Β Κορ. ι' 1-18
Ο Παύλος υπερασπίζει την αποστολική εξουσία του | |
1 Αὐτὸς δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τῆς πρᾳότητος καὶ ἐπιεικείας τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν δὲ θαρρῶ εἰς ὑμᾶς· 2 δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας. 3 ᾿Εν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· 4 τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων· 5 λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ, 6 καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή. 7 Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ. 8 ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι, 9 ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν. 10 ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος. 11 τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι᾿ ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ. 12 Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν. 13 ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν. 14 οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς· ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ, 15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν, ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς περισσείαν, 16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι. 17 ῾Ο δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω· 18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν. | 1 Ο ίδιος, λοιπόν, εγώ ο Παύλος, σας παρακαλώ με την πραότητα και με την επιείκεια του Χριστού, ο οποίος αφενός μπροστά σας είμαι ταπεινός μεταξύ σας, αφετέρου απών δείχνω θάρρος προς εσάς: 2 παρακαλώ, λοιπόν, όταν θα είμαι παρών, να μη δείξω θάρρος, με την πεποίθηση που σκέφτομαι να τολμήσω, σε μερικούς που νομίζουν πως εμείς περπατούμε κατά σάρκα. 3 Γιατί, ενώ περπατούμε με τη σάρκα, δε στρατευόμαστε κατά σάρκα, 4 επειδή τα όπλα της εκστρατείας μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με το Θεό προς καθαίρεση οχυρωμάτων, και γκρεμίζουμε λογισμούς 5 και κάθε ύψωμα που υψώνεται με αλαζονεία κατά της γνώσης του Θεού, και αιχμαλωτίζουμε κάθε διανόημα στην υπακοή του Χριστού, 6 και είμαστε έτοιμοι να τιμωρήσουμε κάθε παρακοή, όταν γίνει πλήρης η υπακοή σας. 7 Επιφανειακά βλέπετε τα πράγματα. Αν κάποιος έχει πεποίθηση στον εαυτό του πως είναι του Χριστού, αυτό ας αναλογιστεί πάλι από μόνος του: ότι καθώς αυτός είναι του Χριστού, έτσι κι εμείς. 8 Και γιατί, αν καυχηθώ κάτι περισσότερο για την εξουσία μας που μας έδωσε ο Κύριος για οικοδομή και όχι για καταστροφή σας, δε θα ντροπιαστώ. 9 Να μη φανώ σαν να σας εκφοβίζω με τις επιστολές. 10 Γιατί: «Αφενός οι επιστολές», λένε, «είναι βαριές και ισχυρές, αφετέρου η παρουσία του σώματός του είναι ασθενική και ο λόγος του εξουθενωμένος». 11 Τούτο να λογίζεται αυτός που το λέει: όποιοι είμαστε στα λόγια με τις επιστολές απόντες, τέτοιοι θα είμαστε και παρόντες με τα έργα. 12 Γιατί δεν τολμούμε να συγκαταριθμήσουμε ή να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με μερικούς που συνιστούν τους εαυτούς τους. Αλλά αυτοί δεν έχουν σύνεση, όταν με τους εαυτούς τους μετρούν τους εαυτούς τους και όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους εαυτούς τους. 13 Εμείς όμως δε θα καυχηθούμε πέρα από τα μέτρα των ορίων μας, αλλά θα καυχηθούμε σύμφωνα με το μέτρο του κανόνα στην περιοχή που μας μοίρασε το μέτρο ο Θεός, δηλαδή να φτάσουμε μέχρι και σ’ εσάς. 14 Γιατί δεν υπερεκτείνουμε τους εαυτούς μας σαν να μην έχουμε φτάσει σ’ εσάς, επειδή πράγματι φτάσαμε μέχρι και σ’ εσάς με το ευαγγέλιο του Χριστού. 15 Δεν καυχιόμαστε σε ξένους κόπους πέρα από τα μέτρα των ορίων μας, αλλά έχουμε την ελπίδα, καθώς αυξάνεται η πίστη σας, να μεγαλυνθούμε περίσσια μεταξύ σας στην περιοχή μας, 16 ώστε να ευαγγελίσουμε πέρα από εσάς. όχι να καυχιόμαστε στα έτοιμα μέσα σε ξένη περιοχή άλλου. 17 Αλλά αυτός που καυχιέται, στον Κύριο ας καυχιέται. 18 Γιατί δεν είναι δόκιμος και άξιος βραβείου εκείνος που συνιστά τον εαυτό του, αλλά εκείνος που ο Κύριος τον συνιστά. |