Ο John Locke (1632 – 1704) ήταν μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος και ο κύριος αντιπρόσωπος του αγγλικού κινήματος του εμπειρισμού. Μαζί με τον Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) και τον Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (1684-1753) σχηματίζει το τρίπτυχο των φιλοσόφων του αγγλικού Διαφωτισμού και του επερχόμενου εμπειρισμού.
Η πολιτική του φιλοσοφία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Αμερικανική Επανάσταση, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, την Γαλλική Επανάσταση καθώς και το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλίας, και με αυτόν τον τρόπο τα Συντάγματα των περισσοτέρων φιλελευθέρων κρατών.
Η φιλοσοφία του Λοκ στηρίζεται στη θεωρία της γνώσης που έχει βάση τον εμπειρισμό και τον υλισμό. Στο «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση» (1690) το οποίο επεξεργάστηκε επί 20 χρόνια ο Λοκ υπογραμμίζει: έμφυτες ιδέες και αρχές θεωρητικές ή ηθικές συμπεριλαμβανομένης και της ιδέας του θεού δεν υπάρχουν!
Όλες οι ιδέες κατά τον Λοκ προέρχονται από δυο πηγές: την εξωτερική εμπειρία (αίσθηση) και την εσωτερική εμπειρία (σκέψη). Υοστήριζε ότι όλες οι γνώσεις μας
στηρίζονται και προέρχονται μόνο από την εμπειρία, μέσω των αισθήσεων και με την εσωτερική παρατήρηση των ιδεών μας. Ότι δε γεννιόμαστε με καμιά (έμφυτη) έννοια ή γνώση και παρά ταύτα, ότι η ύπαρξη του Θεού είναι η πιο εύκολη αλήθεια που μπορεί ν’ ανακαλύψει η διάνοιά μας, ενώ αντιθέτως η γνώση για την ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι λιγότερο βέβαιη.
στηρίζονται και προέρχονται μόνο από την εμπειρία, μέσω των αισθήσεων και με την εσωτερική παρατήρηση των ιδεών μας. Ότι δε γεννιόμαστε με καμιά (έμφυτη) έννοια ή γνώση και παρά ταύτα, ότι η ύπαρξη του Θεού είναι η πιο εύκολη αλήθεια που μπορεί ν’ ανακαλύψει η διάνοιά μας, ενώ αντιθέτως η γνώση για την ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι λιγότερο βέβαιη.
Το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του Τζων Λοκ είναι ένα από τα λίγα κορυφαία πνευματικά έργα για την ανθρώπινη έρευνα, από την εποχή του Αριστοτέλη μέχρι τον 17ο αιώνα, που αναπτύχθηκε με τη στενότερη συναρμογή ενός μεγάλου πλήθους σχετικών παρατηρήσεων, σκέψεων και συλλογισμών από ένα μόνο πρόσωπο.
Για τον Λοκ ηθικά καλό είναι δημιουργεί ευχαρίστηση και μειώνει τον πόνο διατηρώντας την αρμονία ανάμεσα στα προσωπικά και στα δημόσια συμφέροντα.
Αυτή η αρμονία επιτυγχάνεται με τη «σοφή και αφοσιωμένη συνειδητότητα». Για τις απόψεις του υπέρ της ανεξιθρησκείας όπως διατυπώθηκαν σε τέσσερις επιστολές του και στο έργο «Στη Λογική του Χριστιανισμού» ο Λοκ συνάντησε τη μήνη του θρησκευτικού (προτεσταντικού στην προκειμένη περίπτωση) κατεστημένου της εποχής του, ενώ οι κοινωνικο-πολιτικές του αντιλήψεις, όπως διατυπώθηκαν στις «Δυο πραγματείες για την κυβέρνηση» στερέωναν την έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας», αφού προέβλεπαν έλεγχο και λογοδοσία της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας περιορίζοντας τις κυβερνητικές δραστηριότητες στη απόδοση δικαιοσύνης και στην άσκηση διεθνών διπλωματικών σχέσεων.
Ο Άγγλος φιλόσοφος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι σε φυσική κατάσταση δεν ήταν τόσο επιθετικοί, αλλά κυρίως κοινωνικοί, δημιουργικοί, λογικοί και σώφρονες. Ενδιαφέρονταν έτσι να συγκροτήσουν πολιτισμένες κοινωνίες. Γι’ αυτό συνήπταν «κοινωνικό συμβόλαιο» με το κράτος με αμοιβαίους όρους. Αποδέχονταν να περιορίσουν την ελευθερία τους και σε αντάλλαγμα το κράτος έπρεπε να εγγυηθεί για τη διασφάλιση των φυσικών τους δικαιωμάτων: της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας. Εάν το κράτος παραβίαζε το «κοινωνικό συμβόλαιο», οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να το λύσουν και να εξεγερθούν. Έτσι, ο Λοκ νομιμοποιούσε κάθε βίαιη αντίδραση των λαών απέναντι σε «ανεύθυνες κυβερνήσεις»
Οι ιδέες του Λοκ επηρέασαν σημαντικά τους Άγγλους ντεϊστές αλλά κυρίως τον Βολταίρο και τους Γάλλους υλιστές του 18ου αιώνα. Παράλληλα έγιναν πρόπλασμα για τον ουτοπικό σοσιαλισμό του 19ου αιώνα και τροφοδότησαν την έκφραση των Μαρξ Ένγκελς στα περί δικαίου της αστικής κοινωνίας κατά της φεουδαρχίας.
Ο Τζων Λοκ θεωρείται ως “πατέρας” του σύγχρονου φιλελευθερισμού, που έχει τις ρίζες του στην εποχή του διαφωτισμού απορρίπτοντας τα θεμελιώδη πολιτικά αξιώματα εκείνης της περιόδου, περί (βασιλικής) ηγεμονίας που εκχωρείται εκ Θεού, κληρονομικών δικαιωμάτων και ταυτιζόμενων εκκλησιαστικών και πολιτικών εξουσιών.
Αξιοσημείωτη ήταν η προσφορά του Λοκ και στην ανάπτυξη της προοδευτικής παιδαγωγικής. Το έργο του «Μερικές σκέψεις για τη μόρφωση», όπου η πρόταξη των φυσικών τάσεων του παιδιού ως βάθρου για τη στήριξη της πρώτης παιδείας αποτελεί ακόμα «κλασική πραγματεία» της παιδαγωγικής.
Θεωρούσε ιδανική την αγωγή που συνδυάζει τον φυσικό τρόπο ζωής, την σωματική αγωγή και την σκληραγωγία. Πίστευε πως για την διαμόρφωση του χαρακτήρα σημασία έχει περισσότερο το γενικότερο περιβάλλον και η καθημερινή τριβή με τα άτομα παρά η συστηματοποιημένη διδασκαλία.
Έδινε σημασία στην αγωγή του παιδιού μικρής ηλικίας, το οποίο πρέπει είναι κοντά στον φυσικό τρόπο ζωής και μακριά από την χλιδή. Το πνεύμα του παιδιού, με άλλα λόγια, πρέπει να διατηρείται ζωντανό και ελεύθερο.
Ήταν υπέρμαχος των ατομικών μαθημάτων, καθώς πίστευε πως ούτε καν δυο παιδιά δεν μπορείς να τα μεταχειριστείς με τον ίδιο τρόπο. Ο δάσκαλος που θα παραδίδει τα ιδιαίτερα μαθήματα πρέπει να είναι κυρίως κάτοχος ηθικών αρετών παρά συγκεκριμένων γνώσεων.
Οι γνώσεις αξίζουν όταν τις κατέχουν άνθρωποι με σωστή συμπεριφορά, άνθρωποι όμως χωρίς ψυχική ευγένεια γίνονται κατά τον Locke “εύκολα ακόμη πιο ανόητοι και κακοί”.
Έβλεπε την μάθηση ως ένα χαλαρό και παιγνιώδες αντικείμενο. Το παιδί θα πρέπει να αγαπήσει αυτό που μαθαίνει και όχι να εξαναγκαστεί. “Είναι καλύτερα να μάθει το παιδί να διαβάζει ένα χρόνο αργότερα παρά να του δημιουργηθεί αποστροφή προς το διάβασμα”.
Τέλος θέλει μια μάθηση ανοιχτή στον κόσμο και εκτιμά την χειρωνακτική εργασία για όλους τους ανθρώπους.
Αποφθέγματα του Λοκ
- “Η ψυχή είναι άγραφος πίνακας (tabula rasa). Δέχεται ιδέες και γνώσεις από την εμπειρία.”
- “Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία.”
- “Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να επιβουλεύεται την ζωή, την υγεία, την ελευθερία ή την ιδιοκτησία των άλλων“.
- «Η νομιμοποίηση του κράτους βασίζεται στη συναίνεση των πολιτών. Όταν παραβιάζει την εμπιστοσύνη των πολιτών χάνει τη νομιμοποίησή της και οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να επαναστατήσουν»