰ ἱστορικὴ περίοδος ὅπου
ὑπῆρχε κάπου πλήρως «ἄμεση δημοκρατία». Ἀκόμα καὶ στὴν Ἀθήνα τοῦ Περικλῆ ὑπῆρχε
ὁ Περικλὴς καὶ μιὰ ἐλὶτ τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε
ἰδεαλιστικὰ καὶ δημοκρατικὰ ἰδεώδη. Εἶταν πιὸ κοντὰ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐποχὲς στὴν
ἄμεση δημοκρατία, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε τὸ βαθμὸ στὸν ὁποῖο ὁ μέσος
κάτοικος τῆς Ἀθήνας ἦταν ὁ ἐξιδανικευμένος τύπος ποὺ διαβάζουμε στὸν Ἐπιτάφιο.
Τὸ πιὸ λογικὸ εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος νὰ ἀποτελεῖ τὴν ἐξιδανίκευση τῆς ψυχικῆς
κατάστασης τῶν ἀθηναίων τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. ἢ τὸ ὄνειρο τῶν ἀνώτερων πνευματικὰ
τάξεων τῆς πόλης. Αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε στὸ μυαλὸ τοῦ μέσου Ἀθηναίου ἴσως ἐκφράζεται
ἀπὸ τὴν ἱστορία (ἢ μῦθο) τοῦ Ἀριστείδη, ὁ ὁποῖος ῥώτησε κάποιον γιατί θέλει νὰ
τὸν ἐξοστρακίσει (χωρὶς νὰ τοῦ ἀποκαλύψει πὼς εἶναι ὁ Ἀριστείδης) καὶ πῆρε τὴν
ἀπάντηση ὅτι βαρέθηκε νὰ ἀκούει ὅλο γιὰ τὸν δίκαιο Ἀριστείδη. Παρ' όλο λοιπὸν ποὺ
εἶναι ἡ «ἄμεση δημοκρατία» κάτι τὸ ἰδανικό, δὲ γίνεται παρὰ νὰ ἀπορριφθεῖ ὅλη
αὐτὴ ὴ ἐξιδανίκευση τῶν «ἐλεύθερων πολιτῶν τοῦ 5ου αἰώνα».
Άλλη
περίπτωση εξιδανίκευσης της αρχαίας άμεσης Δημοκρατίας. Ως γνωστόν, οι
συνελεύσεις του Δήμου γίνονταν σε καθορισμένο τόπο (θέατρο Διονύσου και,
αργότερα, στην Πνύκα) και σε καθορισμένες ώρες και μέρες. Μεταβάλλοντας κανείς
την ώρα διεξαγωγής των συνελεύσεων, μπορούσε να αποκλείσει ορισμένες κατηγορίες
πολιτών οι οποίοι λόγω του επαγγέλματός τους δεν μπορούσαν να παρευρεθούν στην
συνέλευση εξ αρχής, κι έτσι να μεταβάλλει το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών. Εάν λ.χ.
ένα θέμα θα συζητείτο στις 10 π.μ., δεν θα μπορούσε να πάει στην Εκκλησία όποιος
δούλευε εκείνη την ώρα, με αποτέλεσμα η γνώμη του να μη μετράει. Επίσης
ολόκληρες μερίδες του αθηναϊκού πληθυσμού, όπως οι αγρότες, ήταν ουσιαστικά
δεμένοι με την γη και αδυνατούσαν να τρέχουν συνεχώς στις συνελεύσεις, με
αποτέλεσμα να υπερισχύει η γνώμη εκείνων που μπορούσαν να παρευρίσκονται. Για να
μην αναφέρουμε τους Πειραιώτες, που έπρεπε να διασχίσουν την απόσταση
Πειραιάς-Αθήνα με τα πόδια.
Κάθε εποχή έχει και το
πολίτευμα που της ταιριάζει. Όχι γιατί "αποτυγχάνει" να έχει το σωστότερο
πολίτευμα, αλλά γιατί απλά οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες, κι αυτό μπορεί
να οφείλεται ή να μην οφείλεται στους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Η άμεση
δημοκρατία τύπου Αρχαίας Αθήνας βασιζόταν σε συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα, της
μικρής εδαφικής έκτασης ενός κράτους, της έλλειψης βαρβάρων που σάρωναν τα πάντα
στο πέρασμά τους (Ούννοι, Γότθοι, Άραβες ) της ύπαρξης ίσων σε δύναμη πόλεων
-κρατών, της έλλειψης κορεσμού (οι αρχαίοι ήταν ένα σχετικά νέο έθνος,
ξεκινούσαν απ' την αρχή από τον 8ο αι. π.Χ. Στον 5ο αι. ήταν ακόμη ανεξάντλητες
οι δυνάμεις τους ) κ.ά. Η αθηναϊκή δημοκρατία του 4ου αι. είχε εξαντληθεί από
αλλεπάλληλους πολέμους και από την αυτοκατάχρησή της. Οι ατελείωτοι πόλεμοι
μεταξύ ίσων πάνω κάτω κρατών επέφεραν γενικευμένη παρακμή. Παράλληλα, είχε
αρχίσει να αναπτύσσεται η ιδέα της πανελλήνιας ενότητας. Κατ' ουσίαν αυτήν την
ιδέα εξυπηρετούσε κάθε πόλη (Αθήνα του 5ου αι., Σπάρτη ) που ήθελε να
κυριαρχήσει. Το ζήτημα ήταν ποιος θα κυριαρχούσε, αφού δεν γινόταν με ομόνοια
να επιτευχθεί η ένωση όλων των κρατών. Αφού απέτυχε η δημοκρατική πόλη-κράτος,
το εγχείρημα ανέλαβε η μοναρχική Μακεδονία. Ακόμα κι αν επικρατούσε η Αθήνα του
5ου αι. σα δύσκολο μου φαίνεται θα ήταν να είχε την εξυπνάδα (την οποία στο
τέλος απέκτησαν οι Αρχαίοι Ρωμαίοι δίνοντας σε όλους το δικαίωμα του Ρωμαίου
πολίτη) να δημιουργήσει μια ενιαία δημοκρατία. Όμως, εφόσον η πόλη-κράτος ήταν
πλέον ανίκανη να ανταποκριθεί στις συνθήκες του 4ου αι., κι εφόσον παρήκμαζε από
μόνη της, γι' αυτό η δημοκρατία ως πολίτευμα είτε θα υπήρχε για μια ευρύτερη
της πόλης-κράτους κρατική οντότητα, είτε δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να
υφίσταται πλέον. Θα την αντικαθιστούσε η μοναρχία που μπορούσε να κυβερνήσει μία
μεγαλύτερη της πόλης-κράτους οντότητα, διότι η άμεση ή ο συνδυασμός άμεσης και
έμμεσης δημοκρατίας για ένα μεγάλο κράτος στην αρχαία εποχή ήταν κάτι το
αδύνατο. Και ήταν αδύνατο διότι δεν υπήρχε μόρφωση τόσο ευρεία, δεν υπήρχε σε
όλες τις πόλεις δημοκρατική παράδοση, δεν υπήρχε μια μεσαία τάξη σ' όλες τις
πόλεις που να επιθυμούσε την ενοποίηση σε μια ενιαία δημοκρατική πολιτεία και
που να ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει τη γνώμη της, δεν υπήρχε η ιδέα της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (που είναι απαραίτητη για μεγάλες κρατικές
οντότητες) και τέλος, ο τοπικός "πατριωτισμός" ήταν ακόμη αρκετά ισχυρός ώστε να
ανεχθεί τον παραμερισμό του (κατά κάποιο τρόπο, όπως σήμερα τα έθνη-κράτη της ΕΕ
διστάζουν να δεχθούν να γίνουν ένα πράγμα). Επομένως το πολίτευμα της νέας
επικρατούσας μορφής κρατικής οντότητας, του κράτους που ήταν πολύ μεγαλύτερο από
την πόλη-κράτος θα ήταν η μοναρχία. Δε πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να
συσχετίσουμε «πόλη-κράτος» με «δημοκρατία» από τη μία, και «ευρύτερης έκτασης
κράτος» με «βασιλεία» από την άλλη, διότι υπήρχαν πάμπολλες ολιγαρχικές
πόλεις-κράτη. Η πόλη-κράτος, δημοκρατική ή ολιγαρχική, τα είχε φάει τα ψωμιά
της, καλώς ή κακώς. Αυτό το πράγμα, την ελληνιστική βασιλεία, την
ρωμαϊκή αυτοκρατορία, την βυζαντινή βασιλεία, δεν πρέπει να το βλέπουμε ως "οπισθοδρόμιση".
Εφόσον ο καιρός της πόλης-κράτους είχε τελειώσει, εφόσον γίνονταν συνεχώς
επιθέσεις βαρβάρων που απαιτούσαν ισχυρή και μεγάλη στρατιωτική μηχανή ΚΑΙ,
κυρίως, ΕΦΟΣΟΝ η άμεση δημοκρατία είχε αποτύχει να ξεπεράσει τα στενά όρια της
πόλης-κράτους, η μοναδική λύση για εκείνες τις εποχές ήταν η μοναρχία,
ανεξάρτητα από το τί "έπρεπε" και τι είναι "σωστό". Και στη μεν αρχαιότητα
έχουμε δημοκρατία, ολιγαρχία, βασιλεία, οπότε διαλέγουμε το σωστό, επειδή έχουμε
δυνατότητα, πρακτικά, επιλογής, κι απορρίπτουμε ολιγαρχία και βασιλεία. Στην
μετέπειτα εποχή, επειδή το "σωστό" (η δημοκρατία) δεν μπορούσε να υπάρχει λόγω
των καταστάσεων, επειδή δεν υπήρχε, πρακτικά, δυνατότητα επιλογής (μόνο μεταξύ
βασιλείας και βαρβάρων) διαλέγουμε αυτό που ήταν βολικό. Η δημοκρατία παραμένει
πάντοτε το "σωστό", αλλά δεν σημαίνει ότι πάντοτε είναι εφικτή. Όταν οι συνθήκες
έγιναν πιο ομαλές, όταν έπαψε η αναστάτωση από συνεχείς επιδρομές βαρβάρων, όταν
τα κράτη απέκτησαν την ομοιογένεια που δεν επέτρεπε τοπικιστικές τάσεις, κι όταν
το επίπεδο του λαού ανέβηκε ώς ένα βαθμό (πράγμα που δεν ίσχυε στην αρχαιότητα
για το σύνολο του λαού ασφαλώς ) τότε το "φυσιολογικό" ήταν να επανέρθει η
δημοκρατία. Κάθε τι έχει και τον καιρό του, ανεξάρτητα του αν είναι το
"αντικειμενικά σωστό".
Δημοκρατία άμεση Αθηναϊκή και τα όριά της.
Τα όρια
της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας πρέπει να αντιμετωπίζονται και να ερμηνεύονται
ως παράδειγμα κι όχι ως πρότυπο. Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Αθήνα οι δούλοι
δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, οι μέτοικοι επίσης, ενώ οι γυναίκες ήταν
κλειδωμένες στο γυναικωνίτη τους.
Αυτό λοιπόν που θαυμάζουμε στην αρχαία Αθήνα δεν ήταν η ατελής
μορφή της άμεσης δημοκρατίας αλλά ότι αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα αυτοθέσμισης
των ανθρώπων σε ένα κράτος. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα όρια της
δημοκρατίας, αλλά η δυναμική που ενείχε η άμεση δημοκρατία: συμμετοχή όλων των
πολιτών στις αποφάσεις, κλήρωση των αρχόντων, υπεροχή του «κατά πόλιν» κι όχι
του «κατά φύσιν», ισότητα πολιτική και ενίοτε οικονομική (οι πλούσιοι πλήρωναν
για τον αθηναϊκό στόλο). Η αμεσοδημοκρατική δυναμική είναι το «ζουμί». Φυσικά,
τότε ήταν αδύνατο τότε να υπερισχύσει ως άποψη η ιδέα της ισότητας όλων των
ανθρώπων. Υπήρχε μια οντολογική ιεράρχηση
θεών-ημίθεων-ηρώων-ελεύθερων-γυναικόπαιδων-δούλων, που απέτρεπε την ισότητα.
Αυτά καθεαυτά τα όρια της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι απαράδεκτα με την εικόνα
που έχουμε για τον άνθρωπο σήμερα. Αν λοιπόν παίρναμε τα όριά της ως τον στόχο
μας, δε θα είχαμε δημοκρατία αλλά ολιγαρχία (ένα 10 με 20%, οι ελεύθεροι
ενήλικες άντρες, θα αποφάσιζε).
Είναι
εντελώς φυσιολογικό, έπειτα από όλα αυτά, που οι αντιδημοκράτες Νεοέλληνες
φτάνουν να αποπειρώνται την καπήλευση της αθηναϊκής δημοκρατίας προσπαθώντας να
μας πείσουν ότι τα όριά της ήταν η οριστική-τελειωτική στοχοθεσία της κι ότι η
έννοια της ισότητας όλων, όπως την παραδεχόμαστε σήμερα, ήταν εντελώς άγνωστη
στους Αρχαίους. Έτσι ο εκδότης του περιοδικού Δαυλός, Δ. Λάμπρου γράφει
(τ. 142, «το παραμύθι του κοινοβουλευτισμού»): «η ιδεολογική αρχή της ισότητας
είναι ξένες όχι μόνο προς την ελληνική Δημοκρατία, αλλά και γενικά προς κάθε
εκδήλωση του Ελληνικού Πολιτισμού. Στην Αθηναίων Πολιτεία δεν είχαν το δικαίωμα
ψήφου το 90% του ενήλικου πληθυσμού περίπου (δούλοι, γυναίκες, μέτοικοι, άτιμοι,
ασεβείς κ.λπ.)». Είναι προφανή τα δύο σκέλη της αντιδημοκρατικής αντίληψης: το
πρώτο είναι η παράλογη άποψη «ό,τι έκαναν κι όπως έπρατταν οι Αρχαίοι Έλληνες,
είναι καλό και πρέπει να πράττουμε κι εμείς το ίδιο», δηλαδή να μην εξετάζουμε
κριτικά τις απόψεις και το βίο των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά να τα ακολουθούμε
τυφλά, σαν την αγέλη, απλώς επειδή είναι οι πρόγονοί μας οι Αρχαίοι. Το δεύτερο
σκέλος είναι η άρνηση της ουσίας της δημοκρατίας: ότι δηλαδή επικρατεί απόλυτη
ισότητα μέσα σε έναν πληθυσμό, ο οποίος κατόρθωσε να επιβληθεί σε κάθε αντίθετη
τάση, ώστε να ορίσει ότι οι αποτελούντες τον πληθυσμό αυτό είναι ίσοι μεταξύ
τους. Έτσι, πολύ «ελληνοκεντρικά», πολύ «πατριωτικά», η αρχαία δημοκρατία
γίνεται κτήμα των αντιδημοκρατών. Η αλήθεια είναι ότι μόνο την αρχαία άμεση
δημοκρατία δεν μπορούν να θεωρούν δική τους, οι αντιδημοκράτες. Είναι πολύ πιο
τίμιο αν απλώς συνεχίζαν να δοξολογούν τους στρατοκρατικούς-αντιδημοκρατικούς
νόμους του Λυκούργου, του σπαρτιατικού πολιτεύματος.
Υπάρχουν
κι άλλοι, μη εθνικικιστές-αντιδημοκράτες, βέβαια, κυρίως Διαφωτιστές (αλλά όχι
μόνο αυτοί), οι οποίοι κατακρίνουν τα στενά όρια της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η
κατάκριση είναι σωστή, μόνο όταν ταυτοχρόνως αναγνωρίζει την πρωτοτυπία (βάσει
των συνθηκών της εποχής) του εγχειρήματος. Όσοι απλώς κατακρίνουν τα στενά όρια,
δίχως να έχουν υπόψη το κυρίαρχο πρότυπο ανθρώπου (την ιεραρχία του πολυθεϊσμού)
ή τις κοινωνικές συνθήκες της Αρχαιότητας, είναι εκτός του εύρους της ιστορικής
αλήθειας, όπως εκτός του εύρους αυτού είναι και
εκείνοι που μόνο επαινούν την αθηναϊκή άμεση δημοκρατία, δίχως να κάνουν λόγο
για τον αποκλεισμό των δούλων και των γυναικών ή, ατυχώς, θεωρώντας τον
αποκλεισμό αυτόν «μικρολεπτομέρεια» κι όχι δομικό στοιχείο της αρχαιοελληνικής
αντίληψης.
Φυσικά,
μόνο τελειωτικά και οριστικά δεν είναι τα όρια. Εφόσον η αντίληψη για τον
άνθρωπο άλλαξε (όλοι θεωρούνται ίσοι, όχι μόνο οι ενήλικες άντρες), αλλάζουν και
αυτά. Η προοπτική της αρχαίας δημοκρατίας δεν ήταν στατική. Άλλωστε η ίδια η
εξουσία του Δήμου συνεχώς διευρυνόταν. Οι εξουσίες του Άρειου Πάγου (των
αριστοκρατών) ήταν πολύ περισσότερες στην εποχή των Μηδικών πολέμων απ’ ό,τι
λίγο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου και, αντίστροφα, οι εξουσίες
της Εκκλησίας του Δήμου ήταν πολύ λιγότερες στην αρχή του 5ου αι. απ’
ό,τι στα τέλη του. Δεν είχε, λοιπόν, κανέναν σεβασμό στην (πολιτική) «ιεραρχία»
ο αθηναϊκός Δήμος, όπως πολύ θα το ‘θελαν οι ελληνοκεντρικοί αντιδημοκράτες,
υποστηρικτές της στατικότητας των ορίων της αρχαίας δημοκρατίας, αλλά μέσα από
αγώνες επιβλήθηκε ο Δήμος. Αν λοιπόν η πολιτική ιεραρχία κατέρρευσε με την ήττα
της αριστοκρατίας, δεν είναι λανθασμένη η αμεσοδημοκρατική, σύγχρονη ερμηνεία
του εγχειρήματος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ότι δηλαδή εξέφραζε την πάλη γενικά
κατά της ιεραρχίας και της ανισότητας των ανθρώπων, στα ιστορικά πλαίσια της
Αρχαιότητας.
(17/7/2005)