Πνευματική σχιζοφρένεια - Εκούσια και ακούσια - Point of view

Εν τάχει

Πνευματική σχιζοφρένεια - Εκούσια και ακούσια



  Η σχιζοφρένεια, κατά το λεξικό, είναι «κατηγορία ψυχωτικών διαταραχών με κύρια συμπτώματα τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα »[1].

  Χρησιμοποιώντας τον όρο «πνευματική σχιζοφρένεια», δηλώνουμε την αυταπάτη και την ψευδαίσθηση μιας πνευματικής ζωής. Ο άνθρωπος, δηλαδή, πιστεύει ότι είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι.

 Πιστεύει π.χ. ότι είναι ταπεινός, έχει την αγάπη του Χριστού, θυσιάζεται για τους άλλους, υπομένει στις δοκιμασίες. Όταν όμως συμβεί, μέσα από τα γεγονότα της ζωής, ν’αποδείξει στην πράξη αυτό που πιστεύει ότι έχει, φαίνεται η πραγματικότητα.

  Στις περιπτώσεις αυτές αποκαλύπτεται η πνευματική του κατάσταση που είναι, όντως, μια οδυνηρή ώρα. Οπότε, ή την σκεπάζει μέσα του, για να μην περάσει τον πόνο, ή την αποδέχεται και περνά στη μετάνοια, δηλαδή την αλλαγή, την προσπάθεια ν’ αλλάξει.

  Την αποκάλυψη της πραγματικής μας πνευματικής κατάστασης την κάνουν οι περιστάσεις της ζωής, οι γύρω μας με τις αναπηρίες και τα εξογκώματα του εαυτού τους, αλλά, πιο συγκεκριμένα, μπορεί να την κάνει ο πνευματικός μας ιατρός, ο πνευματικός μας πατέρας, στο σημείο, βέβαια, που τον εμπιστευόμαστε, τον υπακούομε και θέλουμε τη θεραπεία μας.

 Τότε το άγιο Πνεύμα, ένεκα της δικής μας επιθυμίας του «ακούσαι λόγον Κυρίου», θα τον φωτίσει να μας πει τα αναγκαία για μας.

  Υπάρχει και μια άλλη «πνευματική σχιζοφρένεια», όχι σκόπιμα και με τη θέλησή μας, όπως περιγράφεται πιο πάνω, αλλά ένεκα της αδυναμίας μας ν’ απαλλαγούμε από τον κακό εαυτό μας, που κουβαλούμε ως «τέκνα του πρώτου Αδάμ».

 Είναι η κατάσταση που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του, που εκφράζει λίγο – πολύ όλους.

  Γράφει: 

  «Δεν ξέρω ουσιαστικά τι κάνω· δεν κάνω αυτό που θα’ θελα να κάνω, αλλά αντίθετα, ό,τι θα’ θελα να αποφύγω»
 (Ρωμ. 7,15).

 Και καταλήγει:

  «η πείρα δείχνει ότι, ενώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό.

 Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού.

  Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται το νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της.

 Τι δυστυχισμένος, αληθινά που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή, που έχει υποταχτεί στο θάνατο;

 Ας ευχαριστήσουμε το Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

  Άρα, λοιπόν, εγώ ο ίδιος, ενώ συμφωνώ θεωρητικά με το νόμο του Θεού, στην πράξη είμαι υποταγμένος στο νόμο της αμαρτίας». 
(Ρωμ. 7, 21-25)

  Η ελπίδα μας βρίσκεται όχι στον εαυτό μας, που εκούσια ή ακούσια ζει την «πνευματική του σχιζοφρένεια», αλλά στο Χριστό που νίκησε, με τη ζωή και το θάνατό του, κάθε μορφή θανάτου και μας έδωσε πρότυπο ζωής τον εαυτό Του.

 Αυτό, όμως, δεν μαθαίνεται θεωρητικάαλλά στην πράξη με την προσπάθεια που κάνουμε να ενωθούμε μαζί Του μέσα από την τήρηση των εντολών Του και τη συμμετοχή μας στα μυστήρια.

 Τότε, αρχίζει ν’ ανατέλλει η ζωή Του μέσα μας, να ισορροπούμε, να χαιρόμαστε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, να γινόμαστε φυσιολογικοί, δηλαδή αληθινοί άνθρωποι – εικόνες Θεού, όπως είναι οι άγιοι.




  Χρησιμοποιώ τον όρο «πνευματική σχιζοφρένεια», για να επισημάνω τις καταστάσεις εκείνες των «ανθρώπων της Εκκλησίας» που ζουν στον κόσμο τους κι έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

 Αυτό φαίνεται:

   όταν πιστεύουμε ότι έχουμε χαρίσματα που δεν έχουμε

  όταν νομίζουμε πως ζούμε σε μια ζούγκλα ανθρώπων που θέλουν να μας κάνουν κακό, επειδή πιστεύουμε

  όταν θεωρούμε όλους τους ανθρώπους ότι είναι «αγγελικά πλασμένοι», τέλειοι και άγιοι, γι’ αυτό και τους εμπιστευόμαστε κι ακόμα,

 όταν άλλα πιστεύουμε, άλλα κάμνουμε στην καθημερινότητα κι άλλα διδάσκουμε στους άλλους.

  Ρίχνοντας μια ματιά στους βίους των αγίων ή στα διάφορα Γεροντικά, άνετα διαπιστώνουμε την κατάθεση της πραγματικότητας,

  που συνίσταται:

 στην ανθρώπινη αδυναμία, που οδηγεί σε ποικίλες πτώσεις, απογοητεύσεις, πνευματικές οκνηρίες,

 όπως και στην ανθρώπινη επιθυμία να ζήσουν τη ζωή του Θεού που οδηγεί στον αγώνα, στην προσευχή, στην άσκηση, στη νηστεία, στην προσπάθεια να εφαρμόσουν τις ευαγγελικές αρετές.

  Όπως η γνώση των πραγματικών διαστάσεων μιας ασθένειας, κι όχι η απόκρυψή τους, οδηγεί στη θεραπευτική αγωγή που φέρνει την υγεία, έτσι και η γνώση της πραγματικότητας του εαυτού μας κι όχι η ψευδαίσθηση, οδηγεί στην πνευματική θεραπεία, που είναι η αγιότητα, η φυσιολογική ζωή της ύπαρξής μας.

  Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να γίνει γιατρός του εαυτού του. Αυτός που όντως επιθυμεί να φτάσει στην αγιότητα, όχι ως υπερφυσικό γεγονός αλλά ως την κατά φύση κατάσταση, βρίσκει πνευματικό ιατρό που τον εμπιστεύεται, τον υπακούει και τον αγαπά.

 Κι αυτός, εμπνεόμενος από το Άγιο Πνεύμα, που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί», καθοδηγεί χωρίς να κατευθύνει, δείχνει το δρόμο χωρίς να επιβάλλει, θεραπεύει χωρίς να σκοτώνει την ελευθερία του προσώπου.

  Δεν είναι παράξενο αν «ο κόσμος τρελάθηκε», αν δεν βρίσκουμε ανθρώπους «του αυτού πνεύματος», για να συνεννοηθούμε, αν οι σημερινοί άνθρωποι ζουν σχιζοφρενικά – αποδιοργανωμένοι και συγχυσμένοι.

 Το παράξενο και συγχρόνως το τραγικό, είναι οι «άνθρωποι του Χριστού» να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.

   Όμως, ο Χριστός που «παραλαμβάνει λύκους και τους κάνει αρνάκια», κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, μπορεί να μεταποιήσει τη σχιζοφρένεια σε ισορροπημένη ζωή, τον αποδιοργανωμένο και συγχυσμένο σε άνθρωπο που ξέρει τι θέλει και πού βαδίζει, το νευρικό και κομπλεξικό σε ήρεμο και χαρισματούχο.

 Κι όλ’ αυτά τα ωραία και τα σημαντικά, έγιναν πραγματικότητα σε όσους θέλαν, σε όσους εμπιστευτήκαν, σε όσους ζήσαν απλά και ειλικρινά την εμπειρία που στηρίζεται στην Ευαγγελική και Πατερική διδασκαλία.

  Η λέξη σχιζοφρένεια, παρμένη από την Ψυχιατρική, δηλώνει ψυχωτικές διαταραχές «με κύρια συμπτώματα τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, καθώς και την αποδιοργάνωση της σκέψης, της ομιλίας και γενικότερα της προσωπικότητας»[1].

[1]Ακαδημία Αθηνών, 
Χριστικό λεξικό της 
Νεοελληνικής γλώσσας, 
Αθήνα 2014.

Pages