Συγκεκριμένα, θα μας απασχολήσει η ύπαρξη των ιδεών, αφενός, ως γνωσιολογική προϋπόθεση για την γνώση των αισθητών πραγμάτων και, αφετέρου, ως οντολογική προϋπόθεση για την ύπαρξή τους. Θα ξεκινήσουμε από μια σύντομη αναφορά στα προβλήματα στα οποία ήρθε να δώσει λύση η θεωρία των ιδεών. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Πλάτωνας έχτισε το οικοδόμημα της θεωρίας του, θέτοντας αρχικά τις βάσεις και προσπαθώντας μετά να γεφυρώσει όλα τα επιμέρους χάσματα που παρουσιάζονταν.
Θα ξεκινήσουμε από μια σύντομη αναφορά στα προβλήματα στα οποία ήρθε να δώσει λύση η θεωρία των ιδεών. Στη συνέχεια θα δούμε πώς ο Πλάτωνας έχτισε το οικοδόμημα της θεωρίας του, θέτοντας αρχικά τις βάσεις και προσπαθώντας μετά να γεφυρώσει όλα τα επιμέρους χάσματα που παρουσιάζονταν.
Συνέπεια αυτής της θεωρίας φαινόταν να είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτόν τον κόσμο, εφόσον δεν μπορεί κανείς να πει ότι γνωρίζει κάτι που είναι διαφορετικό ετούτη τη στιγμή απ’ ό,τι ήταν μια στιγμή πριν. Η γνώση απαιτεί την ύπαρξη ενός σταθερού αντικειμένου. Ο Παρμενίδης, από την άλλη πλευρά, ισχυριζόταν ότι υπάρχει μια σταθερή πραγματικότητα, την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε μόνο μέσω της ενέργειας του νου, χωρίς καμιά ανάμειξη των αισθήσεων.
Το αντικείμενο της γνώσης πρέπει να είναι αμετάβλητο και αιώνιο, εκτός χρόνου και μεταβολής, ενώ οι αισθήσεις μας φέρνουν σε επαφή με ό,τι είναι μεταβλητό και φθαρτό. Παράλληλα, «η ρητορική χρήση της γλώσσας, την οποία οι Σοφιστές ανήγαγαν σε θεωρία, είχε οδηγήσει σε αστάθεια και σχετικότητα κάθε σημασία, προπαντός στο πλαίσιο των ηθικών και πολιτικών αξιών»[1].
Θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν την σημασία της λέξης “ίσο” για να μπορούμε να προβούμε σε κρίση για την ισότητα ανάμεσα σε αισθητά πράγματα. Όπως εξηγεί ο Taylor, «από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, οι αισθήσεις μας “υπενθυμίζουν” (…) διαρκώς κάτι μη αντιληπτό άμεσα από τις αισθήσεις (δηλαδή τα δεδομένα των αισθήσεων τα συνοδεύει πάντα η εκτίμηση με βάση κάποιο ιδανικό πρότυπο). Άρα η γνωριμία μας με τα ίδια τα πρότυπα πρέπει να ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της λειτουργίας των αισθήσεών μας, προγενέστερο δηλαδή της γέννησής μας»[6].
Η άλλη απόδειξη στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε συνίσταται από αντιθέσεις και ότι η μία αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο γίνεται από το μικρότερο, το ασθενέστερο από το ισχυρότερο και τανάπαλιν. Έτσι και η ζωή με τον θάνατο είναι αντίθετα. Και αφού από την ζωή προκύπτει ο θάνατος θα πρέπει να δεχτούμε και ότι από τον θάνατο προκύπτει ζωή. Για να ενισχύσει αυτή την απόδειξη ο Πλάτων τη συνδέει με τον μύθο της ανάμνησης, που παρουσιάζεται στον Μένωνα. Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, η ανθρώπινη ψυχή πριν ενσωματωθεί γνώρισε τις ιδέες στην καθαρότητά τους. Με την είσοδό της, όμως, στο σώμα και την υποταγή της στους φυσικούς νόμους, η ψυχή λησμόνησε αυτά που γνώριζε.
Η απόκτηση γνώσεως σε τούτον τον κόσμο ερμηνεύεται, τελικά, ως διαδικασία αναμνήσεως. Επομένως, τις φυσικές ομοιότητες των πραγμάτων “για να ξαναγυρίσουμε στο προηγούμενο παράδειγμα – πρέπει να τις μελετάμε μόνο γιατί μπορούν να βοηθήσουν το νου στην προσπάθεια του να ξαναφέρει πίσω την τέλεια γνώση που είχε κάποτε και που τώρα έχει ξεχάσει. Τα αισθητά πράγματα, δηλαδή, προκαλούν μόνο το ερέθισμα για να ανακληθεί στη μνήμη η πρότερη γνώση. Η νόηση, που εδράζεται στην ψυχή, είναι αυτή που οδηγεί στη γνώση των ιδεών, και η γνώση των ιδεών στη γνώση των πραγμάτων. Η θεωρία των ιδεών, τελικά, στέκεται ή καταπίπτει μαζί με την πίστη στην αθανασία “ή, τουλάχιστον, στην προΰπαρξη “της ψυχής.
Μπορεί οι ιδιότητές τους να αλλάζουν συνεχώς “αυτός είναι και ο λόγος που η οντολογική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται ως γίγνεσθαι –, δεν παύουν, όμως, κάθε στιγμή να έχουν κάποιες ιδιότητες. Για την ύπαρξη και την συντήρηση αυτών των ιδιοτήτων υπεύθυνες είναι οι ιδέες[8]. Με άλλα λόγια, οι ιδέες είναι εκείνες που ορίζουν την ουσία κάθε όντος «προσδιορίζοντάς το αποφασιστικά, καθοριστικά και μονοσήμαντα»[9]. Οι ιδέες, από την άλλη πλευρά, καθώς είναι αθάνατες και αναλλοίωτες, δεν οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάτι άλλο και είναι ικανές να συντηρούν οι ίδιες την ύπαρξή τους[10]. Για τον λόγο αυτό η οντολογική τους κατάσταση περιγράφεται από τον Πλάτωνα ως είναι.
Οι πραγματικές επιστήμες για τον Πλάτωνα είναι μόνο οι μαθηματικές, στις οποίες αποδίδει μια συγκεκριμένη ιεραρχία: στην βάση βρίσκεται η αριθμητική, ακολουθεί η γεωμετρία, η στερεομετρία, η αστρονομία και, τέλος, στην κορυφή βρίσκεται η αρμονία. Οι υπόλοιπες μορφές γνώσεις, καθώς σχετίζονται με τα αισθητά και, κατ’ επέκταση, συνδέονται με τη δόξα, δεν αποτελούν επιστήμες αλλά τέχνες. Και στις τέχνες, ωστόσο, αναγνωρίζει μια ιεραρχία, «ανάλογα με το βαθμό εγγύτητάς τους στη μαθηματική γνώση»[12], με κατώτερες την ρητορική και την ιατρική και ανώτερη την αρχιτεκτονική.
Στην Πολιτεία η σχέση του αγαθού με τις ιδέες παραλληλίζεται με την σχέση του ήλιου με τα αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που ο ήλιος καθιστά τα αντικείμενα ορατά έτσι και το αγαθό καθιστά τις ιδέες γνώσιμες. Έτσι, η επιστήμη της διαλεκτικής «καταλήγει στην άμεση κατανόηση του Καλού ως πηγής ύπαρξης και ταυτόχρονα γνωρίσματος»[14]. Η προσπάθεια, ωστόσο, του Πλάτωνα να στηρίξει στο αγαθό το επιχείρημα ότι η διαλεκτική αποτελεί την ύψιστη επιστήμη αποβαίνει άκαρπη. Καθόσον δεν μπορεί να δοθεί ένας “επιστημονικός” ορισμός του αγαθού, εφόσον αυτό αποτελεί μια υπερβατική δύναμη που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο να βιωθεί, δεν μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την συναγωγή πορισμάτων και να αποτελέσει έτσι το αντικείμενο μιας πραγματικής επιστήμης[15].
Εντούτοις διαφέρει από όλες τις άλλες και για τον λόγο αυτό περιέχεται και στο γένος του διαφορετικού. Με βάση αυτήν την υπόθεση, είναι δυνατή η ομαδοποίηση ιδεών ανάλογα με τις συγγένειες των ιδεών στις ταυτότητες και τις διαφορές τους. Για παράδειγμα, η ιδέα του ανθρώπου, η ιδέα του σκύλου και η ιδέα του αλόγου περιλαμβάνονται στην ιδέα του ζώου. Έργο της διαλεκτικής ως επιστήμης είναι πλέον να προβεί σε μια ταξινομική διαδικασία που θα διακρίνει τις συγγενείς και τις διαφορετικές ιδέες και θα τις οργανώνει σε κατιούσα διάταξη, ώστε να καταλήξει στην περιγραφή των μεμονωμένων ιδεών. Αυτές οι μεμονωμένες ιδέες είναι εκείνες που αντιπροσωπεύουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και των κόσμο των αισθητών πραγμάτων.
Πρέπει, αντιθέτως, να θεωρηθούν ως ένα από τα πολλά πνευματικά πειράματα που έκανε ο Πλάτωνας, για να βρει ικανοποιητικές λύσεις (…) για τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας του: τη σχέση μεταξύ αγαθού, ιδεών και εμπειρικών πραγμάτων, τη γένεση και τη δομή του κόσμου, τη διαλεκτική ως καθολική επιστήμη ικανή να δεχθεί στους κόλπους της τα στοιχεία που προσέδιδαν τάξη και σταθερότητα στον κόσμο της πολλαπλότητας και του γίγνεσθαι»[19].
Στην πράξη, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη (= η γνώση των ιδεών) θα χρησιμοποιηθεί για να καταρτισθεί η ομάδα των φιλοσόφων-βασιλέων που θα αναλάβει την εξουσία, και η οποία θα διαπαιδαγωγήσει στη συνέχεια την υπόλοιπη κοινωνία. Ο Πλάτωνας οικοδομεί, δηλαδή, την θεωρία των ιδεών για να την χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο “ως την παιδαγωγική βάση “πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η ιδανική πολιτεία (όπως αυτή περιγράφεται αρχικά στην Πολιτεία και αργότερα εξελίσσεται στους Νόμους).
Δήμας Π, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα», στο: Σ. Βιρβιδάκης, κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Θανασάς, Π. «Φαίδων 96a-102a: Μια φιλοσοφική αυτοβιογραφία». Δευκαλίων, τ. 17 (1999), σ. 5-22.
Taylor A.E., Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
Vegetti Μ., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000.
Παραπομπές -Σημειώσεις
[1] Vegetti Μ., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000, σ. 160.
[2] Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι διάλογοι που έγραψε ο Πλάτωνας αναπτύσσουν τους κεντρικούς άξονες της φιλοσοφίας τους, χωρίς αυστηρό σύστημα και συχνά με τη βοήθεια μιας νέας μυθολογίας, οι μεγαλοπρεπείς παραβολές της οποίας διασαφηνίζουν “ενορατικά” οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων. Φιλοσοφία, εξάλλου, για τον Πλάτωνα δεν σήμαινε «συμπαγές σύνολο διδακτέων “πορισμάτων” αλλά ζωή αφιερωμένη στην ενεργή προσωπική αναζήτηση της αλήθειας και της αρετής, με φωτεινούς οδηγούς μία ή δύο μεγαλεπήβολες και ένθερμες πεποιθήσεις»· βλ. Taylor A.E., Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφρ. Ι. Αρζόγλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σ. 45.
[3] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 160-1 και Taylor, ό.π., σ. 243.
[4] Βλ. Taylor (ό.π., σ. 243): «δεν πρέπει να θεωρηθούν ως “ιδέες που έχουμε στο νου μας”· είναι πραγματικές οντότητες τις οποίες σκεφτόμαστε». Πρβλ. την θέση του Θανασά ότι «η φιλοσοφία των ιδεών δεν προσβλέπει σε ένα νέο, ιδιαίτερο αντικείμενο, σε “υπερβατικά” όντα και σε νέες “υψηλές” πραγματικότητες· μοναδικό της ζητούμενο είναι ό,τι και οι αισθήσεις απέβλεπαν να συλλάβουν: η πραγματικότητα του κόσμου τούτου και των φαινομένων του “φυσικών και ηθικών»· Θανασάς, Π. «Φαίδων 96a-102a: Μια φιλοσοφική αυτοβιογραφία». Δευκαλίων, τ. 17 (1999), σ. 5-22.
[5] Θανασάς, ό.π.
[6] Taylor, ό.π., σ. 226.
[7] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 159.
[8] Βλ. Δήμας Π, «Η φιλοσοφία του Πλάτωνα», στο: Σ. Βιρβιδάκης, κ.ά., Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ. 144-5.
[9] Θανασάς, ό.π.
[10] Βλ. Δήμας, ό.π., σ. 145.
[11] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 164.
[12] Στο ίδιο, σ. 174.
[13] Taylor, ό.π., σ. 335.
[14] Στο ίδιο, σ. 342.
[15] Βλ. Vegetti, ό.π., σ. 177.
[16] Για την θεωρία των γενών βλ. Vegetti, ό.π., σσ. 180-184.
[17] Vegetti, ό.π., σ. 184.
[18] Στο ίδιο, σ. 190.
[19] Στο ίδιο, ό.π., σ. 192.