Μη με αφήσεις ποτέ - Point of view

Εν τάχει

Μη με αφήσεις ποτέ







Σε σύγκριση με τα ζώα, οι άνθρωποι παραμένουμε για εντυ­πωσιακά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξαρτημένοι από τους γονείς μας. 

Γεννιόμαστε εντελώς αβοήθητοι, ανίκανοι ακόμα και να γυρίσουμε πλευρό, ή να σηκώσουμε το κεφάλι μας. 

Ακόμα και μετά από ένα χρόνο, μόλις που μπορούμε να περπατήσουμε και να φάμε μόνοι μας. 

Πρέπει να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια, μέχρι να μας αναγνωρίσει η κοινωνία ως ενήλικους ικανούς να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους.




Οι αναπτυξιακοί ψυχολόγοι έχουν μελετήσει την προσκόλλη­ση των βρεφών στο άτομο που τα φροντίζει — συνηθέστερα στη μητέρα. 

Επειδή ακριβώς η επιβίωση των βρεφών εξαρτάται ολο­κληρωτικά από τη μητέρα, αντιδρούν αυτόματα στον αποχωρισμό τους απ’ αυτήν. 

Δεν το παίρνουν αψήφιστα αν εκείνη τα αφήσει ολομόναχα ειδικά σε άγνωστο περιβάλλον. 

Την χρησιμοποιούν σαν ασφαλή βάση, απ’ την οποία μπορούν να εφορμούν για ν ανακαλύψουν τον κόσμο. 

Αν συμβεί κάτι που τα τρομάξει, θα τρέξουν ολοταχώς πίσω στην αγκαλιά της. 

Οι ψυχολόγοι θεω­ρούν ότι αν η μητέρα συνειδητοποιεί το άγχος του παιδιού, και δεν το εγκαταλείπει ποτέ απότομα, αλλά αφού πρώτα έχει βεβαι­ωθεί ότι έχει εξοικειωθεί με τα νέα πρόσωπα του περιβάλλοντος, τότε το παιδί αναπτύσσει "ασφαλείς σχέσεις". 

Μαθαίνει να εμπι­στεύεται τους γύρω του, γιατί ξέρει ότι θα είναι κοντά του όταν τους χρειαστεί και ότι δεν πρόκειται να το εγκαταλείψουν.



Από την άλλη, αν η μητέρα δεν συνειδητοποιεί το άγχος του παιδιού, αν δεν προσέχει να το αποχωρίζεται ομαλά, και ειδικά αν το απορρίπτει, το παιδί δεν θα αναπτύξει ποτέ μια ασφαλή σχέση.

Δεν θα μάθει να εμπιστεύεται τους άλλους ούτε να πι­στεύει ότι θα είναι κοντά του αν τους χρειαστεί, αφού αυτό δεν του συνέβη ποτέ.

Κάποια γενετική προδιάθεση μπορεί να κάνει αυτές τις εμπειρίες ακόμα πιο δυσάρεστες γι’ αυτό το παιδί.


Οι ψυχολόγοι τείνουν να πιστεύουν ότι αυτές οι πρωταρχι­κές εμπειρίες είναι σημαντικότερες από τις μεταγενέστερες, για­τί τα πρώτα αυτά βιώματα είναι τα θεμέλια της γνώσης, πάνω στα οποία το παιδί χτίζει το δικό του μοντέλο για τον κόσμο.

 Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι μεταγενέστερες εμπει­ρίες έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις αρχικές.

 Τα παιδιά που μεγάλωσαν δίπλα σε ασυνεπή άτομα, μπορεί στη συνέχεια να δεχτούν τη φροντίδα υπεύθυνων ανθρώπων, και να μάθουν να εμπιστεύονται περισσότερο το περιβάλλον τους.

Δυστυχώς, οι αρχικές εμπειρίες έχουν την τάση να προδικάζουν και τις μετα­γενέστερες.

Τα παιδιά δεν έχουν την πολυτέλεια να διαλέγουν τους γονείς τους.

Συνήθως, ένας γονιός ασυνεπής και αδιάφορος απέναντι στα παιδιά του εξαρχής, μάλλον θα συνεχίσει να είναι ασυνεπής και αδιάφορος όταν αυτά μεγαλώσουν.


Αν το περιβάλλον που μεγαλώσαμε δεν μας έμαθε να εμπι­στευόμαστε τους άλλους, και επιπλέον είχαμε τη γενετική προ­διάθεση να μεγαλοποιούμε αυτές τις τραυματικές εμπειρίες, μπο­ρεί να εξελιχτούμε σε έναν ενήλικο ιδιαίτερα ευαίσθητο σε εν­δείξεις εγκατάλειψης ή απόρριψης.

Μπορεί να μη μας είναι εύ­κολο να αποχωριστούμε το σύντροφό μας.

Ένα απλό επαγγελ­ματικό ταξίδι που τον παίρνει μακριά μας για μια βδομάδα μπορεί να φαντάζει ως απειλή.

Ακόμα κι όταν επιστρέψει, δεν μπορούμε να κρύψουμε τελείως το θυμό μας:

«Πώς μπόρεσες να μ’ αφήσεις τόσες μέρες;».

Μπορεί, πάλι, να είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην απόδειξη της αγάπης και της αφοσίωσης.

Η πρόσκαιρη ενασχόληση του συντρόφου μας με κάποια άλλα θέ­ματα μπορεί για μας να είναι μήνυμα απόρριψης.

Η επιθυμία του να περνάει κάποιο χρόνο μόνος ή με τους φίλους του, μπο­ρεί για μας να ισοδυναμεί με εγκατάλειψη.

 Μπορεί να διαθέτου­με ένα υπερευαίσθητο ραντάρ ικανό να εντοπίζει το παραμικρό ενδιαφέρον του συντρόφου για πιθανούς αντίζηλους.

Αν υποψια­στούμε ότι φλερτάρει ή ρίχνει ένα πλάγιο βλέμμα θαυμασμού σε κάποιο άλλο άτομο, νιώθουμε ότι μας προδίδει.

Αλλά, δυστυχώς, ο σύντροφός μας δεν έχει τα ίδια βιώματα και δεν μπορεί να κα­τανοήσει τη στάση μας.


Κάποια τυχαία γεγονότα μπορεί επίσης να διογκώσουν, ή ακόμα και να γεννήσουν απ’ το πουθενά μια ευαισθησία απένα­ντι στην εγκατάλειψη και την απόρριψη.

Αν ο σύντροφός μας δεν είναι αφοσιωμένος στη σχέση μας, αν η αγάπη του δεν είναι σταθερή, αν κυνηγάει περιπέτειες με άλλα άτομα, μπορεί να μας δημιουργήσει ένα αίσθημα ανασφάλειας και να κλονίσει την εμπιστοσύνη μας, παρόλο που δεν κουβαλάμε παρόμοια τραύμα­τα απ’ το παρελθόν.


Και έτσι φτάνουμε σ’ ένα ακανθώδες σημείο.

Η ευαισθησία στην εγκατάλειψη και την απόρριψη μπορεί, εν μέρει, να δημι­ουργήσει τις συνθήκες εκείνες που ευνοούν την ανάπτυξη αυτής της ευαισθησίας.

Μια έντονη αντίδρασή μας στο παραμικρό ση­μάδι απόρριψης ή έλλειψης αφοσίωσης εκ μέρους του συντρό­φου μας μπορεί να φουντώσει τις αμφιβολίες στο μυαλό του.

 Εφόσον αμφιβάλλει, δείχνει ακόμα λιγότερη αφοσίωση, γεγονός που επανακεντρίζει την ευαισθησία μας.

Έτσι, η όλη διαδικασία μοιάζει με φαύλο κύκλο:

Η απόρριψη και η έλλειψη αφοσίωσης από την πλευρά του ενός προκαλεί την ανασφάλεια του άλλου, η οποία στη συνέχεια προξενεί ακόμα μεγαλύτερη απόρριψη και ακόμα λιγότερη αφοσίωση, κ.ο.κ.


Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.

Μετά την πρώτη φάση της σχέσης τους, όπου ο Ν πολιορκούσε στενά τη Σ, εκεί­νος που δόθηκε και αφοσιώθηκε περισσότερο στη σχέση ήταν η Σ.

Εκείνη πίεσε τον μάλλον απρόθυμο Ν να παντρευ­τούν.

Σήμερα, κι ενώ είναι ήδη δυο χρόνια παντρεμένοι, ο Ν εκφράζει ακόμα μεγαλύτερες αμφιβολίες ως προς τη σχέση τους.

Του λείπει η ελευθερία της εργένικης ζωής.

Νιώθει έλξη για πολλές άλλες γυναίκες.

Απελπίζεται με τις καθημερινές τρι­βές της σχέσης τους.

Η ανοιχτή παραδοχή των αμφιβολιών του, κάποιο άλλο άτομο, νιώθουμε ότι μας προδίδει.

Αλλά, δυστυχώς, ο σύντροφός μας δεν έχει τα ίδια βιώματα και δεν μπορεί να κα­τανοήσει τη στάση μας.

 Απόσπασμα από το βιβλίο Αντιμετωπίζοντας τις Διαφορές μας - Εκδόσεις Θυμάρι 

via

Pages