Κακό - Point of view

Εν τάχει

Κακό

ΚΑΚΟ
και η μονιστική-δυαρχική ερμηνεία του.


Για την επίλυση του ζητήματος του Κακού στον κόσμο έχουν προταθεί τόσο μονιστικές όσο και δυαρχικές λύσεις. Οι μονιστικές προτάσεις λίγο-πολύ ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει κακό, ότι όλα είναι καλά, ότι η Φύση και ο άνθρωπος είναι καλοί ή τέλειοι. «Το καλό κυριαρχεί· καθετί φθαρτό και θνητό με τη φθορά και το θάνατό του κάνει τόπο σε κάτι καλύτερο, και όλα μαζί, πάλι κάνουν τόπο στην κάλλιστη και ύψιστη εκείνη Φύση, που είναι άφθαρτη και αθάνατη». Η ιδέα αυτή υπάρχει στη νεώτερη φιλοσοφία από τον Σπινόζα. Με άλλα λόγια η αντίληψη του μονισμού θεραπεύει το πρόβλημα του κακού θεωρώντας το ανύπαρκτο. Ωστόσο η πραγματικότητα φαίνεται αμείλικτη. Αφενός η Φύση δεν μπορεί να θεοποιηθεί, τη στιγμή που συμπεριφέρεται άλογα, με τους σεισμούς και τις θεομηνίες της, αφετέρου οι άνθρωποι κάθε άλλο παρά «μόνο καλοί» μπορούν να θεωρηθούν, από ηθικής άποψης. Το πρόβλημα λύνεται από τον μονισμό με την καθιέρωση της «πραγματικής Φύσης» του ανθρώπου. Αυτή η εμπειρική Φύση δεν είναι η πραγματική, αυτά τα εμπειρικά πάθη δεν είναι πραγματικά, κ.ο.κ., αλλά επιφατικά, ενώ τα πραγματικά πάθη είναι μόνο καλά κ.ο.κ. Έτσι, μπορούσε να διαγραφεί η πραγματικότητα χάριν της «αληθινής πραγματικότητας». Με αυτόν τον τρόπο όμως υπεισέρχεται λαθραία μια δυαρχία, μεταξύ Είναι και Επίφασης. Αυτή τη δυαρχία χρησιμοποιεί, όπως είναι λογικό, και κάθε δυαρχική πρόταση για την επίλυση του προβλήματος του κακού. Το κακό υπάρχει, αλλά είναι ελέγξιμο· ή το κακό υπάρχει, αλλά στο μέλλον, εντός ή εκτός της Ιστορίας, θα εξαφανιστεί. Η δυαρχία αποδέχεται δηλαδή προγραμματικά την ύπαρξη δύο πραγματικοτήτων, της διεφθαρμένης, όπου το κακό κυριαρχεί, και της αδιάφθορης, αληθινής πραγματικότητας, όπου το κακό δεν έχει θέση.

            Είναι προφανές όμως ότι και ο μονισμός και ο δυισμός (στις θύραθεν ή θρησκευτικές εκφάνσεις τους) δεν προτείνουν κάτι για την εξάλειψη του κακού στην εμπειρική πραγματικότητα, εδώ και τώρα. Ουσιαστικά αναγνωρίζουν την κυριαρχία του κακού αμφίσημα, είτε αρνούμενοί το είτε θεωρώντας το «παράσιτο» του (πραγματικού) Είναι, το οποίο δεν έχει καμμία σχέση με αυτό. Στην περίπτωση του μονισμού τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο κωμικά, αφού οι εκπρόσωποί του πρέπει να αρνηθούν την εμπειρική φθορά και το εμπειρικό, φυσικό ή ανθρώπινο, κακό, ως ανυπόστατα. Όσο για τον δυισμό, αυτός, φυσικά δίχως αποδείξεις, διαιρεί την πραγματικότητα σε Είναι και Επίφαση, ώστε να ισχυρίζεται ότι το κακό είναι ούτως ή άλλως αδύναμο, όντας Επίφαση κι όχι Είναι.  


Κακό, κοινωνία και άτομο.

Μπορεί ένας καλός, δίκαιος,  άνθρωπος να ζήσει μια καλή ζωή μέσα σε έναν κόσμο κακών και άδικων ανθρώπων;
Τα ερωτήματα αυτά έχουν τεθεί από τον καιρό του Πλάτωνα και έκτοτε γίνεται συνεχώς προσπάθεια να αποδειχθεί ότι η καλοσύνη, δικαιοσύνη κ.λπ. δεν είναι μόνο ηθικά ανώτερη αλλά και χρήσιμη. Ακριβώς το παράδειγμα της Πολιτείας όπου στο τέλος της ο άδικος εμφανίζεται όχι απλώς να εξοντώνεται από τους δίκαιους (παρά την άποψη, στην αρχή της Πολιτείας, ότι ο δίκαιος δεν εξοντώνει ούτε βλάπτει κανέναν), οι οποίοι αντιδρούν, αλλά και κολάζεται μετά το θάνατο, δείχνει την αδυναμία αρνητικής πειστικής απάντησης στο ερώτημα: “γιατί να μην είμαι κακός, άδικος κ.λπ., αν μπορώ να είμαι δίχως να με βλάψουν ή δίχως να το αντιλαμβάνονται;” δίχως την προσφυγή στη μεταφυσική. Ένας νεωτερικός, μη μεταφυσικός τρόπος είναι να αποδειχθεί ότι συμφέρει κάποιον να είναι ηθικός, γιατί εξυπηρετείται το ορθολογιστικό, μακροπρόθεσμο συμφέρον του, αφού οι συναλλασσόμενοι μαζί του μη υφιστάμενοι κάποια αδικία εκ μέρους του δε θα τον βλάψουν. Ούτε κι αυτή η απόδειξη πείθει. Χώρια που το “ορθολογικό” συμφέρον γίνεται αντιληπτό εντελώς διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό γιατί λ.χ. το άτομο θα πρέπει, στη βάση του εγωιστικού-ορθολογικού υπολογισμού να παραιτηθεί από το βραχυπρόθεσμο (σύντομα επιτυγχανόμενο ή μέσω επιτυχούς εξαπάτησης) ατομικό συμφέρον για χάρη του μακροπρόθεσμου κοινωνικού συμφέροντος, όταν το τελευταίο ξεπερνά χρονικώς τα όρια της ενεργής ζωής του ατόμου.
Η σχέση της ηθικής και της καλοσύνης με τη χρησιμότητα είναι πράγματι οδυνηρή. Γιατί πρέπει να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η ηθική είναι ή πρέπει να είναι πρακτικώς χρήσιμη ή αν (πρέπει να) είναι πρακτικώς άχρηστη. Αν η καλοσύνη ή η ηθική (πρέπει να) είναι πρακτικώς χρήσιμη, τότε εμμέσως ως στόχος του ατόμου τίθεται όχι η καλοσύνη, αλλά η πρακτική ωφέλεια. Αλλά τότε ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να ισχυριστούν ότι βρήκαν έναν άλλον δρόμο για την πρακτική ωφέλεια, διαφορετικό και αντίθετο από αυτόν της ηθικής ή της καλοσύνης. Αν η καλοσύνη ή η ηθική δεν (πρέπει να) είναι πρακτικώς χρήσιμη ή, πιο συγκεκριμένα, οφείλει να αδιαφορεί για την πρακτική χρησιμότητα, τότε είτε ενυπάρχει στην καλοσύνη κάποια κρυφή, αντιληπτή μόνον από τον καλό/δίκαιο, χρησιμότητα και ψυχική ωφέλεια η οποία επισκιάζει το γεγονός ότι ο καλός είναι καταδικασμένος να δυστυχεί κοινωνικά, είτε δεν υπάρχει καμμία πραγματική εσωτερική-κρυφή ψυχική υπέρτερη ωφέλεια και η επιλογή υπέρ της καλοσύνης οδηγεί αποκλειστικά στην κοινωνική υποταγή. (24/7/2008) 
via

Pages