«[…] ο Χριστιανισμός στάθηκε από τη μια μεριά το τέλος κάθε φυσικής χαράς. Αποκάλυψε την αδυναμία της, τη ματαιότητά της, την πίκρα της- επειδή αποκαλύπτοντας τον τέλειο Άνθρωπο αποκάλυψε την άβυσσο της αποξένωσης του ανθρώπου από το Θεό και την αστέρευτη πίκρα της αποξένωσης αυτής. Ο σταυρός του Χριστού σήμανε ένα τέλος σε κάθε “φυσική” χαρμονή, την έκαμε, στα αλήθεια, αδύνατη. Από αυτήν άποψη αυτή η πικρή “σοβαρότητα” του σύγχρονου ανθρώπου έχει ασφαλώς χριστιανική προέλευση, ακόμη και αν αυτό λησμονήθηκε από το σύγχρονο άνθρωπο. Αφού το Ευαγγέλιο κηρύχθηκε στον κόσμο αυτόν, όλες οι απόπειρες να γυρίσομε πίσω σε μια άδολη “παγανιστική χαρά”, όλες οι “Αναγεννήσεις”, όλες οι “υγιείς αισιοδοξίες” βρίσκονταν καταδικασμένες σε αποτυχία. “Μια μόνο πίκρα υπάρχει”, είπε ο Leon Bloy, “η πίκρα να μην είσαι άγιος”. […] Ο Χριστιανισμός έκανε απλώς αδύνατο να χαιρόμαστε τους φυσικούς κύκλους- το θέρο κα τα νέα φεγγάρια. Με το να μεταθέσει την τελειότητα της χαράς στο απρόσιτο μέλλον- ως σκοπό και ως τέρμα κάθε δουλειάς- έκανε ολάκερη την ανθρώπινη ζωή μια “προσπάθεια”- μια “δουλειά”».
Alexander Schmemann (1921-1983)
«Θεωρείται πως βρισκόμαστε σε μια χριστιανική χώρα, ωστόσο αυτό έχει τελειώσει από καιρό […] Σήμερα επικρατεί μια απέραντη αδιαφορία, παντού αδειανές εκκλησίες, ξεχασμένες εκκλησίες, μοναστήρια που λιμοκτονούν. Ειλικρινά δεν θα έπρεπε να καθόμαστε πλέον στο άδειο αυτό τραπέζι και ν’ απλώνουμε τις γαβάθες, που στέκουν ακόμη εδώ κι εκεί, για να λάβουμε τροφή. Η σάρκα του καρπού φαγώθηκε πια, αυτό που πρέπει να κάνουμε, για να το πούμε ωμά, είναι να φτύσουμε τα φλούδια».
Rainer Maria Rilke (1875-1926)
Ανάμεσα στις πολλές και διαφορετικές ομάδες αναρχικών του 20ού αιώνα, υπήρχε και μια κάπως ασυνήθιστη: ήταν οι «αναρχοχριστιανοί, μια ομάδα ανθρώπων που απεχθάνονταν κάθε μορφή βίας και αρνούνταν να σκοτώσουν μέχρι και τις ψείρες που φώλιαζαν μέσα στις γενειάδες τους.
Βασικές τους αρχές ήταν οι εξής πέντε:
α) αγάπη στους εχθρούς,
β) καταδίκη του θυμού,
γ) ανταπόδοση του κακού με καλό,
δ) εγκράτεια/άρνηση της λαγνείας,
ε) άρνηση του ορκίζεσθαι.
Όπως είναι γνωστό, αυτοί οι ασυνήθιστοι αναρχικοί εμπνέονταν από τον Lev Tolstoy (1828-1910), αυτόν τoν φημισμένο λογοτέχνη και διδάσκαλο της πολιτικής ανυπακοής και της ahiṃsā (μη βίας), μέσα στα γραπτά του οποίου μπορεί να βρει κανείς επιθέσεις στην επιστήμη, στην (οργανωμένη) θρησκεία και, φυσικά, στο κράτος. Όλα αυτά, στο όνομα μιας ασυμβίβαστης και εντελώς προσωπικής κοσμοθεωρίας, σύμφωνα με την οποία λογική και ηθική είναι βασικά το ίδιο πράγμα. Ο Ρώσος αυτός ο κήρυκας της αγνότητας, που είχε δεκατρία τέκνα, αποδοκίμαζε τους Μπετόβεν, Σαίξπηρ και Πούσκιν, ενώ ήταν καταγοητευμένος από την Επί του όρους ομιλία του Ιησού Χριστού, αφορίστηκε όμως τελικά από την Ορθοδοξία, το 1901, εξαιτίας ενός αποσπάσματος του μυθιστορήματός του Η Ανάσταση. Πώς όμως έγινε ο Tolstoy αυτό που γνωρίζουμε σήμερα; Τι ήταν ήταν που τον ώθησε να πάρει αυτόν τον ξεχωριστό δρόμο;
Όλα ξεκίνησαν γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1870, ο Tolstoy βίωσε μια κρίση μέσης ηλικίας, η οποία τον οδήγησε σε κατάθλιψη και τελικά στάθηκε καθοριστική για όλον τον υπόλοιπο βίο του. Βγαίνοντας σιγά σιγά από αυτή, ο Ρώσος λογοτέχνης επιχείρησε να συγκροτήσει την προσωπική του «θρησκεία», κάτι το οποίο θα πράξει, με αμέτρητους ανθρώπους κάθε προέλευσης να τον ακολουθούν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ανατράφηκε ως Χριστιανός Ορθόδοξος, αυτό όμως επρόκειτο να αλλάξει γρήγορα:
«Η πίστη μου εξασθένησε με τον τρόπο που πάντα συνέβαινε, κι ακόμα συμβαίνει, μεταξύ των ανθρώπων της τάξης μας. Στις περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνει, θαρρώ, κάπως έτσι: οι άνθρωποι ζουν όπως όλοι οι άλλοι, βασιζόμενοι όμως σε αρχές που όχι μόνο δεν έχουν καμιά σχέση με τα θρησκευτικά τους πιστεύω, αλλά είναι ολωσδιόλου αντίθετες μ’ αυτά· το θρησκευτικό πιστεύω εκδηλώνεται κάπου αλλού, μακριά απ’ τη ζωή κι ανεξάρτητα απ’ αυτήν. Αν κατά τύχη συναντήσουμε κάποια μορφή του, θα πρόκειται μόνο για ένα φαινόμενο εξωτερικό, αποσυνδεδεμένο από τη ζωή».
Εξαιτίας των προσωπικών του διαβασμάτων και αναζητήσεων (ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Βολταίρος, τη δηκτικότητα του οποίου εκτιμούσε πολύ), ο Tolstoy εγκατέλειψε τη χριστιανική του πίστη ήδη από την ηλικία των δεκαέξι ετών:
«Έτσι σήμερα, όπως και σε παλιότερους καιρούς, η θρησκευτική διδασκαλία, που την δεχόμαστε ανεξέλεγκτα και την διατηρούμε υποτασσόμενοι σε εξωτερικές πιέσεις, εξασθενεί σταδιακά κάτω από την επίδραση των γνώσεων και των εμπειριών της ζωής, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τα θρησκευτικά πιστεύω· ένας άνθρωπος μπορεί να συνεχίζει να ζει για πολλά χρόνια νομίζοντας ότι η θρησκευτική αγωγή που έλαβε σαν παιδί υπάρχει ακόμα μέσα του, ενώ στην πραγματικότητα έχει εξαφανιστεί δίχως ν’ αφήσει ίχνη».
Ο Tolstoy συνέχιζε βέβαια προς το παρόν να πιστεύει στον Θεό, αρχικά δεν αρνήθηκε τον Ιησού και τη διδασκαλία του, αλλά δεν ήταν βέβαιος ως προς τις πραγματικές του πεποιθήσεις, οι οποίες διέπονταν από μια μάλλον γενική και αόριστη πίστη στην ηθική τελειοποίηση, η οποία όμως σταδιακά άρχισε να αντικαθίσταται από μια ιδέα γενικότερης «τελειοποίησης», χωρίς αυστηρό ηθικό πρόσημο: στόχος του άρχισε να είναι πια η ανωτερότητα του εαυτού του έναντι των άλλων ανθρώπων και ενώπιον εκείνων, σε επίπεδα φήμης, αξίας και σωματικής υγείας, όχι όμως πλέον ηθικής.
Ο Tosltoy έζησε λοιπόν μια ολόκληρη δεκαετία της ζωής του, τη δεκαετία της νιότης του, κάνοντας ένα σωρό πράγματα που επρόκειτο ν’ αποκηρύξει με πάθος αργότερα: μέθη, ατάσθαλη σεξουαλική ζωή, χαρτοπαιξία, πρόκληση σε μονομαχία, εκμετάλλευση των κοινωνικά ανίσχυρων, μέχρι και φόνους (πήρε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο, παίρνοντας μάλιστα τον βαθμό του υπολοχαγού, για την ανδρεία του), κερδίζοντας κάθε φορά την εκτίμηση του κοινωνικού του περιβάλλοντος, το οποίο τον αποθάρρυνε κάθε φορά που επεδίωκε κάτι αντίθετο με αυτά. Μια και, όπως ομολογεί ο ίδιος, η ζωή του ήταν γενικά ανεμάρτιστη, ο Tolstoy συνέχισε τον ίδιο δρόμο και όταν ξεκίνησε τη συγγραφή, αποκτώντας μεγάλη φήμη μέσα από την εξύμνηση πράξεων που επρόκειτο να καταδικάσει αργότερα με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Όλη εκείνη την περίοδο, ο Ρώσος συγγραφέας ταξίδεψε στην Ευρώπη, ενισχύοντας την τότε άποψή του περί ανθρώπινης τελειοποίησης, που οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι του 19ου αιώνα αποκαλούσαν «πρόοδο».
Αυτή η άποψή του κλονίστηκε σε τρεις περιπτώσεις:
πρώτα, όταν παρακολούθησε ζωντανά την εκτέλεση μιας θανατικής ποινής με γκιλοτίνα,
έπειτα όταν έζησε την ασθένεια που οδήγησε σε βασανιστικό θάνατο τον νεαρό αδερφό του, ύστερα από ταλαιπωρία ενός έτους, και τέλος,
όταν γνώρισε από κοντά τα παιδιά των χωρικών της ρωσικής υπαίθρου, εντυπωσιασμένος βαθιά από το γεγονός ότι εκείνα δεν είχαν ίχνος από την υποκρισία που είχε παρατηρήσει σχεδόν οπουδήποτε αλλού.
Υιοθέτησε λοιπόν μια πιο κριτική στάση απέναντι στη θεωρία της προόδου, στην οποία πάντως ακόμη πίστευε, αφήνοντας εκείνα τα παιδιά ελεύθερα να πάρουν όποιο μονοπάτι προς αυτήν ήθελαν. Ωστόσο, αγώνας του για την προσωπική τελειοποίηση, έχοντας ανεπαίσθητα μετατραπεί σε αγώνα για γενική τελειοποίηση (κοινωνική πρόοδος), κατέληξε σε ωμή προσωπική φιλοδοξία, οικογενειακή και οικονομική), παραμερίζοντας τα όποια ερωτήματά του για το νόημα και τον σκοπό της ζωής. Αυτά τα ερωτήματα όμως επρόκειτο να επανέλθουν αμείλικτα, δεκαπέντε έτη αργότερα, δημιουργώντας στον -ήδη επιτυχημένο- Ρώσο συγγραφέα μια όλο και μεγαλύτερη απόγνωση, φθάνοντάς τον μέχρι και σε επιθυμίες να βάλει ο ίδιος ένα τέλος στη ζωή του[1].
Η ζωή δεν έχει απολύτως κανένα νόημα, καθώς οτιδήποτε και αν κάνει κάποιος, τελικά θα τον τυλίξει ο θάνατος, που είναι η απόλυτη και οριστική εκμηδένιση, αυτή ήταν η σκέψη που τον βασάνιζε περισσότερο από όλες.
Η επιστημονική γνώση της εποχής απλώς έδειχνε να παρακάμπτει το ερώτημα περί νοήματος, ενώ η φιλοσοφία-μεταφυσική ομολογούσε απλώς την άγνοιά της γι’ αυτό. Μονάχα σε τέσσερα πρόσωπα κατόρθωσε ο ίδιος να βρει μιάν απάντηση: αυτά ήταν ο Σωκράτης, ο Βούδας, ο βιβλικός Εκκλησιαστής και ο Γερμανός πεσιμιστής φιλόσοφος Arthur Schopenhauer. Αυτοί όμως έδειχναν παραστατικά ότι η ζωή στερείται νοήματος, είναι μια ματαιότητα και πρόκειται οπωσδήποτε να οδηγηθεί σε ένα τέλος, την ανυπαρξία. Μπροστά σε αυτή την τραγική διαπίστωση, υπάρχουν τέσσερεις τρόποι να «διαφύγει» κανείς: άγνοια, ηδονοθηρία (κάτι που ο Tolstoy λέει ότι ακολουθούν οι περισσότεροι της κοινωνικής τάξης του), αυτοχειρία, και τέλος, αδυναμία (ελπίδα πως υπάρχει κάτι καλύτερο μελλοντικά). Είναι σημαντικό ότι, όσα πολύ χαρακτηριστικά παραθέτει ο Tolstoy, αναφέρονται συγκεκριμένα στην «τάξη» του, δηλαδή τη ρωσική αριστοκρατία του 19ου αιώνα. Γιατί όμως αυτό; Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, παρότι οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι γνώριζαν τους παραπάνω απαισιόδοξους (και, για τον ίδιο, λογικά ακαταμάχητους) συλλογισμούς, εν τούτοις τους παραμέριζαν και συνέχιζαν να ζουν τη ζωή τους.
Τελικά, παρατήρησε πως ο ορθολογισμός του ήταν εσφαλμένος: υπάρχει κάτι υπεράνω της ορθολογικής γνώσης, το οποίο στηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας και το οποίο είναι η «πίστη». Αν θέλει κανείς να κατανοήσει το νόημα της ζωής, οφείλει να παραιτηθεί από τη λογική, αυτό ορίζει η «πίστη». Τι είναι όμως η πίστη; Είναι η υπακοή σε κάποιο θρησκευτικό σύστημα;
Σύμφωνα με τον Tolstoy:
«Πίστη είναι η γνώση του νοήματος της ανθρώπινης ζωής και επακόλουθό της είναι ότι ο άνθρωπος δεν σκοτώνει τον εαυτό του, αλλά ζει. Πίστη είναι η δύναμη της ζωής. Εάν ένας άνθρωπος ζει, τότε οπωσδήποτε πιστεύει σε κάτι. Εάν δεν πίστευε ότι υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να ζει, δε θα ζούσε. Εάν δεν βλέπει και δεν κατανοεί την ψευδαίσθηση του πεπερασμένου, τότε θα πιστεύει στο πεπερασμένο. Εάν κατανοήσει την ψευδαίσθηση του πεπερασμένου, τότε υποχρεωτικά θα πιστέψει στο άπειρο. Δίχως την πίστη είναι αδύνατο να ζήσει».
Έτσι, ο Tolstoy στράφηκε στην Ορθοδοξία, όχι όμως όπως την αντιλαμβάνονταν οι μορφωμένοι αριστοκράτες της εποχής τους, αλλά όπως (νόμιζε ότι) τη βίωναν οι λαϊκοί και ολιγογράμματοι χωρικοί και αγρότες. Προσκολλήθηκε αρχικά στην Ορθοδοξία ακολουθώντας το αντίστοιχο τυπικό και επιχειρώντας να παραμερίσει τις λογικές του αμφιβολίες γι’ αυτή, κάτι όμως που αργότερα συνειδητοποίησε ότι του ήταν αδύνατο. Ύστερα από μακρά αναζήτηση, ο Ρώσος συγγραφέας επιδόθηκε σε ένα «ξεκαθάρισμα» των αληθινών στοιχείων από όσα ο ίδιος θεωρούσε ψευδή. Ο Tolstoy, ο οποίος έφθασε να θεωρεί υποκριτές τους περισσότερους ανθρώπους του καιρού του, απέρριψε εντελώς την ιδέα της κοινωνικής προόδου, υμνώντας την απλή και φυσική ζωή εναντίον του σύγχρονου τεχνοκρατικού βιομηχανικού πολιτισμού, με τη διαφορά τους να παρουσιάζεται με τον πλέον παραστατικό τρόπο στις δύο «αγαπημένες» ομάδες του Ρώσου συγγραφέα: τα παιδιά και τους απλούς ανθρώπους του λαού (κυρίως στην επαρχία). Ένα σύνηθες μοτίβο στο ύστερο τολστοϊκό έργο, είναι η σκιαγράφηση ανθρώπων με αγαθή φύση, να διαφθείρονται απότομα, ύστερα από την επαφή τους με πτυχές του μοντέρνου πολιτισμού μας: ο αγνός έρωτας καταλήγει έτσι σε πάθος κατοχής, η αγωνιώδης υπαρξιακή αναζήτηση να καταλήγει σε ωμή εγωπάθεια.
Στα τελευταία του χρόνια, ο Tolstoy δήλωνε ότι η δυστυχία του σύγχρονου ανθρώπου έγκειται στην κυριαρχία της προόδου, η οποία εκδηλώνεται μ’ εντατικοποίηση της εργασίας, η οποία διοχετεύεται σε τελείως ανώφελες ή και καταφανώς επιβλαβείς δραστηριότητες και διαρκώς νέα και πολύπλοκα εγχειρήματα, που τον γεμίζουν με αυταρέσκεια. Κύρια αιτία δυστυχίας στη ζωή των ανθρώπων έγκειται στο ότι ζούμε την –αναπόφευκτη βέβαια- μετάβαση από μια φάση της ιστορίας σε μιαν άλλη. Ο Tolstoy υπήρξε μια ειδική περίπτωση, ίσως και ένα παράδοξο, γεμάτο αντιφάσεις: αρνήθηκε κάθε έκφραση βίας (π.χ. πόλεμος), ενώ κατηγορούσε τον θετικισμό και τον υλισμό της εποχής του, όντας όμως συνάμα αρκετά «ορθολογιστής» για να δεχθεί αναντίρρητα τη μυστηριακή διδασκαλία της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η τραγωδία της ζωής του υπήρξε το ότι δεν κατόρθωσε να διαφύγει οριστικά από την επιτυχία, τη φιληδονία και την ευμάρεια, τις οποίες καταδίκαζε σφοδρά, για να εγκολπωθεί τη ζωή την οποία επέλεξε, κάνοντας πράξη το μεγαλόπνοο όραμά του. Αυτή η αναντιστοιχία ιδανικών και συμπεριφοράς θα τον βασανίσει αμείλικτα μέχρι το τέλος του, όταν, ογδονταδυάχρονος γέροντας πια, θα φύγει κρυφά από το σπίτι του, ένα κρύο φθινοπωρινό βράδυ, με αποτέλεσμα να κρυολογήσει βαριά στο Αστάποβο και τελικά να καταλήξει από πνευμονία στο σπίτι του σταθμάρχη, ο οποίος τον φιλοξενούσε, όπου πλήθος κόσμου, θαυμαστών του και όχι μόνο, είχε ήδη αρχίσει να καταφθάνει. Μέχρι τις τελευταίες του ώρες, ο Tolstoy δεν έπαψε να κηρύττει στους γύρω του για την αξία της αγάπης, της άρνησης της βίας και του ιδιαίτερου «χριστιανικού» αναρχισμού του.
Το κύριο παράδοξο της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας του Tolstoy είναι ότι η ακραιφνής συμπάθεια προς τον απλό λαό και γενικά στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, συνδυάζεται με ένα ιδεώδες τόσο απαιτητικό που η συντριπτική του πλειονότητα να είναι πρακτικά αποκομμένη από τη δυνατότητα πραγμάτωσής της. Γιατί όμως ένα ιδεώδες που προβάλλεται ως «φυσικό» είναι τόσο απαιτητικό και δύσκολο, σε σημείο η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων ν’ αδυνατεί να το ακολουθήσει; Επιπλέον, πώς συμβαδίζει η υπεράσπιση του ορθολογισμού με μια καταφανώς θρησκευτική κοσμοθεωρία; Δεν οδηγεί άραγε η συνεπής χρήση του Λόγου σε υλισμό και θετικισμό σαν και αυτούς που ο Tolstoy απεχθάνεται; Ακόμη, αν το κράτος διαθέτει το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας, τότε μήπως η πολιτική ανυπακοή εναντίον του χωρίς βία καθιστά ουσιαστικά τους ανυπότακτους «ὡς πρόβατα ἐπὶ σφαγήν»;
Το σημαντικότερο όμως ερώτημα, όσον αφορά την τολστοϊκή κοσμοθεωρία, καθώς και κάθε κοσμοθεωρία που θεοποιεί τη φύση, είναι το εξής: πώς μπορεί να εξηγήσει από πού προέρχεται το κακό; Λίγες παρατηρήσεις ακόμη. Η Νεωτερικότητα, ιδίως μετά τον Διαφωτισμό, μπορεί να πει κανείς ότι έφερε μερικούς (σχετικά) νέους τρόπους κατανόησης του θρησκευτικού φαινομένου, με την καχυποψία να διαδραματίζει έναν όλο και πιο καίριο ρόλο. Ιστορικά, ο 18ος αιώνας επικεντρώθηκε μάλλον στο περιεχόμενο και στα ηθικοπρακτικά παραγγέλματα που υπάρχουν σε κάθε θρησκεία, θεωρώντας τις επιμέρους θρησκείες ουσιαστικά ως σύμβολα της μιας αμιγώς ηθικής, οικουμενικής και φυσικής θρησκευτικότητας του Λόγου, απαραίτητες για την ηθική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, με τις διαφορές τους να είναι δευτερεύοντα «μυθολογικά» υποβοηθητικά στοιχεία. Ως «αντίδραση» σε αυτά, ο 19ος αιώνας ανέδειξε τα μη έλλογα στοιχεία και τα μυστικιστικά της θρησκευτικής εμπειρίας: τον τρόμο, το δέος και την εξάρτηση από μιαν ανώτερη δύναμη που μας υπερβαίνει. Αυτό είναι το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι τολστοϊκοί στοχασμοί.
Ωστόσο, ήδη από το τρίτο μέρος του εικοστού αιώνα, η μελέτη της θρησκείας έχει τεθεί σε βιολογική βάση, με την εμφάνιση της κοινωνιοβιολογίας, οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της οποίας αναζητούν στους εξελικτικούς μηχανισμούς τη λειτουργικότητα της θρησκείας εν γένει, την οποία και θεωρούν ως μακρόβιο «υβρίδιο» ανάμεσα στις βιολογικές ορμές του ανθρώπου και τον πολιτισμό του, μια αισιόδοξη δύναμη που προβάλλει σθεναρά την επιθυμία για ζωή, προστατεύοντάς μας από τους αναπάντεχους βιολογικούς κινδύνους του είδους μας. Το φιλόδοξο εγχείρημα της κοινωνιοβιολογικής επιστήμης, όπως έχει παρατηρηθεί, δεν είναι πάντα αμόλυντο από ιδεολογικές τάσεις, επιχειρώντας ενίοτε μια «επιστημονική» εκ των υστέρων δικαιολόγηση των σύγχρονων θεσμών του δυτικού πολιτισμού, παρέχοντας επιχειρήματα για τον περιττό χαρακτήρα του θρησκεύειν, στο όνομα της κοινωνικής προόδου, την οποία με τόσο πάθος ο Tolstoy απέρριπτε.
[1] Όσο για τον Dostoevsky, δεν βασανίστηκε λιγότερο από αντίστοιχες ανησυχίες. Στην επιστολή του προς τη Ν. Ντ. Φονβίζινα, έγραψε χαρακτηριστικά: «Μπορώ να σας πω για τον εαυτό μου ότι είμαι τέκνο αυτού του αιώνα, τέκνο της αμφιβολίας και της δυσπιστίας, ήμουν πάντα και πάντα θα είμαι (αυτό το γνωρίζω) μέχρι το μνήμα μου. Τι φοβερά μαρτύρια μού έχει στοιχίσει κι ακόμη μου στοιχίζει αυτή η δίψα να πιστέψω, που όσο ισχυρότερη γίνεται στην ψυχή μου τόσο περισσότερα είναι τα επιχειρήματα εναντίον της[…] αν κάποιος μπορούσε να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αν πράγματι ευσταθούσε ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια».