Από τα μέσα του 16ου αιώνα, οι επιστήμονες της δυτικής Ευρώπης αμφισβητούν τις έως τότε παγιωμένες απόψεις που αφορούσαν στη συμπαντική τάξη. Εκδίδοντας μια σειρά από ρηξικέλευθα έργα, αποκαθήλωναν την αριστοτελική εκδοχή εξήγησης των γήινων και ουράνιων φαινομένων, παρουσιάζοντας μια καινούργια θεωρία όσον αφορά στη συμπαντική τάξη.
Από τον κόσμο του Αριστοτέλη στον κόσμο του Νεύτωνα
Ο αριστοτελικός κόσμος
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που αποδύθηκαν σε σοβαρή κριτική έρευνα του κόσμου που μας περιβάλει. Οι αρχαίοι Έλληνες προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τα φυσικά φαινόμενα με τη λογική και σπάνια επιχειρούσαν να κάνουν πειράματα, ώστε να επιβεβαιώσουν τις υποθέσεις τους. Κύριο μέλημά τους ήταν η στοιχειοθέτηση μιας θεωρίας, η οποία δε θα ερχόταν σε αντίθεση με τα δεδομένα που τους αποκάλυπταν οι αισθήσεις τους. Αυτή η λογικοφανής εμμονή τους έμεινε γνωστή με τη φράση «σώζειν τα φαινόμενα»[1].
Ο Αριστοτέλης παρουσιάζοντας τη θεωρία για την εξήγηση των επίγειων και των ουράνιων φαινομένων διακήρυξε πως το σύμπαν ήταν μια σφαίρα χωρισμένη σε δύο κόσμους• τον υποσελήνιο και τον υπερσελήνιο κόσμο. Ο υποσελήνιος κόσμος ήταν ένα σκηνικό γέννησης, φθοράς και αστάθειας και συγκροτούνταν από τέσσερα στοιχεία• τη γη, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά.[2]Τα τέσσερα στοιχεία είχαν ξεχωριστές ιδιότητες και διαχωρίζονταν σε βαριά και ελαφριά. Η γη και το νερό ήταν βαριά και είχαν την τάση να κινούνται προς το κέντρο της γης. Αντίθετα, ο αέρας και η φωτιά ήταν ελαφριά και είχαν την τάση να κινούνται προς τα όρια της υπερσελήνιας περιοχής[3]. Με αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης προσπάθησε να εξηγήσει το φαινόμενο της πτώσης των αντικειμένων, διακηρύσσοντας πως αυτή ήταν η φυσική τους κίνηση. Ο Αριστοτέλης διαχώριζε τη φυσική κίνηση από τη βίαιη κίνηση. Για την πραγματοποίηση μιας βίαιης κίνησης πίστευε πως υπεύθυνο ήταν κάποιο εξωτερικό κινούν. Το αρχικό κινούν δεν έθετε μόνο το αντικείμενο σε κίνηση, αλλά μετέδιδε την ιδιότητα της πρόκλησης κίνησης και στον αέρα που περιέβαλε το αντικείμενο. Με αυτόν τον τρόπο εξηγούσε φαινόμενα όπως π.χ. την πορεία μιας πέτρας όταν την πετούσε κάποιος άνθρωπος[4].
Σε αντίθεση με τον υποσελήνιο κόσμο, ο ουράνιος κόσμος συγκροτούνταν από ένα αναλλοίωτο στοιχείο• τον αιθέρα. Τα ουράνια σώματα δεν υπόκειντο σε οποιαδήποτε αλλαγή εκτός του ότι κινούνταν με ομοιόμορφη κυκλική κίνηση γύρω από τη γη. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν παρατηρήσει πως η φωτεινότητα των πλανητών άλλαζε ανάλογα με την εποχή. Αυτό αποτελούσε ένδειξη πως η απόσταση της Γης και των πλανητών άλλαζε, συμπέρασμα που υπονόμευε την κυκλική κίνηση των πλανητών. Για να υπερκεράσουν τη δυσκολία αυτή, επινόησαν μια νέα επεξηγηματική θεωρία, η οποία αναπτύχθηκε από τον Απολλώνιο και τελειοποιήθηκε από τον Πτολεμαίο. Για τη διόρθωση των αποκλίσεων των κυκλικών τροχιών των πλανητών προστέθηκαν δευτερεύοντες κύκλοι, οι οποίοι ονομάστηκαν επίκυκλοι. Για να αποφύγει την επʼ άπειρον αύξηση των επικύκλων, ο Πτολεμαίος διακήρυξε πως η κίνηση των πλανητών δεν ήταν ομοιόμορφη προς το κέντρο της κυκλικής τροχιάς του αλλά προς ένα έκκεντρο εσωτερικό σημείο του κύκλου, το οποίο και ονόμασε εξισώτη[5].
Ο μεσαιωνικός κόσμος
Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, ο ρόλος της θεολογίας ενισχύθηκε σημαντικά. Οι περιγραφές της Βίβλου, όσον αφορά στη δημιουργία του κόσμου, θεωρούνταν κυριολεκτικές. Οι εκπρόσωποι της χριστιανικής εκκλησίας αποδέχονταν το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη γιατί ταίριαζε με τις περιγραφές της Βίβλου. Σταδιακά η εκκλησία υιοθέτησε την αριστοτελική θεωρία εκχριστιανίζοντάς την, ενώ τα σημεία που έρχονταν σε αντίθεση με τη χριστιανική πίστη καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες το 1277[6]. Η καταδίκη του άκρατου αριστοτελισμού το 1277, άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη νέων θεωριών. Τον 14ο αιώνα αναδύθηκε μια νέα ομάδα στοχαστών που έμειναν γνωστοί με το όνομα νομιναλιστές.
Ο νομιναλιστής Μπουριντάν απέρριψε τη θεωρία της ενεργού δράσης του αέρα στη διαδικασία της κίνησης και διακήρυξε την άποψη περί της υπάρξεως μιας ασώματης εντυπωμένης δύναμης που δρα στο κινούμενο υλικό την οποία και ονόμασε ενώθηση[7]. Η άποψη αυτή αποτελεί προάγγελο της θεωρίας της ορμής του Γαλιλαίου[8]. Ένας άλλος στοχαστής της εποχής, ο Νικόλαος Ορέμ, απέδειξε πως η γη θα μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Υποστήρ
ιξε πως αν πετάξουμε ένα βέλος στον ουρανό καθέτως, αυτό γυρίζει στο ίδιο σημείο δημιουργώντας μας την ψευδαίσθηση της ακινησίας της γης. Ο Ορέμ διακήρυξε πως αντιλαμβανόμαστε μόνο τη σχετική κίνηση και ότι το βέλος εκτός από κάθετα κινείται και οριζόντια ακολουθώντας τη φορά της κινούμενης γης[9].
Η επιστημονική επανάσταση
Η έναρξη της επιστημονικής επανάστασης τοποθετείται το έτος 1543. Τη χρονιά αυτή εξεδόθη το έργο του Πολωνού αστρονόμου Κοπέρνικου «περί των περιφορών των ουράνιων σφαιρών». Στο ρηξικέλευθο αυτό έργο, ο Κοπέρνικος υποστήριξε πως η γη δε βρίσκεται ακίνητη στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο μαζί με τους άλλους πλανήτες. Επιπλέον η κίνηση του ήλιου αποτελούσε ψευδαίσθηση και οφειλόταν στην περιφορά της γης γύρω από τον άξονά της. Ο Κοπέρνικος διακήρυξε πως τα αντικείμενα που αιωρούνταν πάνω από την επιφάνεια της γης ακολουθούσαν τη φυσική κίνησή της[10].
Λίγα χρόνια αργότερα ο αστρονόμος Κέμπλερ, χρησιμοποιώντας τις αστρονομικές παρατηρήσεις του δασκάλου του Brahe, κατέληξε σε τρία συμπεράσματα. Πρώτον, οι τροχιές των πλανητών δεν ήταν κυκλικές αλλά ελλειπτικές. Δεύτερον, η ταχύτητα των πλανητών μεταβάλλονταν αναλόγως με την απόστασή τους από τον Ήλιο. Τρίτον, το τετράγωνο της περιόδου δύο πλανητών ισούται με τον κύβο της μέσης απόστασής τους από τον ήλιο. Επίσης συνέλαβε την ιδέα πως μεταξύ των υλικών σωμάτων και της γης ασκείται μια αμοιβαία ελκτική δύναμή η οποία και τα συνδέει. Ο Κέμπλερ πίστευε πως τα υλικά σώματα δένονται με τη γη με αναρίθμητες αόρατες αλυσίδες και με αυτόν τον τρόπο ακολουθούσαν τη γη στη φυσική κίνησή της [11].
Η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου επαληθεύτηκε, όταν το 1609 ο Γαλιλαίος έστρεψε το τηλεσκόπιο που είχε κατασκευάσει στον ουρανό. Το βιβλίο του «Διάλογος σχετικά με τα δύο κοσμολογικά συστήματα» – στο οποίο υποστήριζε το ηλιοκεντρικό σύστημα – καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση το 1632. Μεγάλη ήταν η συνεισφορά του Γαλιλαίου και στον τομέα της μηχανικής. Απορρίπτοντας την αριστοτελική θεωρία, η οποία απαιτούσε μια αιτία για την ύπαρξη κίνησης, συνέλαβε το νόμο της κυκλικής αδράνειας σύμφωνα με τον οποίο, κάθε κινούμενο αντικείμενο θα συνέχιζε επʼ άπειρον την κυκλική του κίνηση αν δεν ασκούνταν πάνω του μια νέα δύναμη που θα εμπόδιζε την κίνηση αυτή[12].
Ο Ισαάκ Νεύτων θεωρείται ο θεμελιωτής της επιστημονικής επανάστασης. Εκμεταλλευόμενος το έργο των προηγούμενων επιστημών εξέδωσε το 1687 το έργο «Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας». Στο έργο αυτό διατύπωσε τη θεωρία του για την γραμμική αδράνεια, σύμφωνα με την οποία τα κινούμενα σώματα κινούνται επʼ άπειρον ευθύγραμμα και με σταθερή ταχύτητα, εκτός αν ασκηθεί πάνω τους μια άλλη δύναμη. Επίσης, διατύπωσε το νόμο της βαρύτητας σύμφωνα με τον οποίο, κάθε υλικό σώμα έλκει όλα τα υπόλοιπα σώματα με μια δύναμη που μεταβάλλεται ανάλογα με το τετράγωνο της απόστασης μεταξύ των αντικειμένων καθώς και με το γινόμενο των μαζών τους [13].
Οι τρεις προϋποθέσεις της επιστημονικής επανάστασης
Το ηλιοκεντρικό σύστημα
Σημαντική προϋπόθεση για την επίτευξη της επιστημονικής επανάστασης αποτέλεσε η μετάβαση από το γεωκεντρικό σύστημα του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό του Κοπέρνικου. Το γεωκεντρικό σύστημα, αν και ήταν μια λογικοφανής θεωρία, παρουσίαζε μια σειρά από προβλήματα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την παλινδρομική κίνηση των πλανητών ούτε την αλλαγή του φωτισμού τους ανάλογα με την εποχή, για αυτό και ο Πτολεμαίος είχε αναγκαστεί να επινοήσει το σύστημα των επικύκλων και του εξισώτη. Επιπλέον δεν μπορούσε να εξηγηθεί γιατί ο Ερμής και η Αφροδίτη παρέμεναν κοντά στον Ήλιο, σε αντίθεση με τους άλλους πλανήτες. Ο Κοπέρνικος πίστευε στην κυκλική κίνηση των πλανητών και θεωρούσε την επινόηση του εξισώτη απαράδεκτη. Διακήρυξε πως το ηλιοκεντρικό σύστημα εξηγούσε τις εμφανείς ανωμαλίες των πλανητικών κινήσεων χωρίς την τεχνική επινόηση του εξισώτη[14]. Ο Κοπέρνικος μελετώντας την άποψη του Martianus Capella σύμφωνα με την οποία ο Ερμής και η Αφροδίτη περιφέρονταν γύρω από τον Ήλιο, επέκτεινε τη θεωρία του υποστηρίζοντας πως όλοι οι πλανήτες περιφέρονταν γύρω από τον Ήλιο[15]. Καταλυτικό γεγονός και απόδειξη της θεωρίας του Κοπέρνικου αποτελούν οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου. Όταν το 1609 έστρεψε το τηλεσκόπιό του στον ουρανό, παρατήρησε τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, δηλαδή ένα πλανητικό σύστημα έτσι όπως το είχε περιγράψει ο Κοπέρνικος, σε μικρογραφία. Επιπλέον παρατήρησε τις φάσεις της Αφροδίτ�
�ς, κάτι που επιβεβαίωνε την περιφορά του πλανήτη γύρω από τον Ήλιο[16].
Κατά την περίοδο της αρχαιότητας αλλά και κατά το Μεσαίωνα οι άνθρωποι πίστευαν πως το σύμπαν είναι μεν μεγάλο αλλά συγχρόνως πεπερασμένο. Η θεωρία του Κοπέρνικου τοποθετούσε τους απλανείς αστέρες τόσο μακριά, ώστε το πλάτος της τροχιάς της Γης γύρω από τον Ήλιο να φαίνεται σαν ένα απλό σημείο. Τέτοια απόσταση θεωρούνταν τεράστια και ήταν αδύνατον να τη δεχθούν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα πως το σύμπαν είναι άπειρο, ήταν ο μεταφυσικός στοχαστής της εποχής Giordano Bruno[17].
Ο κόσμος του Αριστοτέλη άρχισε να δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Το 1572 ο δανός αστρονόμος Brahe παρατήρησε τη δημιουργία ενός νέου αστέρα στον αστερισμό της Κασσιόπης. Παρατήρηση η οποία διέψευδε την αριστοτελική θεωρία σύμφωνα με την οποία οι ουρανοί δεν υπόκειντο σε κανενός είδους αλλαγή. Επιπλέον, το 1609 ο Γαλιλαίος παρατήρησε τους κρατήρες της Σελήνης και τη γιγάντια συνάθροιση των απλανών αστέρων. Η υποσελήνια και υπερσελήνια περιοχή του κόσμου του Αριστοτέλη είχε πλέον υπονομευθεί[18].
Νεοπλατωνισμός-Μαθηματικά
Λίγο πριν από την εποχή που μελετάται, η φιλοσοφία και η ποίηση είχαν διαποτιστεί από τις ιδέες του νεοπλατωνισμού, ο οποίος είχε αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα. Ο νεοπλατωνισμός πρότεινε ορισμένες ιδέες όπως την κεντρική θέση του ήλιου στο πλανητικό σύστημα καθώς και την υποτιθέμενη θεϊκή ιδιότητα των αριθμών και των γεωμετρικών σχημάτων. Ο Κοπέρνικος και ο Κέμπλερ ήταν διαποτισμένοι από τέτοιου είδους νεοπλατωνικές ιδέες[19]. Ο Κοπέρνικος είχε σχεδόν θεοποιήσει τον Ήλιο καθώς ήταν η πηγή του φωτός. Υποστηρίζοντας πλατωνικές ιδέες πίστευε πως η ακινησία ήταν κάτι πιο ευγενές από την κίνηση, κάτι που επηρέασε τη στάση του σχετικά με την υποτιθέμενη περιφορά του Ήλιου. Ο Κέμπλερ είχε επηρεαστεί βαθιά από την νεοπλατωνική φιλοσοφία. Πίστευε πως οι αριθμοί και τα γεωμετρικά σχήματα είχαν μαγικές ιδιότητες και προσπάθησε να βρει μαθηματικούς συσχετισμούς, οι οποίοι θα όριζαν το μηχανισμό των ουράνιων σωμάτων[20].
Σταδιακά η επιστημονική κοινότητα απαλλάσσεται από το μεταφυσικό σκέλος του νεοπλατωνισμού και αξιοποιεί μόνο την τάση του που σχετιζόταν με τη μαθηματικοποίηση της φύσης. Αρχίζει να αποκτά δημοτικότητα η άποψη ότι το σύμπαν λειτουργεί ως καλοκουρδισμένη μηχανή. Ήδη από το 1543 είχαν μεταφραστεί στη δυτική Ευρώπη τα έργα του Αρχιμήδη, ο οποίος διατεινόταν πως το σύμπαν λειτουργεί βάσει μηχανικών δυνάμεων[21].
Οι επιστήμονες αντικαθιστούν τον εμπειρικό κόσμο με έναν χώρο αφηρημένο, ο οποίος διεπόταν από τους νόμους της ευκλείδειας γεωμετρίας. Τα δεδομένα της νέας επιστήμης θα ήταν αδύνατον να κατανοηθούν δίχως αυτή την καινοτομία. Ο Νεύτων λ.χ. διατυπώνοντας το πρώτο αξίωμα της θεωρίας του όριζε πως κάθε κινούμενο σώμα θα συνέχιζε να κινείται ευθύγραμμα στο διηνεκές εκτός αν κάποια άλλη δύναμη το ανάγκαζε να αλλάξει κατάσταση. Η κίνηση στην οποία αναφέρεται ο συγκεκριμένος νόμος δεν είναι κίνηση της αισθητής εμπειρίας μας• δεν τη συναντούμε στην καθημερινή μας ζωή. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο στον αφηρημένο ευκλείδειο γεωμετρικό χώρο.
Οι θεμελιώδεις νόμοι της κίνησης δεν αποκαλύπτονται στη φύση, αλλά στη μνήμη μας, μέσω μαθηματικών σκέψεων. Έτσι γίνεται κατανοητή η δήλωση του Γαλιλαίου πως «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στη γλώσσα των μαθηματικών»[22].
Ο πειραματισμός
Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και η ολοένα αυξανόμενη διάθεση για τη διεξαγωγή πειραμάτων, τα οποία θα αποδείκνυαν τις νέες θεωρίες. Το 1600 ο βρετανός Gilbert κατασκεύασε ένα σφαιρικό μαγνήτη, τον οποίο ονόμασε terella. Πειραματιζόμενος, συνειδητοποίησε πως ο σφαιρικός μαγνήτης περιστρεφόταν όταν τοποθετείτο σε ένα μαγνητικό πεδίο. Το πείραμα αυτό τον οδήγησε στη σκέψη ότι η Γη ήταν ένας τεράστιος μαγνήτης και η βαρύτητα ήταν μια μορφή ελκτικής δύναμης. Η ιδέα του Gilbert επηρέασε σημαντικά τον Κέμπλερ και τον Γαλιλαίο[23].
Καθοριστική ήταν η συμβολή του πανεπιστημίου της Πάδοβας, όσον αφορά στην ανάπτυξη της πειραματικής διαδικασίας. Στην Πάδοβα καλλιεργήθηκε η ευρηματική διαδικασία. Ζητούμενο της ευρηματικής διαδικασίας ήταν να αναζητηθούν οι πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων μέσω της μεθόδου της αναγωγής αποκηρύσσοντας ανεξέλεγκτους οραματισμούς. Το θεωρητικό υπόβαθρο για τη διεξαγωγή πειραμάτων είχε τεθεί.
Ο Γαλιλαίος επεκτείνει τη μέθοδο της αναγωγής από το θεωρητικό επίπεδό της σε εμπειρική διαδικασία, οργανώνοντ�
�ς την πρώτη συστηματική σειρά πειραμάτων. Θέλοντας να αποδείξει πως στα σώματα που είναι σε ελεύθερη πτώση δρα μια δύναμη που είναι ομοιόμορφη σε όλα τα αντικείμενα, ανεξάρτητα από το βάρος τους, διεξήγαγε στο εργαστήριό του πειράματα που περιελάμβαναν την κύλιση διαφορετικού βάρους σφαιρών, πάνω σε κεκλιμένα επίπεδα[24].
. . . και μια τέταρτη προϋπόθεση
Παρακολουθώντας την πορεία της επιστημονικής επανάστασης, την κατάρρευση του αριστοτελικού κόσμου και την αντικατάστασή του από έναν νέο, είναι αναπόφευκτο να μην τεθούν τα ακόλουθα ερωτήματα. Γιατί όλες αυτές οι καινοτομίες σημειώθηκαν τη συγκεκριμένη εποχή και γιατί σημειώθηκαν στη δυτική Ευρώπη και όχι αλλού; Εξάλλου η δυτική Ευρώπη είχε χάσει την επαφή της με τις φυσικές επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων μετά την εισβολή των βαρβαρικών φύλων τον 5ο αιώνα μ.Χ. Θεματοφύλακας των επιστημών είχε χριστεί η Ανατολική Αυτοκρατορία, η οποία δεν αποκόπηκε από την παράδοση της Κλασικής Ελλάδας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως η δυτική Ευρώπη, μετά τις εισβολές των Νορμανδών και των Μαγυάρων τον 10ο αιώνα, άρχισε να διανύει μια περίοδο ανεξαρτησίας και σχετικής ειρήνης σε αντίθεση με την Ανατολική Αυτοκρατορία[25].
Στη δύση, οι προστριβές μεταξύ κράτους και εκκλησίας είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της σκέψης και την κοινωνική πρόοδο. Ήδη από τα τέλη του Μεσαίωνα παρατηρείται μια βαθιά κρίση στην πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία. Η εκκλησία μη μπορώντας να επιβάλει τη θέση της εξαναγκάστηκε στη συμβιβαστική λύση της «διπλής αλήθειας» [26]με τους νομιναλιστές στοχαστές[27]. Αυτή την κρίσιμη χρονική περίοδο κάνει με δειλά βήματα την εμφάνισή της η αστική τάξη. Σταδιακά, η νέα αυτή τάξη αποκτά μεγάλη δύναμη αμφισβητώντας πλέον ανοιχτά την εξουσία των ευγενών και της εκκλησίας. Παράλληλα παρατηρείται μια διεργασία κοσμικοποίησης της κοινωνίας. Ο φιλόσοφος Βάκων, εκφραστής της αστικής τάξης, διακηρύσσει πως ο άνθρωπος πρέπει να στραφεί στην παρατήρηση της φύσης, ενώ κατηγόρησε την εκκλησία και τη σχολαστική λογική ως παραμέτρους οπισθοδρόμησης. Λίγο πριν την επιστημονική επανάσταση είχε σημειωθεί η περίφημη εμπορική επανάσταση της αστικής τάξης. Στις πόλεις – κράτη της Ιταλίας και της Γερμανίας, στις Κάτω Χώρες και στα στενά της Μάγχης το εμπόριο και η οικονομική ανάπτυξη δίνουν νέα πνοή στην κοινωνία προετοιμάζοντας τις πνευματικές μεταβολές που οδήγησαν στην επιστημονική επανάσταση[28].
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά και πέρα από την αστική τάξη και συγκεκριμένα στα λαϊκά στρώματα της δυτικής Ευρώπης. Το επίσημο δόγμα της εκκλησίας απέτυχε να διαχυθεί πλήρως στα κατώτερα λαϊκά στρώματα με αποτέλεσμα την εντυπωσιακή επιβίωση πολλών μη θρησκευτικών αντιλήψεων. Ο σκεπτικισμός των απλών ανθρώπων απέναντι στην επίσημη κοσμολογία ίσως να προηγούνταν του σκεπτικισμού των διανοουμένων.[29]Μερικές φορές παρατηρείται η κάθετη απόρριψη της επίσημης κοσμολογίας και η επινόηση ατομικών ερμηνευτικών σχημάτων. Οι ιεροεξεταστές έμειναν άναυδοι, όταν στα τέλη του 16ου αιώνα, ο μυλωνάς Μενόκιο από το Friuli της Ιταλίας, τους δήλωνε πως το σύμπαν δεν είχε δημιουργηθεί με τον τρόπο που πίστευαν αυτοί, αλλά ότι είχε προέλθει μέσω μιας διαδικασίας ζύμωσης όπως αυτή της ωρίμανσης του τυριού και της δημιουργίας σκουληκιών[30].
Αντί επιλόγου
Η θεωρία του Νεύτωνα είχε παγιωθεί εκατό χρόνια μετά το θάνατό του. Η επιστημονική κοινότητα διαπνεόταν πλέον από την αλαζονική σιγουριά πως είχε λύσει οριστικά το αίνιγμα του σύμπαντος. Τους επόμενους δύο αιώνες, σε κάποιο «σημείο» του χωροχρόνου, ο Αϊνστάιν χαμογελούσε αινιγματικά, περιμένοντας καρτερικά τη γέννησή του.
Δημήτριος Αγγελής, Ε.Α.Π.
Παραπομπές σημειώσεις
[1] Βαλλιανός Π.: Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β΄], ΕΑΠ, Πάτρα 2001, 21.
[2] Lindberg C. David 2003, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Μαρκολέφας Ηλίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Αθήνα, β΄ ανατύπωση Αθήνα 36-37.
[3] Στο ίδιο : 78-79.
[4] Grant Edward 2004, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Σαρικας Ζήσης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2η έκδοση, Ηράκλειο 57-58, 60, 65
[5] Βαλλιανός Π., ό.π. 24
[6] Jasques Le Goff 2003, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφρ. Παραδέλλη Μαρία, Κέδρος, Αθήνα 172-173.
[7] Grant Edward, ό.π. 79.
[8] Jasques Le Goff, ό.π. 204.
[9] Lindberg C. David, ό.π. 366-368.
[10] Koyré A. 1991, Δυτικός Πολιτισμός – Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνική, μτφρ. Κάλφας Βασίλης & Σαρίκας Ζήσης, Ύψιλον, Αθήνα 22-23.
[11] Στο ίδιο, 27-28.
[12] Chalmers A. F. 2007, Τι είναι αυτό που το λέμε επι
στήμη; μτφρ. Φουρτούνης Γιώργος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 9η έκδοση, Ηράκλειο 113-114.
[13] Burns E. 1983, Ευρωπαϊκή Ιστορία, (Πρώτος Τόμος], Παρατηρητής, Β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 250. [14] Koyré A., ό.π. 40.
[15] Butterfield Herbert 2005, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300 – 1800] , μτφρ. Αρζόγλου Ιορδάνης & Χριστοδουλίδης Αντώνης, ΜΙΕΤ, Γ΄ Ανατύπωση, Αθήνα 36-37.
[16] Βαλλιανός Π., ό.π. 31.
[17] Koyré A., ό.π. 45.
[18] Βαλλιανός Π., ό.π. 29, 31.
[19] Burns E, ό.π. 112.
[20] Butterfield Herbert, ό.π. 36, 67.
[21] Burns E, ό.π. 112.
[22] Koyré A., ό.π. 30, 50, 52.
[23] Butterfield Herbert, ό.π. 67.
[24] Βαλλιανός Π., ό.π. 46-48.
[25 Butterfield Herbert, ό.π. 174-177.
[26] Βάσει αυτού του συμβιβασμού, οι στοχαστές δικαιούνταν να κάνουν προτάσεις που βασίζονταν στη λογική, ακόμα και αν αυτές ερχόταν σε αντίθεση με τις απόψεις της εκκλησίαΟι προτάσεις αυτές όμως δε θα μπορούσαν ποτέ να έχουν φυσική υπόσταση παρά μόνο μαθηματικό κύρος.
[27] Βαλλιανός Π., ό.π. 25 – 26.
[28] Butterfield Herbert, ό.π.179 – 180.
[29] Kamen Henry 2002, Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, μτφρ. Καλογιάννη Ελένη, Μεταίχμιο, 370.
[30] Ginzburg Carlo 1994, Το τυρί και τα σκουλήκια, μτφρ. Κουρεμένος Κώστας, Αλεξάνδρεια, 2η έκδοση Αθήνα, 42-43.
Βιβλιογραφία
Βαλλιανός Π. 2001, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμ. Β΄], ΕΑΠ, Πάτρα.
Burns E.1983, Ευρωπαϊκή Ιστορία (Tόμ. A], Παρατηρητής, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη
Butterfield H. 2005, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800] , μτφρ. Αρζόγλου Ιορδάνης & Χριστοδουλίδης Αντώνης, ΜΙΕΤ, γ΄ ανατύπωση, Αθήνα.
Chalmers A. F. 2007, Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη; μτφρ. Φουρτούνης Γιώργος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 9η έκδοση, Ηράκλειο.
Ginzburg C. 1994, Το τυρί και τα σκουλήκια, μτφρ. Κουρεμένος Κώστας, Αλεξάνδρεια, 2η έκδοση, Αθήνα.
Grant Edward 2004, Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Σαρικας Ζήσης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2η έκδοση, Ηράκλειο.
Le Goff J. 2002, Οι Διανοούμενοι στον Μεσαίωνα, μτφρ. Παραδέλλη Μαρία, Κέδρος, Αθήνα.
Kamen H. 2002, Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, (μτφρ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα.
Koyré A. 1991, Δυτικός πολιτισμός, η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Κάλφας Βασίλης & Σαρίκας Ζήσης, Ύψιλον, Αθήνα.
Lindberg C. David, 2003, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, μτφρ. Μαρκολέφας Ηλίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα.
via