Έχω ερωτηθεί στη δουλειά μου από άτομα, μεταξύ άλλων, τα εξής:
– «Μου αρέσει να κοιτώ ταινίες με ανδρικό ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, αν και είμαι κοπέλα. Είναι φυσιολογικό;»
– «Ερεθίζομαι ερωτικά στη θέα πολύχρωμων φιόγκων ή κορδονιών γυναικείων παπουτσιών. Είναι φυσιολογικό;»
– « Πάντα όταν κάνω έρωτα, θέλω να πάω να ουρήσω. Είναι φυσιολογικό;»
– «Δεν μου αρέσει να κάνω έρωτα. Είναι φυσιολογικό;»
Αυτό που μας αρέσει μπορεί να είναι ασυνήθιστο, να αποκλίνει από αυτό που αρέσει στους πολλούς, όμως, δεν σημαίνει πως είναι «μη φυσιολογικό».
Ζούμε και μεγαλώνουμε σε μία κοινωνία όπου είναι πολύ σημαντικό να είμαστε «φυσιολογικοί», ιδιαίτερα όσον αφορά στις σεξουαλικές μας προτιμήσεις.
Διαπαιδαγωγούμαστε στο τί είναι «φυσιολογικό» ή όχι και η οποιαδήποτε απόκλιση αποδοκιμάζεται ή καταδικάζεται. Παρακολουθώ αυτό το διάστημα έναν 16χρονο έφηβο με απίστευτο άγχος και τρομερούς ψυχαναγκασμούς και καταναγκασμούς, επειδή φοβάται μήπως είναι ομοφυλόφιλος. Ομοφυλόφιλος σίγουρα δεν είναι, αλλά ο φόβος του μήπως τυχόν και αποκλίνει από αυτό που η αυστηρών αρχών οικογένειά του και οι κάτοικοι της επαρχιακής πόλης όπου ζει θεωρούν ως «φυσιολογικό», πυροδοτεί εντός του απίστευτο άγχος.
Κάτω από μία τέτοιου είδους πίεση, δεν είναι περίεργο να θέλει κάποιος να είναι οπωσδήποτε «φυσιολογικός» και να τρέμει στην ιδέα να στιγματισθεί και να απομονωθεί ποικιλοτρόπως από μια κοινωνία που αποδοκιμάζει έως και απορρίπτει οτιδήποτε το διαφορετικό και, κυρίως, αυτά που αφορούν στη σεξουαλικότητά μας.
Η αξιολόγηση του ψυχισμού μας με βάση το κλασσικό ιατρικό μοντέλο περί φυσιολογικού -όπου μη φυσιολογικό είναι οτιδήποτε αποκλίνει του μέσου όρου- οδηγεί συχνά σε πολλές στρεβλώσεις και παρεξηγήσεις. Αυτός ο τρόπος θεώρησης μπορεί να εξυπηρετεί στη σωστή αξιολόγηση της λειτουργίας του σώματός μας, που βασίζεται σε συγκεκριμένες αντικειμενικές τιμές και δείκτες της σωματικής μας λειτουργίας, και όπου οι ομοιότητες μεταξύ των ατόμων είναι αρκετά μεγάλες, όχι όμως και στην αξιολόγηση της ψυχικής μας λειτουργίας, όπου οι αποκλίσεις είναι πολύ συχνές και πολλές όσο και ο αριθμός των ατόμων.
Εξάλλου, η έννοια του «φυσιολογικού» έχει τόσες φορές αλλάξει διαχρονικά και στους διάφορους πολιτισμούς που είναι παρακινδυνευμένο να κρίνουμε τους άλλους με βάση την όποια «διαφορετικότητά» τους -κυρίως όταν αυτή δεν βλάπτει κανέναν- είτε αφορά στο χρώμα, όσον αφορά είτε στην εθνικότητα, είτε στις διαφόρων ειδών προτιμήσεις τους.
Τι είναι το φυσιολογικό;
Το συνηθισμένο θεωρείται ως «φυσιολογικό», το δε ασυνήθιστο ως «μη φυσιολογικό». Κάποτε, η αριστεροχειρία ενός παιδιού θεωρείτο ως αμαρτία, ως κάτι το «μη φυσιολογικό» και τιμωρούνταν σκληρά. Τώρα, αυτό δεν ισχύει πλέον, παρά μόνο σε κάποια μεμονωμένα, άκαμπτα και χωρίς ευαισθησία μυαλά.
Όσον αφορά στη σεξουαλικότητα, όμως, για πολλούς το μη συνηθισμένο είναι ταυτόσημο με το «μη φυσιολογικό», δηλαδή το «λανθασμένο» και «αρρωστημένο». Σε άλλες περιπτώσεις, αυτό δεν ισχύει. Πάρα πολλοί άνθρωποι -κυρίως γυναίκες- ενδιαφέρονται να ξεχωρίζουν από τους πολλούς, φορώντας ένα φόρεμα μοναδικό που καμία άλλη δεν φορά. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, και για τη σεξουαλικότητα. Στο σημείο αυτό, οι περισσότεροι θέλουν να μοιάζουν με τους πολλούς…
Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να είναι όσο το δυνατόν πιο «φυσιολογικοί» και να μοιάζουν, σε πολλούς τομείς, με τους πολλούς, και καμία αντίρρηση περί αυτού. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι που δεν τους ενδιαφέρει να είναι όπως οι πολλοί, αλλά να νιώθουν καλά με αυτό που είναι και με αυτό που κάνουν. Όσο δεν βλάπτουν τον εαυτό τους ή κάποιον άλλον, είναι απόλυτο δικαίωμά τους και δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα.
Ας μην ξεχνάμε πως είναι απόλυτα «φυσιολογικό» να είναι κάποιος ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ!!!
Σάββας Ν. Σαλπιστής-
Ph.D.