Τα πατσαβούρια - Point of view

Εν τάχει

Τα πατσαβούρια



Του Πάνου Μουχτερού


Τι λέει; Τι να λέει. Εδώ. Τα ίδια. Έχω αράξει σπίτι και κάνω νύχια και ακούω λιγάκι ραδιόφωνο. Μετράω ώρες. Περιμένω να μπει το νοίκι που παίρνει ο μπαμπάς για να πάω για ψώνια, φιλενάδα. Πραγματικά, δεν μπορώ να κρατηθώ. Κι εσύ το ίδιο, το ξέρω. Θα πάμε να πάρουμε εκείνες τις τέλειες τις γόβες που έχουμε σταμπάρει, έτσι; Απλά, ρε συ, κοίτα να πάρεις διαφορετικό χρώμα, να μη φαίνεται ότι φοράμε τις ίδιες. Έλα, ξεκόλλα, αφού με ξέρεις, είναι ότι θέλω ανανέωση ρε παιδί μου. Έχω θέμα, σου λέω. Η γκαρνταρόμπα μου ζητάει συνέχεια νέα σχέδια, νέες τάσεις, δεν γίνεται διαφορετικά, έτσι είμαι εγώ, θέλω να ανοίγω την ντουλάπα και να μπαίνουν καινούργια χρώματα στη ζωή μου, να πειραματίζομαι με συνδυασμούς, μαλλί, ζώνη, τσάντα, καταλαβαίνεις, φιλενάδα, καταλαβαίνεις, ζω ένα δράμα, χαχα. Ναι, μισό λεπτό. Μικρή που είναι η ζωή, μεγάλη όμως η ψυχή. Πολύ μου αρέσει αυτό το τραγούδι, αυτά τα λόγια, αχ, τόσο όμορφα, με νόημα, έτσι όπως το λέει είναι, αγάπη μου, είναι μικρή η ζωούλα μας, πρέπει να την εκμεταλλευτούμε όσο γίνεται, να ντυθούμε, να βγούμε, να διασκεδάσουμε, τι θα έχουμε να θυμόμαστε ρε συ όταν γεράσουμε; Κάνε με ν’ ανέβω πιο ψηλά, πλησίασέ με, φίλα με, κάτι καινούργιο ξεκινά. Αχ, ναι, ρε τρελή, έχω κέφια σήμερα, δεν ξέρω τι με έχει πιάσει, χορεύω, έχω την κίνηση μέσα μου, άντε ετοιμάσου και εσύ και συναντιόμαστε στην αγορά, να πιούμε καφέ και να τα πούμε από κοντά, να σου πω και να μου πεις λεπτομέρειες, ξέρεις εσύ, χαχα. Ωπς! Κάτσε, έχω sms. Ο μπαμπάς είναι. Μπήκαν τα φράγκα. Γιούπι. Τα λέμε σε δέκα. Λεπτά, ρε μαλάκα, τι άλλο; Έλεος!





Περίμενα ότι θα έχει περισσότερη κίνηση. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται τελευταία. Μα κανένας να μην ενδιαφέρεται για τις προσφορές; Άδεια μαγαζιά, μόνο εμείς είμαστε χρόνια μπροστά φιλενάδα, αχ, που πάει αυτός ο τόπος! Α, να χαρείς, μην ανοίγεις κουβέντα για πολιτικά. Δεν αντέχω με τίποτα, μιλάμε. Τα ίδια και τα ίδια, βαριέμαι άσχημα να ακούω συζητήσεις για την κρίση, τα κόμματα, τα χρέη, ωχού, βγάζω καπνούς λέμε. Και στις εκλογές με τα χίλια ζόρια πήγα να ψηφίσω, έχε χάρη που επέμενε ο μπαμπάς και με είχε πρήξει, μέσα στο κατακαλόκαιρο ρε συ, να αφήσω το mojito μου και να τρέχω με το παρεό, ξέρεις τι μεγάλη ταλαιπωρία ήταν αυτό για ‘μένα. Ούτε ήξερα ποιο κόμμα ήταν αυτό, κάποιο καινούργιο λέει, εντάξει, έφτασα βλέπεις λίγα μόλις λεπτά πριν κλείσει το εκλογικό τμήμα, αχ, αυτός ο δικαστικός αντιπρόσωπος, πολύ μου άρεσε, χαχα, α, ναι, τι σου έλεγα, ευτυχώς είχε ετοιμάσει ο μπαμπάς το ψηφοδέλτιο από πριν και μου το έδωσε αλλά εκείνος ο φάκελος να μην κλείνει με τίποτα, μα γιατί τα κάνουν όλα τόσο δύσκολα, αφού τον πήγα έτσι ανοιχτό και στεκόμουνα πάνω από την κάλπη και ήταν μια ευκαιρία να γνωριστώ και με τον δικηγόρο που έκανε τη διαδικασία, έκανα την ανήξερη, ξέρεις, χαχα, και κρατούσα το φάκελο και περίμενα να μου δώσει μια συμβουλή, μια βοήθεια λίγο πριν τον ρίξω μέσα κι αφού του έκανα νάζια και ματιές, τι μου λέει ο αθεόφοβος; “Χωρίς σάλιο”. Αν είναι δυνατόν! Μιλάμε, κατακοκκίνισα, δεν περίμενα να πετάξει τέτοιο υπονοούμενο, ποια νόμιζε ότι ήμουν, επειδή δηλαδή προσέχω την εμφάνισή μου και του έκανα γλύκες, τι πίστεψε δηλαδή; “Κυρία μου, ο φάκελος! Κλείνει χωρίς σάλιο!” Α! Είπα και εγώ…

Πολύ δυσκολεύομαι να περπατάω με όλες αυτές τις τσάντες στα χέρια. Ναι, το ξέρω, χρυσό μου, η ομορφιά θέλει θυσίες, τόσα πράγματα ψωνίσαμε, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα, το ξέρω, χαχα. Πρόσεχε, μην πέσεις, αμάν πια, δεν είναι κατάσταση αυτή, τόσοι άστεγοι μέσα στα πόδια μας συνέχεια, πω, κρατάω τη μύτη μου, δεν αντέχεται αυτή η μπόχα, γιακ, μα καλά, πόσο καιρό έχουν να κάνουν μπάνιο; Ρε συ, είναι περισσότεροι και από τα αδέσποτα πια, μη σου πω ότι δαγκώνουν κιόλας καμιά φορά. Τις προάλλες κόντεψα να πάθω συγκοπή με έναν από αυτούς που είχε απλωθεί στην είσοδο της πολυκατοικίας και με κοιτούσε και έλεγε κάτι περίεργες λέξεις, κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα με βιάσει, ποιος ξέρει πόσους μήνες έχουν να πάνε με γυναίκα όλοι αυτοί, ε, ναι, λογικό αν βλέπουν και μια θεά, όπως εμένα, χαχα, ναι, και που λες δεν μπορούσα να τον προσπεράσω, πρόσεχα πολύ μη λερωθώ κιόλας, ξέρεις πως είναι αυτά, άμα σε λερώσουν αυτοί, οι λεκέδες δεν βγαίνουν με τίποτα, για ‘μένα έπειτα το ρούχο είναι τελειωμένο, το πετάω όπως είναι από τη σιχαμάρα που νιώθω, δεν ακούω δεύτερη κουβέντα, δεν είμαι καθόλου υπερβολική, την αλήθεια λέω. Τι σου έλεγα, α, ναι, έτσι όπως ήταν και με κοιτούσε με εκείνο το απαίσιο βλέμμα, το ένα του το χέρι με πλησίαζε και με πλησίαζε, Θεέ μου, η καρδιά μου πήγε να σπάσει από τον τρόμο, έκανα πίσω, κάλυψα με τα χέρια το πρόσωπό μου και προσευχήθηκα στον καλό Θεούλη να κάνει ένα θαύμα και να με σώσει από του άστεγου τα δόντια. Και λίγο μετά, όπως άνοιξα τα μάτια, είδα ότι κρατούσε ένα από τα σκουλαρίκια μου που κατά λάθος είχε πέσει στο δρόμο. Τον παρεξήγησα τον άνθρωπο, καλέ. Δεν ξέρω, ίσως ήταν η εξαίρεση αυτός. Ένα Manhattan, παρακαλώ.

Τι άλλα; Τα ίδια. Πέρασε το καλοκαιράκι, ρε γαμώτο. Ούτε το κατάλαβα. Τι έκανες στον ελεύθερο χρόνο σου; Ηλιοθεραπεία, ε; Χαχα, κι εγώ ρε συ, ήρθαν και επισκέψεις κάποια ξαδέρφια μου, δεν αντεχόταν η κατάσταση μιλάμε, όλο θέλανε να βλέπουνε ταινίες, να μιλάνε για τα μυθιστορήματα που φέρανε μαζί τους να διαβάσουν, ακούγανε μουσική και συζητάγανε για τους δίσκους και τη δισκογραφία του κάθε συγκροτήματος, δεν μπορούσα να τους παρακολουθήσω, ρε συ, αφού ξέρεις, τα βαριέμαι όλα αυτά, άντε να δω καμιά κωμωδία το πολύ-πολύ, μη μου βάλεις προβληματισμό και δραματικά φινάλε και βαριά πράγματα, με έχει πάρει ο ύπνος στα πρώτα δέκα λεπτά. Και cinema έχω να πάω κάμποσο καιρό, τελευταία φορά ήταν τότε που πήγα αναγκαστικά γιατί είχα μπλέξει με εκείνον τον καθηγητή που ήταν λιγάκι κουλτουριάρης πανάθεμά τον. Ευτυχώς που έπαιζε ο Παπακαλιάτης στο έργο αυτό και είχε να δω κάτι ας πούμε ενδιαφέρον, γιατί από την υπόθεση δεν κατάλαβα και πολλά, χαχα, μα τι σώμα όμως αυτός ο Χριστόφορος, χαχα, ναι ξέρω ο νους μου όλο εκεί. Αυτό είναι το hobby μου εμένα παιδί μου, οι ανθρώπινες οι σχέσεις, εντάξει μ’ αρέσει και λίγο το κουτσομπολιό, δεν το κρύβω, αλλά κι αυτό με τους ανθρώπους έχει να κάνει, το έχω φιλοσοφήσει, ναι, σου λέω, μιλάς για τα λάθη που έχει κάνει ο άλλος στην προσωπική του ζωή και παίρνεις μαθήματα για το πώς θα κάνεις τα σωστά. Α, ναι. Και τα ψώνια, το shopping therapy που μ’ αρέσει να λέω. Αυτά είναι τα δικά μου ενδιαφέροντα. Λίγο πράγμα είναι όλη αυτή η συλλογή από τσάντες που έχω δημιουργήσει με τόσο κόπο; Καλύτερα είναι τα γραμματόσημα; Φτου μου, ρε!

Πω, ρε συ, βραδιάσαμε, άντε, πάμε από το σπίτι να ετοιμαστούμε, έχω κανονίσει κατάσταση απόψε, πρώτο τραπέζι πίστα σου λέω, μωρό μου, Σαββατόβραδο και θα μείνουμε μέσα; Ε, ποτέ, λέμε! Έλα, άραξε λίγο στον καναπέ, να παραγγείλουμε και τίποτα απ’ έξω να φάμε, θα ντυθώ ελαφρά, να δω αντίδραση του ντελιβερά όταν με δει ν’ ανοίγω την πόρτα, χαχα, ξέρω, δεν παίζομαι, αυτά κάνω ρε και τρελαίνω τον άλλο, ποια προσωπικότητα και μαλακίες, το θέμα είναι να ξέρεις να χειρίζεσαι ανάλογα τις καταστάσεις που σου δίνει η ζωή. Βάλε τηλεόραση να χαζέψουμε. Μα τι γίνεται, παντού το ίδιο πράγμα δείχνουν; Ρε συ, μήπως χάλασε το τηλεκοντρόλ ή η κεραία; Μα τι λες, ρε ούφο, αφού δεν βλέπεις ότι αλλάζει το σχήμα και το όνομα από το κανάλι κάθε φορά; Μιλάμε σε πειράξανε τα πολλά τα ψώνια, δεν εξηγείται αλλιώς. Ρε συ, δίκιο έχεις, μα τι συνέβη, μόνο ειδήσεις, ούτε μια σειρά, ούτε ένα τηλεmarketing να δούμε κανένα προϊόν λιγάκι διαφορετικό; Και ποιοι είναι όλοι αυτοί με τις χειροπέδες; Και που τους πηγαίνουν; Ποιοι είναι όλοι αυτοί με τις μάσκες στα πρόσωπα; Ντερέκια όμως, ε; Δυνατά αγόρια, δεν μπορείς να πεις. Α, να και ένας κυριούλης με γυαλάκια και γραβάτα. Ρε συ, για κάτσε, κάποιον μου θυμίζει αυτός. Κάτσε, κάτσε, θα το θυμηθώ, α, ναι. Αυτόν ψηφίσαμε, ρε συ! Ναι, ναι, αυτό το νέο κόμμα που σου έλεγα. Ναι, τώρα θυμάμαι. Χρυσή Αυγή. Και εσύ το ίδιο ψήφισες, ρε φιλενάδα; Γι’ αυτό σε πάω, ρε συ, γιατί έχουμε τον ίδιο τρόπο σκέψης. Περίμενε, χτυπάει κουδούνι. Ο ντελιβεράς θα είναι. Κάτσε να τον στείλω με το νέο συνολάκι που πήρα. Και ποια γόβα λες ότι θα βάλω! Ναι, ναι, σωστά μάντεψες, φιλενάδα.

Γόβα χρυσή!


via

Pages