Το 2016 ο όρος «μετα-αλήθεια» (post truth) συζητήθηκε πολύ, αμφισβητήθηκε, έγινε λέξη της χρονιάς, πέρασε. Φαίνεται όμως ότι ο όρος χαρακτηρίζει την εποχή μας και έχει λόγο ύπαρξης. Αν τον αντιλαμβάνομαι σωστά, σημαίνει τη χρήση, διαχείριση, μετασκευή ή επανακατασκευή μιας «αλήθειας» κατά βούληση και κατά το δοκούν, καθώς και το αποτέλεσμα.
Φαίνεται να σχετίζεται κυρίως (αλλά όχι μόνο) με τον πολιτικό λόγο και να είναι σύνθετο προϊόν πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, γεγονότων και παραποιήσεων, με απόκρυψη στοιχείων ή με προσθήκη άλλων και με σκοπό τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Στο παιγνίδι συχνά επιστρατεύεται και η «επιστημονική» γνώση με αντιμαχόμενες συνήθως γνώμες «ειδικών». Ο όρος λοιπόν είναι αποκαλυπτικός.
Η μετα-αλήθεια κλείνει την αλήθεια σε εισαγωγικά, της βάζει ερωτηματικό, ώστε να μας προειδοποιήσει, να μας υποψιάσει και να μας προφυλάξει από την εύκολη αποδοχή, προβάλλοντας συγχρόνως τη δική της εκδοχή. Ο όρος ουσιαστικά μας λέει ότι είναι σχεδόν αδύνατη η καθαρή αλήθεια και ότι έχουμε να κάνουμε μόνο με σενάρια, πιθανότητες, εκδοχές περισσότερο ή λιγότερο κοντά στην αλήθεια.
Βέβαια το «μετά» (post) δείχνει να προϋποθέτει την ύπαρξη της αλήθειας. Σαν να είναι δηλαδή ήδη υπαρκτή η αλήθεια για κάποιο ζήτημα αλλά ο καθένας να την παραποιεί όπως νομίζει, όπως θέλει ή όπως τον συμφέρει, τη μετατρέπει σε μετα-αλήθεια και την προβάλλει ως «αλήθεια».
Η αλήθεια είναι βέβαια υπαρκτή αλλά συνήθως είναι πολύ δύσκολη ή και αδύνατη η γνώση της. Η αλήθεια είναι ένα παζλ από το οποίο πάντα λείπει ένα ή περισσότερα κομμάτια, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο στον καθένα για τη συμπλήρωση.
Ο καθένας γνωρίζει ένα μέρος, μικρό ή μεγάλο, αλλά όχι το όλο, το οποίο συμπληρώνει ή διαμορφώνει κατά τη γνώμη του, πιστεύοντας πλέον ότι ξέρει όλη την αλήθεια.
Αν ορίσουμε την αλήθεια ως συμφωνία του λόγου με την πραγματικότητα, το ερώτημα του Πιλάτου «και τι εστίν αλήθεια;» ξαναγυρίζει ζητώντας να μάθει ποια είναι η πραγματικότητα και πώς έχουν τα πράγματα. Πραγματικότητα βέβαια είναι τα όντα, τα γεγονότα, τα δρώμενα, όλα τα συμβαίνοντα στον έσω ή στον έξω κόσμο. Αυτά όμως (τα πράγματα) δε μιλούν από μόνα τους αλλά πρέπει να διαβαστούν και να μιληθούν από τους ανθρώπους, δηλαδή να γίνουν γνωστά με τη διαμεσολάβηση του λόγου.
Η αλήθεια επομένως γίνεται λόγος. Ωστόσο άλλο είναι τα πράγματα ως όντα, αντικείμενα, γεγονότα, καταστάσεις, ένστικτα, αισθήματα, βιώματα, ψυχικά κινήματα και άλλο είναι η γλώσσα, ο λόγος, οι λέξεις ως δεύτερο (και συμβατικό) σύστημα σήμανσης και απόδοσής τους. Πολλά χρόνια πριν από το Ντεριντά ο σοφιστής Γοργίας διαχωρίζοντας τα πράγματα από τις λέξεις και αμφισβητώντας τη δυνατότητα πραγματικής επικοινωνίας, το είχε πει: «ό γαρ μηνύομεν εστί λόγος, ος έτερός εστι των υποκειμένων» (Περί του όντος). Είπε, δηλαδή, ότι άλλο είναι το ίδιο το πράγμα και άλλο το λεκτικό σημείο του.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε:
α) ότι η γλώσσα δεν είναι επαρκές ούτε αξιόπιστο όργανο για την έκφραση των πιο δυνατών ή λεπτών στιγμών και αποχρώσεων, που αποδίδονται καλύτερα με κραυγές, επιφωνήματα, στεναγμούς κ.α, εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά,
β) ότι όλοι οι ομιλούντες δεν έχουν την ίδια εκφραστική επάρκεια, ευχέρεια και λεκτική ακρίβεια, ώστε να αποδώσουν επακριβώς μια πραγματική κατάσταση και γ) ότι όλοι οι άνθρωποι δε βλέπουν, δεν αντιλαμβάνονται και δεν περιγράφουν το ίδιο γεγονός με τον ίδιο τρόπο αλλά διαφοροποιούνται μεταξύ τους ακόμη και σε βασικά σημεία.
Αυτό το τελευταίο μάλιστα το επεσήμανε ήδη ο Θουκυδίδης, όταν συλλέγοντας πληροφορίες για τη συγγραφή της Ιστορίας του και ζητώντας την αλήθεια διαπίστωσε ότι «οι παρόντες τοις έργοις εκάστοις ου ταυτά περί των αυτών λέγουσι», ότι δηλαδή και οι ίδιοι οι αυτόπτες μάρτυρες ενός γεγονότος, στην παρουσίασή του λέει άλλα ο καθένας.
Αυτό το γνωστό φαινόμενο (μαρτυρία και πλάνη) οφείλεται ίσως σε λόγους ψυχολογικούς, προσωπικούς ή άλλους, που μπορεί να σχετίζονται ακόμα και με την ποιότητα των αισθητηρίων οργάνων τους. Σίγουρα κάποιος από τους αυτόπτες μάρτυρες προσεγγίζει περισσότερο στην αλήθεια. Ποιος όμως;
Βλέπουμε λοιπόν ότι τα γεγονότα, ακόμα και αν είναι γνωστά, αλλοιώνονται από το λόγο αλλά ακόμα και η κάμερα σήμερα, που θεωρείται πιο αξιόπιστος μάρτυρας, υπόκειται στην οπτική γωνία της λήψης. Γι' αυτό και η αναζήτηση της αλήθειας είναι έργο χαλεπόν και γίνεται πολύ χαλεπότερο όταν τα γεγονότα συμπλέκονται με τα αίτια και με τα κίνητρα ή όταν οι ειδήσεις συμπλέκονται με τα σχόλια και τις κρίσεις, όπως συμβαίνει συνήθως.
Τότε η κρυμμένη «αλήθεια» αποβαίνει αφήγημα, ερμηνευτική εκδοχή, σενάριο, πιθανότητα, άποψη, εικασία, δοξασία, όπου συμπλέκεται το αληθές με το ψευδές παραποιώντας την πραγματικότητα είτε ακούσια και αθώα από άγνοια, ευπιστία, αφέλεια είτε εκούσια και σκόπιμα προς εξαπάτηση ή παραπλάνηση.
Οι πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις των πραγμάτων συνεπάγονται πολλές και διαφορετικές «αλήθειες» αλλά οι πολλές και διαφορετικές αλήθειες ισοδυναμούν με καμιά σίγουρη αλήθεια και με «αληθινότερη αλήθεια» αυτή που φαίνεται περισσότερο πιθανή στον καθένα, ανάλογα με την ψυχοπνευματική δομή του.
Άρα, ο καθένας και η αλήθεια του: η αλήθεια μου, η αλήθεια σου και η αλήθεια του Θεού. Επειδή όμως ο Θεός, που κατέχει όλα τα κομμάτια σε κάθε παζλ της αλήθειας, σπανίως τα αποκαλύπτει και επειδή κατ' άλλους ο Θεός δεν υπάρχει και άρα «όλα επιτρέπονται», απομένει ως αλήθεια η μετα- αλήθεια του καθενός και ως «αληθινότερη» τελικά επικρατεί αυτή που αποδέχονται οι πιο πολλοί και όπως την παρουσιάζουν τα ΜΜΕ.
Η αλήθεια, ως βεβαιότητα και συμφωνία με την πραγματικότητα ή και ως συνισταμένη των εναλλακτικών «αληθειών», συνήθως παραμένει κρυμμένη και αποβαίνει αέναη αναζήτηση, η οριστική ανεύρεση της οποίας αναβάλλεται συνεχώς, αφού ακόμα και η επιστημονική αλήθεια μεταβάλλεται με την ανακάλυψη κάποιου νέου στοιχείου.
Επομένως πορευόμαστε με αυτό που ξέρουμε τώρα - στην παρούσα χρονική στιγμή - ή με αυτό που έχει επιβληθεί και που έχει επικρατήσει ως αληθές ή με αυτό που ο καθένας, κατά την κρίση του, έχει αποδεχτεί και έχει επιλέξει να θεωρεί αληθές.
Δεν υποστηρίζουμε εδώ την απόλυτη σχετικοκρατία ή την έλλειψη αλήθειας. Καμιά μετα-αλήθεια δεν αναιρεί την αλήθεια, όταν αυτή είναι καθαρή και ξάστερη. Όταν μια πράξη είναι απλή, φανερή, επαρκώς αποδεδειγμένη και ομολογημένη, τότε αληθεύει φυσικά και ο λόγος που την αποδίδει. Όταν λέω πχ. «βρέχει» εφόσον όντως βρέχει, η συμφωνία λόγου και πραγματικότητας (άρα η αλήθεια) είναι βέβαιη.
Όταν όμως μια πραγματικότητα είναι μπερδεμένη, σύνθετη και κρυμμένη, όπως συμβαίνει συνήθως, τότε και η «αλήθεια» γι' αυτήν είναι είτε επιλογή από λογικοφανείς και αληθοφανείς μετα-αλήθειες κατά το πιθανό και το αναγκαίο, είτε μια νέα επινόηση, μια ακόμη μετα-αλήθεια, ανάμεσα στις άλλες μετα-αλήθειες.
Ανάμεσα δηλαδή στα σενάρια που δίνουν ως «αλήθειες» τα ΜΜΕ ανακατεύοντας ισότιμα αληθείς και ψευδείς (κατασκευασμένες) ειδήσεις ή πληροφορίες, λογικές και παράλογες απόψεις, αποκαλύψεις και αποκρύψεις, παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις, αυθαίρετους ορισμούς και αυτοπροσδιορισμούς.
Ο μπαξές των ΜΜΕ - και κυρίως της λεγόμενης κοινωνικής δικτύωσης - διαθέτει όλα τα πολεμοφόδια του λόγου και μακάρι να υπήρχε τρόπος να ελεγχόταν τουλάχιστον η βλακεία, η φθονερή χυδαιότητα, η συκοφαντία, ο δόλος και η απάτη, αλλά ούτε αυτό συμβαίνει.
Επομένως όλα συνυπάρχουν, κυκλοφορούν και διαδίδονται ελεύθερα σε δημοκρατική ισοπέδωση, όλοι είμαστε εκτεθειμένοι και ανυπεράσπιστοι, ενώ η επιλογή επαφίεται στον επίσης καταδικασμένο στην ελευθερία δέκτη.
Αλλά όπως ο πομπός έτσι και ο δέκτης βλέπει, ακούει, επιλέγει, πιστεύει όσα και όπως θέλει να δει, να ακούσει, να πιστέψει, αυτά δηλαδή που ταιριάζουν στο ψυχικό του υπόστρωμα, στη νοοτροπία, στο ήθος, στην παιδεία, στην ιδεολογία ή στα συμφέροντά του.
Όπως λοιπόν ο τέντζερης βρίσκει το καπάκι του, έτσι και κάθε πομπός βρίσκει το δέκτη του, κάθε κείμενο τον αναγνώστη του, κάθε μετα-αλήθεια τον οπαδό της, ο οποίος την ασπάζεται και την αναμεταδίδει ως βέβαιη αλήθεια.
Κατά τον ίδιο τρόπο και στην πολιτική ρητορική (προπαντός μάλιστα σ' αυτή) η μετα-αλήθεια ως εκδοχή αλήθειας, ως εν μέρει αλήθεια, ως επίσημη άνωθεν (θρησκευτική, κρατική, κομματική) εκπορευόμενη αλήθεια, ενισχυμένη με τη δέουσα αληθοφάνεια και πειθώ, είναι ένα κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο «αφήγημα», το οποίο εκπέμπει ο πολιτικός με στόχο το δικό του όφελος ή/και τη βλάβη των αντιπάλων του, ικανοποιώντας έτσι τους οπαδούς του και εξοργίζοντας τους αντιπάλους, όπερ και το ζητούμενο.
Η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται πλέον με συνθήματα και μετα-αλήθειες. Ο σκεπτόμενος πολίτης, χαμένος στις ποικίλες «μεταφράσεις», παραφράσεις και παραποιήσεις των πραγμάτων που του σερβίρουν, έχοντας ατελή γνώση και ελλιπή, μονομερή ή ψευδή πληροφόρηση, προσπαθεί να σχηματίσει την αλήθεια που του ταιριάζει, τελικά δηλαδή να βρει και αυτός τη δική του μετα-αλήθεια ως αλήθεια.