Το τέλος των ψευδαισθήσεων - Point of view

Εν τάχει

Το τέλος των ψευδαισθήσεων






  Αν η ψευδαίσθηση μεταμορφωνόταν σε πλάσμα της μυθολογίας, τότε θα επρόκειτο σίγουρα για μια αισθαντική σειρήνα. Θα ανέσυρε από το χρονοντούλαπο του παρελθόντος την πλέον απoπροσανατολιστική μελωδία, την ίδια που σκοτείνιασε τον δρόμο προς την Ιθάκη. Και παρόλο που η Ιθάκη συμβολίζει την ατόφια ευτυχία, πόσες φορές, άραγε, επιλέξαμε να συνθηκολογήσουμε με τη βολή ενός καλοστημένου ψέματος;


Πλαγιάσαμε, λοιπόν, με τις αυταπάτες μας καθώς ο κόσμος φαντάζει απείρως πιο ασφαλής εντός των φοβικών μας ορίων. Πνιγόμαστε στα ρηχά κι αναζητάμε κυρίως ευκαιριακά σωσίβια, όσα θα μας επιτρέψουν να πλατσουρίζουμε για λίγο ακόμη, να επιβιώνουμε με το κεφάλι σκυφτό και τα όνειρα νεκρά.

Ο ωκεανός μοιάζει επικίνδυνος κι εμείς αρνούμαστε πεισματικά να μάθουμε κολύμπι. Αν το κάνουμε, θ’ αναγκαστούμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τις δυσλειτουργίες μας, ν’ αφαιρέσουμε τη χρυσόσκονη που επιμελώς σκορπίσαμε πάνω τους και να μείνουμε μονάχα με την τρομακτική σκόνη τους. Κι η σκόνη ταυτίζεται με τα φαντάσματα του παρελθόντος που επίμονα μας κυνηγούν. Είναι τα στερεότυπα που ασυναίσθητα αναπαράγουμε, είναι όσα «δεν μπορείς» νίκησαν τα θέλω μας.

Αν εξερευνήσουμε τον μαγικό ωκεανό, τότε αναμφισβήτητα θα πληρώσουμε το τίμημα. Όσο θα ξεμακραίνουμε από την ακτή, τόσο θα αποχαιρετάμε συνήθειες ετών. Θα διαπιστώνουμε πως είμαστε πιο δυνατοί από τους εθισμούς μας, πιο ευφυείς από τη φυλακή μας. Θα λέμε τη γνώμη μας δυνατά και περήφανα, χωρίς την αγωνία να την επιβάλουμε στους γύρω μας. Μα αν αυτή δεν συναντά το μέσο όρο, θα θεωρούμαστε αποδιοπομπαίοι τράγοι.

Θα απειλούμε το σύστημα κι αυτό – όπως κάθε ανασφαλής οργανισμός που σέβεται τον μίζερο εαυτό του – θα μας επιτίθεται με οργή. Θα προσπαθεί να μας πείσει πως θεωρείται απλώς εντάξει να συμβιώνουμε με χειριστικούς συντρόφους, να κόβουμε και να ράβουμε τις συναναστροφές μας σύμφωνα με τις απαιτήσεις τους.

Έπειτα θα μας σιγοψιθυρίζει να μην μας καίγεται καρφί για όσα σεξιστικά σχόλια κατά καιρούς ξεστομίζονται από προοδευτικούς τύπους με ανοιχτά πουκάμισα και κλειστά μυαλά. Να χαμογελάμε γιατί ποσώς αρμόζει στο κομψό μας στυλ ν’ ασπαζόμαστε τις γραφικές υπερβολές του φεμινιστικού κινήματος. Στην καλύτερη να σφυρίζουμε αδιάφορα και να συνεχίζουμε τη ζωούλα μας.

Να περιμένουμε την κοινωνία ν’ αλλάξει. Με τα χέρια σταυρωμένα, τα μάτια κλειστά και τ’ αυτιά βουλωμένα να ελπίζουμε πως θα γίνουμε κάποτε λίγο περισσότερο άνθρωποι, πως θα συνειδητοποιήσουμε πως το χρήμα, το χρώμα, το φύλο κι η καταγωγή καθόλου δε συγκαταλέγονται στους δείκτες υπεροχής.

Κι όσο θα βουτάμε στον ωκεανό, τόσο θ’ αφήνουμε πίσω μας πρόσωπα. Εκείνους που φοβήθηκαν τη στιγμή της ελευθερίας μας, καθώς τους υπενθύμισε τα δεσμά της σκλαβιάς τους. Ο μέσος όρος, άλλωστε, λατρεύει να μας φορά αλυσίδες. Με αυτόν τον τρόπο οι δικές του γίνονται κομματάκι πιο υποφερτές.

Και προσδιορίζεται αυστηρά με βάση τις ετικέτες. Αριστερά ας κάτσουν οι ζευγαρωμένοι, δεξιά οι εργένηδες. Ένα βήμα μπροστά οι άντρες εργένηδες, δύο βήματα πίσω οι γυναίκες. Το νου μας, μην μπερδέψουμε τα βήματα! Πρόκειται, άλλωστε, για μια πανάρχαια χορογραφία, που κληροδοτείται μυστικά από γενιά σε γενιά και μας δένει σφιχτά στον δωρικό ρυθμό της.

Κι αν απλώς εφεύρουμε το δικό μας ρυθμό; Τότε ποτέ ξανά δεν θα χρειαστεί να ξεστομίσουμε τη μοιρολατρική φράση «έτσι είναι η ζωή». Γιατί η ζωή μεταμορφώνεται αιωνίως σε ό,τι εμείς είμαστε. Σουρεαλιστική, αστεία, απρόβλεπτη, αποκαλυπτική και συναρπαστική για όσους εμπνεύστηκαν από τα κύματα και τόλμησαν να σερφάρουν πάνω τους. Πληκτική, μέτρια, προβλέψιμη και δειλή για εκείνους που κρύφτηκαν στην ακτή, που βύθισαν την εσωτερική τους φωνή στη λάσπη της ατολμίας.

Κι αν ο Οδυσσέας έφτασε κάποτε στην Ιθάκη, ελάχιστα το χρωστάει στη συνδρομή της Θεάς Αθηνάς. Η κόρη του Δία ποτέ δεν θα τον βοηθούσε, αν μέσα του δεν διέκρινε την επιθυμία της σωτηρίας, εάν ο ήρωας δε φλεγόταν από τον πόθο ενός ιδανικού μεγαλύτερου από τη σκιά του.



Ακολουθώντας το φως μας, θα πάψουμε να εξωραΐζουμε τους δαίμονες. Θ’ αποδεσμευτούμε από τη σκοτεινή τους αγκαλιά, διακυβεύοντας τις σταθερές μας για ένα ταξίδι που αναποδογυρίζει οριστικά το σύμπαν μας. Στην πορεία μας, θα συναντήσουμε πελώριες φουρτούνες μα και λεπτά εκστατικής γαλήνης. Και μέσα στη σιωπή, ίσως κάποτε βαθιά νιώσουμε πως σπουδαιότεροι εξερευνητές δε γεννήθηκαν από όσους αναζήτησαν την αλήθεια τους κι αποτέλεσαν για τον εαυτό τους μια κάποια Ιθάκη.






Ο καλόγερος του Μάθιου Λιούις




  Ένα μυθιστόρημα που πρωτοεμφανίστηκε το 1796, γραμμένο από έναν ευφυέστατο συγγραφέα, τολμά και καταπιάνεται με ένα θέμα ηθικής που έμελλε να υποστεί έντονη λογοκρισία στην εποχή του και να εγείρει διχογνωμία και διάσταση απόψεων.



Ο πάτερ Αμβρόσιος, ένας χαρισματικός καλόγερος, μοιάζει να ξεπήδησε από την κούνια του Θεού και να ρίχτηκε στη γη για να κηρύξει τη μετάνοια και να καταδικάσει κάθε είδος αμαρτίας, μαγεύοντας σαν άλλος ένας εκλεκτός ενός ανώτερου όντος, το γοητευμένο από την αύρα του ποίμνιο.



Έχοντας υπερβολική αυτοπεποίθηση και μάλλον δικαιολογημένα, δεν διστάζει να τιμωρήσει τη μοναχή Αγνή όταν μαθαίνει πως όχι μόνο παρέβη τους μοναχικούς της όρκους αλλά πως επίσης κουβαλά στα σπλάχνα της τον καρπό του έρωτά της με τον ευγενή Ραϋμόνδο.


Η νέα, απογοητευμένη από την ανηλεή αντιμετώπισή του, παραδίδεται στη μνησίκακη ηγουμένη του τάγματος της Αγίας Κλάρας όπου ανήκε, αναθεματίζοντας τον Αμβρόσιο με ειλικρινή πόνο ψυχής.

Εκείνος, απρόσβλητος, αγέρωχος και αλαζονικός, μη δίνοντας σημασία σε σύμβολα και οιωνούς, συνεχίζει να κάνει το κήρυγμά του, συνεχίζει να προσεύχεται ευλαβικά και να λατρεύει με μαγεμένη αφοσίωση την εικόνα της θεϊκής Μαντόνας, ενισχύοντας έτσι την πίστη του και την αρετή της ψυχής του.

Όμως το πνεύμα του σατανά δεν είχε αποφασίσει να αφήσει ατιμώρητη μια τέτοια αλαζονική στάση ζωής υποκινημένη από αισθήματα σαθρής κενοδοξίας.

Σαν ερπετό που σέρνεται κοντά του η Ματθίλδη, η νέα που η μορφή της ανήκει σ’ εκείνην της Μαντόνας κεντρίζει με το ρόδο της τον Αμβρόσιο και από τότε εκείνος παύει να εξουσιάζει τα πάθη του. Αφήνεται σ’ αυτά δίχως ντροπή και ενδοιασμό, δίχως φόβο και τύψεις συνειδήσεως, ρουφά με όλη του τη δύναμη τις ηδονές που του προσφέρει η ζωή, λησμονώντας με μεγάλη ευκολία το λόγο για τον οποίο ένα ανώτερο ον τον είχε στείλει στη ζωή.

Εφόσον το αρρωστημένο πάθος του για τη Ματθίλδη περάσει, η μορφή της όμορφης, αθώας και πανάρετης Αντωνίας, της νεαρής που είχε ερωτευτεί ο Λορέντζο, o αδερφός της μοναχής Αγνής, του γίνεται έμμονη ιδέα και βάζει σκοπό της ζωής του να την κατακτήσει. Προσπαθώντας να υπερβεί εμπόδια που η φύση του έβαζε, όπως η συνεχής παρουσία στο πλευρό της Αντωνίας της άρρωστης μητέρας της Ελβίρας, προβαίνει σε πράξεις εγκληματικές που δύσκολα θα συγχωρούσε ακόμα κι ένας Θεός της κατανόησης, της συγχώρεσης και της αγάπης.

Τα σκοτεινά σύμβολα, οι λιτανείες από σκιερές αινιγματικές μορφές, οι νεκρικές ερωτικές κλίνες, οι κατακόμβες του μαρτυρίου και του θανάτου, η μαύρη μαγεία, η συμφωνία με τον διάβολο μπροστά στα αδιέξοδα του ήρωα, όλα βοηθούν στην εξυπηρέτηση της ροής αυτού του γοτθικού μυθιστορήματος, αυτού του τόσο αριστοτεχνικά δομημένου αναλόγως βέβαια της ψυχοπαθολογίας του κεντρικού ήρωα.

Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο γεμάτο ρεαλιστικές περιγραφές, ζοφερό και συμβολικό περιεχόμενο, άκρως τολμηρό και ευφυέστατο. Ιδανικό για τους λάτρεις του φανταστικού.

Όμως τι είναι πραγματικά ο Καλόγερος;

Ένας ακόλαστος και βλάσφημος ιερωμένος; Ένας αχρείος και λάγνος αμαρτωλός; Ένας αναίσχυντος δολοφόνος της ανθρώπινης ύπαρξης; Ένας τραγελαφικά υποκριτής;

Ο Αμβρόσιος θα μπορούσε να είναι ο καθένας από μας, εφόσον ενσαρκώνει δυο πτυχές τις ανθρώπινης φύσης, την αγγελική και την δαιμονική.

Ποιος από μας δεν θα στεκόταν αλαζονικός μπροστά στην ουσία της ύπαρξης αν του δινόταν μια τέτοια μεθυστική εξουσία εξ ουρανού;

Πώς θα ένιωθε καθένας από μας αν του έδινε το ποίμνιο να καταλάβει πως εκείνος είναι ο εκλεκτός; Πώς θα ένιωθε ο καθένας από μας αν είχε την εξουσία να δαμάσει τα πάντα;

Και ποιος δεν θα δελεαζόταν από το αντικείμενο του πόθου του, αν τον κατέκλυζαν σφοδρές εμμονικές επιθυμίες σε τέτοιο βαθμό που θα τον έκαναν να φτάσει στα όρια της τρέλας και της αρρώστιας; Ποιος δεν θα υπέκυπτε μπροστά σε ένα τόσο μανιασμένο παραλήρημα; Ποιος δεν θα γέμιζε με τρόμο και θα αφηνόταν να ηττηθεί μπροστά στην απειλή της επερχόμενης τιμωρίας που οι ένοχες πράξεις του θα επέφεραν;

Αυτό όμως που πραγματικά νίκησε τον Αμβρόσιο ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Έπεσε στην παγίδα που του έστησε η ιδιότητά του, τυφλωμένος από ένα όνειρο μιας θρονιασμένης ματαιοδοξίας. Ήταν το δικό του αμάρτημα, η δική του αλαζονεία.

Να πώς επιλέγει κάθε τελώνιο πνεύμα το θύμα του.

Μια ενάρετη από επιλογή ψυχή ίσως και να μην αποτελούσε τόσο μεγάλη πρόκληση.

Η ενθρόνιση της αρετής στην ψυχή όμως από κενοδοξία, δελεάζει…

Και σ’ όποιον τολμά κάτι τέτοιο, μια νέα πρόκληση γεννιέται για κάθε διάβολο που καιροφυλακτεί.

Και είναι μάλλον πολλές εκεί έξω…







Ο «Καλόγερος» του Μάθιου Λιούις, ένα από τα πιο εμβληματικά γοτθικά μυθιστορήματα και ένα έργο που επηρέασε όσο λίγα τους σύγχρονους δημιουργούς. 


Ο βρετανικός ρομαντισμός, βαθιά συνδεδεμένος με τις αρχές του γοτθικού κινήματος, εξακολουθεί να γνωρίζει μεγάλη ανταπόκριση στις βραχύβιες μόδες αλλά και στα σίριαλ και τη μουσική (ακόμη και στις πένθιμες νεορομαντικές μπαλάντες).


 Ίσως, πάλι, να ξεχωρίζει γι' αυτό ακριβώς: επειδή δεν αποτύπωσε εθνικιστικά σύμβολα –όπως, φερ' ειπείν, συνέβη με τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης– και μάλλον έμεινε στενά αρματωμένος στο βασικό του όχημα, που ήταν ανέκαθεν ο έρωτας. 

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της γοτθικής παράδοσης που ανέδειξαν οι αγγλοσαξωνικοί τίτλοι εμπίπτει ως αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμά της ο Καλόγερος του Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις.

 Δεν πρόκειται μόνο για ένα από τα πιο εμβληματικά δείγματα του γοτθικού μυθιστορήματος, γραμμένο λίγο πριν από τη λήξη του 18ου αιώνα, το 1796, αλλά για ένα αειθαλές κλασικό έργο που επηρέασε πολλαπλά τους σύγχρονους δημιουργούς: άλλοτε με τη βαθιά επαναστατική του διάθεση –κυρίως κατά του φαρισαϊσμού των ηθών και του κλήρου–, άλλοτε με την περιγραφική του ενάργεια κι άλλοτε με το συμβολικό του βάθος.

 Πολλοί, μάλιστα, έσπευσαν να δουν σε αυτό και περίτεχνα διαφυλικά παιχνίδια, κυρίως με καλόγερους, που είναι κατ' ουσίαν γυναίκες, ή με γυναίκες που μεταμορφώνονται σε καλόγερους.

 Το πάθος εδώ δεν είναι μόνο η υπόθεση ενός αγοριού που αγάπησε μια φτωχή ηρωίδα αλλά μια ερωτική έλξη που υπερβαίνει τα φύλα και διαπερνά τις ψυχές, και κυρίως ανατρέπει οποιαδήποτε εικόνα για την κυρίαρχη ηθική. 

Η λαγνεία δεν επιδέχεται εξωραϊσμούς, με τον ίδιο τρόπο που η συγγραφή –κι αυτό είναι κάτι που τονίζει επανειλημμένως ο Λιούις– δεν συγχωρεί ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις. 

Το πιο καλό μυθιστόρημα μπορεί να χρησιμοποιεί τα πιο πιασάρικα τερτίπια, όπως και οι πιο «καταχωνιασμένοι» θρύλοι.

 Εν προκειμένω, ένα λαϊκό παραμύθι για τη Ματωμένη Καλόγρια που υπάρχει εγκιβωτισμένο στο βιβλίο μπορεί να εμπνέει σπουδαίες μυθοπλαστικές αφηγήσεις.

 Δύσκολο, αλήθεια, να ξεχωρίσει κανείς ποιο ακριβώς είναι το βασικό γνώρισμα του εμβληματικού Καλόγερου (που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοσματόπουλου και του Κυριάκου Αθανασιάδη στα ποιήματα), αυτού το αριστουργήματος του 18ου αιώνα:

 άλλοι εμμένουν στην περιγραφική του δεινότητα και άλλοι στο σαρωτικό του μένος ενάντια σε ό,τι θεωρούμε δεδομένο.





 Τίποτε, άλλωστε, δεν είναι εδώ όπως φαίνεται: ο πιο αγαθός καλόγερος, εν προκειμένω ο Αμβρόσιος, μεταμορφώνεται στον πιο πιστό υπηρέτη του διαβόλου και οι αρχές του Αγαθού κυοφορούν εκφαυλισμένες πράξεις. 


«Μην εμπιστεύεστε την κανονιστικότητα των Αρχών και της Εκκλησίας» φαίνεται πως είναι το κεντρικό σύνθημα που διαπερνά τη γραφίδα του σχεδόν πιτσιρικά Μάθιου Λιούις, ο οποίος, αν και ήταν μόλις 19 ετών όταν έγραφε το βιβλίο, έβλεπε με πόνο ψυχής το έθνος του να βγαίνει διχασμένο και ματωμένο από τον θρησκευτικό φανατισμό.



Ο Καλόγερος, Μτφρ: Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Εκδόσεις Gutenberg, Σελίδες: 567, Τιμή: € 25 (Public Τιμή: € 15)



 Η ρομαντική ενότητα στην οποία αποβλέπει ο διπλωμάτης και άκρως πολιτικοποιημένος Λιούις –κάτι που διαπέρασε τους εθνικούς αγώνες του 19ου αιώνα στην Ευρώπη– αντηχεί έντονα σε κάθε του λέξη.


 Ενδεχομένως να μη γράφει το βιβλίο χωρίς πολιτικό στόχο: το αδιέξοδο των αιματηρών πολέμων ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες είναι αντίστοιχο με το δίλημμα του καλού και του κακού που χαρακτηρίζει τις κινήσεις του καλόγερου.


 Πρόκειται, ουσιαστικά, για τις όψεις του ίδιου νομίσματος, στο οποίο ποντάρει κάθε πράξη που αντίκειται στην ελευθερία του όντος.

 Η Εκκλησία είναι στην πραγματικότητα τόσο φαύλη όσο καλή φαίνεται στις αγαθοεργίες και στην υποτιθέμενη συνοχή που εξασφαλίζει για το σύνολο.

Είναι σίγουρο ότι ο διπλωμάτης Λιούις, γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα από την ελεύθερη Ολλανδία, οραματιζόταν μια σπινοζική κοσμική ενέργεια, πέρα από τα δίπολα και τα διλήμματα που έθετε ο κλήρος.

 Και πόνταρε δυναμικά στον έρωτα και το συναίσθημα, ακολουθώντας και εδώ τον Μπαρούχ Σπινόζα, του οποίου οι ιδέες ήταν πλέον δημοφιλείς τότε στη φημισμένη για τις ελεύθερες ιδέες της Χάγη.

«Η πραγματική γνώση των αιτιών του παθητικού συναισθήματος», επέμενε ο Σπινόζα, «μπορεί να το μεταμορφώσει σε ενεργητικό», μια θέση που άνοιξε τις πόρτες στις ασυνείδητες αποχρώσεις των οριακών αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τους πρωταγωνιστές του βιβλίου.

 Εξού και τα παράλογα, παράνομα και ασυνείδητα πάθη τα οποία κατακλύζουν τους ήρωες του Καλόγερου, την εύλογη μεταλλαγή του κακού σε καλό και του καλού σε κακό, τις διαρκείς μεταμορφώσεις και τις πλούσιες συμβολικές ενατενίσεις.

 Όχι τυχαία ο Κόλεριτζ υπερτόνιζε διαρκώς την «πλούσια, δυνατή και διαπρύσια φαντασία του συγγραφέα του Καλόγερου», ενώ ο Μπουνιουέλ είχε επηρεαστεί με πολλαπλούς τρόπους από το αριστούργημα του Μάθιου Λιούις.


 Βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι ο Αμβρόσιος, επιφανής ηγούμενος σε μοναστήρι των Καπουτσίνων της Μαδρίτης, και ο νεοφερμένος καλόγερος Ροζάριο.

 Η δαιμόνια Ματθίλδη που τον παρασέρνει, μεταμορφωμένη σε καλόγερο, τον αναγκάζει να υποταχθεί αποκλειστικά στα θέλγητρα της σάρκας: χτυπημένος από το πάθος, ο μέχρι πρότινος άμωμος Αμβρόσιος ξεπερνά εύκολα τη Ματθίλδη και επιζητά οποιαδήποτε βρίσκεται στο διάβα του.

Τυφλωμένος από το πάθος, προσπαθεί να διακορεύσει την αθώα Αντωνία, η οποία προστατεύεται από τη μητέρα της, την Ελβίρα.

Μέσα στη μανία του αποφασίζει να βγάλει από τη μέση την Ελβίρα δολοφονώντας τη, ενώ το ίδιο τελικά θα κάνει και με την αθώα Αντωνία, αφού τη βιάσει – μόνο που δεν γνωρίζει ότι ένα θανάσιμο μυστικό εμπλέκει ως θύμα και θύτη τον ίδιο.


 Ατμοσφαιρική πλοκή, ίντριγκες, μάγισσες και όλα τα αιματηρά «κεκτημένα» του γοτθικού μυθιστορήματος διαπνέουν τις σκοτεινές αλλά και άκρως γοητευτικές διαδρομές του μυθιστορήματος του Λιούις, το οποίο υμνήθηκε για τις παραστατικές εικόνες και τη συμβολική του δύναμη.

 Ο Ντε Σαντ ανέφερε πολλές φορές το όνομα του Λιούις ως πρωταρχική του επιρροή, το ίδιο και αρκετοί υπέρμαχοι της σκοτεινής ελευθεριότητας, όπως ο Μπάιρον.



Πολλοί έσπευσαν να δουν στις αλληγορικές του ταυτίσεις τις θεωρίες περί ασυνειδήτου, με προεξάρχοντα τον Μπρετόν, ο οποίος εξέλαβε τον Καλόγερο ως το σπουδαιότερο σουρεαλιστικό αφήγημα και βασική πηγή έμπνευσης για τους εκφραστές του σουρεαλισμού.

Όχι τυχαία ο Αρτό έσπευσε... να το ξαναγράψει με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, μετατρέποντάς το σε σουρεαλιστική αντι-βίβλο.


Ακόμη και ο δικός μας Άδωνις Κύρου, ο σπουδαίος κινηματογραφιστής και φίλος του Μπουνιουέλ, το γύρισε σε ταινία με τον τίτλο Le Moine και με βασικούς πρωταγωνιστές τον Φράνκο Νέρο, τη Ναταλί Ντελόν, τη Νάντια Τίλερ και τον Νίκολ Γουίλιαμσον.


 Άπειρες ήταν επίσης και οι θεατρικές διασκευές του έργου, ενώ πρόσφατη ήταν η πετυχημένη κινηματογραφική εκδοχή –μόλις το 2011–, με τον Βενσάν Κασέλ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Ντομινίκ Μολ να υπογράφει τη σκηνοθεσία.

 Απελευθερωτικός, βέβηλος, υποδειγματικός στις ακρότητές του ή μη, ο Καλόγερος του Λιούις εξακολουθεί να γοητεύει και να αποπλανεί, όσοι αιώνες κι αν έχουν παρέλθει από την πρώτη του ανατρεπτική ριπή στο γοτθικό σύμπαν.








The Monk (Le Moine) / Ο Καλόγερος (2011) online Greek subtitles


Pages