Τα όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα είναι εισαγωγικά για να εισέλθουμε στην ανάλυση και ερμηνεία της εσωτερικής ζωής της ψυχής. Η ασθένεια και η θεραπεία της ψυχής είναι κυρίως ασθένεια και θεραπεία του νοός, της καρδίας και των λογισμών. Γύρω από το θέμα αυτό θα στραφούν τα επόμενα. Θα μελετήσουμε ξεχωριστά τον νου, την καρδιά και τους λογισμούς. Νομίζω πως η ανάλυση αυτή θα βοηθήση στην ενδοσκόπηση του εσωτερικού εαυτού μας.
α) Ο νους
Ήδη έχουμε τονίσει ότι ο όρος νους είναι πολυσήμαντος στα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Άλλοτε ταυτίζεται με την ψυχή, άλλοτε είναι μια ενέργεια της ψυχής, ο οφθαλμός της ψυχής, άλλοτε με τον όρο νου υποδηλώνεται η ουσία της ψυχής, άλλοτε υποδηλώνεται η ενέργειά της και άλλοτε είναι η προσοχή που είναι λεπτοτέρα της διανοίας. Στην παράγραφο αυτή, μελετώντας την ασθένεια και την θεραπεία του νου, θα τον θεωρούμε ως τον οφθαλμό της ψυχής. Με τον όρο νου θα εννοούμε κυρίως την δύναμη της ψυχής[85] καθώς επίσης το πιο καθαρό μέρος της ψυχής, που είναι οφθαλμός της ψυχής, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «ουχ έτερον έχουσα παρ’ εαυτήν τον νουν, αλλά μέρος αυτής το καθαρώτατον (ώσπερ γαρ οφθαλμός εν σώματι, ούτως εν ψυχή νους)...»[86]. Αυτός ο οφθαλμός της ψυχής, που λέγεται νους και ενεργεί δια των αισθήσεων, είναι αυτό που μολύνεται, αρρωσταίνει και χρειάζεται θεραπεία. Όπως ο οφθαλμός του σώματος, όταν ασθενή, σκοτίζει όλο το σώμα, κατά τον ίδιο τρόπο όταν ασθενή ο οφθαλμός της ψυχής, που είναι ο νους, τότε σκοτίζεται ολόκληρη η ψυχή του ανθρώπου. Αυτό εννοούσε ο Κύριος όταν έλεγε «ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;» (Ματθ. στ’, 23). Ο νους εξερχόμενος από την καρδιά, αφιστάμενος του Θεού, ασθενεί και πεθαίνει, οπότε νεκρώνεται και ολόκληρη η ψυχή. Αυτό θα το δούμε στην συνέχεια περισσότερο αναλυτικά.
Η φυσική ζωή του νου
Οι άγιοι Πατέρες στα κείμενά τους καθορίζουν σαφώς την φυσική ζωή του νου. Κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο «νους απαθής εστιν ο Θεός, υπέρ πάντα νουν και πάσαν απάθειαν, φως και πηγή φωτός αγαθού, σοφία, λόγος και γνώσις∙ και σοφίας, λόγου και γνώσεως χορηγός»[87]. Και ο άνθρωπος, ως εικών του Θεού, έχει νουν απαθή, όταν ο νους βρίσκεται στην φυσική του κατάσταση και δεν κινήται πέρα από την δική του αξία και φύση: «Εικών Θεού ων ο ημέτερος νους, το οικείον εν εαυτώ έχει, όταν εν τοις ιδίοις μένη και μη πόρρω της εαυτού αξίας κινήται και φύσεως». Γι’ αυτό ο νους του ανθρώπου επιθυμεί και ζητεί να ενωθή με τον Θεό «εξ ου την αρχήν έσχε» και ανατρέχει με τις φυσικές ιδιότητες προς Αυτόν και «αυτόν μιμείσθαι ποθεί τω φιλανθρώπω και τη απλότητι». Και όπως ο Νους – Πατήρ γεννά τον Λόγο, ο οποίος (Λόγος) γεννά και αναπλάττει τους ανθρώπους, έτσι και ο νους της ψυχής γεννά τον λόγο, και «ως άλλους ουρανούς τας ψυχάς αναπλάττει των ομοφύλων ανθρώπων και στερράς αυτάς δι’ υπομονής των εμπράκτων αποτελεί αρετών». Και όχι μόνον αναπλάττει τις ψυχές των άλλων ανθρώπων ο νους δια του λόγου, αλλά ζωογονεί «ταύτας τω πνεύματι του στόματος αυτού». Έτσι ο νους του ανθρώπου που κινείται προς τον Θεό αναπλάττει τις άλλες ψυχές και μιμούμενος Αυτόν «οράται δημιουργός και αυτός της νοητής κτίσεως και του μεγάλου κόσμου»[88]. Φαίνεται στο χωρίο αυτό του οσίου Νικήτα Στηθάτου ότι, όταν ο νους κινήται φυσικά προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του, γίνεται και αυτός κατά Χάριν ό,τι είναι κατά φύσιν ο Ουράνιος Νους.
Η ένωση νου και Θεού είναι στάση, αλλά συγχρόνως και κίνηση, αφού η τελείωση είναι ατέλεστη. Ο άγιος Μάξιμος κάνει λόγο στα έργα του για την αεικίνητη στάση και την στάσιμη κίνηση. Ο άνθρωπος, μένοντας εν τω Θεώ, κινείται διαρκώς. Το ίδιο γράφει ο όσιος Νικήτας για τον νου. «...πάντες οι νόες εν αυτώ τω πρώτω νοΐ την τε στάσιν έχουσι μόνιμον και την κίνησην ακατάληκτον». Αυτό συμβαίνει όχι σε ακάθαρτο νου, αλλά σε νου που είναι καθαρός και αθόλωτος[89]. Ο νους ενούμενος με τον Πρώτο Νου γίνεται αγαθός και σοφός. «Αγαθός και σοφός μόνος φύσει ο Θεός∙ γίνεται δε μεθέξει και ο νους, αν σπουδάση»[90].
Περιγράφοντας την φυσική κατάσταση του νου είμαστε υποχρεωμένοι να καθορίσουμε σαφώς ποια είναι η κατά φύσιν, η παρά φύσιν και η υπέρ φύσιν κίνηση του νου. Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής περιγράφει τις τρεις κινήσεις του νου. Τρεις είναι οι νοητοί τόπο στους οποίους εισέρχεται ο νους του ανθρώπου εκ μεταβολής «κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν». Όταν ο νους εισέλθη στο κατά φύσιν τότε ευρίσκει τον εαυτό του αίτιο των πονηρών λογισμών, γνωρίζει τις αιτίες των παθών και εξομολογείται στον Θεό τις αμαρτίες. Όταν εισέλθη στο παρά φύσιν λησμονεί την δικαιοσύνην του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, θεωρώντας ότι αυτοί τον αδικούν. Όταν εισέλθη στο υπέρ φύσιν ευρίσκει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος[91]. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο νους μας επιλανθάνεται του Θεού και μάχεται με τους ανθρώπους, είναι στην παρά φύσιν κατάσταση, ενώ όταν γνωρίζη την αιτία των παθών και ευρίσκη τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος ζη την κατά φύσιν και την υπέρ φύσιν κατάσταση αντίστοιχα. Η ζωή του Πνεύματος είναι εκείνη που φανερώνει την φυσική κατάσταση του νου και περιγράφει την φυσική του πορεία. Όταν ο άνθρωπος επιμένη να διατηρήται ο νους του στην κατά φύσιν κίνηση, τότε παραμένει καθαρός από την ύλη και «κατακοσμείται πραότητι, ταπεινοφροσύνη, αγάπη και συμπαθεία, και υπό των ελλάμψεων του Αγίου καταφαιδρύνεται Πνεύματος»[92].
Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή ο νους ενεργεί κατά φύσιν όταν έχη τα πάθη υποτεταγμένα, όταν θεωρή τους λόγους των όντων και όταν διάγη προς τον Θεό[93]. Επίσης οι άγιοι Πατέρες τονίζουν την πραγματικότητα ότι ο νους μετασχηματίζεται προς κάθε νόημα των πραγμάτων που δέχεται. Θεωρώντας τα νοήματα των πραγμάτων πνευματικώς, «προς έκαστον θεώρημα ποικίλως μεταμορφούται». Όταν δε ενωθή με τον Θεό τότε γίνεται άμορφος και ασχημάτιστος[94]. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να μάθη ο νους να δέχεται πνευματικώς τα νοήματα των πραγμάτων, γιατί διαφορετικά δεν ζη στην φυσική του κατάσταση, αλλοιώνεται, και όταν ο νους που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλοιωθή, τότε αυτομάτως αλλοιώνεται όλη η ψυχή. Γιατί όταν μολυνθή και ασθενήση μια ενέργεια της ψυχής τότε αλλοιώνονται και ασθενούν όλες οι άλλες δυνάμεις, αφού «κοινωνούσι πάσαι της μιας τω ενιαίω της ψυχής»[95].
Ο νους είναι εκείνος που καθορίζει όλη την κατάσταση του ανθρώπου, αφού αυτός είναι ο τροφοδότης της ψυχής. Ο νους μας είναι στο μέσον δυο πραγμάτων, της αρετής και της κακίας, του αγγέλλου και του δαίμονος, που το κάθε ένα μέρος ενεργεί τα δέοντα. Συνδεδεμένος ο νους με την ελευθερία έχει την δύναμη να ακολουθήση ένα από τα δύο ή να αντισταθή σε ένα από τα δύο. «Εξουσίαν δε έχει ο νους και δύναμιν, ο θέλει, είτε έπεσθαι, είτε αντιστήναι»[96]. Ο νους είναι εκείνος που μερίζει την ψυχή. Πρώτος αυτός πάσχει και εν συνεχεία μολύνει και παρασύρει όλη την ψυχή. «... η ψυχή μερίζεται ένθα αν την ροπήν ο νους δω, εις πράγμα τι κατά πάθος ανθρώπινον»[97]. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του νου ότι σε όποιο πράγμα παραμένει εκεί πλατύνεται και στην συνέχεια σ’ αυτό τρέπει την επιθυμία και την αγάπη. Αυτό μπορεί να γίνη είτε στα θεία, οικεία και νοητά είτε στα πράγματα και τα πάθη της σαρκός[98]. Πάθος αγάπης ψεκτό ενασχολεί τον νου στα υλικά πράγματα, ενώ πάθος αγάπης επαινετό «τοις θείοις αυτόν συνδεσμεί»[99]. Γι’ αυτό η ορθόδοξη ασκητική δίνει μεγάλη σημασία στην πορεία και την κίνηση του νου. Γιατί όταν ο νους στραφή και ενατενίση πράγματα υλικά και μολυνθή από το νόημα των πραγμάτων, τότε ασθενεί και στην συνέχεια μεταφέρει την ασθένεια σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής.
Γενικά για την κίνηση του νου μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι κατά φύσιν, υπέρ φύσιν και παρά φύσιν. Ο νους με την ελευθερία που διαθέτει πορεύεται κατά την ιδική του επιθυμία και ανάλογα με την πορεία που ακολουθεί και ανάλογα με τον τόπο στον οποίο παραμένει αλλοιώνεται και έπειτα αλλοιώνει την ψυχή είτε αρνητικά είτε θετικά. «Οι άνθρωποι τον νουν έχουσιν ή εις τας αμαρτίας, ή προς τον Ιησούν, ή προς τους ανθρώπους»[100]. Αυτό πιστεύουμε πως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, που θα γίνη λόγος για την ασθένεια και την θεραπεία του νου.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διδάσκει ότι «... ουχί μέρει τινί των εν ημίν ο νους περιέχεται, αλλ’ επίσης εν πάσι και δια πάντων εστιν...». Η κοινωνία του νου προς το σώμα έχει άφραστη και ανεπινόητη την συνάφεια «ούτε εντός ούσα (ούτε γαρ εγκρατείται σώματι το ασώματον), ούτε εκτός περιέχουσα (ου γαρ περιλαμβάνει τι τα ασώματα)∙ αλλά κατά τινα τρόπον αμήχανόν τε και ακατανόητον εγγίζων ο νους τη φύσει, και προσαπτόμενος, και εν αυτή και περί αυτήν θεωρείται, ούτε εγκαθήμενος, ούτε περιπτυσσόμενος»[101].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εκθέτοντας το χωρίο του αγίου Μακαρίου που διδάσκει ότι ο νους και όλοι οι λογισμοί της ψυχής βρίσκονται μέσα στην καρδιά ως σε όργανο, και το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης που διδάσκει ότι ο νους ως ασώματος δεν είναι μέσα στο σώμα, γράφει ότι δεν είναι αντίθετα τα δυο αυτά χωρία, αλλά συνάγονται σε μια ενότητα. Ο άγιος Μακάριος και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης είχαν διαφορετικές προϋποθέσεις στην ανθρωπολογία τους, δηλαδή με άλλη έννοια λέγει ο άγιος Μακάριος ότι ο νους είναι μέσα στο σώμα και με άλλη έννοια ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι είναι εκτός του σώματος. Όπως εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο Θεό ως ασώματος δεν βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο δεν έρχεται σε αντίθεση με εκείνον που ισχυρίζεται ότι ο Λόγος κάποτε ευρέθηκε στην παρθενική και πανάμωμη μήτρα της Θεοτόκου, έτσι γίνεται και στα χωρία αυτώ των Πατέρων σχετικά με τον νου. Ο νους του ανθρώπου ως ασώματος είναι εκτός του σώματος, αλλά και μέσα στο σώμα, χρησιμοποιώντας ως πρώτο σαρκικό όργανο αφράστως την καρδιά[102]. Έχουμε εξηγήσει σε άλλη παράγραφο ότι ο νους έχει ουσία και ενέργεια και ως ουσία βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενώ ως ενέργεια στους λογισμούς και έτσι εξέρχεται από το σώμα και συλλαμβάνει το νόημα των πραγμάτων. Στην φυσική κατάσταση ο νους εισέρχεται στην καρδιά, η ενέργεια στην ουσία, και έτσι ανέρχεται προς τον Θεό. Αυτή είναι η κυκλική κίνηση του νου για την οποία θα κάνουμε αργότερα λόγο.
Ο νους, ως εικόνα του Θεού, έχει ζωή μόνον όταν ενώνεται με τον Θεό και καθίσταται σοφός και αγαθός. Αυτή είναι η ζωή του νου. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ος συμβιβάσει αυτόν; Ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Η φυσική κατάσταση του νου είναι να ενωθή με τον νου του Χριστού. Τότε ελλάμπεται και φωτίζεται. Η «όντως ζωή και αληθής ενέργεια του νου» είναι όταν το λογιστικό της ψυχής ασχολήται με θεία θεωρήματα και αναπέμπη στον Θεό ύμνο και ευχαριστία και όταν με την συνεχή μνήμη κολλάται προς Αυτόν[103]. Νέκρωση του νου είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, ενώ ζωή του νου είναι η κοινωνία και η ενότητα μαζί Του. Η ζωή του νου, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι ο φωτισμός της γνώσεως και επειδή αυτόν τον φωτισμό τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε μεγαλύτερο της αγάπης προς τον Θεό[104].
Όπως το σώμα για να ζήση έχει ανάγκη της τροφής και η ψυχή για να ζήση έχει ανάγκη της αρετής, έτσι και η πνευματική προσευχή είναι η τροφή του νου[105]. Η προσευχή τροφοδοτεί τον νου και τον ζωοποιεί. Ο νους όταν κινήται προς τον Θεό και ενώνεται μαζί Του είναι υγιής, ζωντανός. Και σ’ αυτήν την κατάσταση δέχεται την παράκληση του Θεού. Εν Θεώ ο νους αποκτά την υγεία, την αίσθηση, και αυτή η αίσθηση είναι «γεύσις ακριβής των διακρινομένων»[106]. Είναι απαραίτητο στην πνευματική ζωή ο νους να έχη ζωή, ώστε να διακρίνη τις ενέργειες και παρακλήσεις του Θεού από τις ενέργειες του διαβόλου. Στον υγιή νου, που σχολάζει διαρκώς στα θεία, «και το παθητικόν μέρος θείον γέγονεν όπλον»[107]. Τότε όλη η ψυχή υγιαίνει. Ο νους είναι ένα άρμα που παρασύρει την ψυχή είτε στον Θεό είτε στον διάβολο και τα έργα της αμαρτίας. Ο νους πάντως όταν υγιαίνη πληροφορείται από τον Θεό. Είναι σαφής εντολή του Αποστόλου Παύλου που ισχύει για τον καθαρό και ζωντανό νου: «έκαστος εν τω ιδίω νοΐ πληροφορείσθω» (Ρωμ. ιδ’, 5).
Αν και ο νους είναι μια δύναμη της ψυχής, με την έννοια που μελετάμε στην παράγραφο αυτή, εν τούτοις έχει και αυτός άλλες δυνάμεις και ενέργειες. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι τέσσερες είναι οι δυνάμεις του νου, ήτοι η σύνεση, η αγχίνοια, η κατάληψη και η εντρέχεια (δεξιότης, ετοιμότης, οξύτης). Πρέπει αυτές οι τέσσερες δυνάμεις του νου να ενωθούν με τις τέσσερες γενικές αρετές της ψυχής, ήτοι η σύνεση του νου με την σωφροσύνη της ψυχής, η αγχίνοια με την φρόνηση, η κατάληψη με την δικαιοσύνη και η εντρέχεια με την ανδρεία. Έτσι σχηματίζεται «άρμα φλογερόν και ουρανοδρόμιον» που αντιμετωπίζει τα τρία πάθη της φιλαργυρίας, φιληδονίας και φιλοδοξίας[108].
Βέβαια αυτές οι διαιρέσεις του νου σε μας είναι ακατανόητες αλλά οι άγιοι Πατέρες με τον αγώνα που έκαναν και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ξεχώρισαν και διέγραψαν αυτές τις δυνάμεις και γνώρισαν όλη την εσωτερική ψυχοσύνθεση. Ζώντας ο άνθρωπος «εν τη αποκαλύψει», φωτιζόμενος από την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, γνωρίζει όλα τα βάθη της ψυχής και όλες τις δυνάμεις του νου, που για τον μακράν της Χάριτος άνθρωπο είναι άγνωστα και ακατανόητα. Άλλωστε μακράν του Θεού όλος ο άνθρωπος καθίσταται αφανής και άγνωστος.
Όλα αυτά που αναφέραμε δείχνουν την φυσική κατάσταση του νου, όπως λειτουργεί στον φυσικό άνθρωπο, στον άνθρωπο του Θεού. «Ίδιον έργον του νου το μη ανέχεσθαι λογισμού λάθρα καταλαλούντος κατά του πλησίον»[109]. Ο νους στην φυσική του κατάσταση αποκρούει τους λογισμούς που προέρχονται από τον διάβολο και γενικά αποκρούει κάθε λογισμό που είναι αντίθετος με την αγάπη. Επίσης καθίσταται τέλειος όταν πλουτίζη από την γνώση του Θεού. «Τέλειός εστιν ο νους, ο ποιωθείς τη γνώσει»[110]. Η γνώση αυτή είναι γνώση του Θεού και των δημιουργημάτων, κατά τρόπο υπεράγνωστο. «Νους εστι τέλειος ο δια πίστεως αληθούς τον υπεράγνωστον υπεραγνώστως υπεργνωκώς και των αυτού δημιουργημάτων τα καθόλου θεασάμενος»[111].
Ασθένεια του νου
Ο νους με την πτώση αμαυρώθηκε, σκοτίσθηκε, αρρώστησε. Έπαυσε να είναι τέλειος. Αυτό το ίδιο γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος διαπράττει την αμαρτία.
Η πρώτη μάχη του διαβόλου γίνεται με τον νου. Οι δαίμονες επιδιώκουν να τον υποδουλώσουν, οπότε στην συνέχεια έρχεται ο άνθρωπος στην συγκατάθεση και την αμαρτία. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι οι δαίμονες, λαμβάνοντες αφορμή από τα πάθη που υπάρχουν στην ψυχή, κινούν τους εμπαθείς λογισμούς, δια των οποίων πολεμούν τον νου και εκβιάζουν αυτόν να έλθη σε συγκατάθεση της αμαρτίας. Γίνεται μεγάλη μάχη για να αιχματωλισθή ο νους και να προσελκυσθή στον εμπαθή λογισμό. Όταν ηττηθή ο νους, «άγουσιν εις την κατά διάνοιαν αμαρτίαν και, ταύτης αποτελεσθείσης, φέρουσιν αυτόν λοιπόν αιχμάλωτον εις την πράξιν». Δεν μένει όμως μέχρι εκεί το κακό. Αφού οι δαίμονες με τους εμπαθείς λογισμούς ερημώσουν την καρδιά, υποχωρούν, αλλά παρά ταύτα μένει στον νου το είδωλο της αμαρτίας. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στον λόγο του Κυρίου «όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως...εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ’, 15), λέγει ότι ναός του Θεού είναι ο νους του ανθρώπου, στον οποίον, αφού οι δαίμονες ερημώσουν δια των εμπαθών λογισμών την ψυχή, «το είδωλον ανατιθέασι της αμαρτίας»[112].
Αυτή είναι η ασθένεια του νου. Όχι μόνον αιχμαλωτίζεται, αλλά και ασθενεί, αφού παραμένει το είδωλο της αμαρτίας, το οποίο είναι μια διαρκής πληγή και αιτία μιας νέας αμαρτίας. Σε αυτήν την κατάσταση λέμε πως ο νους είναι αιχμαλωτισμένος από τον διάβολο και τα πάθη, και «νους υπό παθών κεκρατημένος, εννοεί τα μη πρέποντα». Αυτό φανερώνουν οι λόγοι και τα έργα[113]. Όσα λέγει και πράττει ο άνθρωπος φανερώνουν την ασθένεια ή την υγεία του νου του. Γι’ αυτό οι έχοντες το χάρισμα της διακρίσεως διακρίνουν από τις εξωτερικές κινήσεις και από τα λόγια του κάθε ανθρώπου την κατάσταση του νου. Η σχέση του νου προς την αίσθηση «δούλον αυτόν καθίστησι των του σώματος ηδονών»[114]. Ο νους τότε αντί να στρέφεται προς τον Θεό και να ενώνεται μαζί Του, στρέφεται και ενώνεται με τα αισθητά, γι’ αυτό γίνεται δούλος. Σ’ αυτήν την δουλεία, την αιχμαλωσία, έγκειται η ασθένεια του νου. Και φυσικά αυτή η ασθένεια προξενεί τον θάνατο του νου.
Στην συνέχεια θα περιγράψουμε, παρουσιάζοντας χωρία πατερικά, μερικές καταστάσεις και ιδιώματα της ασθενείας του νου.
Η Αγία Γραφή κάνει λόγο για τον διεφθαρμένο νου, τον νου της σαρκός. Μερικά χωρία θα θέλαμε να παραθέσουμε στο σημείο αυτό, που δείχνουν την ασθένεια του νου. «...διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας» (Α’ Τιμ. στ’, 5). Όσοι αντιστέκονται στην αλήθεια είναι «άνθρωποι κατεφθαρμένοι τον νουν» (Β’ Τιμ. γ’, 8). Ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος σε αιρετικό της εποχής του λέγει ότι είναι «φυσιούμενος υπό του νοός της σαρκός αυτού» (Κολ. β’, 18). Στο χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά ότι, όταν ο άνθρωπος είναι σαρκικός, εστερημένος της ενεργείας του Παναγίου Πνεύματος, όπως αναφέρεται στην θεολογία του Αποστόλου Παύλου, έχει νου σαρκικό. Αλλού ο νους του μακράν του Θεού ευρισκομένου ανθρώπου χαρακτηρίζεται «αδόκιμος» (Ρωμ. α’, 28). Επίσης δεν θέλει ο Απόστολος οι Χριστιανοί να πορεύωνται και να περιπατούν όπως οι εθνικοί «εν ματαιότητι του νοός αυτών» (Εφεσ. δ’, 17). Και οι άγιοι Πατέρες, όπως ο όσιος Θαλάσσιος, κάνουν λόγο για την σάλευση του νου από τον τόπο της γνώσεως, όταν το παθητικό της ψυχής κινηθή πέρα από τις αρετές: «Σαλεύεται ο νους εκ του τόπου της γνώσεως, ότε το παθητικόν της ψυχής κινηθή εκ των ιδίων αρετών» [115].
Η ασθένεια του νου χαρακτηρίζεται και με την λέξη «σκοτασμός». Ο νους, ως εικών του Θεού, είναι φωτεινός. Όταν όμως απομακρύνεται από τον Θεό και χάνη την φυσική του κατάσταση, τότε αμαυρούται, σκοτίζεται. Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος διδάσκει ότι οι οκτώ γενικότατοι λογισμού της κακίας μέσα στους οποίους υπάρχει κάθε λογισμός έρχονται στην πύλη της καρδίας. Και όταν βρουν τον νου αφύλακτο εισέρχονται ο ένας μετά τον άλλο στον κατάλληλο καιρό στην καρδιά, και κάθε ένας αφήνει εκεί « εσμόν λογισμών αισχρών∙ και ούτω τον νουν σκοτίσας, εκκαλεί το σώμα προτρεπόμενος εις εργασίαν αισχρών πράξεων»[116]. Ο νους από τους πολλούς λογισμούς σκοτίζεται. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος διδάσκει ότι, όταν ο άνθρωπος διάγη την ζωή της αμαρτίας και της ασωτίας, «τον νουν σκοτίζει»[117]. Γι’ αυτό συνιστάται από την πατερική διδασκαλία να φυλάττουμε τους λογισμούς «ίνα μη σκοτισθείς ο νους, άλλα αντ’ άλλων βλέπη»[118].
Έτσι μπορούμε να κάνουμε λόγο για την τύφλωση του νου και την ανικανότητα να βλέπη καθαρά τα πράγματα. Και όταν ο νους σκοτισθή τότε δεν έχει καθαρούς και ανοικτούς διαδρόμους προς τον πλησίον. Όλα μολύνονται και σκοτίζονται με φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για την ζωή μας. Οι πονηρές έννοιες σκοτίζουν τον νου και τον καταστρέφουν, όπως αποκρύπτουν τα σύννεφα τον ήλιο[119]. Ο νους σκοτίζεται και παραμένει άκαρπος ή όταν λαλήση κοσμικούς λόγους ή όταν δεχθή αυτούς στην διάνοια και προσομιλήση ή όταν ασχοληθή το σώμα μαζί με τον νου σε αισθητά. Αμέσως τότε χάνει την θέρμη, την κατάνυξη, την παρρησία εν Θεώ και την γνώση. Γι’ αυτό, «όσον προσέχομεν τω νω, φωτιζόμεθα∙ και όσον ου προσέχομεν, σκοτιζόμεθα»[120].
Ο σκοτασμός λέγεται και τύφλωση, αφού είναι πραγματική τύφλωση του νου. Και ο νους εκτυφλούται από τα τρία πάθη, την φιλαργυρία, την κενοδοξία και την ηδονή[121]. Η άγνοια του χοϊκού νοός, κατά τον Νικήτα τον Στηθάτο, που είναι αχλύς και ζόφος βαθύς, «τας οράσεις της ψυχής επικαλύπτουσα, σκοτεινήν αυτήν και ζοφώδη περί το νοείν τα θεία τε και ανθρώπινα απεργάζεται, μη δυναμένην προς τας αυγάς του θείου φωτός ατενίζειν ή εν απολαύσει γίνεσθαι των αγαθών εκείνων, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη»[122]. Ο νους και γενικά η ψυχή είναι ανίκανη να ενατενίση τον Θεό και να ελλαμφθή. Και αυτό αποτελεί την ασθένεια και τον θάνατό του. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρη την αλήθεια. «Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι, όπως ο οφθαλμός, όταν μετακινήται συνεχώς άλλοτε προς τα πλάγια και άλλοτε μεταστρέφεται «προς τα άνω και κάτω πυκνά», δεν μπορεί να δη καθαρά το αντικείμενο, το ίδιο συμβαίνει και με τον οφθαλμό της ψυχής, δηλαδή τον νου. Όταν περισπάται από πολλές κοσμικές φροντίδες είναι αδύνατον να βρη την αλήθεια: «Ούτω και νουν ανθρώπου, υπό μυρίων των κατά τον κόσμον φροντίδων περιελκόμενον, αμήχανον εναργώς ενατενίσαι τη αληθεία»[123].
Μια άλλη κατάσταση της ασθενείας του νου είναι η πώρωση, η αναλγησία και η αναισθησία. «Αναλγησία καρδίας, επώρωσε νουν»λέγει ο της Κλίμακος άγιος [124]. Όταν οι δαίμονες έλθουν στην ψυχή και περιστρέψουν το φως του νου, τότε δεν υπάρχει νήψη, διάκριση, επίγνωση, εντροπή, αλλά «αναλγησία, και αναισθησία, και αδιακρισία, και αβλεψία»[125].
Ο ασθενών νους είναι δέσμιος, αιχμάλωτος. «Δεσμά υπάρχουσι νου, πάθη ψεκτά, κατέχοντα αυτόν εν τοις αισθητοίς πράγμασιν»[126]. Δηλαδή τα πάθη τα ψεκτά δεσμεύουν τον νου, τον κρατούν δεμένο στα αισθητά πράγματα. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι, όπως ένα στρουθίον όταν είναι δεμένο από το πόδι δεν μπορεί να πετάξη όσο και αν προσπαθή γιατί επανέρχεται στην γη, «ούτω και ο νους, μήπω απάθειαν κτησάμενος και επί την γνώσιν των ουρανίων πετόμενος, υπό των παθών καθελκόμενος, επί την γην κατασπάται»[127]. Όσο κι αν προσπαθή ο νους να πετάξη προς την γνώση των ουρανίων, αν δεν έχη απαλλαγή από τα πάθη, δεν μπορεί. Τα πάθη τον δεσμεύουν και τον κρατούν αιχμάλωτο στην γη. Ο νους ακόμη παχύνεται από τα διάφορα πάθη και δεν μπορεί να προσευχηθή καθαρά στον Θεό[128].
Ο τετυφωμένος νους είναι νεφέλη άνυδρος, που περιφέρεται από τα πνεύματα της κενοδοξίας και υπερηφανείας[129].
Ο νους που ασθενεί από το πάθος της κενοδοξίας πλανάται, αφού προσπαθεί με σχήματα και μορφές να περιγράψη το θείον[130].
Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει και τον τρόπο με τον οποίο ο νους γίνεται αιχμάλωτος. Εάν είναι άπειρος και διάγη χωρίς νήψη, τότε αμέσως μείγνυται εμπαθώς με το φαντασθέν σ’ αυτόν, δηλαδή με αυτό που φέρνει η φαντασία, και στην συνέχεια διαλέγεται και δίδει αποκρίσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «αναμίξ γίνονται οι ημέτεροι λογισμοί τη δαιμονιώδει φαντασία». Και όσο αυξάνεται και πληθύνεται η φαντασία τόσο πάσχει ο νους[131].
Εκτός από τις προηγούμενες καταστάσεις της ασθενείας του νου είναι και η μόλυνση. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «πάντα μεν καθαρά τοις καθαροίς∙ τοις δε μεμιαμμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδησις» (Τιτ. α’, 15). Ο μολυσμός του νου δεν προέρχεται μόνον από μια μεγάλη θανάσιμη αμαρτία, αλλά και από ένα μικρό λόγο που εξέρχεται από το στόμα: «υπό λόγου πολλάκις ενός απροσέκτως προερχομένου τον νουν εμόλυνε». Αλλά αυτό συμβαίνει κυρίως σ’ αυτόν που γεύθηκε την χάρη και ενέργεια της προσευχής[132].
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει λόγο για τον παραρριπισμό του νου, που χωρίς να μεσολαβήση χρόνος ή λόγος ή εικόνα, παρουσιάζει με περισσότερη οξύτητα το πάθος στον άνθρωπο. Με μια απλή κίνηση παρουσιάζεται το πάθος μέσα στην ψυχή του ανθρώπου[133]. Φαίνεται πως ο νους αιχμαλωτίζεται και υποδουλώνεται με μια απλή κίνηση, χωρίς να προηγηθή μεγάλος σύνθετος λογισμός.
Έτσι λοιπόν η ασθένεια του νου, με όσα αναφέραμε προηγουμένως, είναι η διαφθορά, ο σκοτασμός, η τύφλωση, η αναλγησία και αναισθησία, η δέσμευση και αιχμαλωσία, η πλάνη, η μόλυνση και ο παραρριπισμός. Κάθε τι που εκδιώκει και αποτρέπει τον νου από την φυσική κίνηση είναι ασθένεια, της οποίας συνέπεια είναι ο θάνατος του νου. Σ’ αυτήν την κατάσταση όλος ο άνθρωπος είναι ασθενής, μεμολυσμένος και νεκρός.
Θεραπεία του νου
Μια ορθόδοξη αγωγή προϋποθέτει κυρίως και προς παντός θεραπεία του νοερού της ψυχής. Εφ’ όσον όταν σκοτίζεται ο νους σκοτίζεται και μολύνεται όλη η ψυχή, σημαίνει πως η θεραπεία του νου έχει σαν συνέπεια θα θεραπευθή όλη η ύπαρξή μας. Στο θέμα της θεραπείας του νου θα στραφή τώρα ο λόγος.
Για να συγκεκριμενοποιήσουμε το θέμα θα περιορισθούμε σε δυο βασικά σημεία. Το ένα είναι πως επιτυγχάνεται η θεραπεία του νου και το άλλο ποια είναι τα αποτελέσματα της θεραπείας του νου.
Κατ’ αρχάς πρέπει να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται η θεραπεία του νου.
Βασική διδασκαλία των αγίων μας είναι ότι η θεραπεία του νου επιτυγχάνεται με την φυλακή του νου, την τήρηση του νου, που λέγεται νήψη. Η τήρηση του νου είναι «σκοπευτήριον τω περί αρετής λόγων πάσης»[134]. Η φυλακή του νου έχει ονομασθή «φωτοτόκος και αστραπητόκος και φωτοβόλος και πυρφόρος» και υπερέχει από πολλές αρετές. Η φυλακή του νου είναι εκείνη που με την δύναμη του Χριστού μπορεί τους ανθρώπους από αμαρτωλούς, αχρείους, βεβήλους, αγνώστους, ασυνέτους και αδίκους να τους κάνη δικαίους, εύχρηστους καθαρούς, αγίους, συνετούς. Πέρα από αυτά, η φυλακή του νου μπορεί να κάνη τους ανθρώπους «μυστικά θεωρείν και θεολογείν»[135]. Από την φυλακή του νου, την τήρηση του νου, ο άνθρωπος καθαίρεται, αγιάζεται και καθίσταται ικανός να θεολογή. Ο άνθρωπος, κατά τον Φιλόθεο τον Σιναΐτη, πρέπει να τηρή ακριβώς τον νου του. Όταν δη ένα λογισμό πρέπει να έλθη σε αντιλογία και αμέσως να επικαλεσθή τον Χριστό. «Ο δε γλυκός Ιησούς, έτι σου λαλούντος, ερεί∙ ιδού πάρειμι νείμαί σοι αντίληψιν». Αλλά και πάλι χρειάζεται και απαιτείται τήρηση του νου[136].
Όμως η φυλακή του νου δεν είναι μόνον τήρηση των λογισμών, δηλαδή προσπάθεια να μη εισέλθουν οι λογισμοί και αιχμαλωτίσουν τον νου, αλλά είναι ποικίλη εργασία. Επειδή οι λογισμοί έρχονται λαμβάνοντες αφορμή από τα πάθη, γι’ αυτό και αρχή τηρήσεως του νου είναι εγκράτεια βρωμάτων και πομάτων, άρνηση και αποχή παντοίων λογισμών, και ακόμη ησυχία καρδίας[137]. Η φυλακή του νου συνδυάζεται με την νήψη και την ευχή του Ιησού Χριστού, γιατί «νου τήρησις ουδόλως προβήσεται χωρίς νήψεως συν ταπεινώσει και ευχή Ιησού Χριστού διόλου»[138]. Αυτό σημαίνει πως η τήρηση του νου, χωρίς την προσπάθεια να απαλλαγή κανείς από τα πάθη και χωρίς την προσπάθεια να αποκτήση τις αρετές, δεν μπορεί να αχθή εις πέρας.
Ακόμη η θεραπεία του νεκρωθέντος νου γίνεται με την ανδρεία. Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν πολύ την μεγάλη σημασία της ανδρείας για την πνευματική ζωή. «Ο ανδρείος αθλητής δεν αποκάμνει, δεν αποθαρρύνεται ακόμη και σε περίπτωση που προσκυνήση τον διάβολο, αλλά ελπίζει στον Θεό. «Ανδρεία ψυχή, νουν αποθανόντα, ανέστησεν»[139]. Ο δόκιμος και ικανός ίππος θερμαίνεται και έτσι προχωρώντας αυξάνει την ταχύτητα του δρόμου του. Δρόμος είναι η υμνωδία και ίππος είναι ο ανδρείος νους[140]. Μόνον η ανδρεία εμψυχώνει τον άνθρωπο για να αναστήση τον νεκρό από την αμαρτία νου.
Χρειάζεται όμως ο νους του ανθρώπου να επιδοθή σε πολλές εργασίες. Δηλαδή απαιτείται τήρηση όλων των εντολών του Χριστού, προκειμένου να αναστηθή. Διότι εάν δια της αρνήσεως των εντολών έρχεται ο θάνατος, δια της τηρήσεως των εντολών θα έλθη η ανάσταση και ζωοποίηση του νεκρωθέντος νου. Απαιτείται έννοια της αγάπης προς τον Θεό, μνήμη του Θεού, μνήμη της βασιλείας, μνήμη ζήλου των αγίων Μαρτύρων, μνήμη αυτού του ιδίου του Θεού παρόντος, μνήμη αγίων και νοερών δυνάμεων, μνήμη εξόδου από την ζωή αυτήν, μνήμη απαντήσεως, αποφάσεως, καταδίκης[141]. Η ησυχία, η προσευχή, η αγάπη και η εγκράτεια είναι «τετράπλοκον άρμα προς ουρανούς ανάγων τον νουν»[142]. Ο νους φωτίζεται, όταν δεν αμελή ο άνθρωπος την πρακτική ζωή[143].
Ο Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και έχοντας την ίδια παράδοση, συνιστά ότι «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή εστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις». Αυτή η ησυχία των αισθήσεων βοηθά τον νου, αφού κλείση τις εισόδους, να δη καθαρά τον εαυτό του και να διακρίνη τις κινήσεις. Έτσι ο νους καθίσταται «ώσπερ τις ηγεμών αυτοκράτωρ μέσον ιστάμενος εννοιών, κρίνων και διαιρών τους κρείττονας των λογισμών από των χειρόνων» και άλλους από τους λογισμούς ως καλούς τους δέχεται και «εις νοεράς ανατίθησιν αποθήκας» από τους οποίους τρέφεται, ενδυναμώνεται και πληρούται φωτός και άλλους λογισμούς τους απορρίπτει «τω της λήθης βυθώ, την τούτων πικρίαν αποσειόμενος»[144].
Το χωρίο αυτό είναι άξιο πάσης παρατηρήσεως. Φαίνεται καθαρά ότι ο νους που ελευθερώνεται από την υποδούλωση στα αισθητά με την σιωπή των χειλέων και την αργία των εξωτερικών ερεθισμάτων γίνεται ρυθμιστής της ψυχής. Δεν αφήνει να εισέλθουν στο λεγόμενο υποσυνείδητο, στο βάθος της ψυχής, οι σαπροί και σατανικοί λογισμοί. Στο βάθος της ψυχής εισέρχονται οι καλοί λογισμοί που τρέφουν και ζωογονούν τον άνθρωπο. Έτσι όλα τα νοήματα και τα έργα του ανθρώπου, του οποίου ο λογισμός είναι ηγεμών αυτοκράτωρ, είναι καθαρά.
Ο άγιος Μάξιμος ακόμη προτρέπει τον αγωνιστή να χαλινώση το θυμικό της ψυχής με την αγάπη, να καταμαράνη το επιθυμητικό με την εγκράτεια και να πτερώση το λογιστικό με την προσευχή «και το φως του νου ουκ αμαυρούται ποτέ»[145]. Είναι βασική παραγγελία των Πατέρων ότι πρέπει στην αρχή της νοεράς εσωτερικής εργασίας, που αποβλέπει στην θεραπεία του νου, να τον διαφυλάττουμε καθαρό. Αυτό βέβαια πρέπει να συνεχίζεται και μετά. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παραγγέλλει: «Κράτει νουν ακράτητον εν περισπωμένω σώματι...πήξον εν ξύλω ψυχής σταυρώ νουν άκμονα...φίμου νουν περίεργον εν οικεία μερίμνη»[146]. Αλλά αυτή η εργασία πρέπει να συνδυάζεται με την προσπάθεια να διαφυλάξη ο άνθρωπος τα δικαιώματα του Θεού στην ζωή του. Πρέπει να υπογραμμισθή ότι διαφορετικά υποτάσσει ο πρακτικός τον νουν του και διαφορετικά ο θεωρητικός. Ανάλογα με την πνευματική ηλικία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος υπάρχει και η εργασία της τηρήσεως του νου. Ο πρακτικός μπορεί να υποτάξη εύκολα τον νου στην προσευχή, ο δε θεωρητικός μπορεί εύκολα να υποτάξη την προσευχή στον νου[147].
Με την εργασία αυτή επιτυγχάνεται η θεραπεία του νου, που λέγεται στην γλώσσα των Πατέρων κάθαρση. Ο νους, που είναι μολυσμένος από τις ενέργειες των παθών, πρέπει να καθαρισθή. Αυτό το έργο της καθάρσεως είναι ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. «Νουν καθαρίσαι μόνου του αγίου «Πνεύματός εστιν». Γι’ αυτό απαιτείται πάνω απ’ όλα να αναπαύεται μέσα μας το Πνεύμα το Άγιο, «ίνα τον λύχνον της γνώσεως έχωμεν δια παντός παρ’ εαυτοίς φαίνοντα». Όταν ο δυνατός εισέλθη στην ψυχή και σκυλεύση τον άρπαγα, τότε μπορεί να ελευθερωθή το λάφυρο, διαφορετικά είναι αδύνατον αυτό να πραγματοποιηθή[148].
Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος περιγράφει τον τρόπο καθάρσεως του νου. Όπως έχουμε πέντε αισθήσεις έτσι έχουμε και πέντε αντίστοιχες ασκήσεις. Οι πέντε ασκήσεις είναι η αγρυπνία, η μελέτη, η ευχή, η εγκράτεια και η ησυχία. Χρειάζεται κανείς να επισυνάψη την όραση με την αγρυπνία, την ακοή με την μελέτη, την όσφρηση με την ευχή, την γεύση με την εγκράτεια και την αφή με την ησυχία. Με αυτόν τον τρόπο ταχέως καθαίρεται ο νους, λεπτύνεται και γίνεται απαθής και διορατικός: «...ταχέως καθαίρει τον νουν της ιδίας ψυχής και, λεπτύνας δια τούτων αυτόν, απαθή και διορατικόν αυτόν απεργάζεται»[149].
Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος δίδει μεγαλύτερη προσοχή στην ευχή του Ιησού, διότι αυτή καθαρίζει τον νου από τους βρωμερούς λογισμούς. Όταν κανείς ενοχλήται από νοσοποιά βρώματα λαμβάνει το κατάλληλο φάρμακο και τα αποβάλλει. Το ίδιο γίνεται και με την ευχή εν σχέσει προς τον μολυνθέντα νου. Όταν ο νους, δεξάμενος πονηρούς λογισμούς, καταπίη αυτούς και αισθανθή την πικρία τους, «ευχή Ιησού εκ βαθέων καρδίας επιβοωμένη, ευκόλως τούτους εξεμείται και τέλεον αποβάλλεται»[150].
Επομένως το θέμα της καθάρσεως του νου δεν είναι απλώς η εύρεση των λογισμών που εισήλθαν μέσα σ’ αυτόν, αλλά η αποβολή τους, που δεν γίνεται με λογικές σκέψεις και αναλύσεις παρά μόνο με την ευχή του Ιησού. Και όταν λέμε ευχή εννοούμε την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που έρχεται με την μνημόνευση του Χριστού μέσα στην καρδιά. Βέβαια ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει ότι η ενέργεια του νου, που συνίσταται στους λογισμούς, καθαίρεται πολύ γρήγορα «τοις σχολάσασιν εν προσευχή και μάλιστα μονολογίστω». Όταν ο άνθρωπος επιδοθή στην εργασία της προσευχής η ενέργεια του νου θεραπεύεται. Παύουν μεν οι λογισμοί, αλλά δεν είναι καθαρή όλη η ψυχή. Η δύναμη που γεννά την ενέργεια δεν μπορεί να καθαρισθή, εάν δεν καθαρισθούν «και αι άλλαι της ψυχής δυνάμεις πάσαι». Πρέπει να καθαρισθούν και οι άλλες δυνάμεις με την εγκράτεια, την αγάπη κ.λ.π., γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος πλανάται, αν πιστεύη ότι έχει καθαρθή[151]. Σ’ αυτήν την κάθαρση συντελεί πολύ η εγκράτεια του ύπνου, δηλαδή η αγρυπνία: «άγρυπνον όμμα, ήγνισε νουν»[152].
Εάν η άγνοια του νου, που είναι ζόφος βαθύς και καλύπτει την όραση της ψυχής, την καθιστά σκοτεινή και ζοφώδη περί το νοείν τα θεία και τα ανθρώπινα, η μετάνοια την θεραπεύει. Εδώ μπορούμε να δούμε και την μεγάλη αξία της μετανοίας. Γι’ αυτό ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος, που περιγράφει τον σκοτασμό του νου, μας παρουσιάζει και την θεραπεία δια της μετανοίας. «Ταύτα δε αποκαλυπτομένη δια μετανοίας τους οφθαλμούς, ορά καθαρώς, ακούει εν γνώσει και νοεί συνετώς». Συγχρόνως αποκτά την γνώση του Θεού και στην συνέχεια «δια λόγου σοφίας του Θεού διηγείται πάσι τα θαυμάσια του Θεού αγαθά»[153]. Η μετάνοια που ολοκληρώνεται στο βαθύ πένθος και συνδέεται με την εξαγόρευση είναι εκείνη που ανακαλύπτει τους οφθαλμούς της ψυχής, οι οποίοι βλέπουν τα μεγαλεία του Θεού.
Στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων γίνεται πολύς λόγος για την επιστροφή του νου στην καρδιά, την επιστροφή της ενεργείας στην ουσία. Είναι κλασσικό το χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου που ευρίσκεται σε επιστολή του προς τον φίλο του Γρηγόριο: «Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει∙ κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενος τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηΐνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι»[154]. Παρέθεσα ολόκληρο αυτό το χωρίο γιατί είναι εκφραστικό και γιατί χρησιμοποιήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά κατά την διαμάχη του με τον Βαρλαάμ. Λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι ο νους που δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται υπό των αισθητηρίων στον κόσμο, επιστρέφει στον εαυτό του και δια του εαυτού του αναβαίνει στην έννοια του Θεού. Και στην συνέχεια περιλαμπόμενος και ελλαμπόμενος από το κάλλος δεν ενδιαφέρεται για τα γηΐνα και ξεχνά ακόμη και αυτήν την φύση.
Η επιστροφή του νου από την διάχυσή του στην καρδιά, δηλαδή η επιστροφή της ενεργείας στην ουσία, είναι θεραπεία του νοός. Ο νους βρίσκει εκεί την πραγματική του θέση. Στην επιστροφή του πρώτα βρίσκει την σαρκική καρδιά και εν συνεχεία την μεταφυσική πνευματική. «Εισερχόμενος (ο ασκητής) δια του νοός εις την καρδίαν, πρώτον εις αυτήν την σαρκίνην καρδίαν, αρχίζει να διεισδύη εις εκείνα τα βάθη της, όπου δεν είναι πλέον σαρξ. Ευρίσκει την «βαθείαν» καρδίαν, την πνευματικήν, την μεταφυσικήν, και εντός της βλέπει, ότι η ύπαρξις όλης της ανθρωπότητος δεν είναι δι’ αυτόν ξένον τι και αλλότριον, αλλ’ είναι αχωρίστως συνδεδεμένη μετά της προσωπικής του υπάρξεως»[155]. Αυτή η επιστροφή του νου στην καρδιά στην πραγματικότητα είναι ενοποίηση του νου, δηλαδή ένωση νου και καρδιάς. Βεβαίωση της ενώσεως αυτής είναι τα δάκρυα της κατανύξεως και η γλυκεία αίσθηση της αγάπης του Θεού. «Τα δάκρυα κατανύξεως κατά την προσευχήν είναι πιστή ένδειξις του ότι ο νους ηνώθη μετά της καρδίας και ότι η παρούσα προσευχή εύρε τον πρώτον της τόπον, την πρώτη αναβαθμίδα της προς τον Θεόν αναβάσεως. Ιδού διατί τόσον τιμάται η κατάνυξις υφ’ όλων των ασκητών»[156]. Εισερχόμενος ο νους στην καρδιά απεκδύεται κάθε εικόνος όχι μόνον αισθητής, αλλά και νοητής[157]. Κλείονται ο είσοδοι της καρδιάς σε κάθε αλλότριο και «τότε η ψυχή εισέρχεται εις «γνόφον» όλως ιδιαιτέρας τάξεως, και κατόπιν αξιούται αφάτου συμπαραστάσεως ενώπιον του Θεού καθαρώ τω νοΐ»[158].
Ομιλούντες για την επιστροφή του νου στην καρδιά, δηλαδή της ενεργείας του νου στην ουσία του πρέπει να κάνουμε λόγο για τις τρεις κινήσεις του νου, όπως τις περιγράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης. Κατά τον άγιο Διονύσιο υπάρχουν τρεις κινήσεις της ψυχής και του νου. Η πρώτη είναι κυκλική, «η εις εαυτήν είσοδος από των έξω, και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις».
Κατά την κίνηση αυτή η ψυχή επιστρέφει πρώτα στον εαυτό της, συνάγει όλες τις δυνάμεις της κατ’ αυτόν τον τρόπο ανέρχεται τον Θεό τον άναρχο και ατελεύτητο, που είναι υπέρ πάντα τα όντα. Αυτή η οδός είναι απλανής, δεν δίδει την δυνατότητα να πλανηθή ο νους και έτσι συγκεντρωμένος ανέρχεται προς τον Θεό. Ο νους απαλλάσσεται από κάθε κτιστό, αποβάλλει κάθε έννοια της κτίσεως, κάθε φαντασία, ενώνεται με την καρδιά δια της μετανοίας και εκεί αποκαλύπτεται ο Θεός, αφού γίνεται ένωση του νου με τον Θεό. Αυτή η κίνηση είναι κίνηση της αποφατικής λεγομένης θεολογίας. Η δεύτερη κίνηση είναι η κατ’ ευθείαν, όταν η ψυχή «προς τα περί εαυτήν προϊούσα και από των έξωθεν, ώσπερ από τινων συμβόλων πεποικιλμένων, και πεπληθυσμένων, επί τας απλάς και ηνωμένας ανάγεται θεωρίας». Αυτή είναι η λεγόμενη φυσική θεωρία ή καταφατική θεολογία, που βλέπει τον Θεό μέσα στην φύση. Δια της θεωρίας της φύσεως ανάγεται προς τον Θεό. Είναι μια μέθοδος που επιδέχεται πλάνη, γιατί πολλοί άνθρωποι, μαθημένοι να βλέπουν έτσι κατ’ ευθείαν τα κτίσματα του Θεού, πλανώνται και φθάνουν στο να προσκυνήσουν τα κτίσματα πιο πολύ από τον Κτίστη και Δημιουργό. Η τρίτη κίνηση είναι η λεγόμενη ελικοειδής, που αποτελεί ένα συνδυασμό των δυο προηγούμενων κινήσεων.
Οι άγιοι Πατέρες δίδουν προτεραιότητα στην πρώτη κίνηση που λέγεται κυκλική, γιατί σχηματίζει έναν κύκλο. Επιστρέφει ο νους στην καρδιά και δια της καρδιάς ανάγεται στην θεωρία του Θεού. Αποφεύγεται έτσι η πλάνη[159]. Αυτή η κυκλική κίνηση επιτυγχάνεται με την νοερά προσευχή δια της οποίας ο αθλητής αγωνίζεται «συστρέφειν τον νουν εις εαυτόν, ως μη την κατ’ ευθείαν αλλά την κυκλικήν και απλανή κινείσθαι κίνησιν»[160].
Η επιστροφή λοιπόν του νου επιτυγχάνεται με την ευχή και μάλιστα την λεγομένη νοερά προσευχή, όταν ο νους καθαρός από κάθε λογισμό και έννοια προσεύχεται απερισπάστως στον Θεό. Γι’ αυτό ο Νείλος ο ασκητής μακαρίζει τον νου εκείνον που προσεύχεται αρεμβάστως και αΰλως στον Θεό: «Μακάριος ο νους, ος κατά τον καιρόν της προσευχής, τελείαν αμορφίαν εκτήσαντο. Μακάριός εστιν ο νους, ος απερισπάστως ευχόμενος, πλείονα πόθον αεί προς Θεόν προσλαμβάνεται. Μακάριός εστιν ο νους, ος κατά τον καιρόν της προσευχής, άϋλος και ακτήμων γίνεται.
Μακάριός εστιν ο νους, ο κατά τον καιρόν της προσευχής, τελείαν αναισθησίαν κτησάμενος»[161].
Αφού είδαμε τους τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται η θεραπεία του νου στην συνέχεια θα δούμε τα αποτελέσματα της θεραπείας. Δηλαδή θα δούμε, από τα έργα των αγίων Πατέρων, τι γίνεται ο νους αμέσως μετά την θεραπεία ή κατά την διάρκεια της θεραπείας του.
Ένας από τους πρώτους καρπούς είναι η απάθεια. Νους απαθής είναι «ο των εαυτού κρατήσας παθών και υπεράνω λύπης και χαράς γεγονώς». Στην κατάσταση αυτή ευρισκόμενος, όταν έρχωνται ευθυμίες και χαρές εγκρατεύεται, ώστε να μη εξέρχεται από το μέτρο[162]. Αυτή η απάθεια είναι η ζωοποιός νέκρωση του Κυρίου, που γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος[163].
Όταν ο νους ελευθερώνεται από τα εξωτερικά ερεθίσματα και καθαρίζεται από τους μολυσμούς της αμαρτίας, τότε βλέπει καθαρότερα τα πράγματα. Βλέπει όλες τις μεθοδείες του πονηρού, ακόμη και την στιγμή που ετοιμάζεται για πόλεμο. Γνωρίζει σαφώς όλες τις πανουργίες του πονηρού. «Βλέπει κατά αναλογίαν τας των εχθρών πανουργίας»[164].
Ο απαθής νους «ψιλά βλέπει τα νοήματα, και εγρηγορότος του σώματος και κατά τους ύπνους»[165]. Η συνείδηση ως καθαροτάτη δεν ενοχλείται από εμπαθείς λογισμούς κατά την διάρκεια του ύπνου, όταν η διάνοια αδρανή.
Μαζί με την απάθεια συνδέεται στενώτατα και η κάθαρση.
«Νους εστι καθαρός, ο αγνοίας χωρισθείς και υπό του θείου φωτός καταλαμπόμενος»[166]. Είναι σημαντική η κάθαρση του νου γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος αποκτά την γνώση του Θεού. Τον καθαρό νου άλλοτε διδάσκει ο Θεός, άλλοτε οι άγιες δυνάμεις και άλλοτε «η φύσις των πραγμάτων θεωρουμένη»[167]. Ο καθαρός νους, κατά τον άγιο Μάξιμο, ευρίσκεται ή στα ψιλά νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων ή στην φυσική θεωρία των ορατών και αοράτων ή στο φως της Αγίας Τριάδος[168]. Κατανοεί τότε τας Γραφάς: «Τότε διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. κδ’, 45).
Κατά τον άγιο Μάξιμο υπάρχει μια έλξη του καθαρού νου και της γνώσεως. «Η γνώσις του Θεού τον καθαρόν νουν φυσικώς δια της αγάπης προς εαυτήν επισπάται»[169]. Τον καθαρό νου ευρίσκει το Άγιο Πνεύμα και «μυσταγωγεί αυτόν αναλόγως περί πάντων των ελπιζομένων»[170]. Έτσι ο άνθρωπος καθίσταται θεολόγος. Γιατί την θεολογία δεν την προσφέρει η ανθρώπινη γνώση και σπουδή, αλλά η ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, που αναπαύεται στην καθαρή καρδιά. Ο νους ο οποίος καθαρίστηκε «ουρανός κατάστερος εν λαμπροίς και φωτεινοτάτοις νοήμασι γίνεται τη ψυχή, τον ήλιον της δικαιοσύνης έχων λάμποντα εν εαυτώ και φαιδράς τας ακτίνας της θεολογίας εις τον κόσμον εκπέμποντα»[171]. Γι’ αυτό ο αββάς Σισώης στην ερώτηση του αββά Αμμών εάν έπρεπε διαβάζοντας την Γραφή να φιλοτεχνήση λόγο, ώστε να έχη έτοιμο σε περίπτωση που ερωτηθή, απήντησε: «ουκ έστι χρεία∙ αλλά μάλλον εκ της καθαρότητος του νοός κτήσαι σεαυτώ και το αμεριμνείν και το λέγειν»[172].
Η πραγματική θεολογία δεν είναι καρπός συγκεντρώσεως υλικού αλλά εκφάνσεως του Παναγίου Πνεύματος. Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρθή, τότε ελλάμπεται και, αν ο άνθρωπος διαθέτη χωρητικότητα νοός, δηλαδή σοφία, τότε μπορεί να θεολογήση. Γι’ αυτό λέμε ότι όλη η ζωή και αυτό το σώμα του ανθρώπου είναι θεολογία. Ο άνθρωπος καθαρθείς γίνεται ολόκληρος μια θεολογία. Βέβαια μερικές φορές οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούσαν προγενεστέρους τους Πατέρας όχι γιατί δεν είχαν οι ίδιοι πείρα, αλλά για να βεβαιώσουν αυτήν την πείρα και μάλιστα σε εποχή που υπήρχαν άνθρωποι που την ηρνούντο.
Δια της καθάρσεως του νου επιτυγχάνεται και η πραγματική γνώση του εαυτού μας. Ο φιλόσοφος Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι η αγιότης και η τελειότης είναι αδύνατον να ευρεθούν «άνευ διαιρέσεως και συλλογισμού και αναλύσεως», γι’ αυτό συνιστούσε ότι εκείνος που επιθυμεί να αποκτήση την τελειότητα και αγιότητα είναι αναγκαίο να διδαχθή «τας διαιρετικάς και συλλογιστικάς και αναλυτικάς μεθόδους». Αλλά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντικρούει αυτήν την άποψη που είναι «Στωϊκών τε και Πυθαγορείων αίρεσις». Εμείς οι Χριστιανοί, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος, δεν θεωρούμε αληθινή γνώση αυτή που βρίσκεται με λόγους και συλλογισμούς, «αλλά την δι’ έργων τε και βίου αποδεικνυμένην ή και μη μόνον αληθής, αλλά και ασφαλής εστι και απερίτρεπτος». Στην συνέχεια λέγει ότι δεν μπορεί κανείς ούτε τον εαυτό του να γνωρίση με διαιρετικές, συλλογιστικές και αναλυτικές μεθόδους, αν δεν καταστήση τον νου του «άτυφον και απόνηρον» με την επίπονη μετάνοια και σύντονη άσκηση. Όποιος δεν καταστήση τον νου του άτυφο και απόνηρο, δηλαδή όποιος δεν καθαρίση τον νου του, δεν πρόκειται να αποκτήση την γνώση της πτωχείας του, που είναι ωφέλιμος αρχή της γνώσεως του εαυτού του[173].
Το χωρίο αυτό είναι σημαντικότατο. Γιατί πολλοί σήμερα διδάσκουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να έλθη σε γνώση του εαυτού του με την αυτοανάλυση και ψυχανάλυση. Αλλ’ αυτό είναι πλάνη και μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο σε φρικτά αποτελέσματα. Όταν κανείς αυτοαναλύεται τότε το πιθανότερο είναι να καταλήξη στην σχιζοφρένεια. Η ασκητική μέθοδος είναι απλή. Επιδιώκουμε, με τους τρόπους που διαγράψαμε προηγουμένως, δηλαδή με την τήρηση του νου, με την κάθαρση και την επιστροφή του στην καρδιά δια της μετανοίας και της νοεράς προσευχής, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, να τον ελευθερώσουμε από τις εικόνες και την αιχμαλωσία του στα αισθητά πράγματα και έτσι επιστρέφοντας στην καρδιά να δη την ερήμωσή του την εσωτερική. Η γνώση του εαυτού μας γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Μόνον όταν η Χάρη του Θεού με την δική μας εργασία φωτίση την ψυχήν, γνωρίζουμε κάθε λεπτομέρεια το είναι μας με ακρίβεια. Γι’ αυτό η θεραπεία του νου μας φανερώνει την ύπαρξη των παθών, οπότε, φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα και ενδυναμούμενοι από Αυτό, μπορούμε να πολεμήσουμε εναντίον τους.
Ο νους όταν θεραπευθή παραμένει αφάνταστος και αθήλυντος, δηλαδή καθαρός και ελεύθερος από φαντασίες, και ανώτερος από κάθε σαρκική επιθυμία[174].
Άλλος καρπός της θεραπείας του νου είναι η ελευθερία.
Προηγουμένως ήταν αιχμάλωτος, τώρα ελευθερώνεται και «προς τα ουράνια ως προς οικεία πορεύεται, αγαλλομένω ποδί»[175]. Ελευθερωθείς από τα πάθη, ό,τι κι αν πράξη λογίζεται δώρο καθαρό στον Θεό[176].
Όταν ο νους απαλλαγή από τα πάθη τα οποία συνιστούν την νέκρωσή του, ανίσταται. Έτσι γίνεται λόγος για την ανάσταση του νου. Ο Νικήτας ο Στηθάτος προσαρμόζει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου στην ανάσταση του νεκρού νου. Όπως ο Λάζαρος απέθανε, έτσι και ο νους αποθνήσκει υπό της αμαρτίας και θάπτεται. Όπως ο Χριστός έρχεται στην Βηθανία για να εξαναστήση τον Λάζαρο, έτσι έρχεται στον νεκρό νου για να τον αναστήση από την φθορά των παθών. Και όπως οι αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία, Τον προϋπήντησαν κλαίουσαι και θρηνούσαι, έτσι «η φρόνησις και η δικαιοσύνη τη λύπη βεβαπτισμέναι της νεκρώσεως του νοός, οία δη θρηνούσαι προσυπαντώσιν αυτώ». Η δικαιοσύνη είναι η κακοπάθεια και η εργασία η πνευματική, ενώ η φρόνηση είναι η νοερά εργασία και η θεωρία[177].
Τον συσχετισμό αυτόν μεταξύ των δύο θαυμάτων, δηλαδή της αναστάσεως του Λαζάρου και της αναστάσεως του νεκρωθέντος νου, τον συναντούμε και σε πολλά τροπάρια της ορθόδοξου υμνογραφίας μας. Θα ήθελα να αναφέρω δύο απ’ αυτά. «Θεωρίαν και πράξιν, ώσπερ συζεύξαντες, προς Χριστόν ικεσίαν, εκπέμψαι σπεύσωμεν∙ τον τεθαμμένον ημών νουν, ως άλλον Λάζαρον νεκρόν, όπως ζωώση τη αυτού, επιστασία τη φρικτή, βαΐα δικαιοσύνης, αυτώ προσφέρειν και κράζειν∙ Ευλογημένος ει ο ερχόμενος»[178]. Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι πράξη είναι η Μάρθα και θεωρία είναι η Μαρία, δια των οποίων παρακαλείται ο Χριστός να αναστήση τον νεκρωθέντα νου.
«Μάρθαν και την Μαρίαν πιστοί, εκμιμησάμενοι προς Κύριον πέμψωμεν, ως πρέσβεις, πράξεις, όπως ελθών τον ημών, νουν εξαναστήση, νεκρόν κείμενον, δεινώς εν τω μνήματι, αμελείας αναίσθητον, φόβου του θείου, μηδαμώς αισθανόμενον, και ενέργειαν ζωτικήν νυν μη έχοντα, κράζοντες∙ Ίδε Κύριε, και ώσπερ τον φίλον σου, Λάζαρον πάλαι Οικτίρμον, επιστασία εξήγειρας, φρικτή, ούτω πάντας, ζωοποίησον παρέχων το μέγα έλεος»[179]. Ο νους βρίσκεται νεκρός στο μνήμα και δεν έχει ζωτική ενέργεια, γι’ αυτό προτρεπόμαστε να στείλωμε στον Χριστό την Μάρθα και την Μαρία, δηλαδή τις πράξεις, για να τον εξαναστήση. Ο νους του εγκρατούς (αναστημένος νους) γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος[180].
Σ’ αυτήν την κατάσταση ο καθαρός νους ελλάμπεται[181] και υφίσταται την αρπαγή. Θέλγεται από την θεωρία του Θεού και αδολεσχεί με τον Κύριο. Βέβαια οι άγιοι Πατέρες, όταν ομιλούν για την αρπαγή και την έκσταση του νου, δεν θεωρούν ότι ο νους εξέρχεται από το σώμα, όπως γινόταν στην Πυθία, αλλά ότι ελευθερώνεται από το σαρκικό και κοσμικό φρόνημα και προσφέρεται προς τον Θεό, ενώ δεν χάνει την αίσθηση του κόσμου. Εκείνος που έχει αδιάλειπτη προσευχή ζη την έκσταση του νου. Αυτή η έκσταση αποκαλείται αρπαγή και είναι ένα είδος θεωρίας Θεού.
Ο καθαρός νους ελλάμπεται, φωτίζεται. Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε στο φως αυτό και ιδιαίτερα στο φως του νου, γιατί γίνεται λόγος στα πατερικά έργα.
Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής αναφέρεται σ’ αυτό το φως του νου. Σε ένα κεφάλαιό του, γνώστης όλης της μυστικής θεολογίας, λέγει ότι «ο νους, όταν άρξηται πυκνώς υπό του θείου φωτός ενεργείσθαι, διαφανής τις όλος γίνεται, ώστε το εαυτού φως αυτό πλουσίως οράν, ου δει αμφιβάλλειν».
Σημειώνει όμως ότι βλέπει ο άνθρωπος το φως του νου, όταν ενεργήται υπό του θείου φωτός και όταν απαλλαγή από τα πάθη, «όταν η δύναμις της ψυχής κατακυριεύση των παθών»[182] [183]. Επίσης σε άλλο σημείο λέγει ότι όσοι «τούτο το άγιον και ένδοξον όνομα εν τω βάθει αυτών μελετώσιν απαύστως της καρδίας, ούτοι και το φως αυτών του νου δύνανται οράν ποτε» [183].
Την διδασκαλία αυτή του αγίου Διαδόχου ενστερνίζονται και οι Κάλλιστος – Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι[184].
Ο δε όσιος Νείλος ο ασκητής διδάσκει ότι «ο του Θεού Άγγελος επιστάς, λόγω μόνω άπασαν την αντικειμενικήν ενέργειαν παύει εξ ημών και κινεί το φως του νου απλανώς ενεργείν»[185].
Ο νους είναι κατ’ εικόνα Θεού. Και εφ’ όσον ο Θεός είναι φως και ο νους έχει φως. Με αυτήν την έννοια λέγεται από τους αγίους ότι μπορεί ο άνθρωπος να δη το φως του νοός του. Αλλά αυτά συμβαίνουν στον φυσικό άνθρωπο, ενώ στον πεπτωκότα αμαυρούται ο νους του, σκοτίζεται και καλύπτεται από τα πάθη. Όταν όμως ελευθερωθή από τα πάθη και φωτισθή από τον Θεό, τότε μπορεί ο άνθρωπος, κατά τον καιρό της προσευχής, να δη το φως του νοός του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε πολλά σημεία του έργου του «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» αναφέρεται στο θέμα αυτό. Παρουσιάζοντας διαφόρους λόγους αγίων, καταλήγει: «Συνήκας, αδελφέ, σαφώς ότι νους παθών απαλλαγείς ως φως αυτός εαυτόν κατά την προσευχήν ορά και θείω περιλάμπεται φωτί;»[186]. Βέβαια, ο «νους αυτός εαυτόν ορών, ως φως ορά»[187], αλλά συνεχίζει ο άγιος ότι «τοιαύτη δε εστι πάσα νοερά κεκαθαρμένη φύσις, το της κακίας ουκ επιφερομένη κάλυμμα». Όταν δεν φέρη το κάλυμμα της κακίας, τότε «αυτός ως φως οράται νοερόν»[188]. Η όραση σε αυτή του φωτός του νου γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. «Ο νους καθαρθείς και φωτισθείς και της του Θεού χάριτος τρανώς εν μεθέξει γεγονώς», μεταλαμβάνει και άλλων μυστικών θεωρημάτων «αλλά και εαυτόν ορών ως άλλο μεν ορά, αλλ’ ουκ εις άλλο και ου την ιδίαν απλώς εικόνα καθορά, αλλά την εμμορφωθείσαν τη ιδία εικόνι υπό της χάριτος του Θεού λαμπρότητα...»[189].
Με αυτήν την διδασκαλία του αγίου φαίνεται ότι ο καθαρθείς νους δεν βλέπει την δική του εικόνα, αλλά την λαμπρότητα την μορφωθείσα υπό της Χάριτος του Θεού στην εικόνα του. Οι άγιοι βλέπουν αυτήν την εικόνα μεταμορφούμενοι από δόξης εις δόξαν, «τη περιουσία δηλαδή της εν ημίν λαμπρότητος, υπό του θεϊκού φωτός προϊούσης επί το τηλαυγέστερον αεί»[190]. Όπως η κατ’ αίσθησιν θέα δεν μπορεί να γίνη ενεργός, αν δεν λάμψη επάνω της απ’ έξω το φως έτσι ο νους δεν θα μπορούσε να δη με την νοερά αίσθησή του, αν δεν τον περιλάμψη το θείο Φως[191].
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου, ο νους είναι μεν, ως κατ’ εικόνα Θεού, φως, αλλά με τα πάθη σκοτίζεται. Μόνον όταν λάμψη το θείο Φως και καθαρισθή ο νους τότε μπορεί να δη, όχι απλώς το δικό του φως, αλλά την λαμπρότητα που μορφώνεται στην εικόνα του από την Χάρη του Θεού. Γιατί αυτή καθ’ εαυτή η κατ’ αίσθησιν όραση δεν μπορεί να βοηθήση σε τίποτε τον άνθρωπο αν δεν υπάρχη και το αισθητό φως. Το ίδιο συμβαίνει με την όραση του θείου Φωτός μέσα στο νου του ανθρώπου. Και όλη αυτήν τη διδασκαλία ανέπτυξε ο άγιος γιατί ο φιλόσοφος Βαρλαάμ υποστήριζε ότι με την ανθρώπινη γνώση, την επεξεργασία της ανθρωπίνης σκέψεως, μπορεί κανείς να δη τον Θεό και να αποκτήση γνώση Θεού. Αλλά αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο.
Ο αρχιμ. Σωφρόνιος στο έργο του «Γέρων Σιλουανός» γράφει σχετικά με το φυσικό αυτό φως του νοός: «Φθάνων «μέχρι συντελείας φωτός μετά σκότους» (Ιώβ κστ’ 10), ο άνθρωπος θεάζεται την νοεράν του ωραιότητα, την οποίαν πολλοί εξέλαβον ως Θεότητα. Το θεώμενον φως είναι φως, ουχί όπως εκείνο το Φως το Αληθινόν, εν ω σκοτία ουκ εστιν ουδεμία, αλλά το φυσικόν φως του νοός, του κατ’ εικόνα Θεού κτισθέντος ανθρώπου.
Τούτο το φως του νοός, υπερέχον κατ’ αξίαν του φωτός πάσης άλλης εμπειρικής γνώσεως, βασίμως δύναται να κληθή σκότος, διότι είναι το «κενόν» της απεκδύσεως, και Θεός εν εαυτώ ουκ έστι. Και ίσως εις αυτήν την περίπτωσιν, παρά εις κάθε άλλην, αρμόζει να μνησθώμεν των λόγων του Κυρίου: «Σκόπει ουν, μη το φως το εν σοι σκότος εστίν» (Λουκ. ια’ 35). Όντως, η πρώτη κοσμική προϊστορική καταστροφή, η πτώσις του Εωσφόρου, υιού της πρωΐας, γενομένου πρίγκηπος του σκότους ήτο αποτέλεσμα αυτερωτικής θεωρίας της ωραιότητός του, θεωρίας, ήτις κατέληξεν εις αυτοθέωσιν»[192]. Σε άλλο σημείο ο ίδιος γράφει σχετικά γι’ αυτό το φυσικό φως, που είναι ο γνόφος της απεκδύσεως: «Εάν ζητήσωμεν ορισμόν της πνευματικής «θέσεως» του γνόφου αυτού, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ίσταται εις τα σύνορα της θεωρίας του φωτός. Όταν όμως η εργασία της νοεράς προσευχής τελήται άνευ της βαθείας μετανοίας και της προς τον Θεόν εφέσεως, τότε η γυμνή από όλας τας παραστάσεις ψυχή δύναται να διαμείνη δι’ εν απροσδιόριστον χρονικόν διάστημα, μέσα εις τον γνόφον αυτόν, χωρίς να βλέπη τον Θεόν, διότι εν τω γνόφω τούτω καθ’ εαυτόν, ο Θεός δεν εμφανίζεται.
Διαμένων εν τω νόμω της απεκδύσεως από παντός ορατού και νοητού, ο νους δοκιμάζει ιδιόμορφον τερπνότητα και ανάπαυσιν, και εάν τότε στραφή πως εφ’ εαυτόν δύναται να αισθανθή ομοίωσίν τινα φωτός∙ τούτο όμως δε είναι το άκτιστον φως της Θεότητος, αλλά φυσικόν ιδίωμα του νοός, κτισθέντος κατ’ εικόνα του Πρώτου Νοός, τουτέστι Θεού.
Ως έξοδος πέραν των ορίων του χρόνου, η θεωρία αύτη δυνατόν να πλησιάση τον νουν προς διαίσθησιν της αχρόνου διαστάσεως, και ποιεί τον άνθρωπον κάτοχον νέας γνώσεως. Αλλοίμονον όμως εις εκείνον, όστις την σοφίαν ταύτην εκλαμβάνει ως γνώσιν του αληθινού Θεού, και την θεωρίαν ταύτην ως μετοχήν εις την θείαν ύπαρξιν. Αλλοίμονον, διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, ο γνόφος της απεκδύσεως, ιστάμενος επί των ορίων της αληθούς θεοπτίας, αποβαίνει αδιαπέραστον κάλυμμα της Θεότητος και μεσότειχον, χωρίζον εκ του Θεού περισσότερον ή τα βάναυσα και υλώδη πάθη, ή ο σκοτισμός των φανερών δαιμονικών υποβολών, ή η συσκότισις εκ της απωλείας της χάριτος ή της εγκαταλείψεως. Αλλοίμονον, διότι θα επρόκειτο περί απάτης, «πλάνης». Εν τω γνόφω της απεκδύσεως δεν είναι ακόμη ο Θεός. Ο Θεός εμφανίζεται εν τω φωτί και ως Φως, και εισάγει τον άνθρωπον εις το άδυτον φως της Θείας υπάρξεως»[193].
Είναι δύσκολο σε μας να κάνουμε σύγκριση μεταξύ των κειμένων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αρχιμ. Σωφρονίου σχετικά με το φως του νοός, γιατί δεν έχουμε σχετική πείρα. Ενώ εξωτερικά φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές, εν τούτοις πιστεύουμε ότι η διαφορά είναι μάλλον λεκτική. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι και οι δυο Πατέρες έχουν εμπειρία αυτών των καταστάσεων και εκφράζουν μια διαφορετική πτυχή της εμπειρίας αυτής.
Έχουμε την αίσθηση, χωρίς να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, ότι ο αρχιμ. Σωφρόνιος αναφέρεται περισσότερο στην λογική την οποία ο άνθρωπος θεοποιεί και αυτοερωτεύεται. Γι’ αυτό τονίζει επιγραμματικά ότι αυτός ο γνόφος της απεκδύσεως αποτελεί «αδιαπέραστον κάλυμμα της Θεότητος και μεσότειχον», που χωρίζει περισσότερο τον άνθρωπο από τον Θεό από ό,τι τα πάθη, ο σκοτασμός των δαιμονικών προσβολών, η εγκατάλειψη του Θεού. Στην πραγματικότητα αυτό το φως του νου είναι γνόφος και σκότος, και σ’ αυτό συμφωνεί απόλυτα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως επίσης συμφωνεί απόλυτα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ότι η θεωρία του Θεού είναι καθαρά ενέργεια του Θεού στον άνθρωπο. «... η θεωρία του Ακτίστου Θείου Φωτός είναι αδύνατος, εκτός εάν δεν ευρίσκηταί τις εις κατάστασιν φωτισμού δια της χάριτος, κατάστασιν, δυνάμει της οποίας η πράξις της θεωρίας καθ’ εαυτήν είναι προ παντός άλλου κοινωνία μετά του Ζώντο Θεού, μετοχή της Θείας Ζωής»[194]. Προσωπικά δεν μπορούμε να βρούμε διαφωνία μεταξύ των δύο αυτών αυτοπτών μαρτύρων. Απλώς εκφράζονται με διαφορετικούς λόγους, έχοντες υπ’ όψη διαφορετικές αντιλήψεις τις οποίες θέλουν να αντικρούσουν.
Πάντως είναι γεγονός ότι, όταν ο νους του ανθρώπου γίνεται ένα πνεύμα μετά του Κυρίου, «ούτω τα πνευματικά τρανώς ορά»[195]. Η απάθεια του νου τον οδηγεί στην θεωρία των όντων[196]. Ο νους ελευθερωθείς από τα πάθη και αδιαλείπτως καταλαμπόμενος με τις θεωρίες των όντων γίνεται φωτοειδής[197]
Ο νους θεραπευθείς αξιώνεται και της θεωρίας του Θεού. Φυσικά δεν βλέπει την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργειά Του.. Οι άγιοι, όταν βλέπουν το Φως, «ορώσι δ’ ηνίκα τύχωσι της θεουργού κοινωνίας του πνεύματος», δηλαδή οσάκις ενωθούν με τον Θεό, βλέπουν το ένδυμα της θεώσεως τους, «του νου δοξαζομένου και της υπερκάλου πληρουμένου αγλαΐας υπό της του λόγου χάριτος»[198]. Ο νους δοξάζεται και γεμίζει από την υπέρκαλο αγλαΐα, από την θεία Χάρη. Έτσι ο νους δοξάζεται.
Τότε αναπτύσσεται μέσα στον νου η πνευματική ηδονή, γιατί «διανοιγόμενος ο νους περί την των νοητών θεωρίαν, δυσαπόσπαστον έχει την περί αυτά ηδονή»[199]. Ενούμενος με τον Θεό γίνεται σοφός και αγαθός και δυνατός και φιλάνθρωπος και ελεήμων και μακρόθυμος και γενικά «πάντα σχεδόν τα θεία ιδιώματα εν εαυτώ περιφέρει», ενώ όταν ο νους αναχωρή από τον Θεό «ή κτηνώδης γίνεται, φιλήδονος γεγονώς, ή θηριώδης, δια ταύτα τοις ανθρώποις μαχόμενος»[200].
Η θεραπεία του νου έχει σαν συνέπεια να θεραπεύεται και το σώμα. Φυσικά όταν λέμε πως το σώμα θεραπεύεται δεν εννοούμε ότι απαλλάσσεται από τις ασθένειες, αν και αυτό ως ένα σημείο μπορεί να επιτευχθή. Λέμε ως ένα σημείο γιατί πολλές ασθένειες, κυρίως νευρικής φύσεως, προέρχονται από την νέκρωση του νοός, αλλά κυρίως απαλλάσσεται από τα σωματικά πάθη. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι «όταν βλέπης τον νουν σου ευσεβώς και δικαίως αναστρεφόμενον ε τοις του κόσμου νοήμασι, γίνωσκε και το σώμα σου καθαρόν και αναμάρτητον διαμένειν»[201]. Ο νους που αδολεσχεί στα θεία διατηρεί και το σώμα καθαρό από τα λεγόμενα σωματικά πάθη. Πρώτα ο νους είναι δεκτικός του αρραβώνος των μελλόντων αγαθών, έπειτα ανατείνει προς τον πρώτο νου και αγιαζόμενος «αυτός τε και δι’ αυτού το συνημμένον σώμα προς το θειότερον μετασκευάζεται», δηλαδή μεταμορφώνει το σώμα που είναι συνημμένο μαζί του και έτσι προοιμιάζεται και αυτό την «επί του μέλλοντος αιώνος της σαρκός κατάποσιν». Αφού και το σώμα θα γευθή των αιωνίων αγαθών είναι απαραίτητο και αυτό να προετοιμασθή από την ζωή αυτήν[202].
Όλοι οι άγιοι, οι οποίοι διάγουν αυτήν την ζωή, ακολουθούν την ίδια μέθοδο θεραπείας και καθάρσεως του νου και έτσι αποκτούν την ίδια διδασκαλία. Πιστεύουμε ότι οι άγιοι δεν έχουν ιδιαίτερες απόψεις, δεν έχουν διαφορετική δογματική τοποθέτηση. Αφού έχουν την ίδια εμπειρία, έχουν την ίδια διδασκαλία. Αν σε μερικά σημεία βλέπουμε διαφορά, αυτό είναι γιατί εμείς ερμηνεύουμε τις διδασκαλίες τους με εσφαλμένες προϋποθέσεις. Αν προσπαθήσουμε να δούμε την διαφορετική έκφραση κάθε αγίου, αφού, αν και έχουν όλοι την γνώση του Θεού, εν τούτοις δεν έχουν την ίδια σοφία, αν προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε την πραγματική έννοια κάθε λέξεως, δεν θα βρούμε διαφορετικές διδασκαλίες. Στην πραγματικότητα εμείς είμαστε αποσπασματικοί και άπειροι στα πνευματικά θέματα, αποκεκομμένοι από την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας και γι’ αυτό βλέπουμε διαφορές στους αγίους Πατέρας.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. α’, 10). Οι άγιοι φρονούν τα ίδια. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει ότι «κοινή μεν ουν αύτη πάσι τοις εις Χριστόν πεπιστευκόσιν υπέρ έννοιαν γνώσις»[203].
Όσα ανεφέρθησαν φανερώνουν ότι ο νους δεχόμενος την ενέργεια των παθών νοσεί, ασθενεί, νεκρούται, χάνει την φυσικήν κατάσταση και χρειάζεται θεραπεία. Η ορθόδοξη ασκητική μέθοδος περιγράφει τους τρόπους της θεραπείας του νου. Είναι απαραίτητη αυτή η θεραπεία, γιατί τότε ο νους καθαίρεται, γνωρίζει τον Θεό, αποκτά γνώση Θεού και αυτή η γνώση συνιστά την σωτηρία του ανθρώπου.
β) Η καρδιά
Μια από τις βασικές αιτήσεις μας προς τον Θεό είναι η απόκτηση της σωτηρίας. «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». Επίσης τα περισσότερα τροπάρια καταλήγουν στην πρόταση «πρέσβευε του σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Η σωτηρία της ψυχής δεν είναι απέκδυση ενός πράγματος, αλλά ένδυση του Χριστού, δεν είναι αρνητική κατάσταση, αλλά θετική, είναι κυρίως κοινωνία και ένωση με τον Χριστό. Αυτή η κοινωνία γίνεται πρωτίστως μέσα στην καρδιά. Γι’ αυτό η απόκτηση της σωτηρίας είναι κυρίως εύρεση της καρδιάς. Όταν αξιωθούμε από τον Θεό να βρούμε την καρδιά, τότε βαδίζουμε τον δρόμο της σωτηρίας. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αββά Παμβώ: «ει έχεις καρδίαν, δύνασαι σωθήναι»[204]. Το να έχη κανείς καρδιά σημαίνει να βρη την καρδιά του, μέσα από την οποία θα τον κατευθύνη ο Θεός
Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής ερμηνεύοντας τον λόγο του Κυρίου «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. ιζ’, 21) λέγει ότι πρέπει κανείς να έχη την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ενεργούσα στην καρδιά του και έτσι να εισέλθη κατ’ αναλογίαν στην Βασιλεία του Θεού. «... χρη πρώτον εν τη καρδία ενεργούσαν έχειν την χάριν του Αγίου Πνεύματος και ούτω κατά αναλογίαν εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών»[205]. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες θεωρούν απαραίτητη την εύρεση του χώρου της καρδιάς, μέσα στην οποία ενεργεί η άκτιστη Χάρη του Θεού, διότι τότε ο Χριστιανός έχει διδάσκαλο τον Θεό και κατευθύνεται με ασφάλεια από το Πανάγιο Πνεύμα.
Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία - κεφάλαιο Γ' -- ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Σημείωση: Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το βιβλίο στο τέλος του άρθρου
[85] ένθ. ανωτ. [86] ένθ. ανωτ. σελ. 132, μη’ [87] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 460 [88] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 38, οζ’ [89] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 62, γ’ [90] ένθ. ανωτ. σελ. 62, δ’ [91] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 230, ρ’ [92] ένθ. ανωτ. 231, ρ’ [93] ένθ. ανωτ. 231, ρ’ [94] P G 48, 643 [95] ένθ. ανωτ. στ. 643 [96] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 30, ιγ’ [97] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 301, ια’ [98] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 42, ξγ’ [99] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νε’ [100] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νστ’ [101] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νστ’ [102] ένθ. ανωτ. σελ. 42, νη’ [103] ένθ. ανωτ. σελ. 108, λα’ [104] ένθ. ανωτ. σελ. 113, ιδ’ [105] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 292, λα’ [106] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 110, ια’ [107] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 310, ν’ [108] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 311, νδ’ [109] ένθ. ανωτ. σελ. 311, νγ’[110] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 210, ρα’ [111] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 148, μζ’ [112] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ 281, λδ’ [113] ένθ. ανωτ. [114] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 106 [115] ένθ. ανωτ. σελ. 103 [116] ένθ. ανωτ. σελ. 105 [117] ένθ. ανωτ. σελ. 108 [118] ένθ. ανωτ. σελ. 109 [119] ένθ. ανωτ. σελ. 111 [120] ένθ. ανωτ. σελ. 114 [121] ένθ. ανωτ. σελ. 114 [122] ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 234-235 [123] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 128, κδ’, και σημ. 3 [124] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 215, πδ’ [125] Φιλοκαλία Α’, σελ. 138 [126] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 315, ξη’ [127] ένθ. ανωτ. σελ. 282-283 [128] Αββά Δωροθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 522-524 [129] ένθ. ανωτ. σελ. 644, 2 [130] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 20 [131] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 424 [132] ένθ. ανωτ. σελ. 474 [133] αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Β’, σελ. 235, 30 [134] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 14, β’ [135] Γρηγορίου Παλαμά Ε.Π.Ε. τόμος 2ος σελ. 398 [136] οσ. Κασσιανού Ρωμαίου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 75, 14 [137] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 117, ριθ’ [138] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 624-626 [139] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 113, κβ’ [140] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 15, ια’ [141] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, λθ’ [142] αγ. Νικοδήμου τπυ αγιορείτου: Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 216-217 [143] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 129, κθ’ [144] ένθ. ανωτ. σελ. 142, μδ’ [145] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 208, ξε’ [146] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 5, λε’ [147] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 306, οε’ [148] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 210, κγ’ [149] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 20, μζ’ [150] ένθ. ανωτ. σελ. 6, κζ’ [151] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 148-149, μστ’ [152] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Βίβλος Βαρσανουφίου, ένθ. ανωτ. σελ. 262 [153] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, ιη’ [154] ένθ. ανωτ. σελ. 212, ιγ’ [155] οσ. Φιλοθέου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 279, ιστ’ [156] ένθ. ανωτ. σελ. 279-280 [157] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 266 [158] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 143, μθ’ [159] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 300, θ’ [160] Φιλοκαλία Α’, σελ. 102, ρζ’ [161] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 150, ια’ [162] Φιλοκαλία Α’, σελ. 72 [163] ένθ. ανωτ. σελ. 61-62 [164] ένθ. ανωτ. σελ. 63 [165] ένθ. ανωτ. σελ. 68-70 [166] ένθ. ανωτ. σελ. 72-74 [167] ένθ. ανωτ. σελ. 75-76 [168] ένθ. ανωτ. σελ. 76-78 [169] ένθ. ανωτ. σελ. 78-79 [170] ένθ. ανωτ. σελ. 79-80 [171] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 24, η’ [172] ένθ. ανωτ. σελ. 90, λθ’ [173] ένθ. ανωτ. σελ. 131-132, μγ’ [174] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 53, γ’ [175] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 140, κε’ [176] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 54, ι’ [177] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 226, νγ’ [178] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, ένθ. ανωτ. σελ. 228, κθ’ [179] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 99, ρξα’ [180] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 211, β’ [181] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 165, β’ [182] ένθ. ανωτ. [183] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 300, ιδ’ [184] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 295, κ’ [185] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, κ’ [186] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 46, νη [187] ένθ. ανωτ. σελ. 17, κε’ [188] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 215, κ’ [189] ένθ. ανωτ. σελ. 207, μ’ [190] ένθ. ανωτ. σελ. 6, λστ’ [191] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λη’ [192] οσ. Ιωάννου Καρπαθίου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 276, γ’ [193] S C 51, σελ. 66, πε’ [194] ένθ. ανωτ. [195] Πέτρου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 63 [196] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 388 [197] ένθ. ανωτ. [198] ένθ. ανωτ. σελ. 390 [199] ένθ. ανωτ. [200] ένθ. ανωτ. σελ. 398 [201] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 167, δ’ [202] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, ένθ. ανωτ. σελ. 227, κη’ [203] P G 90, 1281 [204] S C 51, 66, πς’ [205] οσ. Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 260, κθ’