Περιπλανώμενη στην πόλη τους συνάντησα τυχαία. O Άντρας πάρκαρε στην άκρη του άδειου δρόμου και βγήκε από ένα παλιό αυτοκίνητο. Μεσήλικας, ισχνός, με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι. Απέναντι στεκόταν η Γυναίκα – υπολόγισα λίγο μεγαλύτερή του. Τον περίμενε. Κοντούλα, μελαχρινή, μαύρα ρούχα και μάτια. Κοιτάχτηκαν μερικά δευτερόλεπτα. Παύση προ λόγου. Ένα δευτερόλεπτο… δύο… τρία… Βλέμματα σπαθιά. Εκείνη μίλησε πρώτη: «Σήκω να φύγεις! Φύγε!».
Τέχνη μέσα σ’ ένα άχαρο σκηνικό. Είδα μια παλιά ταινία του ’50 με πρωταγωνιστές δύο αγνώστους μου. Κοίταξα μια ζωή από την κλειδαρότρυπα. Διάβασα κλεφτά ένα προσωπικό γράμμα έστω άθελά μου. Μέσα σε λίγα αιώνια δευτερόλεπτα. Ερωτηματικά πολλά κι άλλα τόσα: Αμφιθυμία-την ίδια στιγμή που διώχνεις κάποιον από κοντά σου ζητάς να γυρίσει πίσω. Ο έρωτας, η αγάπη να μετουσιώνονται σε μίσος. Γιατί τον έδιωχνε; Τα μάτια της έλεγαν άλλα. Μεσήλικες και οι δύο. Αυτά τα πράγματα δεν έχουν μάλλον ηλικία. Ξαφνικά έρχεται η τρικυμία και σε κουκουλώνουν τα κύματα. Εκείνα τα αιώνια δευτερόλεπτα πηχτής σιωπής και τα βλέμματα. Δεν περιγράφεται αυτό. Είμαι βέβαιη πως οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν αγαπηθεί πολύ.