Πυροβολώντας έναν ελέφαντα - Point of view

Εν τάχει

Πυροβολώντας έναν ελέφαντα



Στο Μουλμέιν, στην Κάτω Βιρμανία, με μισούσαν πολλοί άνθρωποι. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που υπήρξα τόσο σημαντικός ώστε να μου συμβεί αυτό. Ήμουν ο τοπικός αστυνόμος της πόλης όπου, μ’ έναν άσκοπο και ανούσιο τρόπο, τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα ήταν πολύ έντονα. Κανείς δεν είχε τα κότσια να σηκώσει φασαρίες, αν όμως μια Ευρωπαία πήγαινε μόνη της στο παζάρι, κάποιος θα βρισκόταν για να φτύσει χυμό από μπετέλ πάνω στο φόρεμά της.


Σαν αστυνομικός αποτελούσα προφανή στόχο και με περιγελούσαν όποτε μπορούσαν να το κάνουν χωρίς κίνδυνο. Στο γήπεδο, όταν ένας καπάτσος Βιρμανός μού έβαλε τρικλοποδιά κι ο διαιτητής (επίσης Βιρμανός) έκανε ότι κοίταζε αλλού, το πλήθος πανηγύρισε γελώντας πρόστυχα. Κι αυτό δεν έγινε μια φορά. Στο τέλος, οι μορφασμοί στα κίτρινα μούτρα των νεαρών που έβλεπα παντού μπροστά μου κι οι βρισιές που με έλουζαν όποτε βρισκόμουν σε ασφαλή απόσταση είχαν αρχίσει να μου σπάνε τα νεύρα. Οι χειρότεροι απ’ όλους ήταν οι νεαροί βουδιστές μοναχοί. Υπήρχαν κάμποσες χιλιάδες από δαύτους στην πόλη και κανείς τους δεν φαινόταν να έχει να κάνει κάτι πέρα απ’ το να στέκει στις γωνίες των δρόμων και να χλευάζει τους Ευρωπαίους.



Αυτή η κατάσταση με μπέρδευε και με στενοχωρούσε. Την εποχή εκείνη είχα ήδη σχηματίσει την άποψη ότι ο ιμπεριαλισμός είναι κακό πράγμα – όσο γρηγορότερα τα βροντούσα κι έφευγα, τόσο το καλύτερο. Θεωρητικά –και κρυφά, βέβαια– ήμουν εντελώς υπέρ των Βιρμανών κι εντελώς εναντίον των καταπιεστών τους, των Βρετανών. Όσο για τη δουλειά που έκανα, τη μισούσα πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορέσω ποτέ να το εκφράσω. Σ’ ένα τέτοιο πόστο, βλέπεις από κοντά τη βρωμοδουλειά της Αυτοκρατορίας. Οι ταλαίπωροι κρατούμενοι, στριμωγμένοι στα ελεεινά κλουβιά των φυλακών, τα μουντά, φοβισμένα πρόσωπα των βαρυποινιτών, τα πληγιασμένα πισινά όσων είχαν ξυλοκοπηθεί με ραβδιά από μπαμπού – όλ’ αυτά με πλάκωναν μ’ ένα αβάσταχτο αίσθημα ενοχής.

Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω. Ήμουνα πολύ νέος και με λειψή μόρφωση, έπρεπε λοιπόν να συλλογιέμαι τα προβλήματά μου μέσα στην απόλυτη σιωπή που επιβάλλεται σε κάθε Άγγλο στην Ανατολή. Δεν ήξερα καν ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία πεθαίνει, ούτε ότι είναι κατά πολύ καλύτερη από τις νεότερες αυτοκρατορίες που πρόκειται να την αντικαταστήσουν. Το μόνο που ήξερα είναι ότι βρισκόμουνα παγιδευμένος ανάμεσα στο μίσος μου για την αυτοκρατορία που υπηρετούσα και στην οργή μου για τα μικρά μοχθηρά τέρατα που προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειά μου ανέφικτη. Με το ένα κομμάτι του μυαλού μου, πίστευα ότι το Βρετανικό Ρατζ ήταν μια ακατάβλητη τυραννία, κάτι που θα κρατούσε παράλυτη, στους αιώνες των αιώνων, τη θέληση των υποταγμένων λαών – με ένα άλλο κομμάτι του μυαλού μου σκεφτόμουνα ότι η μεγαλύτερη απόλαυση στον κόσμο θα ήταν να καρφώσω την ξιφολόγχη μου στα άντερα κάποιου βουδιστή μοναχού. Τέτοια αισθήματα αποτελούν φυσιολογικά υποπροϊόντα του ιμπεριαλισμού. Ρωτήστε οποιονδήποτε αγγλοϊνδό υπάλληλο θέλετε, αν τύχει να τον βρείτε εκτός υπηρεσίας.



Κάποια μέρα συνέβη κάτι που, με έμμεσο τρόπο, ήταν ενδεικτικό. Ένα ασήμαντο περιστατικό καθεαυτό, μου έδωσε όμως να καταλάβω μ’ ένα τρόπο που μου είχε ξεφύγει ως τότε την πραγματική φύση του ιμπεριαλισμού – τα πραγματικά κίνητρα με τα οποία λειτουργούν οι δεσποτικές κυβερνήσεις. Κάποιο πρωί, νωρίς, ο ανθυπαστυνόμος ενός τμήματος στην άλλη άκρη της πόλης μού τηλεφώνησε και μου είπε ότι ένας ελέφαντας ρήμαζε το παζάρι. Μήπως θα μπορούσα να πάω εκεί και να κάνω κάτι; 





Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσα να κάνω, ήθελα όμως να δω τι συνέβαινε – ανέβηκα λοιπόν στο πόνι μου και ξεκίνησα.

Πήρα μαζί την καραμπίνα μου, μια παλιά Γουίντσεστερ 44, πολύ μικρό όπλο για να σκοτώσει ελέφαντα, σκέφτηκα όμως ότι ο θόρυβος της ντουφεκιάς θα μπορούσε, εν ανάγκη, να τον τρομάξει. Διάφοροι Βιρμανοί με σταμάτησαν στο δρόμο και μου μίλησαν για τα κατορθώματα του ελέφαντα. Δεν ήταν άγριος ελέφαντας, φυσικά, αλλά ένα εξημερωμένο ζώο που το είχε πιάσει η «μανία» του. Τον είχαν αλυσοδέσει, όπως κάνουν πάντα στους εξημερωμένους ελέφαντες όταν περιμένουν να τους έρθει η «μανία» τους, όμως την προηγούμενη νύχτα είχε κατορθώσει να σπάσει την αλυσίδα του και να το σκάσει. Ο μαχούτ του, ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τον κάνει καλά όταν βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, έτρεξε να τον βρει, φαίνεται όμως ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση και πρέπει να βρισκόταν τώρα δώδεκα ώρες δρόμο μακριά ενώ, το πρωί, ο ελέφαντας είχε εμφανιστεί και πάλι, ξαφνικά, στην πόλη. Οι Βιρμανοί δεν είχαν όπλα και ήταν ανίσχυροι απέναντί του. Είχε ήδη καταστρέψει κάποιου την καλύβα από μπαμπού, είχε ξεκάνει μια γελάδα και είχε κάνει ντου στους πάγκους των μανάβηδων, καταβροχθίζοντας τα φρούτα. Συναντήθηκε με το σκουπιδιάρικο του δήμου και, αφού ο οδηγός του το παράτησε και το ’βαλε στα πόδια, εκείνος το αναποδογύρισε και το κοπάνησε για τα καλά.




Ο Βιρμανός ανθυπαστυνόμος και μερικοί ινδοί χωροφύλακες με περίμεναν στη συνοικία όπου είχαν δει τον ελέφαντα. Ήταν μια φτωχογειτονιά, ένας λαβύρινθος από τρισάθλια μπαμπουδένια καλύβια, σκεπασμένα με φοινικόκλαδα, που σκαρφάλωνε φιδογυριστά σε μια απότομη πλαγιά. Είχε, θυμάμαι, συννεφιά και κουφόβραση, ήμασταν στην αρχή της εποχής των βροχών. Αρχίσαμε να ρωτάμε τον κόσμο πού είχε πάει ο ελέφαντας και, όπως συνήθως, δεν κατορθώναμε να μάθουμε καμιά θετική πληροφορία.



Πάντα έτσι γίνεται στην Ανατολή – μια ιστορία ακούγεται πάντα αρκετά ξεκάθαρη από μακριά, όσο όμως πλησιάζεις στο σκηνικό των γεγονότων τόσο πιο αόριστα γίνονται τα πράγματα. Κάποιοι λέγανε ότι ο ελέφαντας πήγε αποδώ, κάποιοι λέγανε ότι ο ελέφαντας πήγε αποκεί, άλλοι ορκίζονταν ότι δεν είχαν ακούσει τίποτα για κανένα ελέφαντα. Το είχα σχεδόν πάρει απόφαση ότι όλη η υπόθεση ήταν ένα μάτσο ψέματα, όταν ακούστηκαν κραυγές, όχι μακριά μας. Ήταν μια βαριά, ταραγμένη φωνή: «Φύγε παιδί! Φύγε αμέσως!» και, στη γωνία μιας καλύβας, πρόβαλε μια γριά με μια βίτσα στο χέρι, που απόδιωχνε ένα τσούρμο γυμνά παιδιά. Την ακολουθούσαν μερικές γυναίκες που πλατάγιζαν τη γλώσσα τους ή σκούζανε – υπήρχε προφανώς κάτι που δεν έπρεπε να το δουν τα παιδιά. Έστριψα στην καλύβα κι αντίκρισα, ξαπλωμένο στη λάσπη, το πτώμα ενός άντρα. Ήταν Ινδός, ένας μαύρος δραβίδης κούλης, μισόγυμνος, και δεν πρέπει να είχε πολλή ώρα πεθαμένος. Μου είπανε ότι ο ελέφαντας τον πέτυχε ξαφνικά, στρίβοντας στη γωνία της καλύβας, τον άρπαξε με την προβοσκίδα του, πάτησε με το πόδι την πλάτη του και τον κάρφωσε στο χώμα.

Ήταν η εποχή των βροχών και το έδαφος ήταν μαλακό, έτσι είχε ανοίξει με το σώμα του ένα χαντάκι ίσαμ’ ένα πόδι βαθύ και δυο γιάρδες μακρύ. Έστεκε μπρούμυτα, με τα χέρια ανοιγμένα και το κεφάλι απότομα στριμμένο στο πλάι. Το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο με λάσπη, τα μάτια του ορθάνοιχτα, τα δόντια του ακάλυπτα και σφιγμένα σε μια γκριμάτσα ανείπωτης αγωνίας. (Επ’ ευκαιρία, μη μου μιλήσετε ποτέ για γαλήνιους νεκρούς. Όλα τα πτώματα που έχω δει είχαν φρικιαστική όψη.) Η πίεση από το πόδι του παχύδερμου είχε ξεκολλήσει το πετσί από την πλάτη του έτσι όπως γδέρνουμε ένα κουνέλι. Αμέσως μόλις είδα το πατημένο λείψανο, έστειλα ένα χωροφύλακα στο σπίτι ενός φίλου, εκεί κοντά, για να δανειστεί ένα ντουφέκι για ελέφαντες. Είχα ήδη ξαποστείλει το πόνι μου – δεν ήθελα να αφηνιάσει και να με ρίξει κάτω μόλις μύριζε τον ελέφαντα.



Ο χωροφύλακας γύρισε σε λίγα λεφτά μ’ ένα ντουφέκι και πέντε φυσίγγια ενώ στο μεταξύ είχαν έρθει κάποιοι Βιρμανοί για να μας πουν ότι ο ελέφαντας βρισκόταν στους ορυζώνες, λίγες εκατοντάδες γιάρδες πιο πέρα. Μόλις ξεκίνησα για κει, πραχτικά ολόκληρος ο πληθυσμός της συνοικίας παράτησε τα καλύβια του και μ’ ακολούθησε. Είχαν δει το ντουφέκι να καταφτάνει και τώρα φώναζαν όλοι τους, γεμάτοι ενθουσιασμό, ότι πήγαινα να σκοτώσω τον ελέφαντα. Δεν είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το παχύδερμο όταν εκείνο ξεπάτωνε τα σπίτια τους, τώρα όμως που πήγαινα να το πυροβολήσω, ήταν διαφορετικά. Γι’ αυτούς σήμαινε λίγη διασκέδαση, όπως θα ήταν και για ένα πλήθος Άγγλων – κι έπειτα ορέγονταν το κρέας του. Αυτό μ’ έκανε να νιώθω κάπως άβολα.

Δεν σκόπευα να πυροβολήσω τον ελέφαντα –είχα ζητήσει να φέρουν το όπλο μόνο και μόνο για να υπερασπίσω τον εαυτό μου, αν χρειαζόταν– κι είναι πάντα εκνευριστικό να έχεις ένα πλήθος στο κατόπι σου. Κατηφόρισα το λόφο, μοιάζοντας και νιώθοντας ηλίθιος, με το ντουφέκι στον ώμο και μια παρδαλή στρατιά να πυκνώνει ολοένα πίσω μου. Στο κάτω μέρος, εκεί που βγαίναμε απ’ τα καλύβια, υπήρχε ένας χαλικοστρωμένος δρόμος και πίσω του ένας λασπότοπος προορισμένος για ορυζώνες, ίσαμε χίλιες γιάρδες φάρδος, όχι ακόμα οργωμένος αλλά βαριά ποτισμένος από τις πρώτες βροχές και με σκόρπιες συστάδες από αγριόχορτα εδώ κι εκεί. Ο ελέφαντας στεκόταν ογδόντα γιάρδες πέρα από το δρόμο, με την αριστερή του πλευρά στραμμένη προς το μέρος μας. Δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο πλήθος που τον πλησίαζε. Ξερίζωνε δεμάτια από χορτάρι, τα τίναζε πάνω στα γόνατά του για να καθαριστούν απ’ το χώμα και τα μπούκωνε στο στόμα του.

Είχα σταθεί πάνω στο δρόμο. Μόλις αντίκρισα τον ελέφαντα ήξερα με απόλυτη σιγουριά ότι δεν έπρεπε να του ρίξω. Το να πυροβολήσεις έναν ελέφαντα εργασίας είναι σοβαρή υπόθεση –ισοδυναμεί με το να καταστρέψεις ένα ογκώδες και πανάκριβο μηχάνημα– και προφανώς είναι κάτι που δεν πρέπει να το κάνεις, αν μπορείς να το αποφύγεις. Από αυτή την απόσταση, έτσι όπως βοσκούσε ήσυχα, ο ελέφαντας δεν έμοιαζε πιο επικίνδυνος από μια αγελάδα. Πίστεψα τότε (και πιστεύω και τώρα) ότι η «μανία» τού είχε ήδη περάσει. Στην περίπτωση αυτή, απλώς θα τριγύριζε αποδώ κι αποκεί, χωρίς ν’ αποτελεί κίνδυνο, ώσπου να γυρίσει ο μαχούτ του για να τον μαζέψει. Επιπλέον, δεν είχα την παραμικρή διάθεση να τον σκοτώσω. Αποφάσισα να καθίσω και να τον παρακολουθήσω για λίγο, για να βεβαιωθώ ότι δεν θ’ αγρίευε και πάλι, και μετά να γυρίσω στο σπίτι μου.

Αλλά, τη στιγμή εκείνη, στράφηκα και κοίταξα το πλήθος που με είχε ακολουθήσει. Ήταν πολύς κόσμος, τουλάχιστον δυο χιλιάδες άτομα και συνέχιζαν να έρχονται κι άλλοι. Είχαν κλείσει το δρόμο, σε μεγάλη απόσταση, κι απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά. Κοίταξα αυτή τη θάλασσα από κίτρινα μούτρα πάνω από πολύχρωμα και φανταχτερά ρούχα, μούτρα χαρούμενα και ξαναμμένα για τούτη τη μικρή διασκέδαση, γεμάτα σιγουριά ότι ο ελέφαντας έμελλε να πυροβοληθεί. Με κοιτούσαν έτσι όπως θα παρακολουθούσαν ένα ταχυδαχτυλουργό που ετοίμαζε την παράστασή του. Δεν με συμπαθούσαν, όμως με το θαυματουργό ντουφέκι στο χέρι άξιζε για λίγο τον κόπο να με χαζέψουν.

Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι, τελικά, έπρεπε να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Αυτό περίμενε ο κόσμος από μένα, άρα αυτό έπρεπε να κάνω – ένιωθα δυο χιλιάδες θελήσεις που με σπρώχνανε προς αυτό, ακαταμάχητα. Κι ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έτσι όπως έστεκα εκεί με το ντουφέκι στα χέρια, που κατάλαβα για πρώτη φορά την κενότητα, τη ματαιότητα της κυριαρχίας του λευκού στην Ανατολή. Ορίστε λοιπόν εγώ, ο λευκός με το ντουφέκι του, μπροστά στο άοπλο πλήθος των ιθαγενών – φαινομενικά ο πρωταγωνιστής του έργου, στην πραγματικότητα όμως μόνο μια άβουλη μαριονέτα που άγεται και φέρεται από τη θέληση αυτών των κίτρινων μούτρων πίσω μου. Κατάλαβα τη στιγμή εκείνη ότι, όταν ο λευκός γίνεται τύραννος, εκείνο που καταστρέφει είναι η δική του ελευθερία. Γίνεται ένα είδος κούφιου κι επιτηδευμένου ανδρείκελου, η συμβατική φιγούρα ενός σαχίμπ. Προϋπόθεση της εξουσίας του είναι ότι θ’ αφιερώσει όλη του τη ζωή στην προσπάθεια να εντυπωσιάσει τους «ιθαγενείς», επομένως, σε κάθε κρίσιμη στιγμή, πρέπει να κάνει εκείνο που προσδοκούν από αυτόν οι «ιθαγενείς». Φοράει μια μάσκα και το πρόσωπό του αναπτύσσεται έτσι ώστε να προσαρμοστεί πάνω της.

Έπρεπε να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Είχα δεσμευτεί να το κάνω όταν έστειλα να μου φέρουν το ντουφέκι. Ένας σαχίμπ πρέπει να φέρεται σαν σαχίμπ, πρέπει να δείχνει αποφασισμένος, να ξέρει τι έχει στο νου του και να ενεργεί με σιγουριά. Να έχω έρθει όλο αυτό το δρόμο, με το ντουφέκι στο χέρι, με δυο χιλιάδες ανθρώπους να με ακολουθούν πιστά, και μετά να γυρίσω απλώς πίσω, άπραχτος και άδοξα – α, όχι, αυτό ήταν αδύνατο. Το πλήθος θα με περιγελούσε. Και ολόκληρη η ζωή μου, η ζωή κάθε λευκού στην Ανατολή, ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας ενάντια στον κίνδυνο του χλευασμού.


Όμως δεν ήθελα να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Τον κοίταγα να χτυπάει το χορταρένιο δεμάτι του στα γόνατα, με κείνο το απορροφημένο, γιαγιαδίστικο ύφος που έχουν οι ελέφαντες. Το να τον πυροβολήσω, μου φαινόταν δολοφονία. Σε κείνη την ηλικία δεν ήμουν μη-μου-άπτου, δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα να σκοτώνω ζώα, όμως δεν είχα πυροβολήσει ποτέ ελέφαντα, κι ούτε ήθελα ποτέ. (Για κάποιο λόγο, μοιάζει πάντα χειρότερο το να σκοτώνεις μεγαλόσωμο ζώο.) Κι έπειτα, είχα να σκεφτώ και τον ιδιοχτήτη του ζώου. Ζωντανός, ο ελέφαντας άξιζε τουλάχιστον εκατό λίρες – πεθαμένος, θα άξιζε μόνο όσο κάνουν οι χαυλιόδοντές του, πέντε λίρες το πολύ. Έπρεπε όμως να δράσω γρήγορα. Στράφηκα σε κάποιους Βιρμανούς που μοιάζανε έμπειροι και που ήταν ήδη εκεί όταν φτάσαμε και τους ρώτησα πώς είχε συμπεριφερθεί ως τότε ο ελέφαντας. Είπαν όλοι το ίδιο πράγμα: δεν σου έδινε σημασία αν τον άφηνες ήσυχο, μπορεί όμως να σου ορμούσε αν πλησίαζες πολύ κοντά του.

Μου ήταν πολύ ξεκάθαρο το τι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να πλησιάσω τον ελέφαντα, στις εικοσπέντε γιάρδες ας πούμε, για να δοκιμάσω τη συμπεριφορά του. Αν ορμούσε, θα μπορούσα να τον πυροβολήσω. Αν δεν μου έδινε σημασία, θα ήταν τότε ασφαλές να τον αφήσω στην ησυχία του ώσπου να γυρίσει ο μαχούτ. Ήξερα όμως, επίσης, ότι τέτοιο πράγμα δεν μπορούσα να κάνω. Ήμουν κακός σκοπευτής με ντουφέκι και το έδαφος ήταν μαλακιά λάσπη, έτσι που βούλιαζες σε κάθε βήμα. Αν ο ελέφαντας μου χιμούσε κι εγώ αστοχούσα, δεν θα είχα περισσότερες τύχες από ένα βάτραχο απέναντι σε οδοστρωτήρα. Ακόμα και τότε, όμως, δεν σκεφτόμουνα ιδιαίτερα το τομάρι μου, μόνο τα κίτρινα μούτρα που με παρακολουθούσαν αδιάκοπα, πίσω απ’ την πλάτη μου. Γιατί τη στιγμή εκείνη, με το πλήθος να με παρατηρεί, δεν φοβόμουνα με τη συνηθισμένη έννοια, έτσι όπως θα φοβόμουνα αν ήμουνα μονάχος μου. Ένας λευκός δεν πρέπει να τρομάζει μπροστά σε «ιθαγενείς», άρα συνήθως όντως δεν τρομάζει. Η μοναδική σκέψη στο μυαλό μου ήταν ότι, αν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, τούτοι οι δυο χιλιάδες Βιρμανοί θα έβλεπαν τον ελέφαντα να με κυνηγάει, να με αρπάζει, να με τσαλαπατάει και να με μετατρέπει σε πτώμα με απαίσια γκριμάτσα, όπως εκείνος ο Ινδός πάνω στο λόφο. Κι αν συνέβαινε αυτό, ήταν πολύ πιθανό ότι μερικοί απ’ αυτούς θα γελούσαν. Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί.

Υπήρχε μόνο μια εναλλακτική. Έβαλα τα φυσίγγια στο γεμιστήρα και ξάπλωσα στο δρόμο για να σκοπεύσω καλύτερα. Το πλήθος σώπασε ξαφνικά κι ένας βαθύς και σιγανός στεναγμός ικανοποίησης βγήκε από εκατοντάδες λαρύγγια, σάμπως από θεατές που έβλεπαν επιτέλους την αυλαία του θεάτρου να σηκώνεται. Θα είχαν, λοιπόν, τη μικρή τους διασκέδαση. Το ντουφέκι ήταν ένα ωραίο γερμανικό κομμάτι με διόπτρα. Δεν ήξερα τότε ότι, όταν πυροβολείς ελέφαντα, πρέπει να σημαδεύεις σάμπως να ήθελες να πετύχεις μια φανταστική βέργα που πηγαίνει από τη μία στην άλλη τρύπα των αυτιών του. Έπρεπε, επομένως, καθώς είχα τον ελέφαντα σε προφίλ, να σημάδευα κατευθείαν στην τρύπα του αυτιού του. Απεναντίας σκόπευσα κάμποσες ίντσες πιο μπροστά, πιστεύοντας ότι κάπου εκεί θα ήταν ο εγκέφαλός του.


Όταν πάτησα τη σκανδάλη, δεν άκουσα το σμπάρο ούτε ένιωσα το όπλο να κλωτσάει –ποτέ δεν συμβαίνει αυτό όταν η σφαίρα βρίσκει στόχο– άκουσα όμως το δαιμονικό βουητό αγαλλίασης που σήκωσε το πλήθος. Τη στιγμή εκείνη, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, λιγότερο θα ’λεγες κι απ’ όσο χρειάστηκε η σφαίρα για να τον φτάσει, είχε συμβεί μια μυστήρια, τρομερή αλλαγή στον ελέφαντα. Ούτε κλονίστηκε ούτε έπεσε, όμως κάθε γραμμή του σώματός του είχε αλλοιωθεί. Έμοιαζε ξάφνου πληγωμένος, ζαρωμένος, αφάνταστα γέρος, σάμπως ο φοβερός αντίχτυπος της σφαίρας να τον είχε παραλύσει χωρίς να τον σωριάσει. Τελικά, μετά από ένα διάστημα που φάνηκε πολύ μεγάλο –θα ήταν πέντε δευτερόλεφτα, θαρρώ– τα γόνατά του λύγισαν. Από το στόμα του τρέχανε σάλια. Έμοιαζε σα να τον είχαν κυριέψει απότομα τα γεράματα. Θα μπορούσες να πιστέψεις ότι είχε ηλικία χιλιάδων χρόνων. Ξαναπυροβόλησα στο ίδιο σημείο. Με τη δεύτερη σφαίρα, αντί να καταρρεύσει ορθώθηκε, με απελπιστική βραδύτητα, και στάθηκε αβέβαια όρθιος, με τα πόδια του να τρέμουν και το κεφάλι του να κρέμεται. Πυροβόλησα για τρίτη φορά. Αυτή ήταν η σφαίρα που τον ξάπλωσε. Μπορούσες να δεις το ψυχορράγημα να συνταράζει ολόκληρο το κορμί του και ν’ αποδιώχνει τα ύστερα κατάλοιπα ικμάδας απ’ τα πόδια του. Ενώ όμως έπεφτε φάνηκε για μια στιγμή ν’ ανασηκώνεται, σάμπως τα πίσω πόδια του που λύγιζαν να όρθωναν το μπροστά μέρος, σαν ένας πελώριος βράχος που τραμπαλιζόταν, με την προβοσκίδα του ν’ αγγίζει τον ουρανό σα δέντρο. Σάλπισε, για πρώτη και μοναδική φορά. Κι ύστερα σωριάστηκε χάμω, η κοιλιά του στραμμένη προς το μέρος μου, μ’ ένα βρόντο που έμοιασε να τραντάζει το έδαφος, μέχρι κι εκεί που στεκόμουνα εγώ.

Σηκώθηκα. Οι Βιρμανοί έτρεχαν ήδη, προσπερνώντας με, μέσα στη λάσπη. Ήταν φανερό ότι ο ελέφαντας δεν θα ξανασηκωνόταν πια, όμως δεν ήταν νεκρός. Ανάσαινε πολύ ρυθμικά σ’ ένα βαθύ ρόγχο, με τα τεράστια παΐδια του να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν με πόνο. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο – μπορούσα να δω μέχρι το βάθος τα σπήλαια του αχνά ροδαλού λάρυγγα. Περίμενα για κάμποση ώρα να πεθάνει, όμως η ανάσα του δεν λιγόστευε. Στο τέλος, έριξα τις δυο σφαίρες που μου απομένανε στο σημείο που νόμιζα ότι βρισκόταν η καρδιά του. Πυκνό αίμα ανάβλυσε από μέσα του σάμπως κόκκινο βελούδο, όμως και πάλι δεν πέθανε. Το σώμα του δεν τιναζόταν όταν τον έβρισκαν οι σφαίρες, ενώ η βασανισμένη ανάσα του συνεχιζόταν αδιάκοπα. Πέθαινε, πολύ αργά και με μεγάλη αγωνία, αλλά σε κάποιο απόμακρο από μένα κόσμο, όπου ούτε μια σφαίρα δεν μπορούσε πια να τον βλάψει περισσότερο. Καταλάβαινα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σ’ αυτό τον ανυπόφορο θόρυβο. Ήταν φριχτό να βλέπεις το τεράστιο ζώο να κείτεται εκεί, ανήμπορο να κουνηθεί κι όμως ανήμπορο να πεθάνει, χωρίς να μπορείς καν να το αποτελειώσεις. Ζήτησα να μου δώσουν το δικό μου μικρό ντουφέκι και συνέχισα, σφαίρα τη σφαίρα, σημαδεύοντας την καρδιά του και μέσα στο λαρύγγι του. Οι βολές μου έμοιαζε να μην έχουν καμιά επίδραση πάνω του. Οι βασανισμένες ανάσες του συνέχιζαν ν’ ακούγονται, το ίδιο σταθερά με το χτύπο ενός ρολογιού.

Στο τέλος, δεν άντεχα άλλο να μένω εκεί κι έφυγα. Έμαθα μετά ότι του πήρε μισή ώρα να πεθάνει. Οι Βιρμανοί είχαν αρχίσει να φέρνουν μαχαίρια και καλάθια ήδη πριν φύγω, και μου είπαν ότι, μέχρι τ’ απόγεμα, είχαν καθαρίσει το σώμα του σχεδόν ως το κόκαλο.


Μετά, φυσικά, έγιναν ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με την εκτέλεση του ελέφαντα. Ο ιδιοχτήτης έγινε έξαλλος, ήταν όμως απλώς ένας Ινδός και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έπειτα, από νομική άποψη, είχα ενεργήσει σωστά, αφού ένας εξαγριωμένος ελέφαντας πρέπει να εξοντώνεται, όπως ένα λυσσασμένο σκυλί, αν ο ιδιοχτήτης του δεν καταφέρνει να τον ελέγξει. Στους Ευρωπαίους, οι γνώμες ήταν διχασμένες. Οι πιο ηλικιωμένοι λέγανε ότι έπραξα σωστά, οι νεότεροι έλεγαν ότι ήταν πολύ κρίμα να εξοντωθεί ένας ελέφαντας απλώς επειδή σκότωσε ένα κούλη – αφού ένας ελέφαντας άξιζε πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε αναθεματισμένο μαυριδερό κούλη. Όσο για μένα, ήμουν πολύ ευτυχής που είχε σκοτωθεί εκείνος ο κούλης: αυτό με δικαίωνε, από νομική άποψη, και μου πρόσφερε επαρκή αφορμή για να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Ωστόσο, αναρωτιόμουνα συχνά αν κανένας άλλος είχε καταλάβει ότι πυροβόλησα τον ελέφαντα μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελα να φανώ ηλίθιος.



έκδοση σε βιβλίο


Ένα δοκίμιο του Τζορτζ Όργουελ 
σε μετάφραση Τέταρτου Κόσμου


Pages