Ταγκό στο χείλος του ξυραφιού - Point of view

Εν τάχει

Ταγκό στο χείλος του ξυραφιού



Μου έμαθες για την απόλυτη ελευθερία της μοναξιάς. Χάνομαι στη μοναξιά μου. Χαίρομαι στη μοναξιά μου, βυθίζομαι στη θλίψη μου. Γαμημένη μοναξιά. Όταν είμαι μαζί σου βαδίζω στο μονοπάτι της παράνοιας, της δικής μου παράνοιας, της δικής μου λεπίδας. Για αυτό προτιμώ να βρίσκομαι με άλλους. Χάνομαι στη σαχλή αφρόκρεμα και ξεχνιέμαι. Έτσι κάνω εγώ. Και όταν γυρίζω σε σένα, με βυθίζεις ξανά και ξανά και πιο βαθιά και πιο βαθιά και μου δείχνεις το χειρότερό μου εαυτό. Με πηγαίνεις ταξίδια. Στα πιο σκοτεινά μου όνειρα, στις πιο απόκρυφες επιθυμίες μου. Μου είπες να γράφω, να γράφω, να γράφω, να γράφω, να γράφω… όταν θέλω απλά να κάνω κακό, μου είπες να γράφω. Και είναι η πρώτη φορά που προσπαθώ τόσο πολύ. Να μη σταματήσω να γράφω.

Φοβάμαι το αύριο. Με φοβίζει η αβέβαιη αστάθεια του μεγαλοπρεπούς «αύριο». Και σήμερα; Σήμερα τι; Πέφτω να ξέρεις. Φοβάμαι πολύ. Είναι και αυτή η γαμημένη η μοναξιά που με συνθλίβει. Υπέροχοι άνθρωποι τριγύρω και όμως πάλι μόνη. Διστάζω να μιλάω όταν νιώθω έτσι και γράφω. Φοβάμαι την απόρριψη, την εγκατάλειψη. Γιατί εκείνους που αγαπήσαμε περισσότερο μας έχουν εγκαταλείψει. Το χειρότερο, όμως, είναι η συνειδητοποίηση πως δε θα τους ξαναδείς. Ποτέ. 

Και μου λείπεις. Η πάλη με τον εαυτό μου είναι η πιο δύσκολη. Όταν παίρνω το ξυράφι φαντάζομαι όλους όσους αγαπάω να είναι δίπλα μου περιτριγυρισμένοι στην κλίνη του θανάτου μου. Έναν θάνατο που εγώ έχω σχεδιάσει, για εμένα. Χαρούμενα πρόσωπα, ήρεμα, γλυκά, έτσι όπως τα ξέρω, έτσι όπως τα αγαπάω. Λένε αστεία, πίνουνε μπύρες και καπνίζουνε. Και κλαίνε. Από χαρά. Και όταν βυθίζομαι πιο κάτω από πριν, θέλω να ζήσω. Τότε είναι που θέλω να ζήσω. Άνοδος, κάθοδος, άνοδος.


Θέλω να ουρλιάξω, να σκίσω την καρδιά μου και να την κομματιάσω, να διαβάσω ποια ονόματα έχουν παραμείνει ανεξίτηλα πάνω της. Να πάω να τα φιλήσω. Που θα τα βρω; Ίσως πουθενά ίσως και παντού. Η βρύση στάζει, το ξυράφι περιμένει υπομονετικά την ώρα που θα το πιάσω και η καρδιά ουρλιάζει, παραπονιέται. Δεν αντέχει άλλο. Και εκείνοι που είπαν πως θα είναι δίπλα στις πιο δύσκολες ώρες, έφυγαν. Θα πεθάνω πριν από εσένα σου είχα πει. Και εσύ δεν με περίμενες και έφυγες. Έτσι απλά έφυγες. Φοβάμαι τα βλέμματά τους, τα αληθινά τους βλέμματα. Βλέμματα γεμάτα λύπηση και ειρωνεία. Δεν περιμένω από κανέναν να κατανοήσει τίποτα. Τίποτα απολύτως. Άλλωστε πως γίνεται να έχεις την απαίτηση να σε κατανοήσει κάποιος όταν ο ίδιος σου ο εαυτός βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση που χάνεται στο συνονθύλευμα των σκέψεων του παραλόγου του; Πως γίνεται να απαιτείς οτιδήποτε από τον οποιονδήποτε; Μετράω τις πληγές στο σώμα μου. Μία μικρή, πολύ μικρή, μετά πιο μεγάλη, σαν γρατζουνιά και μετά σημάδι. Και ποιος θα αντέξει όλο αυτόν τον πόνο. Να πονάω, έτσι νιώθω, έτσι θέλω να νιώθω, έτσι μου έμαθαν να νιώθω.




Pages