«Ο κόσμος, κατά τον Mallarme, υπάρχει μόνο και μόνο για ένα βιβλίο. Κατά τον Bloy, είμαστε εδάφια, λόγια ή γράμματα ενός βιβλίου μαγικού, και το αέναο αυτό βιβλίο είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο: για την ακρίβεια, είναι ο κόσμος…» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Φανταστείτε, λέει ο Leibniz, δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας του Βιργίλιου, την οποία ο Leibniz θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο –και ίσως να είναι. Η άλλη βιβλιοθήκη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς η δεύτερη. Έτσι ο Leibniz φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου…» Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Το 1953, ο πιο ευγενής ίσως συγγραφέας της λεγόμενης «επιστημονικής φαντασίας» (μετά τον Ιούλιο Βερν), ο Ρέυ Μπράντμπερυ, (Ray Bradbury) έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Fahrenheit 451 (Φαρενάιτ 451). Ο παράξενος τίτλος του έργου υποδεικνύει με ακρίβεια τους βαθμούς της θερμοκρασίας, κατά την οποία ένα βιβλίο αρπάζει φωτιά και καίγεται.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου (το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τρυφώ), περιγράφεται μία απολυταρχική μελλοντική κοινωνία όπου τα βιβλία –όλα τα βιβλία, κάθε είδους– είναι απαγορευμένα. Και επειδή κάθε απαγόρευση, για να μπορεί να επιβληθεί παντού, χρειάζεται πάντα κάποιες δυνάμεις εποπτείας και καταστολής, τον εντοπισμό και την καύση όλων των βιβλίων –κυρίως εκείνων που οι ιδιοκτήτες τους ή οι συγγραφείς τους αρνήθηκαν να τα κάψουν– έχει αναλάβει η πυροσβεστική υπηρεσία.
Ο ήρωας του έργου, ο Μοντάγκιου, ένας πυροσβέστης εκπαιδευμένος από το κράτος να είναι καταστροφέας, ξεκινά τυχαία την ανάγνωση ενός διασωθέντος βιβλίου και αρχίζει η μεταστροφή της συνείδησής του. Επικηρυγμένος και κυνηγημένος, αναζητά καταφύγιο στην ύπαιθρο, όπου συναντά μία παράξενη κοινότητα ανθρώπων όπου το κάθε μέλος της έχει μεταμορφωθεί σε ένα βιβλίο, γεγονός που μετατρέπει την περιπλανώμενη αυτή κοινότητα σε μία πολύτιμη ζωντανή βιβλιοθήκη.
Κάθε ένας από εκείνους τους ανθρώπους έχει αποστηθίσει με ακρίβεια και πιστότητα από ένα βιβλίο. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυψαν τα βιβλία από τους διώκτες τους και τα διέσωσαν, κρυφά και σιωπηλά, ο καθένας τους κατακλυσμένος από την αγωνία να βρει έναν διάδοχο για να του μεταδώσει το βιβλίο που ενσαρκώνει, πριν πεθάνει… Έκρινα ότι η καλύτερη εισαγωγή γι’ αυτό το παράξενο άρθρο που γράφω αυτήν τη στιγμή, θα ήταν να παραθέσω ένα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο των βιβλίων του Μπράντμπερυ:
«…”Είμαστε συνηθισμένοι σε όλα αυτά. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάνει τη σωστή σειρά λαθών, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Όταν ζούσαμε ως ξεχωριστά άτομα, δεν νιώθαμε παρά μονάχα οργή. Εγώ χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν, πριν από χρόνια, ήρθε να κάψει τη βιβλιοθήκη μου. Από τότε δεν σταμάτησαν να με κυνηγούν παντού. Θέλεις να έρθεις στη συντροφιά μας, Μοντάγκιου;” “Ναι!” “Λοιπόν, τί μπορείς να μας προσφέρεις;…” “Μάλλον τίποτε. Πίστευα ότι είχα ένα μέρος από τον Εκκλησιαστή και ίσως λίγη Αποκάλυψη, αλλά τώρα ούτε αυτά δεν τα έχω…” “Τον Εκκλησιαστή είπες; Υπέροχα! Πού είναι;…” “Εδώ μέσα…” είπε ο Μοντάγκιου και έδειξε το κεφάλι του. “Α, μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ χαμογέλασε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. “Μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ στράφηκε προς τον Αιδεσιμότατο: “Έχουμε κανένα βιβλίο τουΕκκλησιαστή;…” “Ένα. Είναι ένας άνδρας ονόματι Χάρις, από το Γιάνγκστάουν…”
»Ο Γκρέιντζερ έπιασε τον Μοντάγκιου από τον ώμο: “Βάδιζε προσεκτικά. Πρόσεχε πολύ την υγεία σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε φωτογραφική μνήμη, αλλά ξοδέψαμε μία ολόκληρη ζωή μαθαίνοντας πως να συγκρατούμε τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι φυλαγμένα εκεί μέσα. Ο κ. Σίμονς από δω, έχει εργαστεί επίπονα στο θέμα αυτό επί είκοσι χρόνια, και ήδη κατέχουμε τη μέθοδο να ανακαλούμε ανά πάσα στιγμή οτιδήποτε διαβάσαμε ποτέ. Θα σου άρεσε, άραγε, κάποια μέρα να διαβάσεις την Πολιτεία του Πλάτωνα;” “Βεβαίως…” “Εγώ είμαι η Πολιτείατου Πλάτωνα… Μήπως θέλεις να διαβάσεις Μάρκο Αυρήλιο; Ο κ. Σίμονς είναι ο Μάρκος Αυρήλιος…” “Χαίρω πολύ”, είπε ο κ. Σίμονς. “Παρομοίως…” χαμογέλασε ο Μοντάγκιου.
»”Λοιπόν, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον συγγραφέα του αμαρτωλού πολιτικού βιβλίου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ο κύριος που στέκεται δίπλα του είναι ο Δαρβίνος. Ο κύριος από δω είναι ο Σοπενχάουερ, κι εκείνος εκεί είναι ο Αϊνστάιν. Ο κύριος δίπλα μου είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας αληθινά ευγενής φιλόσοφος. Όλοι είμαστε εδώ, καλέ μου Μοντάγκιου: ο Αριστοφάνης και ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Γκοντάμα Βούδας και ο Κομφούκιος και ο Τόμας Λαβ Πήκοκ και ο Τόμας Τζέφερσον και ο κύριος Λίνκολν. Και ταυτόχρονα είμαστε και ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης…” Όλοι γέλασαν σιγανά…
»”Δεν είναι δυνατόν!” αναφώνησε ο Μοντάγκιου. “Κι όμως, είναι…” αποκρίθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Γκρέιντζερ. “Και επίσης είμαστε και εμπρηστές βιβλίων. Διαβάσαμε τα βιβλία και ύστερα τα κάψαμε από φόβο μήπως και τα ανακαλύψουν. Τα μικροφίλμ δεν θα μας βοηθούσαν, διότι και αυτά μπορεί να ανακαλυφθούν και να καταστραφούν, ξέρεις καλά πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ύποπτος, και επιπλέον, ταξιδεύουμε συνεχώς, δεν θα μπορούσαμε να θάβουμε τα μικροφίλμ και να επιστρέφουμε αργότερα στο ίδιο σημείο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάθε σχετικό αντικείμενο. Είναι προτιμότερο να φυλάμε τα βιβλία μέσα στα κεφάλια μας, όπου κανείς απολύτως δεν μπορεί να τα δει, ούτε και να υποψιαστεί την ύπαρξή τους. Είμαστε όλοι μας αποσπάσματα ή και μεγάλα κομμάτια Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Ποίησης και Διεθνούς Δικαίου. Ο Μπάιρον, ο Τόμας Παίην, ο Μακιαβέλι, ο Χριστός, οι πάντες είναι εδώ, μαζί μας… Και η ώρα είναι ήδη περασμένη. Ο πόλεμος αρχίζει από στιγμή σε στιγμή. Και είμαστε όλοι εδώ, και η πόλη είναι εκεί, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο μανδύα της με τα χίλια χρώματα…
»…”Το μόνο που θέλουμε είναι να διατηρήσουμε άθικτη την πολύτιμη γνώση. Προς το παρόν, δεν θέλουμε να ερεθίσουμε ούτε να εξοργίσουμε κανέναν. Διότι, αν χαθούμε εμείς, η γνώση θα πεθάνει ίσως για πάντα… Βαδίζουμε ακολουθώντας τις παλιές γραμμές των τραίνων, τη νύχτα κοιμόμαστε στους λόφους και οι άνθρωποι της πόλης μας αφήνουν στην ησυχία μας. Μερικές φορές μας σταματούν και μας ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν πάνω μας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η οργάνωσή μας είναι ελαστική και ευλύγιστη, απίστευτα χαλαρή και αποσπασματική. Μερικοί από εμάς έχουμε αλλάξει τα πρόσωπά μας με πλαστική εγχείριση, το ίδιο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για την ώρα το έργο μας είναι βασανιστικό, περιμένουμε την αρχή και, ελπίζω σύντομα, το τέλος του πολέμου. Τότε δεν θα είμαστε πλέον κάτω από τον έλεγχο των δυναστών μας, δεν θα είμαστε πια μια παράξενη μειονότητα που κλαίει στις ερημιές…”
»”Θα μεταδώσουμε προφορικά τα βιβλία στα παιδιά μας, κι αυτά με τη σειρά τους θα τα μεταδώσουν στους άλλους. Βέβαια, πολλά βιβλία θα χαθούν έτσι. Αλλά δεν μπορείς να αναγκάσεις τον κόσμο να σε ακούσει. Πρέπει να έρθουν σ’ εμάς από μόνοι τους, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα που θα αναρωτηθούν τι συνέβη και ο κόσμος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτό δεν θα αργήσει να γίνει…” “Πόσοι είστε συνολικά;” “Είμαστε χιλιάδες στους δρόμους, στις ξεχασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, στους λόφους, αλήτες εξωτερικά, ενώ μέσα μας είμαστε βιβλιοθήκες… Ο καθένας απομνημόνευε το βιβλίο που ήθελε να θυμάται, έτσι ξεκίνησαν όλα. Έπειτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, συναντούσαμε ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της περιπλάνησής μας, πλέκαμε το δίκτυο αργά και σταθερά, καταστρώναμε το μυστικό μας σχέδιο… Όμως, ως άνθρωποι, δεν είμαστε παρά φθαρμένες και σκονισμένες θήκες βιβλίων, τελείως ασήμαντοι κατά τα άλλα…”»
Παρ’ όλο που το έργο αυτό του Μπράντμπερυ έχει βεβιασμένα καταχωρηθεί στο αμφιλεγόμενο αρχείο της ετικέτας της «επιστημονικής φαντασίας», μόνο και μόνο επειδή επιχειρεί μία δυσοίωνη κριτική μελλοντολογία, στην πραγματικότητα είναι ένα έργο βαθιά αλληγορικό, ισάξιο με τα καλύτερα από τα αινιγματικά πονήματα του Τσέστερτον, του Μπόρχες ή του Χένρυ Τζέημς.