Πώς συνδυάζεται ο υπαρξισμός (που περιλαμβάνει έννοιες όπως π.χ. η εγκόσμια ρίψη, η έλλειψη νοήματος, κτλ.) με την ύπαρξη του Θεού;
Αν και ο κάθε ένας υπαρξιστής λέει εντελώς διαφορετικά πράγματα από τον άλλο, εντούτοις υπάρχει κοινή θεματολογία:
1. Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι ο άνθρωπος δεν έχει μια προκαθορισμένη ουσία ή σκοπό που να του έχει δοθεί από το Θεό ή τη φύση. Εξαρτάται από τον κάθε ένα από μας ξεχωριστά να αποφασίσουμε ποιοι και τι είμαστε μέσω των πράξεών μας. Είναι το πολύ γνωστό απόφθεγμα του Σαρτρ: «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Δηλαδή, πρώτα υπάρχουμε, σε ένα κόσμο τον οποίο δεν επιλέξαμε, και κατόπιν εξαρτάται από εμάς να καθορίσουμε την ταυτότητά μας , τα βασικά μας χαρακτηριστικά καθώς ζούμε τη ζωή μας και δρούμε μέσα σε αυτήν. Ως εκ τούτου, η ουσία μας (το σύνολο των καθορισμένων χαρακτηριστικών) επιλέγεται, δεν δίνεται, δεν είναι δεδομένη.
2. Δεύτερον, οι υπαρξιστές πιστεύουν ότι οι άνθρωποι αποφασίζουν οι ίδιοι για τη μοίρα τους και είναι υπεύθυνοι για το τι κάνουν τη ζωή τους. Έχουμε ελεύθερη βούληση με την έννοια ότι όποιοι και αν είναι οι βιολογικοί ή οι κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας είναι στο δικό μας χέρι να αποφασίσουμε πώς να διαχειριστούμε αυτούς του παράγοντες και να κάνουμε τις όποιες αλλαγές. Ακριβώς επειδή είμαστε κατ’ ουσίαν αυτοδημιούργητοι έχουμε την πλήρη ευθύνη για το τι θα κάνουμε την ζωή μας.
3. Οι υπαρξιστές ενδιαφέρονται να βρουν ποιος είναι ο ποιο αυθεντικός τρόπος να πραγματώσουμε τη ζωή μας ως άτομα. Συνήθως συμμορφωνόμαστε στις απαιτήσεις της «αγέλης». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ζούμε μια ζωή μη-αυθεντική, όχι πραγματικά δική μας. Για να γίνουμε αυθεντικοί, πρέπει να αναλάβουμε τη ζωή μας με καθαρότητα και ένταση[1]. Αυτά, τα βιώνουμε σε στιγμές συναισθηματικών εμπειριών όπως η υπαρξιακή αγωνία και η υπαρξιακή ενοχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνουμε καλά τι συμβαίνει στη ζωή μας.
4. Τέλος, ο υπαρξισμός θεωρεί ότι δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από υπερβατικές αρχές για να ζήσουμε τη ζωή μας, πιο σωστά να αποφύγουμε να ζήσουμε τη ζωή μας. Βρισκόμαστε «ριγμένοι» στον κόσμο. Χωρίς να το έχουμε επιλέξει, χωρίς να έχουμε κάποιες οδηγίες. Δεν ξέρουμε πώς είναι σωστό για μας να ζήσουμε. Πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι αυτή την ευθύνη.
Κάτω από αυτό το πρίσμα δύσκολα βρίσκουμε γέφυρες με την πίστη στο Θεό. Ποιο Θεό, όμως; Ποιός υπαρξισμός επίσης είναι αυτός που είναι ασύμβατος με την πίστη; Ποια πίστη;
Τι σημαίνει να είσαι ένθεος; Τι σημαίνει να είσαι ένθεος υπαρξιστής;
Έχει υπάρξει ένας προβληματισμός, που πρώτος ο Σαρτρ τον έθεσε, ως προς το αν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των ένθεων και τον άθεων υπαρξιστών. Ο Kierkegaard, ο Marcel και ο Jaspers ομαδοποιούνται μαζί ως ένθεοι (εμείς θα προσθέταμε φυσικά ως ένθεους υπαρξιστές και τον Martin Buber, τον Nikolai Berdyaev, τον περσοναλισμό του Emmanuel Mounier, τον Paul Tillich, τον John Macquarrie, τον Lev Shestof, τον Miguel de Unamuno και τον Fyodor Dostoevsky). Οι περισσότεροι, εκτός του Buber, χριστιανοί. Αφήνουμε κατά μέρος τους φαινομενολόγους όπως ο Levinas, ο Ricoeur, κ.α. για να μην τα μπερδέψουμε. Δεν θα τους αναλύσουμε. Δεν προλαβαίνουμε. Θα επικεντρωθούμε στις ερωτήσεις μας.
Ομαδοποιούνται, λοιπόν, μαζί αλλά όλοι αυτοί έχουν τόσο διαφορετικές τοποθετήσεις και θεωρίες ο ένας από τον άλλο συμπεριλαμβανομένου το πώς βιώνουν τη θρησκευτικότητά τους. Π.χ. Ο Kierkegaard μιλάει για σχέση με το συγκεκριμένο (για δυαδική σχέση με το Θεό) ενώ ο Marcel και ο Jaspers μιλάνε για τη σχέση με το «μυστήριο» ο ένας και το «υπερβατικό» ο άλλος. Ταυτόχρονα οι άθεοι υπαρξιστές όπως ο Χάιντεγκερ (που καθόλου δεν συμφωνούσε με το χαρακτηρισμό του υπαρξιστή) και ο Σαρτρ μοιάζουν να συμφωνούν με τον Kierkegaard ότι η δέσμευση σε ένα σκοπό είναι απαραίτητο στοιχείο για μια πλήρη ζωή. Και ο διαχωρισμός μεταξύ ένθεων και άθεων υπαρξιστών μοιάζει όλο και πιο δύσκολος όταν αναλογιστούμε ότι το πιο σημαντικό για τους ένθεους στοχαστές δεν είναι το τι είδους πίστη ακολουθεί ο κάθε άνθρωπος αλλά η εσωτερική κατάσταση του πιστού, το πώς σχετίζεται με την πίστη του. Π.χ. ο Kierkegaard θεωρεί σημαντικό όχι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αντικειμενική αλήθεια» αυτού που πιστεύει κάποιος αλλά την ένταση της πίστης (την υποκειμενική αλήθεια). Αυτή η ιδέα της έντασης (των συναισθημάτων) και της δέσμευσης (σε ένα σκοπό, π.χ.) και η σχέση αυτών των 2 με την αυθεντικότητα είναι στην προβληματική όλων των υπαρξιστών.
Όσον αφορά λοιπόν τα κοινά σημεία των υπαρξιστών, μια πιθανή απάντηση των ένθεων θα ήταν:
1’ Ποια ύπαρξη; Ποια τα χαρακτηριστικά της; Από πού προήλθε. Τι είναι; (Σε αυτό, οι άθεοι υπαρξιστές είναι κάπως ασαφείς).Εξ’ άλλου, όσον αφορά την ελευθερία να δημιουργούμε τον εαυτό μας, οι ένθεοι δεν διαφωνούν. Ο Θεός μα ς έπλασε ελεύθερους και είναι στο χέρι μας το τι θα μας κάνουμε. «Εκ του όντος η ουσία» (Γρηγόριος Παλαμάς).
2’. Δεν υπάρχει σύγκρουση απόψεων.
3’. Δεν υπάρχει σύγκρουση απόψεων.
4’. Όντως, δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από υπερβατολογικές αρχές για να αποφύγουμε τις ευθύνες μας. Η πίστη δεν είναι δικαιολογία, π.χ. διαβάζω τη Βίβλο και επαναπαύομαι ότι βρήκα τις απαντήσεις.
Άρα:
Ελευθερία/ελεύθερη βούληση/ευθύνη: Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ ένθεων και άθεων.
Εγκόσμια ρίψη: Η πίστη δεν μας θωρακίζει από αυτή. Η πίστη είναι ένα άνοιγμα στην ετερότητα του Άλλου σε απόλυτο βαθμό. Αυτή η ετερότητα μας εκθέτει σε αναθεωρήσεις (προκαταλήψεων, παγιωμένων θέσεων), στον αναστοχασμό και στην αυτοκριτική και μας φέρνει προ των ευθυνών μας απέναντι στον οποιοδήποτε άλλο.
Αυθεντικότητα: Για τον Σαρτρ αυθεντικότητα σημαίνει τη συνειδητοποίηση ότι ακριβώς επειδή είμαστε ελεύθεροι να μεταμορφώσουμε τον εαυτό μας μέσω των επιλογών μας, το να διατηρήσουμε στο χρόνο μια συγκεκριμένη ταυτότητα είναι θέμα επιλογής. Παρόμοια σκέφτεται και ο Kierkegaard και ο Χάιντεγκερ που θεωρούν ότι διατηρούμε την όποια ταυτότητά μας μέσω της «επανάληψης» των επιλογών μας. Γενικώς πάντως στους ένθεους υπαρξιστές η αυθεντικότητα έχει σχέση με τον Άλλο και τη δέσμευσή μας προς αυτόν: για τον Marcel η δημιουργική αφοσίωση και όχι η δουλική υποταγή, για τον Buber η σχέση Εγώ-Εσύ εν αντιθέσει με το Εγώ-Αυτό. Η αυθεντικότητα εστιάζεται στις διαλογικές σχέσεις και όχι στις ωφελιμιστικές ή τις χειριστικές. Και βέβαια, υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ορθόδοξο υπαρξισμό» (βλέπε Μητροπολίτη Περγάμου Ζηζιούλα αλλά και Χρήστο Γιανναρά), ο οποίος μιλάει για τη σχέση προσώπων και λέει ότι μόνο ως πρόσωπα μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί. Είμαι μια ολόκληρη όχι μόνο θεολογική αλλά και φιλοσοφική προσέγγιση η οποία έχει τεράστιο πλούτο και αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά.
Σχέση
Στους ένθεους υπαρξιστές είναι η σχέση το βασικό θέμα. Η αίσθηση της σχέσης με ένα άλλο πρόσωπο. Άρα, το θέμα είναι πώς σχετιζόμαστε με την εγκόσμια ρίψη, τον Άλλο, την αυθεντικότητά του, την αυθεντικότητά μας. Δέχονται την εγκόσμια ρίψη αλλά δεν απορροφώνται από αυτή. Το κυριότερο είναι η Σχέση που μας εμπλουτίζει, διότι ο Θεός προπορεύεται του ανθρώπου. Αλλιώς είναι είδωλο. Ο Βιβλικός Θεός μας καλεί συνεχώς σε αναθεωρήσεις οι οποίες παραπέμπουν σε μια αυθεντική ζωή, η οποία έχει επικαλυφθεί από τη σκουριά της καθημερινότητας και της συμβατικής σκέψης και ηθικής.
Η έμφαση στο σχεσιακό μέρος του εαυτού δείχνει και το ημιτελές, το ανολοκλήρωτο της ανθρώπινης ύπαρξης, κατά την άποψη των ένθεων υπαρξιστών. Δηλαδή: είμαστε σε σχέση, άρα ανοιχτοί, άρα ανολοκλήρωτοι και συνεχώς μεταβαλλόμενοι.
Ο Kierkegaard, λέει ότι ο άνθρωπος είναι μια σχέση που σχετίζεται με τον εαυτό της, με την έννοια ότι είναι μια σύνθεση το απέραντου και του πεπερασμένου, του χρονικού και του αιώνιου, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας. Είναι η διαδικασία ενός έντονου στοχασμού για τον εαυτό που οδηγεί στη συνειδητοποίηση των αντιθετικών αυτών συστατικών και στην αποδοχή του εαυτού. Μιλάει για τα τρία στάδια που θα τα εξετάζουμε πάλι όταν μιλήσουμε για την πίστη. Από την άποψη της σχέσης, υπάρχουν 3 τρόποι ύπαρξης: Η αισθητική ύπαρξη είναι συνεχώς συνδεδεμένη με τον εξωτερικό κόσμο. Απορροφάται από τις εξωτερικές παρορμήσεις και δραστηριότητες. Μας απασχολεί η διασκέδασή μας, η απόλαυσή μας, το «χάι» μας. Το αισθητικό άτομο ζει για τη στιγμή. Οι επιλογές του άγονται και φέρονται από τα εξωτερικά ερεθίσματα· το ίδιο συμβαίνει και για το νόημα της ζωής του. Η ηθική ύπαρξη είναι κοντά στην υποκειμενικότητα[2]. Η ηθική ύπαρξη, υπό μία έννοια, είναι πιο κοντά στην ευθύνη για το συνάνθρωπο (και το Θεό) καθώς στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος παραιτείται από την πλήρη εγωκεντρικότητά του και την ηδονοθηρία της αισθητικής φάσης και αρχίζει να κάνει χώρο για τον Άλλο μέσω της υποταγής σε κοινούς κανόνες. Βέβαια, και η ηθική φάση περιέχει πολλά προβλήματα: πολλές φορές οδηγεί στην αυτοδικαίωση και το φαρισαϊσμό ενώ ταυτόχρονα μπορεί να υποτάξει τον άνθρωπο σε απρόσωπες ηθικές αρχές (μιλάμε εδώ για τον ηθικισμό) που επιβάλλουν την ομοιομορφία και εμποδίζουν έτσι την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου. Γι’ αυτό όσο κι αν είναι ένα βήμα προόδου σε σχέση με το αισθητικό στάδιο, η ηθική υπολείπεται ακόμα πολύ, κατά τον Kierkegaard, ο οποίος, γι’ αυτό το λόγο προτείνει τελικά την υπέρβαση και της ηθικής και τη μετάβαση στο στάδιο της Πίστης.
Η θρησκευτική ύπαρξη συνίσταται στη προσωπική σχέση μεταξύ του ατόμου και του Θεού.
Αυτή η σχέση είναι η συνειδητοποίηση της αληθινής ατομικότητάς μας στο εδώ και στο τώρα, στην παρούσα στιγμή. Είναι μία εξαιρετικά υποκειμενική και άμεση εμπειρία. Δεν γίνεται ούτε να την συλλάβουμε ούτε να την επικοινωνήσουμε ως μία αντικειμενική γνώση. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το Θεό αντικειμενικά διότι ο Θεός είναι υποκείμενο (στον «ορθόδοξο υπαρξισμό» θα λέγαμε πρόσωπο) και μόνο ως τέτοιο σχετίζεται. Σε αυτό το επίπεδο το πρόσωπο αντιλαμβάνεται την αιωνιότητα.
Η συνειδητοποίηση της ατομικότητας, του αληθινού μας εαυτού, μέσω της σχέσης είναι κάτι για το οποίο έχει μιλήσει και ο Jaspers. Ποια είναι η αληθινή ατομικότητα, ο αληθινός εαυτός; Η μη-πραγματιστική, η μη-αντικειμενική διάσταση της ανθρωπότητας. Η Existenz. Η Existenz μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μας, ή σε οριακές καταστάσεις (θάνατος, ενοχή, πόνος, αγώνας) ή με την υπαρξιακή επικοινωνία με έναν άλλο άνθρωπο. Οι οριακές καταστάσεις απαιτούν μια ριζική αλλαγή στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Ο τρόπος που καλούμαστε να τις αντιμετωπίσουμε δεν είναι με μαθηματικούς ή άλλους επιστημονικούς υπολογισμούς ή με κάποια αντικειμενική γνώση αλλά με το να γίνουμε η Existenz που είμαστε πάντα δυνάμει. Οι οριακές καταστάσεις είναι απαραίτητες για τον εσωτερικό στοχασμό, για να στοχαστούμε τον εαυτό μας, να χτίσουμε μια σχέση (μη-αντικειμενική) με τον εαυτό μας. Αυτή η αυτοσυνείδηση της Existenz, συνοδεύεται με τη συνειδητοποίηση της Υπέρβασης η οποία δεν βασίζεται σε αντικειμενικές αποκαλύψεις αλλά εκδηλώνεται μέσω γρίφων. Υπάρχει εδώ μια διαπροσωπική επικοινωνία. Η Existenz έχει να κάνει με μια τριμερή σχέση: τη σχέση του εαυτού με τον εαυτό του, τη σχέση με ένα άλλο πρόσωπο ως Existenz και τη σχέση με την Υπέρβαση. Για να υπάρχει μια υπαρξιακή επικοινωνία πρέπει, κατά Γιάσπερς, να υπάρχουν κάποιες ηθικές προϋποθέσεις[3].
Ο Buber αναλύει τις σχέσεις Εγώ-Αυτό, Εγώ-Εσύ. Η σχέση Εγώ-Εσύ είναι μια σχέση πρόσώπων, θα λέγαμε όπου ο ένας βλέπει στον άλλο τη μοναδικότητά του και την αποδέχτεται σχετιζόμενος με ελευθερία και σεβασμό. Στη σχέση Εγώ-Αυτό (που μερικές φορές είναι απαραίτητη) ο άλλος «αντικειμενοποιείται». Τον βλέπουμε ως ένα αντικείμενο (χρηστικό μερικές φορές) προς ανάλυση, εξέταση, κρίση (άρα και επίκριση), κτλ. Να προσθέσουμε ότι και με τη φύση μπορούμε να έχουμε σχέση Εγώ-Εσύ.
Ο Marcel θεωρεί ότι η πραγματική προσωπικότητα πραγματώνεται όταν συμμετέχουμε στο Μυστήριο της ύπαρξης, στο οποίο μυστήριο έχουμε πρόσβαση όταν είμαστε σε διαλογική σχέση με το προσωπικό Εσύ ή το Απόλυτο Εσύ (το Θεό). Πώς έχουμε πρόσβαση στο μυστήριο; Μέσω της αγάπης, της αφοσίωσης, της ελπίδας και της πίστης.
Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Κατ’ αρχάς τον διαχωρισμό μεταξύ αυθεντικής και μη-αυθεντικής σχέσης (εδώ βλέπουμε ότι μια παρόμοια προσέγγιση έχει και ο Χάιντεγκερ). Όλοι επίσης συμφωνούν ότι οι μη-αυθεντικές σχέσεις είναι απαραίτητες σε αυτή τη ζωή αν και χαρακτηρίζονται με αρνητικά πρόσημα (αντικειμενικότητα, δημόσιες, αφηρημένες, επιδερμικές, μη-συνειδητοποιημένες, εγωκεντρικές, κτλ). Η υπέρβαση της αναυθεντικότητας απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Και εδώ βλέπουμε πως οι άθεοι υπαρξιστές συμφωνούν… εκτός από το κομμάτι του Υπερβατικού Εσύ!
Ως εκ τούτου: Η σχέση με το Θεό, κατά τους ένθεους υπαρξιστές δεν βασίζεται τόσο ή δεν βασίζεται καθόλου στην ηθική, όσο στην Αγάπη και την αυτοπαράδοση του ανθρώπου στην Ετερότητα του Θεού. Η ανάδυση, δηλαδή, της ατομικότητας συμβαίνει στη συνάντηση με τον όντως Άλλο που είναι ο Θεός.
Όν
Ο Berdyaev απορρίπτει την όποια επιστήμη του Όντος. Διαφωνεί με την οντολογία του Χάιντεγκερ, με την έννοια της δημιουργίας μιας καινούργιας επιστήμης του Όντος. Είναι πιο κοντά στον Kierkegaard, στο Ντοστογιεφσκι και στον Νίτσε· ο πραγματικός υπαρξισμός πρέπει να είναι αντι-οντολογικός με την έννοια του να είναι ριζικά αντίθετος σε όποιο διανοητικό σύστημα που προϋποθέτει μια κλειστή έννοια του Όντος και μια οντολογία που διατρανώνει την πρωτοκαθεδρία του απρόσωπου Όντος. Το πραγματικό και το θεμελιώδες (πρωταρχικό) Όν είναι μια προσωπική ύπαρξη, ένα υποκείμενο μια συγκεκριμένη (απτή) ελευθερία και πνεύμα. Είναι το προσωπικό Όν. Το Όν που είναι διαχωρισμένο από το πρόσωπο δεν έχει ύπαρξη· είναι μη-ύπαρξη. Το Όν ως υποκείμενο ή προσωπική ύπαρξη είναι αυθεντικό, γνήσιο· δεν υπάρχει ανάγκη να το καταλάβουμε εννοιολογικά ή να το τεκμαίρουμε. Το Όν που προϋποτίθεται μέσω μιας αντικειμενοποίησης ή μιας ορθολογικής σκέψης έχει δευτερεύον στάτους. Η υποτιθέμενη πρωτοκαθεδρία ενός απρόσωπου όντος οδηγεί στον ντετερμινισμό, στην καταστροφή της ελευθερίας. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια σχέση αφέντη-δούλου. Η προσωπική ύπαρξη είναι έξω από ένα τέτοιο Όν· δεν υπόκειται σε ένα τέτοιο όν. Ίσα –ίσα έρχεται σε αντίθεση με αυτό και επαναστατεί εναντίον του. Η προσωπική ύπαρξη είναι μια παραδοχή της υπεροχής της ελευθερίας. Η ελευθερία δεν έχει βάση στο, δεν προέρχεται από το απρόσωπο Όν. Η ελευθερία είναι παράγωγο προσωπικής σχέσης. Το προσωπικό όν είναι ελεύθερο. Το απρόσωπο είναι σκλαβιά. Η Βασιλεία του Θεού, κατά Berdyaev, είναι ο θρίαμβος του προσωπικού επί του απρόσωπου (όπου απρόσωπο, βλέπε ηθικός νόμος, αντικειμενικότητα, κτλ). Ο Berdyaev λέει όχι σε οποιαδήποτε απρόσωπη δομή˙ το προσωπικό έχει, για κείνον ανεξίτηλο βάθος. Πρόκειται για ένα παράλογο μυστήριο που προηγείται οποιουδήποτε οντολογικού ντετερμινισμού. Είναι η επιθυμία του ανθρώπου για το Θεό που επιθυμεί τον άνθρωπο. Ενάντια, λοιπόν στην αφηρημένη οντολογία και στην παραδοσιακή θεολογία που προσπαθεί να ταιριάξει στο Θεό κατηγορίες Όντος, ο Θεός είναι. Ο Θεός υπάρχει. Μπορούμε να σχετιστούμε μαζί του μόνο συμβολικά και υπαρξιακά. Ο Θεός ενεργεί μέσα από τη αρχή της ελευθερίας και της δημιουργίας.
Πίστη
Για τον Kierkegaard η χριστιανική πίστη αντιπροσωπεύει το ύστατο στάδιο ενός ανθρώπου προς τα βάθη της μοναδικής του ύπαρξης. Είμαστε κοινωνικά όντα και μοιραζόμαστε μια κοινή πραγματικότητα με τους άλλους. Όμως το άτομο χρειάζεται να κάνει ένα προσωπικό ταξίδι, να χαράξει το δικό του μονοπάτι. Η μοναδική αλήθεια που φέρει η χριστιανική πίστη τον ωθεί να το κάνει αυτό. Η πίστη αυτή είναι η πίστη μιας αλήθειας που υπερβαίνει τις συμβατικές κατηγορίες. Σηματοδοτεί το τέλος μιας αβεβαιότητας και το δρόμο προς την εσωτερική του ταυτότητα. Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ζωής είναι ότι μας βάζει να κάνουμε επιλογές. Η συνειδητοποιημένη επιλογή απαιτεί, κατά τον Kierkegaard μια εσω-στροφή αφού η επιλογή μου πρέπει να εκπορεύεται από μένα και μόνον εμένα. Όποιοι λόγοι παρουσιάσω για να υποστηρίξω την επιλογή που έχω κάνει δεν φτάνουν για να εξηγήσουν, να συλλάβουν την επιλογή. Πάντα θα είμαι τουλάχιστον εν μέρει αυθαίρετος, ποτέ τελείως προσδιορισμένος από του αντικειμενικούς λόγους και τις αιτίες που με οδήγησαν στην όποια επιλογή. Κάθε στιγμή της ζωής μου παρουσιάζει μία αναντικατάστατη μοναδικότητα. Με αυτή την έννοια καμιά στιγμή δεν μπορεί να συνδεθεί άρρηκτα με την προηγούμενή της ή την επόμενή της. Ο ζων ανθρώπινος χρόνος ξεχύνεται ως μια σειρά ξεχωριστών, διαφορετικών στιγμών. Άρα το παρόν και η περίσταση που αυτό οριοθετεί είναι πάντα ριζικά ανοιχτό. Υπ’ αυτή την έννοια, κάθε στιγμή μπορούμε να κάνουμε μια καινούργια αρχή στη ζωή μας και αυτό αν το καλοσκεφτούμε, είναι πολύ απελευθερωτικό. Παρ’ όλα αυτά αντιστεκόμαστε σθεναρά σε αυτή τη θέαση της πραγματικότητας ζητώντας σιγουριά, καθησυχασμό και παρηγοριά σε καθιερωμένα σχήματα, σκέψεις και αποφάσεις λογικά τεκμηριωμένες και καθορισμένες. Η θρησκευτική πίστη μπορεί εδώ να παρεισφρήσει. Σύμφωνα με τον Kierkegaard ο Χριστιανισμός προσφέρει μια αλήθεια εντελώς διαφορετική από αυτή που κατασκευάζει η σκέψη. Διότι απαιτεί ένα τρόπο ζωής βασισμένο στο βίωμα, στην αμεσότητα της εμπειρίας και όχι στην εμπειρία που είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας του νου. Η άμεση εμπειρία είναι βαθειά· απαιτεί την παραίτηση από τον στοχασμό και την εμβύθιση στην υποκειμενικότητα. Σε αυτό το σημείο η θρησκευτική δοξασία μετατρέπεται σε Πίστη. Ο Kierkegaard περιγράφει 3 στάδια προόδου: το αισθητικό, το ηθικό και το θρησκευτικό.
Στο αισθητικό στάδιο το άτομο προσπαθεί να βρει καταφύγιο στον ηδονισμό και στην προσωπική απόλαυση. Αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες καταλήγουν στην ανία και στη απογοήτευση. Το να χρησιμοποιεί κάποιος την προσωπική του ευχαρίστηση ως στάνταρντ δημιουργεί μια συνεχώς μετατοπιζόμενη, ασταθή και άμορφη ταυτότητα.
Στο ηθικό επίπεδο, το άτομο υπακούει καθολικούς και δεσμευτικούς ηθικούς νόμους αναζητώντας ένα πιο σταθερό εαυτό. Αλλά η ηθική έρχεται σε σύγκρουση με τη φωνή της ελευθερίας. Σε αυτό το επίπεδο μπορεί να έχω συνείδηση ότι οι επιλογές μου δεν είναι υπαγορευμένες. Είμαι ελεύθερος αν και ο νους μου σε αυτό το επίπεδο προσπαθεί να το αρνηθεί αυτό.
Μία στιγμή αγωνίας μπορεί να μας οδηγήσει στο θρησκευτικό στάδιο, το στάδιο της Πίστης, όπου βρισκόμαστε σε άμεση επαφή με το τρομακτικό και ταυτόχρονα καθησυχαστικό βάθος της υποκειμενικότητάς μας. Η ειρωνεία και το χιούμορ μπορεί να μας βοηθούν μερικές φορές να καλύψουμε αυτή την αγωνία. Όμως μόνο όταν φτάσουμε σε αυτό το ευάλωτο, τρωτό και επικίνδυνο επίπεδο υποκειμενικότητας μπορεί να βιώσουμε την πραγματική πίστη. Σε μια τέτοια εμπειρία (έξω από τις κατασκευές του νου, την προστασία που μας προσφέρουν οι εννοιολογικές κατασκευές), ο Συγγραφέας της ύπαρξής μας γίνεται Παρών. Ο Θεός ανακαλύπτεται στην αμεσότητα της τρωτής, γυμνής ύπαρξής μας.
Πίστη λοιπόν, είναι αυτό το πάθος (που επέδειξε ο Αβραάμ) που ρισκάρει κάποιος να βιώσει μέσα στον πόνο. Ρισκάρει να πιστέψει το αδύνατο σα να είναι δυνατό, επειδή πιστεύει στην πιθανότητά του.
Για τον Berdyaev, ο Χριστιανισμός συμφιλιώνει τους δύο αντιθετικούς κόσμους της ύλης και του πνεύματος (στο πρόσωπο του Χριστού, ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Ενδύεται ανθρώπινη σάρκα). Πώς; Το πνευματικό υπεισέρχεται στο υλικό σε συγκεκριμένες, ξεχωριστές στιγμές: η διάπλαση της ιστορίας, η δουλειά μιας ευφυΐας, τα επιτεύγματα της πολιτικής και της ηθικής, όλα αυτά αντιπροσωπεύουν πνευματικές μεταμορφώσεις σε ένα υλικό κόσμο. Καμιά θεωρία εξέλιξης ή κανένα εννοιολογικό σκεύασμα δεν μπορεί να εγγυηθεί ή και να προβλέψει αυτές τις «εκρήξεις». Αυτή η απρόβλεπτη ενέργεια που ξεπετάγεται και γίνεται ιστορία προέρχεται από ένα άτομο που δημιουργεί το καινούργιο. Επίσης αυτή η εσωτερική, βιωματική εμπειρία της προσωρινής ύπαρξης δεν μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς από την επιστημονική σκέψη και μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στην θρησκευτική πίστη. Ο Χριστός είναι το κατεξοχήν σύμβολο της δημιουργικότητας (του νέου) που υπεισέρχεται στη χρονικότητα και γίνεται ένα με την ιστορία και το άτομο.
Ο Marcel θεωρεί ότι συνεχώς δημιουργούμε τον εαυτό μας με πράξεις αφοσίωσης, δέσμευσης και υποχρέωσης. Αυτές οι πράξεις μπορεί να φαίνονται ακατανόητες από την οπτική γωνία του λογικού και επιστημονικού στοχασμού. Η θρησκευτική πίστη και ο Θεός που αποκαλύπτει παρέχουν ένα εναλλακτικό πλαίσιο μέσω του οποίου οι πράξεις αυτές της αφοσίωσης και υποχρέωσης καταφάσκονται. Ο τρόπος, τονίζει που βιώνουμε τον εαυτό μας ως δημιουργικό πρόσωπο δεν πρέπει να συγχέεται με τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας στον στοχασμό και στην ανάλυση. Και εδώ είναι η βάσης της διαφοράς μεταξύ του προβλήματος και αυτού που ο Marcel αποκαλεί μυστήριο. Ένα πρόβλημα το εξετάζουμε επιστημονικά ή στοχαστικά. Το μυστήριο ανακύπτει από μία κατάσταση όπου η συγκεκριμένη ύπαρξη ενός προσώπου βιώνει σε αυτό τον (υλικό) κόσμο τις δυσκολίες της ζωής της. Η γέννηση, η αφοσίωση, ο θάνατος, η διαπάλη, η αγάπη, η σύγκρουση και πολλές άλλες εμπειρίες αποτελούν πρόκληση για τον άνθρωπο με τρόπους που κάνουν τον επιστημονικό στοχασμό μη-εφαρμοστέο. Πρέπει να κατανοήσουμε την πίστη, τη δέσμευση, την αγάπη, τη θρησκευτική πίστη και τη χάρη ως μυστήρια. Άρα, ανακαλύπτεις, π.χ. το Θεό όταν ρισκάρεις να αφοσιωθείς σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι φυσικά μπορεί να σε απογοητεύσουν. Ο Θεός είναι το θεμελιώδες, το απόλυτο Πρόσωπο που δεν θα απογοητεύσει την αφοσίωσή σου και θα σου δώσει τη δύναμη να αφοσιωθείς στους άλλους. Η πίστη στον άνθρωπο ξεκινά από την πρωταρχική πίστη στο Θεό. Η πίστη είναι θέμα ελεύθερης επιλογής αλλά δεν είναι μόνο στο χέρι του ατόμου να καθορίσει τη σχέση του με το Απόλυτο. Η πίστη παραμένει ένα θαύμα.
Ο Buber θεωρεί ότι η αναλυτική σκέψη είναι ένας περιορισμός στο Εγώ-Αυτό. Είναι εντελώς απαραίτητη για το σκοπό που εξυπηρετεί. Όμως είναι ένας μόνο τρόπος να υπάρχουμε. Ο άλλος είναι φυσικά αυτός του Εγώ-Εσύ, που είναι μια στιγμή χάρης κατά την οποία είμαι εντελώς παρών στον Άλλο. Μπορώ να αποταθώ σε ένα Άλλο που είναι είτε ένα άλλο πλάσμα ή ο Θεός. Βεβαίως, τα άλλα όντα μπορούν να γίνουν Αυτό (στα μάτια μας, με τη συμπεριφορά μας). Ο Θεός είναι ένα Εσύ που δεν γίνεται Αυτό. Είναι το Αιώνιο Εσύ. Αυτός που απευθύνεται σε μας ακατάπαυστα. Πληροφοριακά μόνο, να πούμε ότι ο Buber στο βιβλίο του «Two Types of Faith», διαφοροποιεί την εβραϊκή από τη χριστιανική πίστη, τονίζοντας ότι για τη δεύτερη είναι απαραίτητο ένα άλμα από την κοινοτική εμπιστοσύνη (να δείχνεις εμπιστοσύνη στην επαφή σου με τον άλλο) που είναι η εβραϊκή, στην πίστη αυτού που μοιάζει αδύνατο, παράλογο, που είναι η χριστιανική.
Θεός
Ο Kierkegaard αντιτάχθηκε πολύ στο όλο πνεύμα της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Θα περιοριστούμε στο θέμα μας και θα πούμε ότι το λάθος του Χέγκελ, κατά τον Kierkegaard, ήταν η υπόθεση ότι όλη η πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένου του Θεού, μπορεί να συμπεριληφθεί σε ένα ορθολογικό σύστημα. Θεωρεί ότι ορθολογικά δεν μπορούμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού, ότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει (και ούτε πρόκειται) καμιά αντικειμενική βεβαιότητα περί Θεού και να δεχτούμε την προσωπική ευθύνη του αν θα πιστέψουμε ή όχι. Υπ’ αυτή την έννοια έλεγε ότι πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ Λογικής (Reason) και Πίστης (Faith), όπως ακριβώς έκανε και ο Αβραάμ όταν πήγε να θυσιάσει τον γιό του Ισαάκ[4]. Θεωρεί επίσης ότι χρειάζεται να ξεφύγουμε από κάθε εικόνα του Θεού που έχει να κάνει με τη δική μας εικόνα (να ξεφύγουμε δηλαδή από ένα Θεό που είναι προβολή του εαυτού μας) και να δούμε το Θεό που δίνεται, που γνωστοποιείται σε μας. Αυτό γίνεται με την αναδιαμόρφωση της σχέσης μας με το Θεό η οποία τελείται μέσω της αποκάλυψης και αυτή η αποκάλυψη γίνεται με την προσωπική σχέση και δέσμευση στο πρόσωπο του Ιησού.
Ο Buber λέει ότι ο Θεός είναι παρόν, στην καθημερινή πραγματικότητα των ανθρώπων. Δεν είναι ο Θεός μία αρχή ή μια ιδέα αλλά Αυτός που απευθύνεται σε μας. Το να πιστεύεις στο Θεό σημαίνει να έχεις επίγνωση του εαυτού σου ως κάποιος στον οποίο ο Θεός απευθύνεται. Αυτό απαιτεί μια προσωπική σχέση.
Χριστιανισμός
Πολλοί ένθεοι υπαρξιστές δεν συμπαθούν τον Χριστιανισμό έτσι όπως εμφανίζεται γενικώς. Ο Kierkegaard δεν συμπαθούσε καθόλου το χριστιανικό κόσμο και τον κομφορμισμό που υπήρχε στους κόλπους του καθώς και τη μηχανιστική πίστη που παρήγαγε. Οι υπόλοιποι ένθεοι υπαρξιστές μετέτρεψαν την κριτική του Kierkegaard για τον Εγελιανό ορθολογισμό σε κριτική εναντίων του θεολογικού ορθολογισμού όπως εμφανίστηκε στο νεοσχολαστικισμό και σε μερικές Ορθόδοξες εκφάνσεις του Χριστιανισμού. Η θεολογία που βασίστηκε στον Kierkegaard αναπτύχθηκε από τον Bultmann και φυσικά τον Paul Tillich, καθώς και από άλλους προτεστάντες θεολόγους. Αυτοί απευθύνονταν κυρίως σε ένα χριστιανικό κοινό. Παρ’ όλα αυτά ήταν εξαιρετικά επικριτικοί προς τις παραδοσιακές θεολογικές φόρμες. Ο Tillich μάλιστα μελέτησε πολύ τον Χάιντεγκερ και εμπνεύστηκε από αυτόν για να ερμηνεύσει και να εκφράσει με νέο τρόπο το μήνυμα του Χριστιανισμού· με ένα τρόπο που να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η επιρροή του υπαρξισμού υπήρξε λιγότερο έντονη στην καθολική εκκλησία, και όσο για την ορθόδοξη, όπως προαναφέραμε, θα χρειαζόταν μία ανάλυση που ξεπερνά το πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Ο Χριστιανισμός και πιο συγκεκριμένα η χριστιανική πίστη, ενέπνευσε με θετικό τρόπο τους Marcel, Berdyaev και Unamuno (ενώ με αρνητικό τον Σαρτρ, π.χ.). Θεολογικά θέματα όπως το μυστήριο, η χάρη, η πίστη, η ελπίδα και φυσικά η αγάπη αφθονούν στα έργα τους αν και εκείνοι ήταν πολύ επιφυλακτικοί μην και ταυτιστούν τα έργα τους με θεολογικές συνιστώσες (με θεολογικούς τρόπους ανάγνωσης/κατανόησης των λεγόμενών τους). Ήθελαν να τονίσουν περισσότερο την ιδιότητά τους ως φιλοσόφων, που είναι φυσικά μια ιδιότητα που εμπεριέχει την κριτική σκέψη και συγκεκριμένα την κριτική στάση ως προς τη θρησκευτική δοξασία. Επιπλέον ήξεραν καλά ότι η φιλοσοφική ενασχόληση είναι μια ιδιωτική, ατομική και όχι μια κοινοτική υπόθεση όπως ο χριστιανισμός.
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της υπαρξιακής φιλοσοφίας, αυτών των φιλοσόφων, βρίσκεται σε αυτή τη λαχτάρα για το Θεό και την αθανασία καθώς και στη μυστηριώδη αίσθηση αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε θεία παρουσία. Η αρνητική πλευρά της Υπέρβασης είναι αυτό που λέμε πτώση και προπατορικό αμάρτημα. Ο Marcel έλεγε ότι η βασική ανθρώπινη εμπειρία είναι ότι ζούμε σε ένα κατακερματισμένο κόσμο και χρειαζόμαστε σωτηρία. Όλες οι ελπίδες μας είναι στην τελική ελπίδα σωτηρίας. Μόνο ο Θεός, λέει ο Berdyaev, βοηθά τον άνθρωπο να ξεπεράσει τη θεμελιώδη μοναξιά του και να ανακαλύψει ένα σκοπό ανάλογο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι άθεοι υπαρξιστές αφήνουν τον άνθρωπο παγιδευμένο στο κόσμο, να αντιμετωπίζει τον παραλογισμό του θανάτου. Για τον Unamuno, ο θάνατος είναι η πιο τρομακτική κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος και δημιουργεί μια δίψα για αθανασία ακόμα και αν ο νους απορρίπτει αυτή τη δίψα ως ψευδαίσθηση. Η λαχτάρα για αθανασία οδηγεί τους ανθρώπους να δημιουργήσουν το Θεό αν και αυτό είναι δυνατόν μόνο και μόνο επειδή ο Θεός ήδη έχει δημιουργηθεί μέσα μας (ή για να το πούμε αλλιώς, μας έχει φτιάξει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν). Για τον Marcel η εμπειρία Θεού είναι και εμπειρία συμμέτοχης στο Ον αν και δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι, δεν ξέρουμε ακριβώς σε τι συμμετέχουμε. Η παρουσία του Θεού βρίσκεται στην πνευματική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα οντολογικό σημείο στο οποίο συνευρίσκονται το θείο με το ανθρώπινο. Η μυστηριώδης παρουσία του θεϊκού στοιχείου δεν γίνεται να ειδωθεί αντικειμενικά. Χρειάζεται ένα είδος τυφλής ενόρασης. Τέλος, ο Θεός είναι περισσότερο παρών σε στιγμές πνευματικής δυσφορίας, στην τραγική αίσθηση της ανθρώπινης μοίρας. Το να πιστεύεις στο Θεό είναι να Τον επιθυμείς και να είναι αδύνατον να ζήσεις χωρίς Αυτόν. Οι χριστιανοί υπαρξιστές δυσπιστούν στις όποιες ορθολογικές προσεγγίσεις του Θεού. Κατ’ αρχάς δεν μπορεί να νοηθεί το Αιώνιο σε πλαίσιο ιστορικότητας. Η χριστιανική αλήθεια μόνο υποκειμενικά μπορεί να βιωθεί, αλλιώς αντικειμενοποιούμε το θείο. Από την άλλοι πολλοί θεολόγοι στράφηκαν στον ένθεο υπαρξισμό για να βρουν ένα φιλοσοφικό πλαίσιο. Για τον Tillich, ο υπαρξισμός είναι φυσικός σύμμαχος αφού ασχολείται με τα σημαντικά προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης και πίστευε ότι τα σύμβολα που εμπεριέχονται στο μήνυμα του Χριστιανισμού δίνουν απάντηση σε αυτά τα προβλήματα. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να αντιμετωπίζεις συνεχώς την ερώτηση του ποιος είσαι και να αντιμετωπίζεις την επιλογή του να είσαι αυθεντικός ή μη αυθεντικός. Η αυθεντικότητα περιλαμβάνει τη δυνατότητα αυθυπέρβασης (να μην είσαι με το πλήθος να είσαι ο εαυτός σου να υπερβείς την αποξένωση) η οποία και μας ολοκληρώνει ως ανθρώπινα όντα.
Τέλος, να πούμε δύο βασικά για μια πολύ σημαντική έννοια, την έννοια του προσώπου, που παίζει τεράστιο ρόλο στον «ορθόδοξο υπαρξισμό».
Πρόσωπο
Πρόσωπον, η μάσκα που φορούσε ο ηθοποιός· persona, το νομικό υποκείμενο με δικαιώματα και υποχρεώσεις, δηλαδή ο φορέας ευθύνης. Στη μοντέρνα φιλοσοφία επεκράτησε η έννοια του προσώπου ως φορέας ευθύνης. Δηλαδή, ο έχων αυτοσυνείδηση, ο έχων μνήμη, ο έχων μια ταυτότητα στο χρόνο. Οι υπαρξιστές το βλέπουν ως ένα δυναμικό γίγνεσθαι (γεγονός) παρά ως μια ουσία συγκεκριμένη. Ένα γίγνεσθαι που πρέπει να γίνει αντιληπτό με όρους αυθεντικής και μη-αυθεντικής ύπαρξης. Το πρόσωπο, δεν συνδέεται με τον κοινωνικό ρόλο. Άρα η κοινωνική περσόνα δεν είναι πρόσωπο, δεν είναι αυθεντική.
Ο Buber θεωρεί ότι η ανθρώπινη ζωή λαμβάνει χώρα σε ένα τόπο όπου υπάρχει δραματική ένταση μεταξύ της παρουσίας και της απουσίας του πραγματικού προσώπου (Εγώ-Εσύ vs. Εγώ-Αυτό). Στο Εγώ-Εσύ μπαίνεις σε ένα πραγματικό διάλογο με τον συγκεκριμένο Άλλο. Το πρόσωπο δεν είναι ένα εσωτερικό και ιδιωτικό φαινόμενο. Γινόμαστε πραγματικά πρόσωπα όταν συναντούμε τους άλλους στον κόσμο ως Εσύ. Το πρόσωπο δεν συνίσταται στην αυτοσυνείδηση αλλά στη σταθερή γνησιότητα στις συνδιαλλαγές μας.
Ο Marcel βλέπει τους ανθρώπους ως ταξιδιώτες οι οποίοι υπερβαίνουν την απλή ύπαρξη με το να αναζητούν το Ον ή τέλος πάντων την πηγή του υπέρτατου νοήματος. Τονίζει ότι η ύπαρξη είναι ενσώματη και ότι η συνύπαρξή μας με τους άλλους συμβαίνει σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Διαφοροποιεί τη χειριστική και κτητική στάση προς τους άλλους από τη στάση που επιτρέπει στον Άλλο να είναι παρόν ως Εσύ. Το γνήσιο πρόσωπο προαπαιτεί την αγάπη και την ελπίδα που υπερβαίνουν το νου και τη θέληση. Οι πράξεις σε αυτό τον κόσμο με πραγματώνουν και με αναπτύσσουν ως πρόσωπο αλλά ποτέ δεν με καθορίζουν. Το να είμαι πρόσωπο σημαίνει ότι παίρνω την ευθύνη των πράξεών μου σε σχέση με τους άλλους, αναπτύσσοντας αμοιβαία ελευθερία και συνεργασία με τους άλλους. Η ελευθερία μου, λοιπόν και ο αυτοπροσδιορισμός μου συνδέονται με αυτό που με υπερβαίνει. Μόνο όταν παραμένω υπόλογος (accountable) προς το Θεό και τους άλλους ανθρώπους μπορώ να διατηρώ επαφή με την πραγματικότητα.
Ο Berdyaev αντιτίθεται σε όποιες δυνάμεις συντάσσονται με την αντικειμενοποίηση και ό,τι καταργεί/ανατρέπει την ελευθερία του προσώπου και το υποτάσσει στον κομφορμισμό, την αναγκαιότητα ή τη βία. Ό,τι σκλαβώνει το πνεύμα και την επαφή μας με τον εσωτερικό μας κόσμο, βρίσκει τον Berdyaev απέναντι. Το πρόσωπο είναι αυτοκαθοριζόμενο και δημιουργικό. Το πρόσωπο είναι μοναδικό αλλά με καθολική/παγκόσμια σημασία, είναι φθαρτό αλλά με αιώνια δυναμική. Είμαστε διπλά, διφυή όντα, δεμένα με τον εδώ κόσμο και την αντικειμενική αναγκαιότητα και από την άλλη στη σφαίρα της προσωπικής ελευθερίας.
Το κείμενο είναι από την ομιλία της κ.Φέλιου στο Εργαστήρι Υπαρξιακών θεμάτων του “γίγνεσθαι“.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Βαλ, Ζ. (1988). Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού. 2η εκδ. Αθήνα: Δωδώνη.
Audi, R. (ed.) (1999). The Cambridge dictionary of philosophy. 2nd. ed. Cambridge: Cambridge University Press.
Berdyaev, N. (2009). The divine and the human. San Rafael: Semantron Press.
Buber, M. (1951). Two types of faith. Oxford: Routledge.
Moore, C. H. (ed.) (2002). Provocations: spiritual writings of Kierkegaard. Farmington: Bruderhof Foundation.
Marcel, G. (1950). The mystery of being. Chicago: Henry Regnery.
[1] Σε αντίθεση με παραδοσιακές θεωρίες, οι οποίες θεωρούν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα είδος αντικειμένου (προς μελέτη, προς ανάλυση, κτλ), ενός αντικειμένου που μελετάται ή ως μυαλό ή ως σώμα ή ως συνδυασμός των 2, οι υπαρξιστές θεωρούν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη χαρακτηρίζεται από μία βαθιά ένταση, μια σύγκρουση μεταξύ 2 διαστάσεων: από την μια πλευρά είμαστε οργανισμοί όπως όλοι οι οργανισμοί, δηλαδή είμαστε ζώα, λειτουργούμε με τις αισθήσεις μας, έχουμε συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας, κτλ , από την άλλη επειδή έχουμε αυτεπίγνωση, μπορούμε να συλλογιστούμε τις επιθυμίες μας να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας σε σχέση με ένα όραμα που έχουμε για το πώς εξελίσσεται ή θα έπρεπε να εξελίσσεται η ζωή μας. Μας ενδιαφέρει, μας αφορά το τι είδος άνθρωποι είμαστε. Έτσι , δεν έχουμε απλώς επιθυμίες αλλά έχουμε επιθυμίες και για τις επιθυμίες μας. Και αυτό μας οδηγεί σε μια στάση προς τη ζωή μας τον εαυτό μας, τους άλλους. Δηλαδή ως άνθρωπος χαρακτηρίζομαι από μια ένταση μεταξύ της άμεσης αίσθησης και της επιθυμίας μου από τη μια και των προθέσεών μου και των στόχων μου από την άλλη.
[2] Ο αντικειμενικός στοχασμός είναι ο επιστημονικός , αυτός που επικεντρώνεται στη γνώση των πραγμάτων και της αντικειμενικής φύσης. Ο υποκειμενικός απευθύνεται στη μη-ορθολογική διάσταση της ατομικότητας. Εκεί, ο στοχασμός για τον εαυτό μας συνεπάγεται μια συνειδητή επιλογή του εαυτού μας. Αυτή η επιλογή είναι μια ηθική πράξη όπου το άτομο αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη του τρόπου ζωής του. Εδώ το άτομο αναγνωρίζει το σχεσιακό χαρακτήρα της ύπαρξής του και συνειδητοποιεί ότι η ατομικότητά του ξεπερνά την σφαίρα της αντικειμενικότητας και συνδέεται με κάτι αιώνιο. Η συνειδητοποίηση της ασυμμετρίας μεταξύ άπειρου/πεπερασμένου, φθαρτού/αιώνιου, αναγκαιότητας/ελευθερίας μπορεί να οδηγήσει στην αγωνία και την απελπισία. Όμως είναι απαραίτητο να περάσει το άτομο μέσα από αυτές τις υπαρξιακές ψυχικές διαθέσεις. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να σταθεί απέναντι στο Θεό.
[3] Αυτές είναι: α) τη μη-εγωιστική πρόθεση: να βοηθήσουμε τον Άλλον να πραγματοποιήσει την Existenz του, όχι να τον χρησιμοποιούμε σαν εργαλείο για τη δική μας αυτοπραγμάτωση, β) ανοιχτοσύνη, ανοιχτομυαλιά και ειλικρίνεια, όχι κρυμμένες ατζέντες στην επικοινωνία, όχι μάσκες όχι κολλήματα σε συνήθειες και γνώμες και πεποιθήσεις, γ) πραγματική πρόθεση να αποδεχτούμε την ελευθέρια του άλλου και τη δυνατότητά του για αυτοπραγμάτωση. Ο Jaspers ζητά την πλήρη ισότητα, δ) πνευματική (διανοητική) ακεραιότητα για να κάνουμε εποικοδομητική αυτοκριτική και, ε) προθυμία αλλά και ικανότητα να αντέχουμε τη μοναξιά και την αξιοπρέπεια την μοναχικότητας. Να μην προσπαθούμε να αποφύγουμε τη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση με κάθε κόστος συμπεριλαμβανομένων και της αυταπάτης, της ταπείνωσης και του ξεπεσμού.
[4] Τον οποίο αποκαλεί Ιππότη Πίστης διότι έκανε το άλμα πίστης. Αναγνωρίζει ο Αβραάμ (σε γνωσιακό επίπεδο) το αδύνατο, το απίστευτο, αυτού στο οποίο πιστεύει και αυτού το οποίο κάνει αλλά πιστεύει σε αυτό τον παραλογισμό, σε αυτή την ουτοπία, που μπορεί να τον σώσει και τελικά τον σώζει. Η πράξη του Αβραάμ, σύμφωνα με την ηθική, είναι φόνος. Η πίστη όμως, υπερβαίνει τις παγκόσμιες σταθερές και την επικρατούσα ηθική, με την έννοια ότι μέσω της πίστης η σχέση του ατόμου με το Απόλυτο καθορίζει τη σχέση του με τις παγκόσμιες κατηγορηματικές προσταγές και όχι το αντίθετο.
Βλέπουμε να συμβαίνει το αντίθετο στην Ιφιγένεια (Ευριπίδης) όπου εκεί η θυσία της δεν είναι παραλογισμός διότι επιτάσσεται από τη λογική. Έχει ένα σκοπό: να εξυπηρετηθεί ο απόπλους του ελληνικού στρατού. Άρα καθορίζεται από τις κατηγορηματικές προσταγές: όσο κι αν είναι σκληρό για τον Αγαμέμνονα, έχει τη στήριξη του κόσμου.
via