Θρησκευτικά και εκπαίδευση - Point of view

Εν τάχει

Θρησκευτικά και εκπαίδευση





            Ειδικά για το θέμα της εκπαίδευσης, η διδασκαλία ή μη των θρησκευτικών ως ημι-κατηχητικού μαθήματος στα δημόσια σχολεία σε μια καθ' ομολογία χριστιανική κοινωνία είναι ένα πολύπλευρο πρόβλημα. Γιατί από τη μια συγκρούονται τα ανθρώπινα δικαιώματα της κάθε μειονότητας με τη δημοκρατική αντίληψη της πολιτείας. Αν θεωρηθεί δεδομένο ότι πληρώνοντας ένας αλλόδοξος για τη διδασκαλία του ημικατηχητικού θρησκευτικού μαθήματος εξαναγκάζεται από την πλειοψηφία να κάνει κάτι ενάντια στις προσωπικές του αντιλήψεις, το ίδιο μπορούμε να πούμε για τις υποθετικές ή πραγματικές περιπτώσεις των μεταναστών και των χριστιανών. Οι αλλοεθνείς γονείς των μεταναστών, οι οποίοι πολιτογραφήθηκαν Έλληνες, πληρώνουν φόρους κ.λπ. θα μπορούσαν να ζητήσουν, στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να μην πληρώνουν τους καθηγητές της ιστορίας οι οποίοι διδάσκουν κατά βάση την ελληνική ιστορία (αρχαία, μεσαιωνική, νεώτερη) στα δημόσια σχολεία, διότι οι ίδιοι δεν είναι Έλληνες και δεν δέχονται όχι απλώς να διδάσκονται την ιστορία αυτή τα παιδιά τους αλλά και να πηγαίνουν τα λεφτά τους, επειδή έτσι το θέλει η πλειοψηφία, στους καθηγητές της ελληνικής ιστορίας. Αντίστοιχα ορισμένοι χριστιανοί πολίτες θα μπορούσαν όχι απλώς να ζητήσουν απαλλαγή για τα παιδιά τους από το μάθημα της μυθολογίας, με το σκεπτικό ότι δεν πιστεύουν στην κοσμοθεωρία που πηγάζει από αυτήν, αλλά και να μην πληρώνουν τους φιλολόγους για τις ώρες διδασκαλίας της πολυθεϊστικής αρχαίας μυθολογίας. Ανεξάρτητα του αν αυτό το τελευταίο αίτημα φαντάζει εξωπραγματικό, είναι αιτιολογημένο ακριβώς στην ίδια βάση με το αίτημα των μη χριστιανών να μην πληρώνουν φόρους για τη διδασκαλία χριστιανικού θρησκευτικού μαθήματος σε δημόσια σχολεία, δηλαδή για τη διδασκαλία μη επιστημονικών (όπως είναι η βιολογία, η φυσική, η χημεία) μαθημάτων τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τα μεταφυσικά πιστεύω τους. Κι αν το υποθετικό αίτημα των χριστιανών αυτών φαντάζει τόσο απόμακρο, το αίτημα των μεταναστών δε θα φάνταζε το ίδιο απόμακρο. Ασφαλώς όσοι ζητούν την υπερίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως οι ίδιοι τα ερμηνεύουν, δεν έχουν κατά νου τις συνέπειες οι οποίες - στη βάση των ίδιων προϋποθέσεων και αντιλήψεων - μπορούν να υπάρξουν. Αλλά, όπως και να το πάρει κανείς, αν ένας αγνωστικιστής ή άθεος δε θέλει να πληρώνει για ένα μεταφυσικό δόγμα το οποίο αντιπαθεί ή για το οποίο αδιαφορεί, το ίδιο λογικά ένας μουσουλμάνος, ιουδαίος ή χριστιανός θα μπορούσε να μη θέλει να πληρώνει για μια μεταφυσική (αυτή που γέννησε την αρχαία μυθολογία ή τη νεωτερικότητα) την οποία αντιπαθεί ή για την οποία ενδεχομένως αδιαφορεί. (8/11/2008)

            Στα παραπάνω μπορεί να αντιταχθούν τα παρακάτω επιχειρήματα: ότι η διδασκαλία π.χ. της Ιλιάδας είναι καθαρά φιλολογική σε αντίθεση με την προσηλυτιστική διδασκαλία των θρησκευτικών. Ότι η εθνική συνείδηση δεν καλλιεργείται πρωταρχικά στο σχολείο. Ότι ο εξοστρακισμός του θρησκευτικού προσηλυτισμού από την εκπαίδευση έχει προηγούμενο - σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η μη διδασκαλία της εθνικής ιστορίας (ή και της μυθολογίας) δεν έχει κανένα προηγούμενο, σε καμιά χώρα της Ευρώπης.




            Καταρχήν πρέπει να τονιστεί ότι το σχολείο δεν παρέχει μόνο γνώσεις αλλά και νοηματοδοτήσεις, δηλαδή μεταβιβάζει τις επικρατούσες αντιλήψεις της κοινωνίας για κάθε τι (από το ωραίο έως την αντίληψη της κοινότητας), να προβάλει πρότυπα συμπεριφοράς και ορισμένη κοσμοεικόνα, για τον απλό λόγο ότι η κοινωνία επιδιώκει την (όχι βιολογικώς μόνο νοούμενη) αυτοσυντήρησή της. Έτσι, σε πρώτο στάδιο, η απαίτηση το σχολείο να μην επιβάλει τίποτε στις συνειδήσεις των μαθητών είναι παντελώς ψευδής σε σχέση με ό,τι συμβαίνει και με ό,τι θα συνέβαινε ακόμη κι αν δεν διδάσκονταν τα θρησκευτικά ως προσηλυτιστικό μάθημα. Δεύτερον, επειδή το σχολείο, δηλαδή η κοινωνία που το χρηματοδοτεί, αποφασίζει να επιβάλει στα παιδιά συγκεκριμένες κι όχι όλες ή άλλες κοσμοεικόνες και να τα κάνει να συνηθίσουν σε συγκεκριμένες και όχι σε άλλες ή όλες τις κοσμοεικόνες, ακόμη και η "φιλολογική" διδασκαλία της Ιλιάδας (αντί π.χ. των ινδικών ή αραβικών επικών κειμένων) εμμέσως πλην σαφώς προάγει και επιβάλλει τη συνειδησιακή ταύτιση των μαθητών με τα πρότυπα της Ιλιάδας δίχως να απαιτείται προσηλυτισμός. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η άμεση, ρητή προτροπή για ταύτιση των μαθητών με ορισμένες κοσμοαντιλήψεις, αλλά επαρκεί, για τον συνειδησιακό προσηλυτισμό και την προσχώρησή τους στα κρατούντα δόγματα της κοινωνίας, η συνεχής προβολή, έστω και "φιλολογική", ορισμένων προτύπων καθώς και η εξοικείωση με αυτά. Γιατί άλλα πρότυπα δείχνει ο Όμηρος, άλλα ο Κομφούκιος. Λόγω συνειδητής επιλογής των κρατούντων ή απλώς λόγω έλλειψης χρόνου, κάποια πρότυπα επιβάλλονται απλώς και μόνον μέσω της εξοικείωσης των μαθητών με αυτά. Αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ένα πρότυπο (βιβλίο, τραγούδι ή θρησκεία ή φιλοσοφία) δεν προϋποθέτει, όχι σπανίως άρρητα, μια συγκεκριμένη μεταφυσική και κοσμοεικόνα. Ακόμη κι αν διδάσκονταν τα Ευαγγέλια ως φιλολογικό μάθημα ("τι θέλει να πει ο Ιησούς" όπως "τι θέλει να κάνει ο Αχιλλεύς"), θα προβάλλονταν τα πρότυπα που υπάρχουν σε αυτά και όχι σε άλλα κείμενα. Κι αυτό είναι συνειδησιακή παρέμβαση. Τρίτον, τα ίδια ισχύουν και για την εθνική συνείδηση. Μπορεί η ελληνοποίηση ενός ατόμου να γίνεται πριν τη σχολική ηλικία, ανεξάρτητα από το σχολείο, αλλά αυτό δεν είναι επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι το σχολείο δεν επιβάλλει την ελληνική (ή όποια άλλη εθνική) συνείδηση μέσω του ελληνοκεντρισμού του μαθήματος της ιστορίας. Άλλωστε και για τον εκχριστιανισμό ενός ατόμου, μπορεί να πει κανείς το ίδιο, ότι αυτός αρχίζει πριν τη σχολική ηλικία. Αλλά δεν γεννιέται κανείς Έλληνας (ούτε αν έχει Έλληνες γονείς) ούτε γεννιέται χριστιανός. Και οι δύο νοηματοδοτήσεις είναι κοινωνικές. Δεν μπορεί κανείς στα σοβαρά να θεωρήσει ότι ο συνειδησιακός εξαναγκασμός παύει να είναι τέτοιος όταν πρόκειται για "μη μεταφυσικά" πρότυπα. Εξαναγκασμός υπάρχει στην επιβολή της ελληνικής συνείδησης και της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας ή της αρχαίας μυθολογίας, εξαναγκασμός και στα θρησκευτικά. Είναι προφανές τι συμβαίνει στην "μη μεταφυσική" αυτήν περίπτωση: Κάποια "δημοκρατική θέληση" της πλειοψηφίας αδιαφόρησε εντελώς για τα "Ανθρώπινα Δικαιώματα"  και την "συνειδησιακή ελευθερία" των μαθητών, με το σκεπτικό "επειδή είμαστε Έλληνες, θέλουμε να γίνουν Έλληνες και τα παιδιά μας ταυτιζόμενα με το ελληνικό έθνος, με το να διδάσκονται την ελληνική ιστορία". Στην περίπτωση αυτήν ακόμη κι αν κάποιοι δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο, πληρώνουν με το ζόρι φόρους για τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας στα δημόσια σχολεία, χωρίς να μπορούν να πάνε στους ιδιωτικούς "μεντρεσέδες" του θρησκευτικού σωματείου τους, όπου θα διδάσκονται π.χ. την ιστορία των φυλών του Αμαζονίου ή όποια άλλη εθνική ιστορία τούς ενδιαφέρει. Το επιχείρημα βέβαια ότι αποφασίζει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ή ο Υπουργός, οπότε οι πολίτες δεν πρέπει να ανακατεύονται και άλλα τέτοια εμμεσοδημοκρατικά, δεν το εφαρμόζουν οι πολέμιοι της διδασκαλίας των θρησκευτικών π.χ. στα κοινωνικά θέματα: δεν αρκούνται στην ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια, δεν αφήνουν την κυβέρνηση "που εκλέχθηκε νόμιμα" να νομοθετεί ελεύθερα και δίχως αντιδράσεις, όταν οι ίδιοι κρίνουν ότι δρα ανήθικα ή παράνομα. Αλλά αν ισχύει το επιχείρημα "είμαστε Έλληνες, θέλουμε τα παιδιά μας διδασκόμενα την ελληνική ιστορία και υπό φιλελληνική σκοπιά, να γίνουν Έλληνες κι αυτά και να νοιώθουν τμήμα του ελληνικού έθνους", επιχείρημα εντελώς αντίθετο στα ανθρώπινα δικαιώματα, τότε επίσης ισχύει το επιχείρημα "επειδή είμαστε χριστιανοί, θέλουμε τα παιδιά μας διδασκόμενα και προσηλυτιζόμενα μέσω των θρησκευτικών, να αποκτήσουν παρόμοιες θρησκευτικές αντιλήψεις". Είτε η κοινωνία έχει το δικαίωμα, αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να επιβάλει τις νοηματοδοτήσεις της ή τουλάχιστον να προσπαθεί να τις εμπεδώνει, μέσω προσηλυτισμού (ελληνοκεντρική ιστορία, θρησκευτικά) και απλής αλλά συνεχούς ("φιλολογικής") εξοικείωσης με αυτές σε κάθε περίπτωση (σεβόμενη φυσικά το δικαίωμα όσων δεν το επιθυμούν, να απέχουν τα παιδιά τους από την διαδικασία αυτήν) είτε δεν το έχει, πάλι σε καμμία περίπτωση. Είτε κάποιος αποδέχεται την αρχή της πλειοψηφίας είτε την απορρίπτει. Καμμία επίδραση στην ορθότητα του παραπάνω συλλογισμού δεν έχει το ενδεχόμενο η επιβαλλόμενη στους μαθητές ταύτιση να είναι μεταφυσικής ποιότητας ή θύραθεν, δηλαδή εγκόσμιας ποιότητας. Η κριτική στα θρησκευτικά βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η πλύση εγκεφάλου με σκοπό την υιοθέτηση μιας "μεταφυσικής" αντίληψης είναι απαράδεκτη, ενώ η πλύση εγκεφάλου με σκοπό την αποδοχή μιας "θύραθεν" αντίληψης δεν είναι απαράδεκτη ούτε προβληματική. Επίσης βασίζεται στην παραδοχή ότι επιβολή νοηματοδοτήσεων επιτυγχάνεται όχι και εμμέσως αλλά μόνο μέσω του ρητού προσηλυτισμού κι ότι μόνο ο τελευταίος - σε αντίθεση με τον έμμεσο - είναι απαράδεκτος. Αλλά είναι υποχρέωση όσων το πιστεύουν -  επειδή αυτοί εγείρουν τέτοια θέματα - να αποδείξουν ότι οι παραπάνω δύο προϋποθέσεις ισχύουν. Τέταρτον, το επιχείρημα του ευρωπαϊκού κεκτημένου, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα στην οποία να μη διδάσκεται η εθνική ιστορία της, ενώ υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες δεν διδάσκονται τα θρησκευτικά συνιστά στρεψοδικία, όσο κι αν αληθεύει καθεαυτό: Διότι, εάν ορισμένοι έχουν θέσει ως απαράβατο κανόνα, ως όσιο και ιερό, την απαγόρευση του συνειδησιακού καταναγκασμού (των μαθητών), τότε είναι αυτοί οι ίδιοι οι οποίοι θα έπρεπε να αντιδρούν στην παραπάνω ευρωπαϊκή ασυνέπεια και μάλιστα δε θα έπρεπε απλώς  - ενδεχομένως ως αντιεθνικιστές και εχθροί της θρησκείας - να ζητούν την κατάργηση και του μαθήματος της εθνοκεντρικής ιστορίας (σε κάθε χώρα), αλλά την κατάργηση κάθε επιβαλλόμενης, με πλάγιους ή μη μεθόδους, νοηματοδότησης από το σχολείο. Οι παραπάνω άνθρωποι βέβαια (ή οι περισσότεροι από αυτούς) συμπεριφερόμενοι ως γιαλαντζί σκεπτικιστές είναι πρόθυμοι να αμφισβητούν τις σημερινές επιβαλλόμενες νοηματοδοτήσεις, αλλά εξεγείρονται και "το γυρίζουν" στον ηθικισμό (στα Α.Δ. ως το Απόλυτο και όσιο-ιερό) αν κάποιος λ.χ. προέτρεπε στη μη διδασκαλία ή παρουσίαση του περιεχομένου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή, γενικότερα, των δικών τους νοηματοδοτήσεων, στη βάση της ιδεολογικής καθαρότητας και του απόλυτου σκεπτικισμού. Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι νοηματοδότηση, όχι φυσικό φαινόμενο. Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει προηγούμενο, λοιπόν, έχει ελάχιστη σημασία για όσους θεωρούν ορισμένα ζητήματα θέμα αρχής και όχι θέμα δύναμης.
            Ένα πιθανό αντεπιχείρημα σε μερικά από αυτά είναι ότι εφόσον το πρόβλημα είναι ζήτημα κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, τώρα (προς το παρόν) επιδιώκεται μόνο η απαλλαγή από τη θρησκεία ενώ αργότερα -όταν κι αυτό είναι δυνατό λόγω των μελλοντικών συσχετισμών κοινωνικής ισχύος- θα επιδιωχθεί και η απαλλαγή από τα εθνικά ιδεολογήματα (εθνικιστικά κ.λπ.). Οι οπαδοί ενός τέτοιου επιχειρήματος δεν αντιλαμβάνονται τι εννοούμε λέγοντας ότι κάθε διδασκαλία κάθε νοηματοδότησης συνιστά εξουσιασμό και "πλύση εγκεφάλου" των νεώτερων γενιών. Θεωρούν ότι τα "εθνικιστικά" (π.χ. η άποψη για το τρισχιλιετές του Ελληνισμού) ιδεολογήματα είναι κακές νοηματοδοτήσεις ενώ φαντάζονται ότι το ιδεολόγημα τής διδασκαλίας της (νεο)ελληνικής ιστορίας και αρχαιοελληνικής (αντί, ισότιμα, της κινεζικής, ινδικής κ.ο.κ.) γραμματείας ως "μη εθνικιστικό" δεν συνιστά επιβαλλόμενη νοηματοδότηση μέσω του Σχολείου κι άρα δεν οφείλουν να αγωνιστούν για την κατάργησή του. Είναι περίεργο το ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι μια νοηματοδότηση είναι νοηματοδότηση ανεξάρτητα από το αν είναι "καλή" ή "κακή", "ιστορικώς ορθή" ή "ιστορικώς λανθασμένη", "εθνικιστική" ή "μη εθνικιστική", κι άρα η διδασκαλία της στα σχολεία συνιστά επιβολή ενός τρόπου κοσμοαντίληψης. Συνεπώς η... υπόσχεσή τους ότι όταν μπορέσουν θα ασχοληθούν και με την "εθνικιστική" νοηματοδότηση αλλά προς το παρόν το υπάρχον πλαίσιο επιτρέπει μόνο την ενασχόλησή τους με την θρησκευτική νοηματοδότηση είτε οφείλεται σε παρανόηση του εύρους της έννοιας "νοηματοδότηση" (και της επιβολής της μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης) είτε απλώς οι άνθρωποι αυτοί είναι άθελά τους χρήσιμοι σε ελληνοκεντρικούς κ.ά. εθνικιστές. Κι αυτό το τελευταίο γιατί είναι αδύνατο να εκλείψει ποτέ το φαινόμενο να δίνεται βάρος στην ελληνική ιστορία και αρχαία γραμματεία, εκτός κι αν ο τόπος γεμίσει Κινέζους ή Ινδοπακιστανούς και Αφγανομουσουλμάνους. Άρα, με το να επιτρέπουν στην σχολική εκπαίδευση μόνον την νεοελληνική ιστορία και την αρχαία γραμματεία (ως μη εθνικιστικές) οι εναντιούμενοι στην παρουσία της θρησκείας στην εκπαίδευση δεν εναντιώνονται -κι αυτοί- στον ιδεολογικό καταναγκασμό εν γένει, αλλά μόνο σε όποιον ιδεολογικό καταναγκασμό δεν εγκρίνουν.
            Αφετηρία για τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα η θρησκευτική αλλά η δημοκρατική. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος σκέφτεται δημοκρατικά (καθιερώνεται η θέληση των πολλών) ή θρησκευτικά ("η θρησκεία είναι καλό πράγμα, οπότε κ.λπ."), καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Αν οι πολλοί ήθελαν αλλαγή των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, τότε θα έπρεπε αυτές να αλλάξουν. Δηλαδή, δεν ενδιαφέρει εδώ ποια θρησκεία είναι η ορθή, αλλά αν οι πολίτες ζητάνε κατά πλειοψηφία τη διδασκαλία εκείνου ή του άλλου μαθήματος. Αντί να ζητάνε οι οπαδοί του χωρισμού κράτους-Εκκλησίας την άμεση ικανοποίηση του αιτήματός τους, θα έπρεπε να περιμένουν (ή να εργάζονται προκειμένου) να αποχριστιανιστεί ο λαός τόσο πολύ ώστε ούτε καν ως φολκλόρ να μην έχει σημασία η θρησκεία. Ώς τότε μόνο αντιδημοκρατική θα είναι η στάση τους.
            Από την άλλη πρέπει να τονιστεί, φυσικά, ότι η Εκκλησία (ΧΟ αλλά και χριστιανική απλώς) κατόρθωσε να υπάρχει ανεξάρτητα από το αν ήταν συνδεδεμένη με ένα φιλικό κράτος. Η προκωνσταντίνεια ρωμαϊκή περίοδος, η Τουρκοκρατία και η Φραγκοκρατία είναι επαρκείς αποδείξεις. Συνεπώς, τόσο οι φιλοεκκλησιαστικοί όσο και οι αντιεκκλησιαστικοί κάνουν λάθος αν νομίζουν ότι η ΧΟ Εκκλησία είναι ένα  είδος προχριστιανικής παγανιστικής θρησκείας, η οποία αδυνατούσε να επιβιώσει δίχως την κρατική συνδρομή και δίχως την ταύτισή της με το κράτος (παράδειγμα οι θρησκείες των πόλεων-κρατών και η ρωμαϊκή θρησκεία). Η εξουσία, ασφαλώς είναι γλυκιά.
via

Pages