Ο Σωκράτης βρέθηκε σε ένα χωριό όπου οι άνθρωποι μιλούσαν για ένα θρυλικό “Δέντρο της Σοφίας”. Το δέντρο έλεγαν ότι έφερε καρπούς που χάριζαν απαράμιλλη σοφία σε όποιον τoυς κατανάλωνε.
Περίεργος και λίγο δύσπιστος, ο Σωκράτης αποφάσισε να αναζητήσει αυτό το δέντρο. Ετοίμασε μια μικρή τσάντα, πέταξε μέσα ένα μπουκάλι νερό και κατευθύνθηκε προς το δάσος, οπλισμένος μόνο με το περίεργο μυαλό του.
Αφού περπάτησε για ώρες, συνάντησε έναν ξυλοκόπο.
Ξυλοκόπος: Φαίνεσαι χαμένος, γέροντα. Τι σε φέρνει σε αυτό το δάσος;
Σωκράτης: Ψάχνω για το Δέντρο της Σοφίας. Το έχεις ακουστά;
Ξυλοκόπος: Α, το θρυλικό δέντρο! Οι άνθρωποι λένε ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν το βρήκε ποτέ.
Σωκράτης: Γιατί δεν το έχει ανακαλύψει κανείς ακόμα;
Ξυλοκόπος: Λένε ότι πρέπει να απαντήσεις σε τρεις γρίφους για να το βρεις. Πολλοί προσπάθησαν, κανείς δεν τα κατάφερε.
Ο Σωκράτης χαμογέλασε. “Γρίφοι ε; Ακούγεται σαν μια τέλεια πρόκληση”.
Ο ξυλοκόπος έδειξε στον Σωκράτη μια κατεύθυνση και του ευχήθηκε καλή τύχη. Ο Σωκράτης συνέχισε το ταξίδι του και τελικά βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι. Εκεί, συνάντησε ένα άγαλμα που μιλούσε.
Άγαλμα: Για να προχωρήσεις, πρέπει να απαντήσεις στο γρίφο μου. «Όσο πιο πολύ με προσφέρεις τόσο πιο πολύ με έχεις. Τι είμαι;»
Σωκράτης: Α, ένα κλασικό. Είσαι η αγάπη!
Το μονοπάτι άνοιξε και ο Σωκράτης προχώρησε, αισθανόμενος λίγο πιο αισιόδοξα. Μετά από άλλη μια διαδρομή, βρήκε μια μικρή λίμνη μέσα στην οποία κολυμπούσαν αστραφτερά ψάρια.
Ψάρι: Αν θέλεις να περάσεις απέναντι, απάντησε σε αυτή την ερώτηση: “Πολλοί με θέτουν σαν ερώτηση αλλά ποτέ δεν απαντώμαι. Όλοι με αναζητούν, κανείς δεν με βρίσκει. Υπάρχω από την απαρχή της ανθρωπότητας αλλά είμαι πάντα επίκαιρο. Τι είμαι ;”
Σωκράτης: Ενδιαφέρον! Πρέπει να είσαι το νόημα της ζωής.
Τα ψάρια πήδηξαν από ενθουσιασμό και μια γέφυρα εμφανίστηκε μαγικά πάνω από τη λίμνη.
Τελικά, μετά από ώρες περπατήματος, ο Σωκράτης έφτασε στη βάση ενός λόφου. Μια κουκουβάγια καθόταν στο κλαδί ενός δέντρου.
Κουκουβάγια: Ο τελευταίος γρίφος: “Μπορούν να με αποδείξουν αλλά ποτέ δεν θα με δουν, εκατομμύρια σκοτώνονται για μένα αλλά ποτέ δεν με αγγίζουν, μπορούν να με κατανοήσουν αλλά δεν μπορούν να με αιχμαλωτίσουν. Τι είμαι;”
Σωκράτης: Αχ, ιδού μια διαφωτιστική ερώτηση! Είσαι μια ιδέα.
Με ένα επιφώνημα, η κουκουβάγια πέταξε μακριά και η πλαγιά του λόφου άνοιξε για να αποκαλύψει το μονοπάτι που οδηγούσε στο Δέντρο της Σοφίας,
τα κλαδιά του οποίου ήταν φορτωμένα με χρυσούς καρπούς.
Ο Σωκράτης διάλεξε έναν καρπό και δάγκωσε μια μπουκιά. Ξαφνικά, τα μάτια του άνοιξαν. Δεν ένιωθε διαφορετικά, αλλά συνειδητοποίησε κάτι βαθύ.
Επέστρεψε στο χωριό και οι άνθρωποι τον ρώτησαν με ανυπομονησία: “Λοιπόν, απέκτησες απαράμιλλη σοφία;”.
Και ο Σωκράτης απάντησε: “Η σοφία, φίλοι μου, δεν προέρχεται από ένα φρούτο ή ένα δέντρο αλλά από το ταξίδι και τις ερωτήσεις που θέτουμε.
Και μπορεί οι χωρικοί να απογοητεύτηκαν από τα λόγια του, ο Σωκράτης όμως, όχι! Έκτοτε, βοηθούσε τους ανθρώπους να βρουν τη δική τους σοφία, θέτοντάς τους τις σωστές ερωτήσεις.