Στον «Φαίδωνα, 63.b.4 – 69.e.2» ο Πλάτων ορίζει την φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου.
Τώρα όμως, το ξέρετε, ελπίζω να φτάσω και κοντά σε αγαθούς ανθρώπους – πράγμα βέβαια που δεν θα μπορούσα να υποστηρίξω με πεποίθηση. Το ότι όμως ελπίζω να φτάσω κοντά σε δεσπότες θεούς εξόχως αγαθούς, να το ξέρετε, αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να υποστηρίξω με πεποίθηση, είναι αυτό. Συνεπώς, για αυτό δεν αγανακτώ όπως οι άλλοι, αντίθετα ευελπιστώ ότι υπάρχει κάτι για όσους έχουν πια πεθάνει και, όπως λέει και η αρχαία παράδοση, πολύ καλύτερα για τους αγαθούς παρά για τους κακούς.
Κι όμως, αν είναι αναξιόπιστες και θολές αυτές οι αισθήσεις του σώματος, σκέψου κι άλλες. Γιατί όλες είναι κατά κάποιο τρόπο κατώτερες από αυτές. Ή μήπως δεν σου φαίνονται έτσι;
Και αναφέρομαι σε όλα, στο μέγεθος, στην υγεία, στην δύναμη, και των άλλων, με μία λέξη, όλων άγγιξες την ουσία, που σημαίνει τι ακριβώς είναι στην πραγματικότητα καθένα από αυτά;
Γιατί χιλιάδες ενοχλητικές ασχολίες μας δημιουργεί το σώμα με την ανάγκη για τροφή. Επιπλέον, αν μας βρούν τίποτε αρρώστιες, μας δημιουργούν εμπόδια στο κυνήγι του Όντος. Με αφροδίσιες απολύσεις, επιθυμίες, φόβους, με κάθε είδους φαντασιοκοπήματα και ανόητη φλυαρία μας πλημμυρίζει, ώστε πράγματι, και είναι απόλυτα αληθινό αυτό που λέγεται, εξαιτίας του δεν μας άρχεται ποτέ η παραμικρή σωστή σκέψη.
Γιατί και στους πολέμους, τις στάσεις και τις μάχες δεν τις δημιουργούν παρά το σώμα και οι επιθυμίες του. Για την απόκτηση αγαθών βέβαια γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα αγαθά εξαναγκαζόμαστε να τα αποκτήσουμε για χάρη του σώματος, υπόδουλοι σε αυτό και τη φροντίδα του. Εξαιτίας του πάλι δεν αδειάζουμε να ασχοληθούμε με την φιλοσοφία, για όλους αυτούς τους λόγους.
Και το αποκορύφωμα είναι ότι, αν τύχει και μας αφήσει το σώμα καιρό για να στραφούμε προς τη διερεύνηση κάποιου θέματος, κατά την διάρκεια της έρευνας παρεμβαίνει συνέχεια παντού, προξενεί θόρυβο και ταραχή και μας αποδιοργανώνει, έτσι που να μην μπορούμε εξαιτίας του να διακρίνουμε καθαρά την αλήθεια. Αντίθετα έχουμε πράγματι την απόδειξη ότι, αν είναι να γνωρίσουμε ποτέ κάτι ξεκάθαρα, πρέπει να απαλλαγούμε από αυτό, και ότι μόνο με την ψυχή πρέπει να ατενίζουμε αυτά καθ’ αυτά τα πράγματα.
Τότε μόνο, καθώς φαίνεται, θα γίνει δικό μας αυτό που επιθυμούμε και λέμε ότι είμαστε εραστές του, η φρόνηση, όταν έχουμε πια τελευτήσει, όπως δηλώνει το επιχείρημα, και όχι όσο ζούμε. Γιατί, αν δεν είναι δυνατόν, με την μεσολάβηση του σώματος, γνωρίσουμε κάτι ξεκάθαρα, ένα από τα δύο ισχύει : ή δεν υπάρχει περίπτωση να αποχτήσουμε την γνώση ή μόνο αφού πεθάνουμε.
Γιατί τότε θα υπάρχει η ψυχή αυτή καθ’ αυτή και χωριστά από το σώμα, κι όχι πρωτύτερα. Αλλά πολύ κοντά στη γνώση, αν, όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν έχουμε καμία επαφή και επικοινωνία με το σώμα, εκτός αν υπάρχει απόλυτη ανάγκη, ούτε μολυνόμαστε από τη φύση του, αλλά απέχουμε από αυτό, μέχρις ότου ο ίδιος ο θεός μας απελευθερώσει.
Και έτσι αγνοί, απαλλαγμένοι από την αφροσύνη του σώματος, θα είμαστε, κατά πως φαίνεται, μαζί με τέτοιοι είδους ανθρώπους και θα γνωρίσουμε αφ’ εαυτού μας ότι είναι αμιγές. Αυτή ίσως η αλήθεια.
Γιατί, αν κάτι μη καθαρό πιάνει το καθαρό, να τι είναι ανεπίτρεπτο”. Τέτοιοι είδους πράγματα Σιμμία, νομίζω ότι συζητούν μεταξύ τους και πιστεύουν όσοι είναι σωστοί φιλομαθείς. Ή μήπως δεν είσαι αυτής της γνώμης;
Εξάλλου, τους πέθαναν πρόσωπα αγαπημένα, εραστές, γυναίκες και παιδιά, πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να πάνε από μόνοι τους στον Άδη, οδηγημένοι από την ελπίδα, να δούνε εκεί όσους είχαν επιθυμήσει και να είναι μαζί τους.
Άρα κάποιος, που ποθεί πραγματικά τη φρόνηση κι έχει κυριευτεί από αυτή ακριβώς την ελπίδα ότι πουθενά αλλού δεν θα τη συναντήσει με τρόπο που να αξίζει παρά μόνο στον Άδη, θα δυσανασχετήσει που πεθαίνει και δεν θα πάει άραγε εκεί μετά χαρά;
Αυτό πρέπει κυρίως να σκέφτεται κάποιος, σύντροφε, αν είναι πράγματι φιλόσοφος. Γιατί θα πιστεύει ακράδαντα ότι πουθενά αλλού δεν θα βρει την φρόνηση παρά μόνο εκεί.
Εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως έλεγα μόλις πριν, δεν θα ήταν πολύ παράλογο να φοβάται τον θάνατο ένας τέτοιος άνθρωπος;
Μπορεί να ονομάζουν ακολασία το να εξουσιάζεται κανείς από τις ηδονές. Κι όμως αυτό που τους συμβαίνει είναι να κυριαρχούνται από ορισμένες ηδονές και έτσι να κυριαρχούν πάνω σε άλλες ηδονές. Αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που τώρα δα ειπώθηκε, ότι κατά κάποιο τρόπο έχουν γίνει σώφρονες προς χάριν της ακολασίας.
Αντίθετα, ένα μόνο είναι ίσως το σωστό νόμισμα, αυτό με το οποίο πρέπει να ανταλλάσσονται όλα τα άλλα, η φρόνηση, και [με αυτό ανταλλάσσονται όλα] με αυτό [πωλούνται και αγοράζονται] στην πραγματικότητα και η ανδρεία και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και γενικά η αληθής αρετή , με την φρόνηση, κι όταν προσέρχονται κι όταν παρέρχονται οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι κι όλα τα άλλα παρόμοια.
Όταν όμως αυτά ξεχωρίζονται από τη φρόνηση και υποκαθιστούν το ένα το άλλο, μήπως άραγε τότε αυτού του είδους η αρετή δεν είναι παρά οφθαλμαπάτη και μήπως είναι στα αλήθεια δουλική και δεν έχει τίποτα το υγιές και το αληθινό, ενώ αντίθετα η αλήθεια είναι στην πραγματικότητα ένα είδος κάθαρσης από όλα τα παρόμοια, το ίδιο και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και η ανδρεία, κι η ίδια η φρόνηση είναι ίσως ένα είδος καθαρμού;
Είναι επίσης πιθανό, αυτοί που καθιέρωσαν για εμάς τις τελετές, να μην τίποτα φαύλοι, και μπορεί να ήταν αληθινά τα αινιγματικά τους λόγια, ότι εκείνος που θα φτάσει στον Άδη αμύητος και ατέλεστος θα κείτεται στον βόρβορο, ενώ ο κεκαθαρμένος και τετελεσμένος, όταν φτάσει εκεί, θα κατοικεί μαζί με τους θεούς.
Γιατί είναι, λένε οι σχετικοί με τις τελετές, «πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι Βάκχοι». Αυτοί κατά την άποψή μου δεν είναι άλλοι από τους ορθώς φιλοσοφούντας. Από αυτά λοιπόν εγώ, όσο τουλάχιστον ήταν δυνατόν, δεν παρέλειψα τίποτα στη ζωή μου, αλλά με κάθε τρόπο τα τήρησα με όλο μου τον ζήλο. Αν τώρα ο ζήλος μου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και αν κατάφερα κάτι, όταν φτάσω εκεί, θα το μάθω με βεβαιότητα – αν θέλη ο θεός – λίγο αργότερα, καθώς νομίζω.
Αυτά λοιπόν, Σιμμία και Κέβης, είπε, έχω να σας απολογηθώ. Να γιατί, ενώ εγκαταλείπω εσάς και τους εδώ άρχοντες, δεν στεναχωριέμαι ούτε αγανακτώ, επειδή πιστεύω ότι εκεί θα συναντήσω όχι λιγότερο αγαθούς άρχοντες και συντρόφους από ότι εδώ. [Οι πολλοι όμως δυσπιστούν ως προς αυτό].