Το ανθρώπινο ον είναι πολύ μικρό για να κατανοήσει τη δύναμη και την ύπαρξη του Θεού.
Η ενότητα του σύμπαντος και της ζωής - Μέρος 3ο.
Ο ισχυρός δεσμός που υπάρχει ανάμεσα στα αισθητά και τα νοητά, και ακόμη ανάμεσα στην κτιστή φύση και την άκτιστη, αποδεικνύεται από την ακατάλυτη σχέση ανάμεσα στους λόγους των όντων και τη δημιουργική βούληση του τριαδικού Θεού.
Εδώ δεν πρόκειται για μια κοσμολογική ή τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, όπως την καθιέρωσε ο Διαφωτισμός, επηρεάζοντας σε πολλά σημεία τη χριστιανική Απολογητική.
Τα κτίσματα δεν αποτελούν απλώς μια δυνατή ή ισχνή μαρτυρία για την ύπαρξη ενός υπέρτατου νου ως πρώτης αιτίας του σύμπαντος.
Μεταξύ των όντων και της δημιουργικής βουλήσεως του Θεού υπάρχει συνεκτική και οργανική σχέση. Η εσωτερική δομή και συγκρότηση κάθε όντος είναι σύστοιχη προς το περιεχόμενο του προαιώνιου θελήματος του τριαδικού Θεού για τη δημιουργία της κτιστής πραγματικότητας.
Έτσι το συστατικό στοιχείο κάθε όντος και ολόκληρης της δημιουργίας ανταποκρίνεται προς το θείο θέλημα. Είναι αυτό που αιώνια θέλει ο Θεός και υπάρχει, αναπτύσσεται, ολοκληρώνεται και τελειώνεται κατά το λόγο του θείου θελήματος.
Ο δεσμός αυτός από τη μια μεριά κάνει άρρηκτη και οργανική τη σχέση κτίσεως και κτίστη και από την άλλη προσδιορίζει με τέτοιο τρόπο όλα τα συστατικά της κτίσεως, ώστε να έχουν «θεϊκή δομή» που ποικίλλει και διαφοροποιείται κατά τη δεκτικότητα κάθε όντος.
Γι' αυτό η γνώση των λόγων, που έχουν τα όντα, οδηγεί στη γνώση του θείου θελήματος. Με άλλα λόγια το θείο θέλημα, ως λογική αιτία και συγκρότηση της κτιστής πραγματικότητας, βρίσκεται ενυλωμένο στο λόγο κάθε όντος.
Έτσι οι λόγοι των όντων γίνονται πηγή γνώσεως του θείου θελήματος. Κατά συνέπεια υπάρχει σχετική και κατά χάρη (όχι κατά την ουσία) συγγένεια ανάμεσα στη δημιουργία και τον τριαδικό Θεό.
Πριν από τη δημιουργία των αιώνων και του κόσμου οι λόγοι των όντων υπήρχαν στη θεία βούληση, όχι βέβαια όπως οι ιδέες του Πλάτωνα και οι γενικές έννοιες κατά το ρεαλισμό των σχολαστικών, αλλά ως «θελήματα» στη μια ενιαία θέληση του δημιουργού.
Οι λόγοι αυτοί είναι αόρατοι και ενιαίοι μέσα στην ίδια την άκτιστη θεότητα. Εδώ δεν υπάρχει εσωτερικά καμιά συσχέτιση προς τις αυτόνομες ιδέες του Πλάτωνα που είναι τα αρχέτυπα και οι μήτρες κάθε άλλης πραγματικότητας, χωρίς να έχουν βούληση, ενέργεια και σχέση προς ένα πρόσωπο.
Ο τριαδικός Θεός έχει στη μια θέληση όλους τους λόγους των όντων, ως λογικές αιτίες και ως προσδιοριστικούς παράγοντες της συστάσεως και της υφής κάθε όντος. Όλοι μαζί είναι απαρτισμένοι και υπάρχουν κατά ενιαίο τρόπο στη θέληση του δημιουργού.
Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης (εννοείται ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων) ονομάζει τους λόγους παραδείγματα, προορισμούς και ουσιοποιητικούς παράγοντες της δημιουργίας.
Πάντως δεν έχουν καμιά αυτονομία ούτε αποτελούν ανεξάρτητα αρχέτυπα των επιμέρους όντων. Οι λόγοι των όντων υπάρχουν, όπως προαιώνια τους θέλει ο Θεός. Έτσι όλα τα «ποιήματα» του Θεού έχουν στην εσωτερική τους σύσταση τους λόγους αυτούς που κατά κάποιο τρόπο εκφράζουν μια «θεϊκή νομοτέλεια».
Όποιος θεωρεί την κτίση με τη «δέουσα επιστήμη» είναι σε θέση να ακούσει και να μάθει απ' αυτήν τους λόγους του Θεού, σύμφωνα με τους οποίους έγινε ο κόσμος. Γι' αυτό η ύπαρξη λογικότητας στον κτιστό κόσμο μας οδηγεί στο υπέρλογο πρόσωπο του Λόγου, την πηγή του λόγου και κάθε πραγματικότητας.
Αλλά δεν είναι μόνο ο λόγος των προσωπικών όντων που επιβάλλεται από το Θεό· κάθε λεπτομέρεια της κτίσεως, σε όλες τις διαβαθμίσεις και τις ιεραρχήσεις, από τη στοιχειώδη υλική φύση ως τις ανώτερες μορφές ζωής, έχει στη σύσταση και τη δομή της μια «λογικότητα», ένα λόγο.
Η διάκριση γίνεται ανάμεσα στον προσωπικό και τον απρόσωπο λόγο και όχι ανάμεσα στη λογική και την άλογη σφαίρα. Με άλλα λόγια, όταν λέμε λογικό ον νοούμε το πρόσωπο και όταν λέμε άλογο ον νοούμε μια απρόσωπη πραγματικότητα, η οποία αφού έχει την τάξη και τη διάταξη του δημιουργού κατέχει μια λογικότητα ή μια λογική συγκρότηση της δομής της.
Γι' αυτό η ένωση αισθητών και νοητών είναι έργο του Θεού και τελικά ο λόγος είναι πάντοτε ενωτικό στοιχείο, ενώ η αλογία διαιρετικό. Κατά συνέπεια όπου στην κτίση και στις σχέσεις των όντων παρατηρείται καταστροφή και αναταραχή, εκεί επικρατεί όχι ο λόγος αλλά η αλογία.
Στην κατά φύση ενότητα σύμπαντος και ζωής είναι λοιπόν αδιανόητο να υπάρχει άλογο στοιχείο. Κάθε διασάλευση στις σχέσεις των όντων και στην αναφορά αυτών προς το Θεό εξηγείται από τη διείσδυση ανάμεσα σ' αυτές τις σχέσεις του παρασιτικού και παρείσακτου στοιχείου της αλογίας.
Το ίδιο παρασιτικό και παραμορφωτικό στοιχείο είναι ο πρωτεργάτης της διασαλεύσεως των σχέσεων ανάμεσα στα προσωπικά όντα και στο γύρω φυσικό περιβάλλον. Όπου απουσιάζουν η λογική συγκρότηση και ο λογικός ρυθμός, εκεί αναδύεται μια διασάλευση των σχέσεων ή ακόμη και μια οδυνηρή αναρχία.
Η μείωση ή η απώλεια της λογικότητας τόσο στα προσωπικά όντα όσο και στην απρόσωπη φύση, ύστερα από βίαιη επέμβαση των προσωπικών όντων πάνω στην απρόσωπη πραγματικότητα, σημαίνει κυριαρχία της αλογίας και κατά συνέπεια διασάλευση του οργανικού δεσμού κτίσεως και τριαδικού Θεού.
Έτσι η μυστηριακή δομή του σύμπαντος και η επενέργεια κάθε μυστηρίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργανική σχέση κτιστής και άκτιστης πραγματικότητας, στην οποία πραγματώνεται η φανέρωση της ενότητας και η αυξητική και προοδευτική άνοδος της κτίσεως.
Έξω από τη σχέση και την ενότητα αυτή δεν υπάρχει καμιά μυστηριακή δύναμη ούτε και γνώση της θείας ενέργειας. Και αυτό συμβαίνει, γιατί κατά φύση κατάσταση είναι η ένωση αισθητών και νοητών.
Στο σημείο αυτό ο Μάξιμος επιμένει κατά κατηγορηματικό τρόπο και κατ' επανάληψη. Έτσι τονίζει με έμφαση ότι χωρίς τη «φυσική θεωρία» με κανένα τρόπο δεν είναι νοητή η έκφραση και η ολοκλήρωση της ενέργειας των μυστηρίων.
Κάθε φανέρωση του Θεού στην κτίση, που είναι μια ολοκλήρωση της κτίσεως στη διενέργεια του μυστηρίου της θείας παρουσίας, συντελείται πάνω στη βάση και την «υποδομή» των θείων λόγων με τους οποίους είναι προικισμένα τα όντα.
Η ενέργεια λοιπόν κάθε μυστηρίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παραπέρα ανάπτυξη, και ολοκλήρωση των λόγων της δημιουργίας. Δεν νοείται μυστήριο σαν κάτι το παράξενο και εξωπραγματικό, ξένο προς την κατά φύση ανάπτυξη της δημιουργίας, το οποίο εισβάλλει αυθαίρετα, ανεξιχνίαστα και ξαφνικά, χωρίς λόγο, μέσα στη φυσική πραγματικότητα.
Κάθε μυστήριο είναι μια ιδιαίτερη έκφανση και ολοκλήρωση με την οποία καταπολεμιέται η διαίρεση, ο κατακερματισμός και η αλογία. Γι' αυτό ο πυρήνας του μυστηρίου της θείας παρουσίας στον κόσμο είναι η συναγωγή όλων των μερών της κτιστής πραγματικότητας και η συνεχής ενοποίηση σύμπαντος και ζωής στους κόλπους της θείας αυτοζωής.
Αυτό σημαίνει θεία παρουσία, μυστήριο της θείας ενέργειας και θεία πρόνοια. Έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε το μεγαλείο και την ιερότητα της δημιουργίας, στη φυσική και την ιστορική της δομή.
Η συνειδητοποίηση αυτής της σχέσεως ανάμεσα στην κτιστή και την άκτιστη πραγματικότητα μας απομακρύνει από κάθε φτηνό ρητορισμό και μας δίνει τη συναίσθηση της ενότητας και της ιερότητας του σύμπαντος.
Αλλιώτικα λέμε λόγια χωρίς αντίκρυσμα, βρισκόμαστε σε ένα κενό υποκατάστατο μιας φλυαρίας και φυσικά δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε το μυστήριο της δημιουργίας. Πέρα από αυτά αυτή η ενότητα και η ιερότητα του σύμπαντος δεν αφήνει χώρο για καμιά διαρχία ιερού και βέβηλου, θεϊκού τόπου και διαβολικού τόπου.
Αυτές οι διακρίσεις βέβαια γίνονται και είναι σωστές, αλλά μόνο υπό το πρίσμα της ηθικής και όχι της οντολογίας. Δυνάμεις θεϊκές και αντίθετες υπάρχουν, όχι όμως τόποι όπου κατοικεί ο Θεός και τόποι όπου μένει ο Διάβολος.
Έτσι δεν μένει χώρος για καμιά ειδωλολατρική παράσταση και αντίληψη. Το σύμπαν και η ζωή είναι στα χέρια του Θεού. Αυτή η παράσταση της θείας κυριαρχίας είναι τόσο υψηλή που ξεπερνά κάθε αφελή ανθρωπομορφισμό, μολονότι εκφράζεται κατ' εξοχήν ανθρωπομορφικά.
Έπειτα, εξαιτίας της παραπάνω σχέσεως Θεού και σύμπαντος, ολόκληρη η φυσική πραγματικότητα έχει συνοχή, μονιμότητα, ταυτότητα φυσικής ενέργειας και πέρα απ' όλα αυτά ο κόσμος δεν είναι μηχανικός, δύσκαμπτος και απολιθωμένος.
Πρόκειται για ένα κόσμο μόνιμο και σταθερό, αλλά ζωντανό, κινούμενο και εξελισσόμενο. Οι λόγοι των όντων και οι νόμοι της φύσεως αποτελούν τα πιο ουσιαστικά στοιχεία της δημιουργίας.
Οι λόγοι γνωρίζονται στη συνοχή της μονιμότητας του κάθε είδους και οι νόμοι φανερώνονται στην ταυτότητα της φυσικής ενέργειας κάθε είδους. Λόγοι και νόμοι είναι δρόμοι που οδηγούν στη θεογνωσία και τη «θεοπραξία».
Οι λόγοι κηρύττουν τον ποιητή και δείχνουν το μεγαλείο του· οι νόμοι παιδαγωγούν τον άνθρωπο, οδηγώντας τον στην αρετή. Οι λόγοι κάνουν τη θεωρία, ενώ οι νόμοι την πράξη. Ο άνθρωπος θέλει δε θέλει είναι εξαρτημένος και ελεύθερος μέσα σ' αυτό το σύμπαν, όπου υπάρχουν οι λόγοι και οι νόμοι.
Άλλωστε και ο ίδιος έχει τον ανάλογο λόγο και τον κατάλληλο φυσικό νόμο. Τελικά η συμμόρφωση του ανθρώπου προς τους λόγους και τους νόμους, μια και η φύση του είναι σύστοιχη προς αυτούς, όχι μόνο δεν σημαίνει φυσιοκρατική και υλιστική υποδούλωση, αλλά ελευθερία, προκοπή και ολοκλήρωση στα όρια της θείας ζωής.
Και αυτό συμβαίνει μόνο στην προκειμένη περίπτωση, επειδή υφίσταται η παραπάνω σχέση Θεού και δημιουργίας, νοητών και αισθητών. Αλλιώτικα, χωρίς την παραπάνω σχέση, η εξάρτηση του ανθρώπου από τους φυσικούς νόμους οδηγεί αβίαστα σε μια φυσιοκρατική αντίληψη για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Αλλά, εξαιτίας της σχέσεως κτιστής και άκτιστης πραγματικότητας, και η γνώση των φυσικών δεδομένων δεν είναι ολοκληρωμένη χωρίς τη γνώση των νοητών. Εφόσον, λέγει ο Μάξιμος, διαμέσου των φαινομένων βλέπουμε τα μη φαινόμενα, πολύ περισσότερο διά μέσου των μη φαινομένων μπορούμε να νοήσουμε τα ορατά και τα κτιστά δημιουργήματα, δηλαδή τα φαινόμενα.
Εξαιτίας της παραπάνω σχέσεως αισθητών και νοητών, είναι αδιανόητη η θεώρηση της φύσεως, που φαίνεται, μέσα στα δικά της ορατά πλαίσια. Και αυτό συμβαίνει, γιατί ο δεσμός αισθητών και νοητών είναι άρρηκτος και οργανικός.
Ενωτική δύναμη, που συνάγει αυτές τις δυο διαστάσεις, είναι ο ίδιος ο Θεός Λόγος. Έτσι όλος ο νοητός κόσμος κατά τρόπο μυστικό «διαγράφεται» και «τυπώνεται» με τα συμβολικά είδη στον αισθητό και όλος ο αισθητός «ενυπάρχει» και «νοείται» στο νοητό με τους λόγους.
Οι λόγοι είναι συστατικά του νοητού κόσμου, που βρίσκονται ενιαία ως θελήματα και ουσιοποιητικοί «προορισμοί» στη θεία βούληση, ενώ οι τύποι είναι τα σύμβολα του αισθητού κόσμου, όπου φανερώνεται και εκδηλώνεται η θεία παρουσία.
Είναι στενά και οργανικά δεμένοι μεταξύ τους οι λόγοι και οι τύποι και έτσι υπάρχει η οργανική και άρρηκτη ενότητα αισθητών και νοητών. Με τους λόγους των όντων «διαπορθμεύεται» το θειο φώς στην κτίση και έτσι οι τύποι μπαίνουν κατά κάποιο τρόπο αυτοδίκαια στη θεία ενότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση η ενότητα αυτή αποκλείει κάθε εσωτερική και ουσιαστική εξάρτηση της διδασκαλίας αυτής από τα πλατωνικά πρότυπα. Γιατί σ' αυτά επικρατεί οξύτατη διαρχική διάκριση, ακόμη και εχθρότητα,ανάμεσα στα αισθητά και τα νοητά, ενώ εδώ λόγοι και τύποι παραμένουν πάντοτε σε μια κατά φύση και κατά σχετική συγγένεια ενότητα.
Έτσι καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά ότι η ενότητα αυτή του σύμπαντος και της ζωής μέσα στη θεία παρουσία δίνει και μια ειδική σημασία στην έννοια του συμβόλου. Εδώ το σύμβολο δεν είναι απλώς μια παράσταση ή μια φυσική πραγματικότητα ή ένα γεγονός που εκφράζει μια αλήθεια, ούτε είναι ξεχωριστό στοιχείο, αχρείαστο για την αλήθεια και ξένο προς αυτήν.
Μια τέτοια παράσταση είναι ειδωλολατρική αντίληψη για την έννοια του συμβόλου. Η βιβλική και θεολογική σημασία του συμβόλου, ενώ έχει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ειδωλολατρικής νοοτροπίας, θεωρεί σύμβολο και αλήθεια ως μια και ενωμένη πραγματικότητα.
Επειδή υπάρχει η ενότητα αισθητών και νοητών, δεν μπορεί να νοηθεί κατά φύση μια ενδεχόμενη διαίρεση συμβόλου και αλήθειας. Ο αισθητός κόσμος είναι σύμβολο του νοητού κόσμου, αλλά και οι δυο αποτελούν μια ενωμένη πραγματικότητα.
Γι' αυτό ο Μάξιμος δεν διστάζει να πει ότι ο Χριστός έγινε τύπος και σύμβολο της δικής του υπάρξεως. Με άλλα λόγια ο Λόγος, ενώ κρυβόταν εξαιτίας της απρόσιτης δόξας, φανέρωνε συμβολικώς την παρουσία του και με τον τρόπο αυτό χειραγωγούσε όλη την κτίση προς την αόρατη αυτή δόξα.
Έτσι και το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου, του σταυρικού θανάτου και της αναστάσεως εντάσσεται και κατανοείται σωστά στο μυστήριο της σχέσεως κτιστής και άκτιστης πραγματικότητας. Η σχέση αισθητού και νοητού κόσμου, που θεμελιώνεται στη σύνδεση λόγων και τύπων, είναι μια προϋπόθεση, για να πραγματωθούν και μετέπειτα να κατανοηθούν όλες οι ενέργειες και όλα τα γεγονότα του σχεδίου της θείας οικονομίας.
Νίκου Ματσούκα
Εδώ θα βρείτε το 1ο μέρος: 1. Θεός και κόσμος
Εδώ θα βρείτε το 2ο μέρος: 2. Αισθητά και νοητά