Ο Ένγκελς (άρθρο «Ο Μπρούνο Μπάουερ και ο πρώιμος χριστιανισμός» (“Bruno Bauer und das Urchristentum”), Der Sozialdemokrat, 5/1882) απορρίπτει τη θέση των Διαφωτιστών του 18ου αι. ότι «οι θρησκείες, επομένως και ο χριστιανισμός, ήταν έργο απατεώνων», δηλαδή την «αιγυπτιακή» θεωρία της εξαπάτησης από τα ιερατεία. Προφανώς ο Ένγκελς ως άθεος ήθελε την απαλλαγή από τον Χριστιανισμό, όπως και οι Διαφωτιστές, ωστόσο θεωρούσε λανθασμένο τρόπο για τον σκοπό αυτό το να θεωρηθεί ο Χριστιανισμός «ανοησίες σταχυολογημένες από απατεώνες», παρ’ όλο που υποστήριζε ότι και τέτοιες τακτικές ακολουθήθηκαν από τον πρώιμο Χριστιανισμό. Προφανώς τον 19ο αι. οι θεωρήσεις για τον Χριστιανισμό ωρίμαζαν προς σοβαρότερες απόψεις από τις παιδιάστικες συνωμοσιολογικές αντιλήψεις (όπως αυτές του Βολταίρου). Ο Ένγκελς εξετάζει με ποιον τρόπο έφθασε στην κυρίαρχη θέση ο Χριστιανισμός, με ποιον τρόπο «κέρδισε τη μάχη». Αντίθετα από τους αναθεωρητές που αποδίδουν κυρίως στην αντιπαγανιστική βία την χριστιανική επικράτηση, ο Ένγκελς δεν ασχολείται καθόλου με τη βία ως σοβαρό λόγο επικράτησης, όταν αναζητά την αιτία της χριστιανικής επικράτησης καταλήγει σε δύο θεμελιώδη ζητήματα: πρώτον, γιατί οι λαϊκές μάζες στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προτίμησαν το Χριστιανισμό από όλες τις άλλες θρησκείες και, δεύτερον, γιατί ο Κωνσταντίνος επέλεξε αυτήν την θρησκεία αντί άλλων. Η θεωρία-απάντηση του Ένγκελς είναι η εξής: μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της οικουμένης, η Μεσόγειος ομογενοποιήθηκε πολιτικά και κοινωνικά υιοθετώντας την ρωμαϊκή οργάνωση. «Μαζί με τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες των διάφορων λαών ήταν καταδικασμένες να καταστραφούν από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι ιδιαίτερες θρησκείες». Με την κοσμοαντίληψή του θεωρεί τις επιμέρους εθνικές θρησκείες προϊόντα των αντίστοιχων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών του επιμέρους λαού. «Εφόσον αυτές οι συνθήκες, που ήταν η βάση τους, διαλύθηκαν και οι παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας τους, οι κληρονομημένοι πολιτικοί θεσμοί τους, και η εθνική ανεξαρτησία τους συντρίφτηκαν, κατέρρευσε φυσικά και η θρησκεία που αντιστοιχούσε σε αυτές. Οι εθνικοί θεοί μπορούσαν ν’ ανεχθούν άλλους εθνικούς θεούς, σε άλλα έθνη δίπλα τους, αλλά όχι πάνω από αυτούς», κι έτσι εξαφανίστηκαν όταν οι εθνικοί θεοί των Ρωμαίων βρέθηκαν «πάνω από αυτούς». Δηλαδή, «εφόσον οι εθνικοί θεοί ήταν ανίκανοι να προστατεύσουν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του έθνους τους, οδηγήθηκαν στην ίδια τους την καταστροφή». Και πέρα από το παραπάνω άρθρο (στο Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (Ludwig Feuerbach und der Ausgang der klassischen deutschen Philosophie), Βερολίνο 1886/Στουτγάρδη 1888), ο Ένγκελς εξηγεί τη θέση του: «Οι θεοί που διαμορφώθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο σε κάθε λαό ήταν εθνικοί θεοί, των οποίων το πεδίο δεν επεκτεινόταν έξω από τα εθνικά εδάφη τα οποία προστάτευαν· από την άλλη πλευρά των συνόρων κυριαρχούσαν αδιαφιλονίκητα άλλοι θεοί. Αυτοί οι θεοί μπορούσαν να υπάρχουν στη φαντασία όσο καιρό υπήρχε το έθνος· έπεφταν με την πτώση του έθνους. Η Ρωμαϊκή παγκόσμια Αυτοκρατορία…επέφερε την πτώση των παλιών εθνοτήτων. Οι παλιοί εθνικοί θεοί παρήκμασαν, ακόμη και οι θεοί των Ρωμαίων, που και αυτοί είχαν διαμορφωθεί για να ταιριάζουν στα στενά όρια της πόλης της Ρώμης. Η ανάγκη να συμπληρώσουν την κοσμοκρατορία με μια παγκόσμια θρησκεία αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα στις προσπάθειες ν’ αναγνωριστούν στη Ρώμη, πλάι στους ντόπιους θεούς, όλοι οι κάπως αξιοσέβαστοι θεοί και να τους παραχωρηθούν βωμοί. Όμως μια νέα παγκόσμια θρησκεία δεν μπορούσε να δημιουργηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο με αυτοκρατορικό διάταγμα. Ήδη η νέα παγκόσμια θρησκεία, ο χριστιανισμός, είχε δημιουργηθεί ήσυχα…». Για τον Ένγκελς η καταστροφή των επιμέρους θεών και η αντικατάστασή τους από μια «παγκόσμια» (εντός της Ρωμαϊκής Οικουμένης) θρησκεία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της παγκόσμιας ενοποίησης υπό τη Ρώμη και της φύσης των επιμέρους εθνικών θρησκειών να υφίστανται όσο υφίσταται η ανεξαρτησία των αντίστοιχων εθνών που λάτρευαν τους επιμέρους αυτούς θεούς. Ενάντια στην αναθεωρητική τάση (συνήθως υποστηριζόμενη από νεοπαγανιστές), την οποία σήμερα συναποδέχονται αρκετοί άθεοι αντιχριστιανικών τάσεων, ο Ένγκελς θεωρούσε αναπόφευκτο το τέλος των εθνικών θεών. Μάλιστα «Η μεταφύτευση των ανατολικών θεοτήτων στην Ρώμη ήταν επιβλαβής για την ρωμαϊκή θρησκεία, αλλά δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίσει την παρακμή των ανατολικών θρησκειών» .
Αυτό, φυσικά, αρκεί για να γίνει κατανοητό το αναπόδραστο της παρακμής των εθνικών θεών, ασφαλώς δεν αρκεί για την εξήγηση της χριστιανικής επικράτησης, επικράτηση την οποία ο Ένγκελς δεν φαίνεται να αποδίδει στη βία. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, η κατάσταση ήταν ανυπόφορη στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και δεν υπήρχε ελπίδα αλλαγής της: «Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος. Μονάχα απελπισία ή καταφυγή στις πιο ευτελείς αισθησιακές απολαύσεις, για εκείνους τουλάχιστον που μπορούσαν να τις προσφέρουν στον εαυτό τους και αυτοί ήταν μια ελάχιστη μειοψηφία. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά η υποταγή στο αναπόφευκτο». Ωστόσο υπήρχαν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις άνθρωποι που «μην ελπίζοντας στην υλική σωτηρία αναζητούσαν στη θέση της την πνευματική σωτηρία, μια παρηγοριά στη συνείδησή τους, για να σωθούν από την έσχατη απελπισία». Τέτοια παρηγοριά δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε οι Στωικοί ούτε οι Επικούρειοι για δυο λόγους: αυτές οι φιλοσοφίες «δεν απευθύνονταν στη συνηθισμένη συνείδηση», και δεύτερον «η συμπεριφορά των οπαδών αυτών των φιλοσοφικών σχολών δυσφημούσε τις διδασκαλίες τους». Δηλαδή, οι φιλόσοφοι των πρώτων αιώνων μετά Χριστόν «ήταν είτε απλώς δάσκαλοι που κέρδιζαν το ψωμί τους είτε γελωτοποιοί στην υπηρεσία πλούσιων γλεντζέδων».
Αφού η φιλοσοφία είχε αποτύχει, ο αγώνας θα δινόταν μεταξύ θρησκειών. Ασφαλώς ο Ένγκελς διαχωρίζει την ανάγκη για παρηγοριά, που δεν μπορούσε να είναι υποκατάστατο της φιλοσοφίας –η οποία όμως είχε αποτύχει, όπως λέει παραπάνω ο Ένγκελς– αλλά έπρεπε να είναι υποκατάστατο των οδηγούμενων στην εξαφάνιση επιμέρους εθνικών αρχαίων θρησκειών. Κατά τον Ένγκελς ο Χριστιανισμός «ήρθε σε αναπόφευκτη αντίθεση με όλες τις προηγούμενες θρησκείες». Αντίθετα από αυτές, οι οποίες βασίζονταν κυρίως στην τήρηση τελετουργικού, δηλαδή ήταν τελετές και όχι δόγματα, και συνεπώς ήταν αδύνατη η συνένωση όλων των ανθρώπων (δυο άνθρωποι διαφορετικών εθνικών θρησκειών «δεν μπορούσαν να τρώνε ή να πίνουν μαζί, να πραγματοποιούν μαζί οποιαδήποτε καθημερινή πράξη ή μόλις που μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους»), συνένωση η οποία ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη, με την οποία κάθε τι έπρεπε να συμβαδίζει/προσαρμοστεί, μετά την ενοποίηση του κόσμου από τη Ρώμη. Το πρώτο πλεονέκτημα, κατά τον Ένγκελς, του Χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών ήταν το εξής: «ο Χριστιανισμός δεν είχε διακριτές τελετές, ούτε καν τις θυσίες και τις πομπές του κλασικού κόσμου. Έτσι, απορρίπτοντας όλες τις εθνικές θρησκείες και τις κοινές τους τελετές και απευθυνόμενος σε όλους τους λαούς χωρίς διάκριση, ο χριστιανισμός απέκτησε τη δυνατότητα να γίνει η πρώτη παγκόσμια θρησκεία». Το δεύτερο πλεονέκτημα που ο Ένγκελς εντοπίζει είναι το εξής: «άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή σε αναρίθμητες καρδιές» με την αναφορά στην συμμετοχή «του καθενός στην ευθύνη για τη γενική δυστυχία» και η παραδοχή της συμμετοχής αυτής «έγινε η προϋπόθεση για την πνευματική σωτηρία, την οποία ευαγγελιζόταν ο Χριστιανισμός». Παράλληλα «αυτή η πνευματική σωτηρία προβλήθηκε με τέτοιο τρόπο που μπορούσε να κατανοηθεί εύκολα από τα μέλη όλων των παλιών θρησκευτικών κοινοτήτων». Αυτή σύμφωνα με τον Ένγκελς ήταν η ιδέα της εξιλέωσης μέσω της αυτοθυσίας του Ιησού. Επομένως «ο Χριστιανισμός εξέφρασε ξεκάθαρα το καθολικό αίσθημα ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ένοχοι για τη γενική διαφθορά, καθώς και τη συνείδηση της αμαρτίας του καθενός· ταυτοχρόνως παρείχε με το θάνατο-θυσία του ιδρυτή του μια μορφή της καθολικά ποθούμενης εσωτερικής λύτρωσης από τον διεφθαρμένο κόσμο, την παρηγοριά της συνείδησης». Αντί για την ρηχή εξήγηση επικράτησης των χριστιανών λόγω της χριστιανικής αντιπαγανιστικής βίας, ο Ένγκελς προχωρεί σε διαφορετική ανάλυση των λόγων και των συνθηκών επικράτησης του Χριστιανισμού. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί ο 4ος αιώνας, γιατί καθοριστική εποχή για την χριστιανική επικράτηση θεωρεί τους τρεις πρώτους αιώνες. Η άποψή μου αυτή για την μη υπερτίμηση του παράγοντα «αντιπαγανιστική βία» από τον Ένγκελς φαίνεται να είναι ορθή, γιατί ο Ένγκελς αναφέρεται (άρθρο «Το βιβλίο της Αποκάλυψης» (“The book of Revelation”), Λονδίνο 1883) στην «εκδικητικότητα μόλις οι χριστιανοί πήραν το πάνω χέρι σε σχέση με τους ειδωλολάτρες» (“..carried out practically with a vengeance as soon as the Christians got the upper hand over the heathens”). Δηλαδή, αν τα επιμέρους άρθρα του συνδυαστούν, ο Ένγκελς δέχεται την ύπαρξη αντιπαγανιστικής βίας αλλά δεν την υπερτιμά ως καθοριστικό στοιχείο του εκχριστιανισμού.