Η μεταρρυθμιστική ευχολογία είναι συχνά κοινότοπη. Οταν μας λένε ότι η αθλιότητα πρέπει να αναστραφεί, ότι η κοινωνία πρέπει να γίνει πιο δίκαιη και πιο ελεύθερη, ότι η εθνική οικονομία πρέπει να ανακάμψει, ότι η βία πρέπει να αποδοκιμάζεται ή ότι η αναξιοπιστία είναι βλαπτική, είναι σαν να μας διαβεβαιώνουν πως είναι καλύτερα να είμαστε νέοι, πλούσιοι, ωραίοι και υγιείς παρά γέροι, πένητες, κακομούτσουνοι και κατάκοιτοι. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι παραινέσεις αυτές τείνουν συχνά να είναι επικοινωνιακά πειστικές. Ακόμα και όταν δεν συντρέχουν προϋποθέσεις για πραγματικές «λύσεις», οι ανέξοδες ρητορικές γενικεύσεις μπορεί πάντα να προσφέρουν επιφάσεις συναινέσεων. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, η κοινοτοπία εμφανίζεται συχνά σαν από μηχανής Θεός. Εγκλωβισμένοι στην ασφυξία του αυτονόητου, οι πολίτες ούτε χρειάζεται ούτε τολμούν να προβληματίζονται για «λεπτομέρειες».
Σε τέτοια ακριβώς πλαίσια θα πρέπει να ενταχθεί το πάνδημο αίτημα «εξυγίανσης» των κρατικών μηχανισμών. Ολοι θα συμφωνήσουν πως ο «πάσχων» δημόσιος τομέας χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση, ότι οι «επίορκοι» πρέπει να εξοβελιστούν, ότι η διαφθορά πρέπει να παταχθεί και ότι οι τεμπέληδες και οι κοπανατζήδες πρέπει να απομακρυνθούν. Και όλοι αναγνωρίζουν πως οποιαδήποτε καθυστέρηση ή ολιγωρία απειλεί να αποδειχθεί μοιραία.
Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά. Ακόμα και αν ακούγονται ευλογοφανείς οι κοινότοπες αυτές γενικολογίες, μπορεί να είναι υποβολιμαίες και αποπροσανατολιστικές. Ο αποφαντικά μεταρρυθμιστικός λόγος τείνει πάντα να λέει τη μισή μόνο αλήθεια παρακάμπτοντας τις αντιφάσεις που κατ’ ανάγκην ενυπάρχουν σε όλα τα αξιακά και πολιτικά διακυβεύματα. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό πως, για να είναι δυνατόν να λειτουργεί αποτελεσματικά και ορθολογικά ο πάσχων δημόσιος τομέας, θα πρέπει να προσλαμβάνεται και να λειτουργεί ακριβώς όπως και ο υγιής ιδιωτικός, δεν υπάρχουν πλέον αξιακά διλήμματα και ο φαύλος κύκλος τετραγωνίζεται. Η μόνη εγγύηση για την καλή λειτουργία του κράτους είναι να ακολουθεί πιστά τα αγοραία πρότυπα.
Υπάρχει όμως και το τίμημα. Θα πρέπει ταυτόχρονα να υπονομευθούν ή και να αποδυναμωθούν οι συμβολικές και πολιτικές σκοπιμότητας που σφράγιζαν την ιδέα του δημόσιου τομέα και του δημόσιου συμφέροντος με την ιστορική τους ιδιαιτερότητα. Οι κρατικοί μηχανισμοί καλούνται να λειτουργούν με μόνα κριτήρια την παραγωγική τους αποτελεσματικότητα και τη (μετρήσιμη) «ποσότητα» του παραγόμενου «έργου». Καλοί τελωνοφύλακες είναι εκείνοι που εντοπίζουν περισσότερα λαθραία, καλοί καθηγητές ΑΕΙ εκείνοι που απονέμουν διπλώματα σε περισσότερους φοιτητές και γράφουν περισσότερες αράδες, καλοί αστυνομικοί εκείνοι που συλλαμβάνουν περισσότερους έγχρωμους μικροπωλητές και καλοί δικαστές όσοι εκδίδουν περισσότερες αποφάσεις σε λιγότερο χρόνο. Η ποιότητα υποκλίνεται στην ποσότητα, η συμβολική επικύρωση των κοινών αξιών αποτιμάται από το υλικό τους κόστος, η δίκαιη, κριτική και επιεικής στάθμιση αντιφατικών καταστάσεων υποτάσσεται στον αυτοματισμό της παραγωγικής μεγιστοποίησης. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει σε ό,τι αφορά τους όρους πρόσληψης του αναλισκόμενου ανθρώπινου μόχθου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί είναι απλοί παραγωγοί χρήσιμων υπηρεσιών, ενώ οι πολίτες που τις «χρησιμοποιούν» δεν είναι παρά ορθολογικοί «χρήστες». Οι σχέσεις των πολιτών με την πολιτεία, των μερών και του όλου, εμφανίζονται καθαρά συναλλακτικές. Η δικαιοσύνη, η αστυνόμευση, η εκπαίδευση, η περίθαλψη, η επιβίωση των ανήμπορων, η δημόσια τάξη και ασφάλεια θα αποτιμηθούν με αγοραία και μόνο κριτήρια. Το ορθολογικό κράτος οφείλει λοιπόν να συμπιέζει τις αμοιβές των εργαζομένων στο μέγιστο δυνατό και να μπορεί να τους απολύει κατά βούλησιν μόλις χρειάζεται. Το Δημόσιο λειτουργεί ως απλός εργοδότης και οι δημόσιοι υπάλληλοι ως απλοί εργαζόμενοι σαν όλους τους άλλους.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η βαθύτερη σκοπιμότητα που διατρέχει τον σύγχρονο εκλογικευτικό λόγο. Για να εμφανιστεί ως αναγκαία η κατάργηση της ιστορικής μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, χρειάζεται να έχει προηγηθεί μια συστηματική εκστρατεία υπονόμευσης της πραγματικής λειτουργίας και της συμβολικής σημασίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι «προνομιακοί» όροι της δημόσιας απασχόλησης θα καταγγελθούν ως εγγενώς «άδικοι» σε σύγκριση με τους οποιουσδήποτε «φυσικούς» όρους που πρυτανεύουν στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Σε αυτό προφανώς αποβλέπει η πρόσφατη αναζωπύρωση του λόγου που επικεντρώνεται στους «επίορκους», «χαραμοφάηδες» και αργόμισθους δημόσιους υπαλλήλους. Στο μέτρο που ο παράδεισος είναι αντιπαραγωγικός, είναι, μας λένε, απολύτως λογικό και δίκαιο η «αναγκαία» εργασιακή κόλαση να πλήττει όλους υπό ίσους όρους. Η μονιμότητα πρέπει λοιπόν να καταργηθεί παντού, η εργασιακή ανασφάλεια να γενικευθεί, η αυθαιρεσία του εργοδότη να θεσμοποιηθεί και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από την εργασιακή πειθαρχία να πατάσσεται αμείλικτα. Ως βλαπτικοί λοιπόν, όλοι οι μη χρήσιμοι είναι αναλώσιμοι. Οπως έλεγε ο Χέρμπερτ Σπένσερ, θα πεθάνουν και είναι καλό να πεθάνουν.
Ομως, η καταστατική αυτή προτεραιότητα της αγοραίας αποτελεσματικότητας συνιστά ρήξη με μιαν ολόκληρη παράδοση. Να θυμηθούμε πως μέχρι πρόσφατα οι ισχύουσες διατάξεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θεωρούνταν απολύτως επαρκείς για να απαλλάσσουν το σύστημα από τους «επίορκους» και τους «αργόμισθους». Αλλά όλα αυτά δεν ισχύουν πλέον. Οι νόμιμες διαδικασίες δεν καταγγέλλονται μόνον ως επιεικείς και αναποτελεσματικές. Είναι επίσης αργόσυρτες και χρονοβόρες. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η σκοπιμότητα των νέων ιδεολογικών παρεμβάσεων. Οπως ακριβώς οι ολιγάριθμοι ψευδοτυφλοί της Ζακύνθου παραδόθηκαν στη δημόσια χλεύη με μόνο στόχο να υπονομευθεί το σύστημα υγείας, έτσι και η συνεχιζόμενη μισθοδότηση του Κορκονέα και του ανονόμαστου παιδόφιλου προβάλλονται με μόνο στόχο να δειχθεί πως οι νόμιμες πειθαρχικές διαδικασίες δεν μπορεί να οδηγούν σε ορθολογικά αποτελέσματα. Τόσο το χειρότερο λοιπόν αν παραβιάζεται η νομιμότητα, αν αποδυναμώνεται η επιείκεια και αν κλονίζεται η δημοκρατία. Στο μέτρο που το ισχύον έννομο σύστημα αποδεικνύεται αντιπαραγωγικό και που η κεκανονισμένη δικαστική επικύρωση της «ενοχής» των επίορκων και των άχρηστων έρχεται σε σύγκρουση με τη σκοπιμότητα, το «τεκμήριο αθωότητας» των ενεχόμενων πολιτών πρέπει να μπορεί να παρακάμπτεται. Και ταυτοχρόνως, πρέπει να σχετικοποιηθεί η διάκριση των εξουσιών, να δίνεται η δυνατότητα στην πολιτική εξουσία να τέμνει τα ζητήματα δίχως άλλες διατυπώσεις, να συγχωρείται η αναδρομικότητα των νόμων και να καταστρατηγούνται οι (παρωχημένες) διατάξεις του Συντάγματος που ομιλούν για το αναφαίρετο δικαίωμα στον «φυσικό δικαστή».
Φαίνεται έτσι πως οδεύουμε προς μια νεοπροσδιοριζόμενη δημοκρατία που ελαχιστοποιεί το κόστος, μια δημοκρατία που παραβλέπει ότι η τήρηση των έννομων διαδικασιών συνεπάγεται την ανάλωση χρόνου, μια νέα και πρωτόγνωρη «οιονεί δημοκρατία», που ισχύει μόνο στο μέτρο που δεν εμφανίζεται παραγωγικά «ασύμφορη». Ποτέ πριν ο τεχνοκρατικός λόγος δεν είχε διαβρώσει τόσο αποτελεσματικά τις αξιακές αφετηρίες του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Η ελεύθερη αγορά δεν έχει επιβάλει μόνον τα οργανωτικά της πρότυπα. Παρακάμπτοντας το θεμελιώδες φιλελεύθερο αξίωμα ότι το κράτος του νόμου είναι το αναντικατάστατο προπύργιο της κοινωνίας απέναντι στην απειλή της εξουσιαστικής αυθαιρεσίας, έχει επίσης επιβάλει και την πλήρη πρωτοκαθεδρία των ανελέητων αξιακών του αφετηριών. Λογικό και δίκαιο είναι πλέον μόνον ό,τι είναι χρήσιμο.
Το νέο αυτό ιδεολογικό εποικοδόμημα δεν πέφτει όμως από τον ουρανό. Η πρόσφατη σχετικοποίηση της σημασίας του κράτους δικαίου εξελίσσεται σε συνάρτηση με την παραδοχή ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς και έκτακτης συνάμα ανάγκης. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ύψιστο συστημικό «κακό», όλα τα μέσα πρέπει λοιπόν να επιστρατευθούν, ακόμα και όταν έρχονται σε αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές. Να θυμηθούμε ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο πρόεδρος Μπους εγκαινίασε μετά βαΐων και κλάδων μια νέα κατηγορία αποδιοπομπαίων, τους «ύποπτους». Απλές «ενδείξεις» ότι μπορεί κάποιος να ενέχεται σε αντισυστημικές ενέργειες αρκούσαν για να εγκλειστεί επ’ αόριστον στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο. Και αυτό φαίνεται πως δεν ήταν παρά η αρχή. Από τη στιγμή που οι αποδιοπομπαίοι μπορεί να εντοπίζονται και να πατάσσονται με συνοπτικές διοικητικές διαδικασίες, δεν υπάρχει πια όριο στην αυθαιρεσία. Οι ανεπιθύμητοι μπορεί κάθε στιγμή να θεωρηθούν ύποπτοι για επίορκη συμπεριφορά, αύριο ύποπτοι για λούφα και μεθαύριο για μειωμένο ζήλο, για ελαττωμένη πειθαρχία ή ακόμα και για κρυφή ή φανερή παιδεραστία. Οι λέξεις δεν έχουν άλλωστε σημασία. Οπως συμβαίνει ήδη στον ιδιωτικό τομέα, οι «έφεδροι», «διαθέσιμοι, «κινητικοί» ή απλώς ανεπιθύμητοι θα μπορεί πια να απομακρυνθούν παραχρήμα ως περιττοί και επαχθείς. Αυτό δε και μόνο είναι και το αιτούμενο.
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Πηγή:efsyn.gr