Είναι πράγματι ευκολότερο να αντέξουμε ένα συναίσθημα όταν το ονοματίσουμε; Το όνομα φαίνεται πως επιβεβαιώνει, εξηγεί και δίνει νόημα σε αυτό που βιώνουμε. Παρόλο που υπάρχουν και άλλοι τρόποι έκφρασης συναισθημάτων, όπως η γλώσσα του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου, οι χειρονομίες κ.ά., τα συναισθήματα αποκτούν ειδικό βάρος, σαφήνεια και νόημα, τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τους άλλους, μόνον όταν καταφέρουμε και τα ντύσουμε με λέξεις.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει όταν δεν νιώθουμε καλά σωματικά για κάποιο διάστημα και, τελικά, τίθεται μία διάγνωση σε αυτό που μας συμβαίνει. Τότε, αυτό που βιώνουμε, από τη στιγμή που αποκτά όνομα, επισημοποιείται, συγκεκριμενοποιείται, επιβεβαιώνεται και γίνεται κατανοητό, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό το δρόμο για μια αποτελεσματική αντιμετώπισή του.
Η διαφήμιση, που απευθύνονταν σε άτομα με κατάθλιψη, με το γνωστό μότο «Βγάλ' τo από μέσα σου», στην ουσία, αυτό ακριβώς εννοούσε, δηλαδή, μίλα για αυτό, ονομάτισέ το, επικοινώνησέ το, μοιράσου το.
Ό,τι έχει όνομα υπάρχει και υπάρχει με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Το παιδί που, αποκτώντας όνομα, γίνεται ο Γιαννάκης, ο κάποιος που γίνεται ο Δημήτρης, ο Κανένας που γίνεται ο Οδυσσέας. Με τον ίδιο τρόπο, όταν ένα συναίσθημα αποκτά όνομα, αυτό λειτουργεί ως καταλύτης που δομεί και δίνει νόημα σε ένα υποκειμενικό βίωμα. Χωρίς όνομα, τα συναισθήματά μας περιφέρονται ως ανώνυμοι επισκέπτες χωρίς ταυτότητα εντός μας, δημιουργώντας μια χαοτική, αν όχι τρομακτική, πολλές φορές ψυχική αίσθηση.
Ο τρόπος έκφρασης των συναισθημάτων μαθαίνεται από την παιδική ηλικία
Μια αβίαστη και χωρίς όρια έκφραση συναισθημάτων είναι τόσο αποδιοργανωτική στην αλληλεπίδραση των ανθρώπων γι' αυτό και είναι ανεκτή/επιτρέπεται μόνο κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας. Για το λόγο αυτό, από πολύ μικρή ηλικία μας μαθαίνουν να ελέγχουμε σταδιακά τα συναισθήματά μας και να τα εκφράζουμε, όπως ακριβώς τα βιώνουμε, σε μικρές μόνο δόσεις. Χωρίς τον έλεγχο αυτόν, θα ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε προσαρμογή μας αργότερα στη ζωή καθώς και η επικοινωνία μας με τους άλλους. Ως εκ τούτου, ο συναισθηματικός έλεγχος -όχι η αποφυγή εκδήλωσης συναισθημάτων- κατέχει σημαντική θέση σε κάθε είδους διαπαιδαγώγηση.
Το παιδί μαθαίνει, από πολύ νωρίς και μέσα από τις αντιδράσεις των γονιών και άλλων σημαντικών ενηλίκων του άμεσου κυρίως περιβάλλοντός του, να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του, όπως επίσης, ποια από αυτά είναι «επιτρεπτά» και ποια όχι, στις διάφορες καταστάσεις. Με άλλα λόγια, μαθαίνει ποια συναισθήματα αξίζει τον κόπο να εκφρασθούν και ποια πιθανότατα θα αποδοκιμαστούν, και, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να αποσιωπηθούν ή να εκφρασθούν σε μια καταλληλότερη στιγμή.
Εάν οι γονείς και το άμεσο περιβάλλον εκφράζουν τα δικά τους συναισθήματα με έναν πολύπλευρο, πολύχρωμο, ευέλικτο και δημιουργικό τρόπο, αποκτά, συνηθέστατα, και το παιδί μια παρόμοια ικανότητα και γνώση για τα συναισθήματα που είναι κοινωνικά αποδεκτά.
Η απόκτηση της ικανότητας να μπορούμε να περιγράφουμε τον εσωτερικό μας κόσμο και τα συναισθήματά μας είναι καθοριστικής σημασίας για την ψυχική μας ισορροπία. Όσο καλύτερα καταφέρνουμε να περιγράφουμε και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας τόσο λιγότερες και οι πιθανότητες να μπορούν αυτά να μας ελέγχουν χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.
Συναισθήματα που δεν εκφράζονται έχουν την τάση να γιγαντώνονται εντός μας και να εκφράζονται με μασκαρεμένους τρόπους και σε ανύποπτο χρόνο (π.χ. απρόσμενες συναισθηματικές εκρήξεις, διάφορες ψυχοσωματικές διαταραχές/συμπτώματα, φοβίες κ.ά.), εκθέτοντας σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο τον εαυτό μας όσο και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Όταν τα συναισθήματά μας αποκτούν όνομα, μετατρέπονται σε χρήσιμα εργαλεία και οδηγούς στην προσπάθειά μας για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση πολλών και σημαντικών καταστάσεων στο διάβα της ζωής και στο να «μη πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό», όπως λέει ο σοφός λαός.
Με άλλα λόγια, πίσω από κάθε συναίσθημα, υπάρχει πάντα και ένα σχήμα ενεργειών και αντιδράσεων που, εκτός των όποιων άλλων, βοήθησε σημαντικά και στην επιβίωσή μας ως είδος στο διάβα των αιώνων.
Οι συνέπειες της ανεπάρκειας γονέων και άμεσου περιβάλλοντος
Εάν γονείς και άμεσο ή κοινωνικό περιβάλλον αποδέχονται την έκφραση μιας μικρής μόνον γκάμας συναισθημάτων, αυτό στερεί στο παιδί τη δυνατότητα να μπορεί να αναγνωρίζει και να εκφράζει λεκτικά τα όσα νιώθει.
Αντ' αυτού, και μέσα σε ένα τόσο άγονο συναισθηματικά περιβάλλον, το παιδί, για να είναι αποδεκτό και για να μπορέσει να συνυπάρξει με τους άλλους, μαθαίνει να απωθεί τα συναισθήματά του.
Ένας συνήθης τρόπος διαχείρισης ανεπίτρεπτων συναισθημάτων είναι να τους αποδίδεται διαφορετική ονομασία από αυτήν που πραγματικά έχουν. Έτσι λοιπόν, η λύπη μπορεί να ονοματίζεται ως απογοήτευση, ο φόβος ως θυμός κ.τ.λ. Με τον τρόπο αυτό, όμως, προκαλείται σύγχυση στο ίδιο το άτομο και σοβαρές δυσκολίες στην επικοινωνία του με τους άλλους.
Για παράδειγμα, ας πάρουμε την περίπτωση ενός παιδιού που οι γονείς του είχαν δυσκολία να το παρηγορούν και να το στηρίζουν στη διάρκεια που μεγάλωνε ή δεν αποδέχονταν τα αισθήματα θλίψης ή αδυναμίας του, μηδαμινοποιώντας και αποδοκιμάζοντας άμεσα ή έμμεσα ανάλογα συναισθήματά του, παροτρύνοντάς το να δείχνει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, σε καταστάσεις που αυτό θα ήθελε να κλάψει ή να δείξει την ανάγκη του για παρηγοριά και στήριξη.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί αυτό, αν τύχει και βιώσει, ως ενήλικας, ανάλογα συναισθήματα, τότε θα ενεργοποιηθούν εντός του, αντί θλίψης και ανημπόριας, αισθήματα έντονης δυσφορίας, άγχους και ντροπής. Ένα τέτοιο παιδί μπορεί να έχει, επίσης, μεγάλη δυσκολία αποδοχής βοήθειας ή παρηγοριάς από άλλους, να αυτομέμφεται για όσα νιώθει, να αποσύρεται και να προσπαθεί να αυτοπαρηγορηθεί με «περίεργους» και αναποτελεσματικούς, στην ουσία, τρόπους.
Τα συναισθήματα ως μέσο επικοινωνίας και αυτογνωσίας
Τα συναισθήματα αποτελούν ένα πολύ σημαντικό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Ο άνθρωπος, υπό κανονικές συνθήκες, διαθέτει τη βασική ικανότητα να μπορεί να επισημαίνει και να κατανοεί τα συναισθήματα των άλλων, δηλαδή να τους συναισθάνεται.
Από την άλλη, η ικανότητα έκφρασης συναισθημάτων αποτελεί προϋπόθεση για να μπορούμε να μοιραζόμαστε πολύτιμες εμπειρίες με άλλους και, με τον τρόπο αυτό, να γινόμαστε κατανοητοί και να μπορούμε να εισπράττουμε αυτό που επιθυμούμε.
Είναι σαφές, λοιπόν, πως η αδυναμία λεκτικοποίησης συναισθημάτων μειώνει δραματικά τις προϋποθέσεις μιας αυθεντικά στενής σχέσης με άλλους, αλλά και της αυτογνωσίας.
Επάνω από την κεντρική είσοδο του Μαντείου των Δελφών, υπήρχε η περίφημη επιγραφή «Γνώθι σ' αυτόν» που σημαίνει πως, για να καταφέρει κάποιος να μπει στον πνευματικό κόσμο, θα πρέπει να μάθει να κοιτά εντός του.
Το νόημα της επιγραφής αυτής δανείστηκε ο Σωκράτης για να τονίσει πως μπορούμε να κατακτήσουμε όλες τις δυνάμεις που περικλείουμε -χωρίς να το γνωρίζουμε- μέσα μας, ώστε να καταφέρουμε να τις χειραγωγήσουμε και να αποκτήσουμε αυτογνωσία. Η βασική αιτία που πολύ συχνά γινόμαστε κακοί είναι η άγνοιά μας για το καλό που κρύβουμε εντός μας. Μα λείπει η γνώση, δηλαδή η συνείδηση της ουσίας της αρετής, που μόνο ο Λόγος μπορεί να βοηθήσει ώστε να αποκτηθεί.
Σήμερα, θα μπορούσαμε, με μεγάλη βεβαιότητα, να ισχυρισθούμε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι τόσο η έλλειψη αυτογνωσίας όσο ο συνεχής, και συχνά υποσυνείδητος, αγώνας του να την αποφύγει.
Για παράδειγμα, ο ψυχισμός μας επιλέγει συχνά να θάβει βαθιά εντός του την προσωπική μας αλήθεια, όταν η αλήθεια αυτή είναι οδυνηρή και δυσβάσταχτη. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρνούμαστε και αποφεύγουμε με κάθε τρόπο να συνειδητοποιήσουμε και να νιώσουμε αυτά που δεν αντέχουμε. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως τα όσα αποφεύγονται και απωθούνται βαθιά μέσα μας διαγράφονται.
Συνεχίζουν να υπάρχουν εντός μας, εκτελώντας όμως το διαβρωτικό τους έργο στο παρασκήνιο. Έτσι, λοιπόν, κάποια στιγμή, εισπράττουμε τις συνέπειες αυτής της απέλπιδας προσπάθειας αποφυγής συνειδητοποίησης επώδυνων βιωμάτων και των όποιων συναισθημάτων που συνδέονται με αυτά και που δεν είναι άλλες από την εμφάνιση διαφόρων οδυνηρών συμπτωμάτων και ψυχικών καταστάσεων που υποδηλούν την ύπαρξη κάποιας μορφής ψυχικού αδιεξόδου ή ψυχικής ανισορροπίας.
Δεν είναι δυνατόν να νιώσουμε καλύτερα, γυρίζοντας την πλάτη στην προσωπική μας αλήθεια, απαρνούμενοι ζωτικά κομμάτια του εαυτού και των εμπειριών μας ή τα ίδια μας τα συναισθήματα. Τα πράγματα δεν γίνονται καλύτερα, ζώντας σε μια κοινωνία που εστιάζεται στο φαίνεσθαι, στο νιώθω υπέροχα, στο δεν έχω χρόνο, στο σύνελθε, στο «ρίξε το έξω» κ.τ.λ. που, με τη σειρά τους, δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την προσέγγιση των όσων βαραίνουν μέσα μας.
Η υπερβολική εστίαση στο «γιατί», αντί στο «τι»
Έχω την πεποίθηση πως οι άνθρωποι, γενικώς, εστιάζονται περισσότερο στο ΓΙΑΤΙ νιώθουν τα όσα νιώθουν και πολύ λιγότερο στο ΤΙ πραγματικά νιώθουν. Όταν, όμως, δεν μπορούμε ή δεν δίνουμε τη δυνατότητα στον εαυτό μας να ονοματίσει τα συναισθήματά του, δεν είμαστε και σε θέση να τα βιώσουμε σε όλη τους την έκταση και να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Αλεξιθυμία
Ο όρος «αλεξιθυμία» σημαίνει «χωρίς λέξεις για τα συναισθήματα». Αλεξιθυμία είναι, ως εκ τούτου, μία δυσλειτουργία του ψυχισμού ενός ατόμου που χαρακτηρίζεται από μια αδυναμία αναγνώρισης και λεκτικοποίησης των συναισθημάτων. Δεν αποτελεί διάγνωση και τη συναντούμε συχνά μεταξύ των ατόμων με ψυχοσωματικές διαταραχές που έχουν, επίσης, σοβαρές δυσκολίες να βιώσουν, να λεκτικοποιήσουν και να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους πιο άμεσα.
Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης οδηγούν αργά ή γρήγορα σε σοβαρά προβλήματα, τόσο σε προσωπικό όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο.
Επίλογος
Τα συναισθήματά μας εξελίσσονται μέσα από μια αμοιβαία αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας, όσον αφορά στη δυνατότητά μας να εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας σε κάτι ή σε κάποιον, να κατανοούμε μία κατάσταση, να ρυθμίζουμε τις ανάγκες μας, να ενεργούμε κατάλληλα και να επικοινωνούμε.
Η απουσία ικανότητας λεκτικοποίησης των συναισθημάτων στερεί στο άτομο τη δυνατότητα να τα επεξεργασθεί, να πάρει απόσταση από το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και να το επιλύσει με έναν δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο.
Πριν από πολλά χρόνια σε ένα κέντρο ψυχικής υγείας στη Στοκχόλμη, όπου λόγω γλώσσας υπήρχαν και πολλά μεταναστόπουλα από την Ελλάδα, ένα σύνηθες πρόβλημα μεταξύ αυτών, που σχετικά πρόσφατα είχαν έρθει από Ελλάδα, ήταν η επιθετική συμπεριφορά τους απέναντι σε Σουηδόπουλα συμμαθητές τους στο σχολείο που πήγαιναν.
Ο κυριότερος λόγος ήταν η δυσκολία τους να εκφρασθούν, να γίνουν κατανοητά και να επικοινωνήσουν με τα Σουηδόπουλα -λόγω του ότι δεν ήξεραν ακόμα τη σουηδική γλώσσα- ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που δημιουργούνταν διάφορες συνήθεις παρεξηγήσεις.
Φαντασθείτε πως θα ήταν να είστε πολύ ερωτευμένοι και να μην έχετε τη δυνατότητα να δείξετε ή να εκφράσετε λεκτικά τα έντονα αισθήματά σας για τον Άλλον. Ή, επίσης, να τα εκφράζατε με τον τρόπο που μπορούσατε ή διαθέτατε, που όμως να μην γίνονταν αντιληπτός από τον Άλλον που θα σας κοιτούσε γεμάτος έκπληξη και απορία…
Dr. Σάββας Ν. Σαλπιστής, M.Sc., Ph.D.
-Κλινικός Ψυχολόγος
-Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής