H αρχαία φιλοσοφική θεωρία που δυσφημίστηκε ως «η παρηγοριά του τεμπέλη». Κι αν οι σημερινοί φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν την αδιαφορία των πολλών, οι αρχαίοι φιλόσοφοι είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι ακόμη πιο ανυπόφορο: τους σκεπτικούς ή σκεπτικιστές. Εκτός κι αν ήταν Σκεπτικοί οι ίδιοι.
Σήμερα, η πρόκληση των Σκεπτικιστών συναντά το πρωτοφανές ενδιαφέρον των ερευνητών και των μελετητών της διεθνούς φιλοσοφικής και πανεπιστημιακής κοινότητας, και έχει πυροδοτήσει ένα διάλογο που – ιδιαίτερα από το 1980 και μετά – απόκτησε ένταση και πυκνότητα, έναν γόνιμο διάλογο βασισμένο στα κείμενα-πηγές και στις σύγχρονες κριτικές ερμηνείες τους.
Κάποιοι μπορεί να νομίζουν πως η δυτική φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα σύνολο «υποσημειώσεων στον Πλάτωνα». Όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που ομολογούν ότι η σύγχρονη σκέψη εγκαινιάστηκε όταν για πρώτη φορά στη Δύση βγήκαν στο φως, τον 16ο αιώνα, τα έργα των αρχαίων Ελλήνων Σκεπτικών.
Τι ήταν όμως οι σκεπτικιστές: Μαχητικοί, πνευματώδεις και ετοιμόλογοι, ειδικά όταν επρόκειτο να τα βάλουν με αντίπαλες απόψεις. «Όχι», «Αμφιβάλλω», «Πώς το ξέρεις;», «Δεν σε πιστεύω», «Απόδειξέ το» ήταν η πρώτη τους αντίδραση σε κάθε θεωρία. Χιμούσαν ενάντια στους φιλοσόφους και δεν δίσταζαν να τους αντικρούσουν. Με τις ερωταποκρίσεις τους ανασκεύαζαν κάθε βεβαιότητα και μάζευαν πλήθη κόσμου γύρω τους.
Τύποι σαν τους σκεπτικιστές εμφανίζονται σε περιόδους μεγάλων ανακατατάξεων και διάλυσης, μας πληροφορεί ο πανεπιστημιακός Suber στην εισαγωγή του βιβλίου Οι Σκεπτικοί (Peter Suber – Γ. Αβραμίδης εκδ. Θύραθεν). Είναι ενδεικτικό ότι η φιλοσοφία τους ανασύρθηκε εκ της τέφρας τον 16ο αιώνα, σε περίοδο «διανοητικής αναρχίας», όταν ο Λούθηρος εντόπισε σε αυτούς το οπλοστάσιο που χρειαζόταν για να αμφισβητήσει την παπική αυθεντία. Το ίδιο οπλοστάσιο χρησίμευσε ακολούθως και στους αντιπάλους του Λουθήρου και σε πολλούς ακόμη έκτοτε. Ποιος μπορεί να έχει το αλάθητο;
H δυσπιστία και εντέλει η αδιαφορία για τις παραδοσιακές πεποιθήσεις ονομάζεται ακόμη σήμερα σκεπτικισμός. H λέξη ωστόσο έχει και αρνητική σημασία, καθώς παραπέμπει σε μια σχετική αδράνεια. Ας γνωρίσουμε όμως ορισμένους γνήσιους Σκεπτικούς από κοντά, μήπως καταλάβουμε γιατί έχουν πυροδοτήσει τόσες συζητήσεις στην εποχή τους όσο και μετά από αυτήν.
Οι αστέρες της σχολής
Ιδρυτής της σχολής θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερους ο Πύρρων ο Ηλείος, ο οποίος εκτιμάται ότι γεννήθηκε κάπου 100 χρόνια μετά τη γέννηση του Σωκράτη, όταν ο Πλάτων ήταν 60 ετών και ο Αριστοτέλης περίπου 20.
Τον θεμελίωσε αντιτιθέμενος στη διδασκαλία του Δημόκριτου υποστηρίζοντας την αναξιοπιστία της γνώσης.
Ο Πύρρων πίστευε ότι η γνώση που σχηματίζουμε για τον κόσμο μας είναι υποκειμενική (Υποκειμενικός Ιδεαλισμός). Οι αισθήσεις δε μας λένε την αλήθεια γιατί ο νους «ποικίλως τρέπεται» όπως έλεγε. Επομένως το κριτήριο θα είναι αγνώριστο, όπως και η αλήθεια! Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Απλά έτσι φαίνεται σε μας. Σε κάποιον άλλον φαίνεται διαφορετικά.
Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι οι Πυρρωνιστές δεν πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι αντικειμενικός, ενώ η «ακαταληψία» είναι αυτό που σήμερα θα λέγαμε κατά μια έννοια «Αγνωστικισμό».
Μπορεί ο Πύρρων να αρνιόταν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο, την έθετε όμως στα χέρια μόνο των θεών.
Έζησε όμως και τον κατακερματισμό της φιλοσοφίας, που είχε ως αποτέλεσμα πολλές αντιμαχόμενες σχολές. Το καθοριστικό σημείο στη ζωή του φαίνεται πως ήταν η συμμετοχή του στην εκστρατεία του Αλέξανδρου και έφτασε ως την Ινδία, από όπου αποκόμισε καθοριστικές εντυπώσεις για να διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μετά τον Αλέξανδρο εποχή το ζητούμενο των ελληνιστικών σχολών ήταν η ψυχική αταραξία – ένα είδος νιρβάνας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Αυτή τη γαλήνη της ψυχής, την οποία πρέσβευαν και οι Στωικοί και οι Επικούρειοι, με ατέλειωτες όμως διαμάχες μεταξύ τους, ο Πύρρων την αναζήτησε στην «εν γνώσει άγνοια», η οποία δεν είναι ίδια με την άγνοια του παιδιού ή του σκύλου, αλλά είναι «το αντίθετο της απερίσκεπτης προκατάληψης, το θεμέλιο κάθε γνήσιας έρευνας».
Κατά τον Πύρρωνα, τίποτε δεν μπορεί να είναι καθαυτό (από μόνο του) ηθικά καλό ή κακό, ωραίο ή αισχρό, δίκαιο ή άδικο (καθώς η ανθρώπινη συμπεριφορά ρυθμίζεται από τη συμβατικότητα, «νόμω και έθει» , δηλαδή από την καθιερωμένη συνήθεια και το έθιμο). Βασικό αξίωμα των Σκεπτικών είναι η λεγόμενη «Αρρεψία» (αμφιβολία), ενώ ως το μόνο πραγματικό αγαθόν αναγνωρίζεται η Αρετή. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε, μετρήσουμε και κρίνουμε τα πράγματα, που χαρακτηρίζονται «αδιάφορα, αστάθμητα και ανεπίκριτα». Ούτε τα δεδομένα των αισθήσεων, ούτε οι κρίσεις μας μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς.
Οι διδασκαλίες του Πύρρωνα διείσδυσαν στην Ακαδημία, που είχε στο μεταξύ ορφανέψει, και νέοι εκπρόσωποι επανέφεραν τη σχολή στις ρίζες της, στον Σωκράτη και στον Πλάτωνα των πρώιμων διαλόγων, στο «έν οίδα ότι ουδέν οίδα». Ο ακαδημαϊκός σκεπτικισμός ξεκίνησε με τον Αρκεσίλαο και κορυφώθηκε με τον Καρνεάδη. Βασική τους αποστολή ήταν να συζητούν κριτικά τις απόψεις των άλλων. Σύντομα σχηματίστηκαν παρακλάδια της σχολής (η πρώτη Ακαδημία, η δεύτερη κτλ.) με επιγόνους, μαθητές και οπαδούς. Οι ίδιοι δεν έγραψαν κάποιο βιβλίο, όπως δεν είχε γράψει και ο Σωκράτης.
Σατιρίζοντάς τον ο Λουκιανός στο «Βίων Πράσις» βάζει τον Πύρρωνα να δυσπιστεί και να αμφιβάλει ότι πουλιέται σαν δούλος αντί μιας Αττικής μνας και το νέο του αφεντικό να του λέει «όταν σε βάλω στο χειρόμυλο, θα καταλάβεις με το χειρότερο τρόπο πως είμαι το αφεντικό σου» (27). Ουσιαστικά όμως ο Πυρρωνισμός τελειώνει με τον Τίμωνα (320-230), αφού η επανεμφάνισή του θα διαφοροποιηθεί με τον Αρκεσίλαο που εξέτρεψε την πορεία της Ακαδημίας προς το Σκεπτικισμό του Πύρρωνα. Ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης αργότερα επανέφερε την Ακαδημία στην παλιά της μορφή, έτσι και ο Αινησίδημος (2ος – 1ος αιώνας) από την Κνωσό της Κρήτης, ασκώντας κριτική ενάντια στους Νεοακαδημαϊκούς, επανέφερε κι αυτός τον Πυρρωνισμό στην παλιότερή του μορφή.
Όμως ο Νεοπυρρωνισμός αναβίωσε πάλι με τον Σέξτο τον Εμπειρικό (2ος- 3ος αιώνας μετά τη χρονολόγησή μας). Ο Σέξτος ήταν φιλόσοφος και εμπειρικός γιατρός από όπου πήρε και το επίθετό του.
Οι σκεπτικοί ονόμαζαν όλους τους άλλους φιλοσόφους, δογματικούς και ανόητους, γιατί νόμιζαν, όπως έλεγαν, ότι ανακάλυψαν την αλήθεια, τη στιγμή που τίποτα δεν είναι αληθινό («ουδέν εστίν αληθές»). Μόνο οι Σκεπτικοί εξακολουθούν να αναζητούν την αλήθεια χωρίς όμως να είναι βέβαιοι ότι θα την βρουν ποτέ.
Σύμφωνα με το Σέξτο λοιπόν, ακόμα και η έννοια της αιτιότητας αμφισβητείται, γιατί εμείς ορίζουμε την «αιτία» και το «αποτέλεσμα». Η σκεπτική αυτή «θέση» κλόνισε ακόμα και τη θεία πρόνοια, αφού η αιτιότητα είναι μια απλή επινόηση του νου και ο σκεπτικισμός έγινε εχθρικός ακόμα και σε κάθε μεταφυσική διάθεση. Δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, η τελευταία κυριάρχησε ενώ αντίθετα ο σκεπτικισμός σίγησε περισσότερο από χίλια χρόνια.
Ευτυχώς ο Σέξτος Εμπειρικός, έγραψε δέκα βιβλία περί του σκεπτικισμού και των εκφραστών του. Τους συναντούμε στο πιο πάνω βιβλίο, που περιλαμβάνει ευρεία γκάμα αποσπασμάτων – από τον Διογένη Λαέρτιο, τον Γαληνό, τον Κικέρωνα, τον Σέξτο Εμπειρικό και άλλους – με τα πρωτότυπα κείμενα και τη μετάφρασή τους αντικριστά.
Άλλοι σκεπτικιστικές
Μια γεύση από αφηγήσεις συγκαιρινών: «Ο Πύρρων βρισκόταν πάντα στην ίδια ψυχική κατάσταση· τόσο που ακόμα κι αν τον παρατούσε ποτέ κανείς στη μέση της ομιλίας του, εκείνος θα ολοκλήρωνε αυτό που είχε να πει μιλώντας στον εαυτό του. (…) Οι συμπατριώτες του τον εκτιμούσαν τόσο που τον έκαναν αρχιερέα· και χάρη σ’ αυτόν αποφάσισαν να απαλλάξουν από τη φορολογία όλους τους φιλοσόφους».
Ο Αρκεσίλαος «ήταν πιο πειστικός από οποιονδήποτε άλλον, πράγμα που τραβούσε πολλούς μαθητές στη σχολή, παρ’ όλο που συγχρόνως ήταν απότομος και τους επέπληττε. Αλλά το ευχαριστιόντουσαν, γιατί ήταν πάρα πολύ καλός άνθρωπος και τους γέμιζε προσδοκίες. (…) Ο Αντίγονος λέει πως του Τίμωνα του άρεσε το πιοτό και πως όταν δεν καταγινόταν με τη φιλοσοφία έγραφε ποιήματα, έπη, τραγωδίες, σατυρικά και κωμικά δράματα (…)».
Ο Πραΰλους ο Τρωαδίτης, μαθητής του Διοσκουρίδη του Κύπριου, υπερέβαλε σε σωκρατικό πνεύμα όταν «έδειξε τόση καρτερικότητα υπομένοντας την άδικη τιμωρία του για προδοσία που δεν είχε κάνει, απαξιώντας να πει έστω και ένα λόγο στους συμπολίτες του».
Ο Καρνεάδης είχε μαλλιά μακριά και νύχια άκοπα. «Τόσο δυνατός φιλόσοφος ήταν, που ακόμα και οι ρήτορες έδιωχναν του μαθητές τους και πήγαιναν να τον ακούσουν…». Ήταν μάλιστα ένας από τους τρεις φιλοσόφους που είχαν σταλεί από την Αθήνα με διπλωματική αποστολή στη Ρώμη το 156 π.X. Τον είδαν οι Ρωμαίοι, που εκείνον τον καιρό μαϊμούδιζαν τους ελληνικούς τρόπους, και έτρεξαν να τον ακούσουν σε σειρά διαλέξεων. Ο Καρνεάδης κατάφερε τη μια ημέρα να υμνήσει στον υπέρτατο βαθμό τη δικαιοσύνη και την επομένη να την κλονίσει με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής!
Ο πυρρωνισμός διαφέρει από τον σκεπτικισμό του Καρνεάδη, που διατεινόταν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Οι στωικοί είχαν αντιτάξει ότι η αμφιβολία είναι παραλυτική. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε στη συνέχεια.
Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος κλονίστηκε και πήγε κατευθείαν στη Σύγκλητο: «Εμέμφθη τους άρχοντες ότι η πρεσβεία χρονοτριβεί άπρακτη στην πόλη, χωρίς να δείχνει καμία βιασύνη, ενώ οι άνδρες που την απαρτίζουν, ευφυείς καθώς είναι, μπορούν εύκολα να πείσουν γι’ αυτά που θέλουν» – απολαμβάνει το περιστατικό ο Μπέρτραντ Ράσελ στην Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας. Επείγον αίτημα του Κάτωνα: Να επιστρέψουν οι έλληνες πρέσβεις στην πατρίδα τους! Να φύγουν! Θα πρέπει να θυμόμαστε, όπως υπογραμμίζει με τη σειρά του και ο Peter Suber στο βιβλίο Οι Σκεπτικοί , ότι «η κριτική αμφισβήτηση είναι μια δύναμη στην ιστορία εξίσου ισχυρή με τη στρατιωτική δράση».
Διαβάστε και μια λεπτομερή ανάλυση για τους σκεπτικιστές: