“Όσο ανυπόφορο κι αν μου φαινόταν, το παραδεχόμουν ότι μερικά πράγματα ήταν αναγκαίο να παραμένουν ανείπωτα. Ελκυστικότεροι δεν είναι εκείνοι που μας επιτρέπουν να τους φιλήσουμε αμέσως [σύντομα νιώθουμε αγνώμονες] ή όσοι δε μας επιτρέπουν ποτέ να τους φιλήσουμε [σύντομα τους ξεχνάμε], αλλά αυτοί που μας οδηγούν συνεσταλμένα ανάμεσα στα δύο άκρα.”
“Αντικειμενικά, δεν ήταν ανήκουστο, αλλά για κάποιο λόγο την είχα ερωτευτεί, παραβλέποντας την πιθανότητα να είναι τα αισθήματά μας αμοιβαία. Και δεν ήταν οπωσδήποτε δυσάρεστο, απλώς δεν το είχα συνυπολογίσει∙ ως τότε το έβλεπα κυρίως από τη σκοπιά ότι την είχα ερωτευτεί εγώ κι όχι εκείνη εμένα. Το ότι, σε γενικές γραμμές, εστίαζα στο πρώτο οφειλόταν μάλλον στο ότι να σε ερωτεύονται είναι πάντα πιο σύνθετο: είναι ευκολότερο να προσπαθείς να εμπνεύσεις τον έρωτα παρά να ενδίδεις, ευκολότερα δίνεις παρά παίρνεις.”
“Το κακό με την ευτυχία είναι ότι, επειδή σπανίζει τόσο, καταλήγει να μας γεμίζει με τρόμο και άγχος όταν τη δούμε να έρχεται.”
“Δε θυμώνουμε μ’ ένα γαϊδούρι επειδή δεν μπορεί να τραγουδήσει, διότι εκ φύσεως είναι ικανό μόνο να γκαρίζει. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν είναι δυνατόν να κατηγορούμε κάποιον επειδή είναι ή δεν είναι ερωτευμένος μαζί μας, διότι δεν το επιλέγει και άρα δεν ευθύνεται γι’ αυτό -με τη διαφορά ότι η ερωτική απόρριψη χωνεύεται πιο δύσκολα από την απογοήτευσή μας που το γαϊδούρι δεν μπορεί να τραγουδήσει, επειδή εκείνον που μας απορρίπτει τον είδαμε κάποτε ερωτευμένο μαζί μας. Έστω, λοιπόν, κι αν συγχωρούμε σχετικά εύκολα το γαϊδούρι που δεν μπορεί να τραγουδήσει, είμαστε βέβαιοι ότι το προσφιλές πρόσωπο ήταν ερωτευμένο μαζί μας, ίσως μάλιστα πριν από ελάχιστο διάστημα και, επομένως, ακόμη κι αν λέει αλήθεια, ο ισχυρισμός Δεν είμαι σε θέση πια να νιώθω έρωτα για ‘σένα δεν μπορεί παρά να μας κάθεται στο λαιμό.”