Η επισκέπτρια είπε ότι ήταν σαράντα πέντε χρονών· το ντύσιμό της με ένα σάρι ήταν φροντισμένο και είχε μερικά βραχιόλια στους καρπούς των χεριών της. Ο ηλικιωμένος άντρας που τη συνόδευε είπε ότι ήταν θείος της. Καθίσαμε όλοι στο πάτωμα κι από το παράθυρο βλέπαμε τον μεγάλο κήπο με την Ινδική συκιά, τα λίγα μάγκος, την λαμπερή βουκαμβίλια και τις μικρές φοινικιές.
Η επισκέπτρια ήταν τρομερά θλιμμένη. Τα χέρια της έδειχναν ανησυχία και έκανε προσπάθεια για να μην ξεσπάσει σε φωνές και ίσως και σε κλάματα. Ο θείος της είπε:
« Ήρθαμε να μιλήσουμε μαζί σας για την ανιψιά μου. Ο άντρας της πέθανε εδώ και μερικά χρόνια, ύστερα ο γιος της και τώρα πια δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει και έχει γεράσει πάρα πολύ, κι αδυνατίζει συνέχεια. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Οι συνηθισμένες συμβουλές των γιατρών δεν φαίνεται να φέρνουν κανένα αποτέλεσμα και σιγά-σιγά χάνει και την επαφή με τα άλλα της παιδιά. Δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσουν όλα αυτά και επέμενε ότι πρέπει να έρθουμε να σας δούμε».
Εκείνη, συμπλήρωσε: «Έχασα τον άντρα μου πριν τέσσαρα χρόνια. Ήταν γιατρός και πέθανε από καρκίνο. Θα πρέπει να μου το έκρυβε και μόνον τον τελευταίο χρόνο περίπου το έμαθα. Υπόφερε από τρομερούς πόνους παρόλο που οι γιατροί του έδιναν μορφίνη και άλλα καταπραϋντικά. Έσβηνε μπροστά στα μάτια μου και έφυγε».
Σταμάτησε, σχεδόν πνιγμένη από το κλάμα. Σ’ ένα κλαδί καθόταν ένα περιστέρι, γουργουρίζοντας ήσυχα. Ήταν καστανόγκριζο, με μικρό κεφάλι και μεγάλο σώμα – όχι και πολύ μεγάλο, αφού ήταν απλώς ένα περιστέρι. Εκείνη τη στιγμή πέταξε μακριά και το κλαδί ταλαντεύτηκε πάνω-κάτω με το πέταγμά του. Η γυναίκα συνέχισε:
«Δεν μπορώ πια να αντέξω αυτή την μοναξιά, αυτή τη ζωή που δεν έχει νόημα χωρίς εκείνον. Αγαπούσα τα παιδιά μου. Είχα τρία, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Κάποια μέρα, πέρσι, το αγόρι μου έγραψε από το σχολείο ότι δεν αισθανόταν καλά και λίγες μέρες αργότερα πήρα ένα τηλεφώνημα από τον Διευθυντή που μου είπε ότι το αγόρι είχε πεθάνει».
Εδώ άρχισε να κλαίει με ασυγκράτητους λυγμούς. Σε λίγο έβγαλε ένα γράμμα του παιδιού της στο όποιο έλεγε ότι ήθελε να γυρίσει σπίτι γιατί δεν αισθανόταν καλά και ότι έλπιζε η ίδια να είναι καλά. Εξήγησε ότι ο γιος της νοιαζόταν πολύ γι’ αυτήν· δεν ήθελε να έχει πάει στο σχολείο, γιατί ήθελε να έχει μείνει μαζί της, κι εκείνη ήταν που, λίγο-πολύ, τον εξανάγκασε να πάει, επειδή φοβόταν ότι η θλίψη της θα τον επηρέαζε. Τώρα ήταν πολύ αργά. Είπε ότι οι δυο κόρες της, δεν είχαν καταλάβει καλά όλο αυτό που είχε συμβεί, γιατί ήταν πολύ μικρές. Και τότε, ξαφνικά ξέσπασε: «Δεν ξέρω τι να κάνω. Αυτός ο θάνατος έχει κλονίσει τα θεμέλια της ζωής μου. Ο γάμος μας είχε χτιστεί – όπως ένα σπίτι – με φροντίδα, πάνω σε ό,τι νομίζαμε ότι ήταν βαθειά θεμέλια. Τώρα τα πάντα έχουν καταστραφεί απ’ αυτό το συγκλονιστικό γεγονός».
Ο θείος της θα πρέπει να ήταν θρήσκος, άνθρωπος της παράδοσης, γιατί πρόσθεσε: «Ο Θεός της έστειλε αυτά τα βάσανα. Εκτέλεσε όλες τις απαραίτητες τελετουργίες, αλλά αυτό δεν την βοήθησε. Προσωπικά πιστεύω στην μετενσάρκωση, αλλά εκείνη δεν βρίσκει καμιά παρηγοριά σ’ αυτό. Δεν θέλει ούτε καν να μιλήσει γύρω από το θέμα. Δεν βρίσκει κανένα νόημα σε όλα αυτά κι έτσι δεν μπορέσαμε να της δώσουμε καμιά παρηγοριά».
Καθίσαμε εκεί σιωπηλοί κι οι τρεις, για αρκετή ώρα. Το μαντήλι της ήταν πια πολύ βρεγμένο κι ένα καθαρό μαντήλι από το συρτάρι, την βοήθησε να σκουπίσει τα δάκρυα από τα μάγουλά της.
Η κόκκινη βουκαμβίλια κρυφοκοίταζε από το παράθυρο και το λαμπερό μεσημεριάτικο φως έπεφτε επάνω σε κάθε φύλλο της.
«Θέλετε να μιλήσετε γι’ αυτό σοβαρά και να πάτε στη ρίζα του; Ή θέλετε να βρείτε παρηγοριά σε κάποια εξήγηση, σε κάποια λογικά επιχειρήματα που θα σας βγάλουν από τη θλίψη σας με μερικά ευχάριστα λόγια»;
Εκείνη απάντησε: «Θα ήθελα να πάω βαθειά σ’ αυτό αλλά δεν ξέρω αν έχω την ικανότητα ή την ενέργεια να αντιμετωπίσω όσα πρόκειται να μου πείτε. Όταν ζούσε ο άντρας μου συνηθίζαμε να ερχόμαστε σε κάποιες από τις ομιλίες σας, αλλά τώρα ίσως να το βρω πολύ δύσκολο να σας παρακολουθήσω».
«Γιατί νοιώθετε θλίψη; Μην προσπαθήσετε να απαντήσετε γιατί ό,τι κι αν πείτε θα είναι μόνο μια λεκτική περιγραφή των αισθημάτων σας, πράγμα που δεν θα είναι εκείνο που σας συμβαίνει αληθινά. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, μην απαντάτε στις ερωτήσεις. Απλώς ακούτε τις με προσοχή και βρείτε την απάντηση από μόνη σας, για σας την ίδια. Γιατί, λοιπόν, υπάρχει αυτή η θλίψη για τον θάνατο – σε κάθε σπίτι, πλούσιου ή φτωχού, από τον πιο δυνατό στη γη μέχρι και τον τελευταίο ζητιάνο; Εσείς, γιατί νοιώθετε θλίψη; Είναι για τον άντρα σας ή είναι για τον εαυτό σας; Αν κλαίτε για ‘κείνον, μπορούν τα δάκρυά σας να τον βοηθήσουν; Έχει φύγει ανεπίστρεπτα. Ό,τι κι αν κάνετε δεν μπορείτε να τον ξαναφέρετε πίσω. Ούτε τα δάκρυα, ούτε η πίστη, ούτε οι τελετουργίες, ούτε οι Θεοί μπορούν ποτέ να τον φέρουν πίσω. Είναι ένα γεγονός που πρέπει να το δεχτείτε· δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα γι’ αυτό.
Αλλά αν κλαίτε για τον εαυτό σας, εξαιτίας της μοναξιάς σας, της άδεια σας ζωής, εξαιτίας της ερωτικής ευχαρίστησης και της συντροφιάς που είχατε, τότε κλαίτε – έτσι δεν είναι – εξαιτίας του δικού σας κενού και από λύπη για τον εαυτό σας. Ίσως για πρώτη φορά να έχετε επίγνωση της εσωτερικής σας φτώχειας. Αν επιτρέπετε να σας επισημάνουμε, με κάθε συμπάθεια, είχατε επενδύσει στον άντρα σας, που σας έδινε ανέσεις, ικανοποίηση και ευχαρίστηση, έτσι δεν είναι; Αλλά αυτό που νοιώθετε τώρα – η αίσθηση της απώλειας, η αγωνία της μοναξιάς και η ανησυχία, είναι μια μορφή αυτολύπησης, έτσι δεν είναι; Κοιτάξτε το πραγματικά. Μην σκληραίνετε την καρδιά σας μπροστά σ’ αυτό και πείτε: “Εγώ έχω αγαπήσει τον άντρα μου και δεν σκεφτόμουν καθόλου τον εαυτό μου. Ήθελα να τον προστατεύσω· ακόμα και όταν προσπαθούσα κυριαρχήσω στη σχέση ήταν όλα για το καλό του και δεν έκανα την παραμικρή σκέψη για τον εαυτό μου”. Τώρα, όμως, που εκείνος έχει φύγει αντιλαμβάνεστε – έτσι δεν είναι; - την πραγματική σας κατάσταση. Ο θάνατός του σας έχει συγκλονίσει και σας έδειξε την πραγματική κατάσταση του νου και της καρδιάς σας. Μπορεί να μην θέλετε να το δείτε αυτό· μπορεί να το απορρίψετε από φόβο, αλλά αν παρατηρήσετε λίγο περισσότερο, θα δείτε ότι το κλάμα σας προέρχεται από την δική σας μοναξιά, από την εσωτερική σας φτώχεια, που σημαίνει από λύπη για τον εαυτό σας».
«Είστε μάλλον σκληρός, κύριε, δεν είστε;» είπε εκείνη. «Εγώ ήρθα σε σας για να βρω παρηγοριά, κι εσείς τι μου δίνετε;»
«Ξέρετε, μία από τις πλάνες που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι ότι υπάρχει κάτι όπως η παρηγοριά· ότι κάποιος άλλος μπορεί να σου την δώσει ή ότι μπορείς να την βρεις από μόνος σου. Πολύ φοβάμαι ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αν αναζητάς παρηγοριά, τότε αναπόφευκτα ζεις μέσα σε μια ψευδαίσθηση, κι όταν αυτή η ψευδαίσθηση διαλυθεί, τότε γεμίζεις λύπη γιατί σου πήραν την ελπίδα της παρηγοριάς. Για να κατανοήσει, λοιπόν, κανείς τη θλίψη ή για να πάει πέρα απ’ αυτήν θα πρέπει να δει πραγματικά τι συμβαίνει μέσα του και όχι να το κουκουλώνει. Και να το δείχνεις όλο αυτό σε κάποιον δεν είναι σκληρότητα — λέτε ότι είναι; Δεν είναι κάτι άσχημο που πρέπει να το αποφύγεις.
Όταν το δει κανείς όλο αυτό, πολύ καθαρά, τότε βγαίνει αμέσως από ‘κει, χωρίς ούτε μια γρατζουνιά, απείραχτος, φρέσκος, ανέγγιχτος από τα γεγονότα της ζωής. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος για όλους μας· δεν μπορείς να ξεφύγει απ’ αυτόν. Προσπαθούμε να βρούμε κάθε είδους εξηγήσεις, να γαντζωθούμε σε οποιοδήποτε είδος πίστης με την ελπίδα να τον ξεπεράσουμε, αλλά ό,τι κι αν κάνουμε εκείνος είναι πάντα εκεί· αύριο ή στην άλλη γωνία ή ύστερα από χρόνια, είναι πάντα εκεί. Πρέπει κανείς να έρθει σε επαφή με αυτό το τεράστιο γεγονός της ζωής».
Και τότε άρχισε να μιλάει ο θείος της και ξεχύθηκε από μέσα του η πατροπαράδοτη πίστη στον Άτμαν, στην ψυχή, στην μόνιμη οντότητα που συνεχίζεται η ύπαρξή της. Βρισκόταν πια στα δικά του εδάφη, καλοποτισμένα με επιτήδεια επιχειρήματα και μικρά αποσπάσματα. Τον είδες ξαφνικά να κάθεται στητός και η λάμψη της μάχης, της μάχης των λέξεων, να γεμίζει τα μάτια του. Συμπόνια, αγάπη και κατανόηση είχαν χαθεί. Τώρα βρισκόταν στα ιερά χώματα της πίστης του, της παράδοσης, τα χιλιοπατημένα κάτω από το μεγάλο βάρος της διαμόρφωσης: «Αλλά ο Άτμαν βρίσκεται μέσα στον καθένα μας! Συνεχίζει να να γεννιέται και να ξαναγεννιέται μέχρι να κατανοήσεις ότι είναι ο Μπράχμαν. Πρέπει να περάσουμε μέσα από τον πόνο για να φτάσουμε σε εκείνη την Πραγματικότητα. Ζούμε μέσα στην ψευδαίσθηση· ο κόσμος ολόκληρος είναι μία ψευδαίσθηση. Υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα».
Σταμάτησε! Εκείνη με κοίταζε, χωρίς να του δίνει πολύ προσοχή κι ένα ελαφρύ χαμόγελο άρχισε να φωτίζει το πρόσωπό της· και οι δυο μας κοιτάζαμε το περιστέρι που είχε ξανάρθει και την λαμπερή κόκκινη βουκαμβίλια.
«Η σκέψη μπορεί να δίνει συνέχεια σ’ αυτό που σκέφτεται, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το μόνιμο ούτε στον ουρανό ούτε σε μας. Μπορεί να δίνει μονιμότητα σε μια λέξι, σε μιαν ιδέα, σε μια παράδοση γιατί η σκέψη θεωρεί τον εαυτό της μόνιμο, αλλά είναι μόνιμη; Η σκέψη είναι ανταπόκριση της μνήμης, αλλά είναι αυτή η μνήμη, μόνιμη; Μπορεί να πλάσει μιαν εικόνα και να δώσει σ’ αυτή την εικόνα μια διάρκεια, μια μονιμότητα, αποκαλώντας την Άτμαν, ή οτιδήποτε άλλο θέλετε, και μπορεί να θυμάται το πρόσωπο του συζύγου ή της συζύγου που χάθηκε και να μένει προσκολλημένη στην εικόνα τους. Όλο αυτό είναι η δραστηριότητα της σκέψης που δημιουργεί φόβο – φόβο μήπως δεν έχεις να φας αύριο, μήπως δεν έχεις μια στέγη, φόβο του θανάτου – και απ’ αυτόν τον φόβο πηγάζει η λαχτάρα για μονιμότητα. Αυτός ο φόβος είναι αποτέλεσμα της σκέψης και ο Μπράχμαν είναι επίσης προϊόν της σκέψης.
Ο θείος είπε: «Η μνήμη και η σκέψη είναι σαν κερί που το σβήνεις και το ξανανάβεις μετά: ξεχνάς και ξαναθυμάσαι αργότερα. Πεθαίνεις και ξαναγεννιέσαι σε μιαν άλλη ζωή. Η φλόγα του κεριού είναι η ίδια, αλλά και δεν είναι. Έτσι στη φλόγα υπάρχει μια ιδιότητα συνέχειας».
«Αλλά η φλόγα που έχει σβήσει, κύριε, δεν είναι η ίδια φλόγα με την καινούργια. Μπαίνει τέλος στο παλιό για να υπάρξει το καινούργιο. Αν υπάρχει μια σταθερά τροποποιούμενη συνέχεια, τότε δεν υπάρχει ποτέ τίποτα το καινούργιο. Τα χιλιάδες χθες δεν μπορούν να γίνουν καινούργια· ακόμα και το κερί καίγεται εντελώς. Το καθετί πρέπει να τελειώσει για να υπάρξει το καινούργιο.
Ο θείος είδε ότι δεν μπορεί να βασιστεί σε αποσπάσματα από βιβλία ή σε πίστεις ή σε αποφθέγματα άλλων, κι έτσι αποσύρθηκε στον εαυτό του και σώπασε σαστισμένος και μάλλον θυμωμένος, γιατί ειχε εκτεθεί και, όπως κι η ανιψιά του, δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το γεγονός.
Εκείνη, είπε: «Εμένα δεν με ενδιαφέρουν όλα αυτά· είμαι απολύτως δυστυχισμένη. Έχασα τον άντρα μου, τον γιο μου και απόμειναν μόνο αυτά τα δυο παιδιά. Τι πρέπει να κάνω;»
«Εάν ενδιαφέρεστε για τα δύο σας παιδιά, δεν μπορείτε να ενδιαφέρεστε για τον εαυτό σας και τη δυστυχία σας. Θα πρέπει να τα φροντίσετε, να τα εκπαιδεύσετε σωστά, να τα αναθρέψετε χωρίς τη συνηθισμένη μετριότητα. Αλλά εάν καταναλωθείτε στον προσωπικό σας πόνο, που τον ονομάζετε “αγάπη για τον άντρα σας”, και αν αποτραβηχτείτε μέσα σας, τότε θα καταστρέψετε και τα άλλα δύο παιδιά σας. Συνειδητά ή ασυνείδητα, είμαστε όλοι πέρα για πέρα εγωιστές, κι όσο παίρνουμε από τη ζωή αυτά που θέλουμε, θεωρούμε ότι όλα πάνε καλά. Αλλά από τη στιγμή που κάτι συμβαίνει και το διαλύει όλο αυτό, βογκάμε από απελπισία, ελπίζοντας να βρούμε κάποια άλλη παρηγοριά, που φυσικά κι αυτή με τη σειρά της θα διαλυθεί, και θα αναζητήσουμε κάποια άλλη. Έτσι αυτή η διαδικασία συνεχίζεται κι αν θέλετε να παγιδευτείτε μέσα σ’ αυτήν, γνωρίζοντας καλά όλα όσα συνεπάγεται, τότε προχωρήστε. Αλλά αν βλέπετε τον παραλογισμό όλων αυτών, τότε φυσικά θα σταματήσετε να κλαίτε, θα σταματήσετε να απομονώνεστε και θα ζήσετε με τα παιδιά σας κάτω από ένα καινούργιο φως και μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σας».