Στους "αγαπητικούς" διαλόγους μεταξύ θεϊστών (και δη Χ.Ο.) και στρατευμένων αθεϊστών (ή απλώς αντιχριστιανών) διακρίνει κανείς την επανάληψη των ίδιων ιδεών και δικαιολογιών για την υπεράσπιση της αντίστοιχης κοσμοθεωρίας. Ειδικότερα αυτό συμβαίνει αναφορικά με τον ορισμό του "άθεου" (ή λ.χ. του "εθνικού") και του "χριστιανού" σε σχέση με τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στο όνομα του αθεϊσμού (ή του παγανισμού) και του Χριστιανισμού. Έτσι, για να ξεκινήσουμε με τους αθεϊστές, αναφέρεται η άποψη ότι αρκεί να αυτοαποκαλείσαι άθεος, για να είσαι τέτοιος ("οι άθεοι δεν ακολουθούν κάποια αυστηρά συγκεκριμένη ιδεολογία"), άποψη που παραγνωρίζει ότι ο ουμανιστικός, καλοσυνάτος αθεϊσμός είναι απλώς υποσύνολο του αθεϊσμού κι ότι, συνεπώς, ο αθεϊσμός καθεαυτός δεν είναι ουμανιστικός ή καλοκάγαθος. Επίσης ως αθεϊστικό επιχείρημα είναι η άποψη που υπεργενικεύει τη θρησκεία (λ.χ. "ο Στάλιν ήταν ένα βαθιά θρησκευόμενο θηρίο. Μόνο που εξύψωσε τον εαυτό του στον έναν και μοναδικό Θεό"), ώστε η τελευταία να συμπεριλαμβάνει και όλους εκείνους, ακόμη και δεδηλωμένους άθεους τους οποίους ο αθεϊστής δε θέλει να θυμάται ή άθεους για τους οποίους πιστεύει ότι σπιλώνουν τη φήμη του αθεϊσμού ως ηθικά και επιστημονικά "ανώτερου". Τέλος, ένα κοινό αθεϊστικό επιχείρημα είναι η αποποίηση εκείνων των καταδικαστέων πολιτικών πράξεων των αθεϊστών (π.χ. του Εμβέρ Χότζα κ.ά.) με βάση το δόγμα "ήταν πολιτικά τα αίτια" (ακόμη κι αν οι ηθικά κατακριτέοι αυτοί αθεϊστές διεκήρυξαν ότι διέπραξαν τις απάνθρωπες αυτές πράξεις στο όνομα της απαλλαγής από τη θρησκεία και το θεό). Όμως οι αθεϊστές δεν αποδέχονται καθόλου το δόγμα αυτό, όταν το χρησιμοποιούν οι θεϊστές (και δη οι Χ.Ο.), δηλαδή όταν οι θεϊστές ισχυρίζονται ότι ήταν πολιτικά και όχι θρησκευτικά τα αίτια των ηθικώς καταδικαστέων (πολιτικών κ.ά.) πράξεων των θρησκευόμενων-θεϊστών (ακόμη κι αν οι ηθικά κατακριτέοι αυτοί θεϊστές διεκήρυξαν ότι διέπραξαν τις απάνθρωπες αυτές πράξεις στο όνομα της θρησκείας). Επιπλέον οι θεϊστές χρησιμοποιούν αντεστραμμένα το δεύτερο αθεϊστικό επιχείρημα, δηλαδή την υπεργενίκευση του όρου θρησκεία, όχι βέβαια για να αποκαλέσουν "θρησκευόμενους" τούς σφαγείς αθεϊστές, όπως κάνουν οι αθεϊστές για να νίψουν τας χείρας τους από τα αθεϊστικά εγκλήματα, αλλά για να δείξουν ότι και οι άθεοι είναι θρησκευόμενοι, ότι ο αθεϊσμός είναι θρησκεία και ότι, συνεπώς, οι αθεϊστές επιτίθενται σε κάτι το οποίο είναι οι ίδιοι, στη θρησκεία. Τέλος οι θεϊστές χρησιμοποιούν αντεστραμμένο το πρώτο επιχείρημα των αθεϊστών (ή αντιχριστιανών), το σεχταρισμό: Όπως οι αθεϊστές αποπέμπουν όσους αθεϊστές ήταν ηθικά κατακριτέοι (την ίδια στιγμή κατά την οποία αποδέχονται κάποιον ως άθεο βάσει απλώς της δήλωσής του ότι είναι τέτοιος), ώστε να μην κατηγορείται ο "αληθινός αθεϊσμός", έτσι και οι θεϊστές αρνούνται να απολογηθούν ή και να τους κατηγορούν για τα εγκλήματα τα οποία διέπραξαν άλλοι θεϊστές (ή Χριστιανοί) διαφορετικού δόγματος από το δικό τους.
Με άλλα λόγια οι ίδιες τακτικές στο διάλογο χρησιμοποιούνται και από τις δύο πλευρές οι οποίες αντιπαθούν η μία την άλλη στον ύψιστο βαθμό. Το ενδιαφέρον δεν έγκειται μόνο σε αυτό, αλλά στο ότι εκείνο το επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιεί η μια πλευρά για την υπεράσπιση των ιδεών της το αρνείται, όταν η άλλη πλευρά επίσης το χρησιμοποιεί για την υπεράσπιση των δικών της ιδεών. Συνιστά ιεροσυλία η χρήση των ίδιων επιχειρημάτων από την απέναντι πλευρά.
Ποιος είναι περισσότερο ασυνεπής; Στην περίπτωση αυτή, επειδή σήμερα επιτιθέμενος είναι ο αθεϊσμός, ασυνεπέστεροι είναι οι εκπρόσωποί του. Γιατί, αν "πραγματικός" και "σωστός" αθεϊσμός είναι η Α και όχι η Β μορφή του, τότε δεν μπορεί όποιος ισχυρίζεται τα παραπάνω να αποδέχεται ως άθεο όποιον απλώς αυτοαποκαλείται άθεος, αλλά να ελέγχει και την επιμέρους κοσμοθεωρία του (αν είναι ουμανιστική κ.λπ.), πράγμα που δε διαφέρει και πολύ από το δογματισμό των θρησκειών οι οποίες δεν αποδέχονται κάποιον λ.χ ως Χριστιανό απλώς και μόνο επειδή αυτός δηλώνει Χριστιανός, αλλά μόνο εφόσον αυτός συμφωνεί και με την επιμέρους κοσμοθεωρία-δόγμα της. Κι αν αληθεύει ότι, παρ' όλο που οι καταδικαστέες πράξεις αθέων υπέρ του αθεϊσμού έγιναν στο όνομα του αθεϊσμού, τα αίτια για τις ηθικά καταδικαστέες πράξεις αθέων υπέρ του αθεϊσμού ήταν κατά βάθος πολιτικά, τότε η αντίρρηση των αθεϊστών στο απολογητικό επιχείρημα των θεϊστών, ότι τα αίτια για τις ηθικά καταδικαστέες πράξεις που έγιναν από θεϊστές υπέρ της θρησκείας και εν ονόματί της ήταν πολιτικά και όχι θρησκευτικά, δεν στέκει λογικά. Αν δηλαδή δεχτούμε ότι, παρ' όλο που ο Χ ισχυρίζεται ότι δρα σύμφωνα με τις αρχές της Α ιδεολογίας, στην πραγματικότητα δρα για άλλους λόγους, πιο "υλικούς" και ιδιοτελείς και όχι σύμφωνα με την Α ιδεολογία, τότε δεν πρέπει να φαίνεται παράξενος ούτε υποκριτικός ο ισχυρισμός κάποιων άλλων ότι ο Ψ, παρ' όλο που ισχυρίζεται ότι δρα σύμφωνα με τις αρχές τις Ζ ιδεολογίας, στην πραγματικότητα δρα σύμφωνα με άλλους λόγους, πιο "υλικούς" και ιδιοτελείς και όχι σύμφωνους με την Ζ ιδεολογία. Και, τέλος, εάν ο όρος θρησκεία είναι τόσο γενικευμένος και περιλαμβάνει τα πάντα, ώστε να συμπεριλαμβάνει και άθεους οι οποίοι απλώς δεν ανήκουν στην ίδια αθεϊστική υποκατηγορία με άλλους άθεους, τότε ο αθεϊσμός μπορεί επίσης να αποκληθεί θρησκεία. Βέβαια με αυτό δεν εξυπονοείται ότι ο αθεϊσμός είναι θρησκεία, αλλά έτσι όπως εμφανίζουν τη θρησκεία οι άθεοι (ισχυριζόμενοι ότι υπήρξαν/υπάρχουν άθεοι θρησκευόμενοι) καταλήγει κανείς και στο αντίστροφο, ότι με τα δικά τους κριτήρια ο αθεϊσμός μπορεί να θεωρηθεί θρησκεία. Στην πραγματικότητα ο αθεϊσμός είναι μία από τις άπειρες κοσμοεικόνες/κοσμοθεάσεις και γι' αυτό έχει ομοιότητα δομής με αυτές (και με τις θρησκευτικές), δίχως να έχει ομοιότητα περιεχομένου. Υπάρχει δηλαδή Εντεύθεν (η τωρινή επικράτηση της θρησκείας), Εκείθεν (ο θρίαμβος της λογικής και του αθεϊσμού), Είναι και Επίφαση (η πραγματικοτητα και η διαστρεβλωμένη από την θρησκεία αφύσικη πραγματικότητα), Εχθρός (η θρησκεία) κ.ο.κ.