Κανείς δε θυμάται τη γέννησή του. Κάποτε μάς είπαν ότι γεννηθήκαμε. Έπειτα είδαμε άλλους να γεννιούνται και αποδεχθήκαμε ό,τι μάς είπαν. Κανείς πάλι ξέρει ότι θα πεθάνει. Μας το είπαν και βλέπουμε ανθρώπους να πεθαίνουν, άρα πιστεύουμε ότι θα πεθάνουμε κάποτε κι εμείς. Κανείς λοιπόν δε γεννιέται με το άγχος του θανάτου. Η άποψη, επομένως, ότι (μόνο) ο άνθρωπος γνωρίζει ότι θα πεθάνει είναι κοινωνικά σωστή και ατομικά λανθασμένη. Καμμία ατομική, προεμπειρική, συναίσθηση της θνητότητας δεν υπάρχει· ατομικά ο καθένας δεν σκέφτεται τόσο τον θάνατο, όσο τον άμεσο κίνδυνο. Πράγματι οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να πράξουν τίποτα, αν ένοιωθαν ότι δεν είναι αθάνατοι. Ζουν σαν να είναι αθάνατοι, σα να μην αγγίζει ο θάνατος αυτούς, παρά μόνο τους διπλανούς τους. Όχι ότι δεν σκέφτονται το θάνατο και δεν επιθυμούν να αφήσουν κάτι πίσω τους, το οποίο να υπενθυμίζει στους επόμενους ότι υπήρξαν, αλλά ότι πάντοτε έχουν κατά νου ένα σχέδιο, μια σκέψη για «αύριο», τι καιρό θα κάνει, πού θα πάω να φάω, ποιον θα δω κ.λπ., λες και δεν πρόκειται να πεθάνουν.
Αν ο θάνατος ήταν ακαριαίος και δίχως προθανάτιο πόνο, αν ξέραμε τι γίνεται μετά θάνατο, ο θάνατος δεν θα μας προξενούσε τέτοια εντύπωση, αν θα προξενούσε και καθόλου. Ο θάνατος είναι μια στιγμή, η οποία ετεροκαθορίζεται από το απωλεσθέν πριν και το ενδεχόμενο μετά.
Δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για τη ζωή από τη σκοπιά του θανάτου· μια μελέτη θανάτου είναι φιλοσοφικά αδύνατη. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει από τη σκοπιά του θανάτου, ούτε για το θάνατο τον ίδιο, γιατί μόνο ζωντανοί μπορούν να μιλήσουν για κάτι. Ό,τι σκεφτόμαστε για το θάνατο είναι αναφορικά με τη ζωή: Είτε ως απώλεια του πράγματος το οποίο σκεφτόμαστε είτε ως ελπίδα για συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο, δηλαδή ως ελπίδα για ανυπαρξία του θανάτου. Αλλά μια κουβέντα για τον θάνατο η οποία θα αναφέρεται στην θλίψη για την απώλεια των αγαθών της ζωής, στην πραγματικότητα είναι ένας έπαινος στην αξία της ζωής κι όχι μια μελέτη θανάτου· και μια κουβέντα για τον θάνατο, η οποία θα βασίζεται στη άποψη για την ανυπαρξία του θανάτου, αναιρεί το λόγο διεξαγωγής της, αφού αυτός που την κάνει ενδιαφέρεται για το πριν και μετά του θανάτου κι όχι για τον θάνατο, αν τον θεωρεί καν υπαρκτή ή σημαντική κατάσταση. Έτσι είναι ο θάνατος που βλέπεται από τη σκοπιά της ζωής (ως απώλεια αγαθού) κι όχι η ζωή από τη σκοπιά του θανάτου (αφού ετερορίζεται).
Είναι ένα ζήτημα αν ο άνθρωπος ρυθμίζει τη ζωή του και τις σχέσεις του με τους άλλους βάσει του γεγονότος του θανάτου ή αν οι σχέσεις του με τους ανθρώπους (όχι απλώς τις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά τις σχέσεις εντός δεδομένης κοινωνίας και πολιτισμού) ρυθμίζουν το πώς αποδέχεται το θάνατο. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η γνώση της θνητότητας είναι κοινωνικό εμπειρικό κατόρθωμα, αν δούμε ότι ο θάνατος αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε κάθε θρησκεία (π.χ. στον βουδδισμό, στον παγανισμό και στον χριστιανισμό), τότε η άποψη ότι οι σχέσεις του με τους ανθρώπους καθορίζουν το πώς αποδέχεται το θάνατο είναι πλησιέστερα στην αλήθεια, αν και – από την άλλη – μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γνώση της θνητότητας κάνει τον άνθρωπο να παλεύει για να ζήσει κι άλλο ή για να επικρατήσει (=να ζήσει καλύτερα) ακόμη και εις βάρος των υπόλοιπων ζωντανών.