Ισότητα -Διαφορετικότητα - Point of view

Εν τάχει

Ισότητα -Διαφορετικότητα




Ο Κορνήλιος Καστοριάδης [Κ.Κ. στην συνέχεια] (Χώροι του ανθρώπου, σ. 218 κ.ε.) εξετάζει διάφορες πιθανές θεωρητικές βάσεις για την ισότητα. Έτσι:

            Η βιολογία δεν λέει κάτι, καθώς τόσο ο ρατσισμός όσο και ο βιολογικός αντιρατσισμός στηρίζονται σε λογικά ολισθήματα. Το ότι υπάρχουν γενετικά μεταβιβάσιμα χαρακτηριστικά στον άνθρωπο δεν λέει κάτι για το ποια πρέπει να είναι η υπέρτατη αξία της κοινωνίας, ώστε βάσει αυτής να κρίνονται οι άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά π.χ. αν μπορούν να τρέχουν γρήγορα. Πρέπει, δηλαδή, να προϋποτεθεί μια άλλη αξία η οποία θα δίνει αξία στο Χ ή το Ψ βιολογικό χαρακτηριστικό.
            Ο δείκτης νοημοσύνης μετρά την νοημοσύνη απλώς ως καθαρά ζωική νοημοσύνη. Δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση μετρά τη νοημοσύνη που συνίσταται στην ικανότητα συνδυασμού και συσσωμάτωσης δεδομένων. Αλλά, κατά Κ.Κ., δεν μετρά την δημιουργική φαντασία, την δυνατότητα να θέτουμε και να κάνουμε να είναι το καινούργιο, πράγμα που για τον Κ.Κ. είναι η έξοδος από την καθαρή ζωικότητα. Επιπλέον από τον δείκτη νοημοσύνης δεν προκύπτουν αξιολογικά ή πολιτικά συμπεράσματα, ούτε κοινωνικά. Αν οι έξυπνοι έπρεπε να βγάζουν περισσότερα λεφτά, τότε προϋποτίθεται ως αξία το χρήμα. Αν οι έξυπνοι πρέπει να κυβερνούν, πάλι αυτό είναι αόριστο, καθώς ο στόχος της διακυβέρνησης από έξυπνους είναι ασαφής. Θα συμπλήρωνα ότι κανείς δεν θα προτιμούσε μια κυβέρνηση πανέξυπνων ανθρώπων μεν αλλά μοχθηρών και δικτατόρων δε.


            Ο Κ.Κ. κλίνει περισσότερο προς μια ιδέα, για εμένα ένα είδος ταυτολογίας, το εξής: Η παράδοσή μας έχει τις ρίζες της στη θέληση για ελευθερία, ατομική και συλλογική, και η προϋπόθεση για κάθε συζήτηση πάνω στο ζήτημα της ισότητας προϋποθέτει ήδη άρρητη παραδοχή της ισότητας. Γράφει «Αν επιχειρήσω να θεμελιώσω ορθολογικά την ισότητα, δεν μπορώ να το κάνω παρά εντός και δια ενός λόγου που απευθύνεται σε όλους και αρνείται κάθε αυθεντία, λόγου λοιπόν που έχει ήδη θέσει ως προϋπόθεση την ισότητα των ανθρώπων ως ελλόγων όντων. Και η ισότητα αυτή προφανώς δεν είναι ένα εμπειρικό γεγονός˙ είναι η υπόθεση κάθε ορθολογικού λόγου, εφόσον ένας τέτοιος λόγος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου της σκέψης και ενός δημόσιου χρόνου της σκέψης που είναι και οι δύο ανοικτοί, σε όλους και στον οποιονδήποτε». Όμως, το γεγονός ότι και οι εχθροί της ισότητας, οι αριστοκράτες, οι αντιδιαφωτιστές, οι ακροδεξιοί κ.λπ. χρησιμοποιούν την επιχειρηματολογία για να αποδείξουν την αλήθεια της άποψής τους δίχως να αντιφάσκουν αποδεικνύει ως σαθρό το επιχείρημα του Κ.Κ. ότι όποιος επιχειρηματολογεί ήδη αποδέχεται την ισότητα, πόσο μάλλον την ισότητα των ανθρώπων (όλων;) ως ελλόγων όντων. Το ότι απευθύνονταν και απευθύνονται σε ένα ορισμένο ακροατήριο δε σημαίνει ότι σε αυτό το ακροατήριο συμπεριλαμβάνουν όλους τους ανθρώπους "ως έλλογα όντα". Αλλά και αυτή η ισότητα των ανθρώπων ως ελλόγων όντων έχει, πολιτικά τόση αξία όση πολιτική αξία έχει η -κατά Καστοριάδη- χριστιανική ιδέα της ισότητας των ψυχών. Το ότι ο Ισπανός και ο Κινέζος είναι έλλογα όντα όπως και ο Ελβετός δε σημαίνει καθ' οποιονδήποτε τρόπο (λογικά πειθαναγκαστικό) ότι δικαιούνται να είναι πολιτικά ίσοι στην Ελβετία.


Οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν ἀναμεταξύ τους, ὡς ὁμάδες καὶ ὡς ἄτομα. Ἀπὸ τὴ διαπίστωση τῆς διαφορᾶς αὐτῆς δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφανθοῦμε ὁριστικὰ ἂν ὁρισμένοι ἄνθρωποι καὶ ὁμάδες ἀνθρώπων εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἢ ἄν, ἀντίθετα, οἱ διαφορὲς αὐτὲς δὲν παίζουν κανέναν ρόλο καὶ ὅλοι εἴμαστε ἴσοι. Ἱστορικὰ εἶναι διαπιστωμένο ὅτι ἄλλοτε οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι θεωροῦνταν ἀνώτεροι ἀκριβῶς λόγω τῶν διαφορῶν τους καὶ ἄλλοτε, σήμερα, ἴσοι παρὰ τὶς διαφορές τους.
            Γιὰ νὰ χαρακτηρίζαμε ἕναν ἄνθρωπο ἀνώτερο ἀπὸ ἕναν ἄλλον, μὲ ὅποιες συνέπειες θὰ εἶχε αὐτὸ κοινωνικά, θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα κοινὸ μέτρο, στὸ ὁποῖο κάθε ποιότητα (ἐπίδοση στὰ μαθηματικά, στὴν ἱστορία, στὸ ποδόσφαιρο, στὴν εὐγένεια καὶ φιλανθρωπία κ.ο.κ.) θὰ εἶχε τὸ δικό της συντελεστὴ βαρύτητας καὶ θὰ πολλαπλασιαζόταν μὲ τὴν ἀντίστοιχη βαθμολογία τῆς ἐπίδοσης. Στὴ συνέχεια τὰ γινόμενα θὰ ἀθροίζονταν. Ἂν λ.χ. ἡ ἐπίδοση στὰ μαθηματικά ἦταν 2, στὸ ποδόσφαιρο 4 καὶ οἱ ἀντίστοιχοι συντελεστὲς βαρύτητας ἦταν 3 καὶ 1, τότε τὸ σύνολο θὰ ἦταν 2*3 + 4*1 = 10. Εἶναι προφανὲς ὅτι μόνον ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ μετρηθεῖ ἡ συνολικὴ ἀνωτερότητα ἢ κατωτερότητα ἑνὸς ἀτόμου, ἂν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ συνολικὴ ἀνωτερότητα. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι τόσο εὔκολα, τόσο γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἀντικειμενικὸ μέτρο ἐπίδοσης γιὰ κάθε ἐπιμέρους ποιότητα, ὅσο καὶ γιατὶ δὲν ὑπάρχει κοινὰ ἀποδεκτὸς συντελεστὴς βαρύτητας γιὰ κάθε ἐπιμέρους ποιότητα. Ἔτσι, ὡς πρὸς τὴ δεύτερη αἰτία, δὲν ὑπάρχει περίπτωση, ἀκόμη κι ἂν συμφωνοῦσαν ὅλοι ὅτι ἡ ποιότητα Α ἀξίζει ὑψηλότερο συντελεστὴ βαρύτητας ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες, νὰ συμφωνήσουν ἀκριβῶς στὸ μέτρο κάθε συντελεστὴ βαρύτητας ὅλων τῶν ποιοτήτων. Γιὰ ὁρισμένους τὰ μαθηματικὰ εἶναι σπουδαιότερα ἀπὸ τὸ ποδόσφαιρο, γιὰ ἄλλους τὸ διάβασμα δὲν ἀξίζει τίποτε μπροστὰ στὰ λεφτά. Ἔτσι, καθένας κρίνοντας ἕναν ἄνθρωπο βγάζει διαφορετικὸ ἄθροισμα ἀπὸ ἕναν ἄλλον. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς λαούς. Οἱ συντελεστὲς βαρύτητας ἀλλὰ καὶ ἡ βαθμολόγηση κάθε ποιότητας διαφέρουν ὄχι μόνο ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ λαὸ σὲ λαό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή. Γιὰ παράδειγμα στὴν Ἀγγλία τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. κυριαρχοῦσαν ρατσιστικὲς ἀπόψεις, σήμερα ὅμως κυριαρχοῦν ἀντιρατσιστικὲς ἀπόψεις πολυπολυτισμοῦ. Τὸ συμπέρασμα δὲν εἶναι ὅτι κάποια ἀπὸ τὶς κρίσεις αὐτὲς εἶναι ἡ ὀρθή, ἀλλὰ ὅτι ἡ διαφορετικότητα τῶν ἱκανοτήτων καὶ τῶν χαρακτηριστικῶν σὲ ἐπιμέρους τομεῖς δὲ συνεπάγεται ἀντικειμενικῶς τίποτε γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀνωτερότητα ἢ τὴν κατωτερότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἀντίθετα προϋποτίθενται κάποιες ἀπόψεις, κάθε φορά, οἱ ὁποῖες συνεπάγονται ὅτι συγκεκριμένες ἐπιμέρους ποιότητες θεωροῦνται σημαντικότερες καὶ μεγαλύτερης σημασίας. Ἡ διαμάχη, λοιπόν, μὲ βάση τὴν παραπάνω διαφορετικότητα καθεαυτὴ ὡς ἐπιχείρημα, γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀνωτερότητα ἢ κατωτερότητα ἀνθρώπων, ὁμάδων ἀνθρώπων καὶ κοινωνιῶν εἶναι ἀνούσια.
via

Pages