Η Σιμόν Βέιλ διατυπώνει με τον δικό της, εκφραστικά ιδιαίτερο, τρόπο και με εμβριθή νου, ένα δριμύ κατηγορώ κατά των πολιτικών κομμάτων. Σήμερα πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να συνδέονται, ή να εξαρτώνται, ή και να πιστεύουν στα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο ταυτόχρονα και αντιφατικά, όλο και πιο συχνά, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, καταγγέλλουν τον εκφυλισμό τους αλλά και τονίζουν συχνά με έμφαση «τι να κάνουμε, αναγκαίο κακό είναι και αυτά». Μιλούν για το πόσο μεγάλες ευθύνες έχουν, πόσο αυτά έχουν ξεπουληθεί στον κεφαλαιοκρατισμό, πόσο έχουν βυθιστεί στις διαπλοκές και τις καταχρήσεις, στο πελατειακό κράτος, κλπ. Η Σιμόν Βέιλ όμως δίχως αναστολές και αντιφάσεις δηλώνει ανοιχτά: «Το κακό των πολιτικών κομμάτων βγάζει μάτι […] δεν υπάρχει μέσα τους κάτι αγαθό, που να καταβάλλει το κακό και να καθιστά έτσι την ύπαρξή τους επιθυμητή». Έτσι προσεγγίζει την κατάργηση (αποκήρυξη) των κομμάτων ως πράξη του «καλού», ως μια αφύπνιση κατά της πνευματικής παραίτησης των ανθρώπων. Στην ταραχώδη σύγκρουση ανάμεσα στην ιδεολογία και την ουτοπία, η Βέιλ αντιπροτείνει μια υπεύθυνη και κοπιώδη στάση. Μια στάση όπου στο κέντρο της βρίσκεται το αγαθό. Δεν μένει σε τετριμμένες και επιφανειακές λύσεις που προτείνουν μια εργαλειακή κοινωνικοποίηση και πολιτικοποίηση της ζωής, αλλά αναζητά το βαθύτερο νόημα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο της Σιμόν Βέϊλ Για την Κατάργηση των Κομμάτων, μτφρ. Σωτήρης Γουνελάς, εκδ. ΑΡΜΟΣ Αθήνα, 2011.
———- / ———-
«Τo αληθινό πνεύμα του 1789 συνίσταται στη σκέψη, όχι ότι κάτι είναι σωστό επειδή το θέλει ο λαός, αλλά επειδή, υπό ορισμένες συνθήκες, η βούληση του λαού έχει μεγαλύτερη τύχη να συμμορφωθεί με τη δικαιοσύνη από οποιαδήποτε άλλη βούληση» (Σιμόν Βέιλ).
Για να εκτιμήσουμε τα πολιτικά κόμματα σύμφωνα με το κριτήριο της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του δημοσίου καλού, αρμόζει να αρχίσουμε να ξεχωρίζουμε τα ουσιαστικά τους γνωρίσματα. Μπορούμε να απαριθμήσουμε τρία:
Ένα πολιτικό κόμμα είναι μια μηχανή κατασκευής συλλογικού πάθους.
Ένα πολιτικό κόμμα είναι ένας οργανισμός καμωμένος να ασκεί συλλογική πίεση στη σκέψη καθενός ανθρώπου που αποτελεί μέλος του.
Πρώτος σκοπός, και σε τελική ανάλυση ο μοναδικός, κάθε πολιτικού κόμματος είναι να ενδυναμώνεται το ίδιο, και τούτο χωρίς κανένα όριο.
Το τριπλό αυτό χαρακτηριστικό δείχνει ότι κάθε κόμμα είναι ολοκληρωτικό από φύση και πρόθεση. Εάν δεν είναι στην πραγματικότητα, τούτο οφείλεται στο ότι οι υποστηρικτές του δεν είναι λιγότερο ολοκληρωτικοί από εκείνο.
Τα τρία αυτά γνωρίσματα αποτελούν έμπρακτες αλήθειες ολοφάνερες σε όποιον έχει προσεγγίσει τη ζωή των κομμάτων.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ξεχωριστή περίπτωση ενός φαινομένου που παράγεται παντού όπου το συλλογικό κυριαρχεί στα σκεπτόμενα υποκείμενα. Είναι η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ σκοπού και μέσου. Παντού, χωρίς καμία εξαίρεση, όλα όσα θεωρούνται σκοποί είναι από τη φύση τους, από τον ίδιο τους τον ορισμό, από την ουσία τους και κατά τον πιο αυτονόητο τρόπο αποκλειστικά και μόνο μέσα. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε όσα παραδείγματα θέλουμε σε όλους τους τομείς. Χρήμα, εξουσία, κράτος, εθνικό μεγαλείο, οικονομική παραγωγή, πανεπιστημιακά διπλώματα και πλήθος άλλα.
Μονάχα το αγαθό είναι σκοπός. Καθετί που ανήκει στο επίπεδο των γεγονότων βρίσκεται στην τάξη του μέσου. Όμως, η συλλογική σκέψη είναι ανίκανη να υψωθεί πάνω από το επίπεδο των γεγονότων. Είναι μια σκέψη ζωώδικη. Δεν διαθέτει την έννοια του αγαθού παρά ίσια ίσα για να διαπράξει το σφάλμα να θεωρήσει αυτό ή εκείνο το μέσο ως ένα απόλυτο αγαθό.
Αυτό ισχύει για τα κόμματα. Ένα κόμμα είναι κατά κανόνα ένα εργαλείο για να υπηρετήσει μια ορισμένη αντίληψη για το δημόσιο αγαθό.
Τούτο αληθεύει ακόμη και γι’ αυτούς που συνδέονται με συμφέροντα μιας κοινωνικής κατηγορίας, γιατί υπάρχει πάντα μια ορισμένη αντίληψη για το δημόσιο αγαθό χάρη στην οποία θα υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στο δημόσιο αγαθό και τα συμφέροντα. Πρόκειται όμως για εξαιρετικά ασαφή αντίληψη. Αυτό αληθεύει ανεξαιρέτως και σχεδόν χωρίς διαφορά βαθμών. Τα κόμματα τα πιο ασυνεπή και τα πιο αυστηρά οργανωμένα είναι ίσα λόγω της ασάφειας των αρχών τους. Κανένας, όσο κι αν μελέτησε σε βάθος την πολιτική, δεν θα ήταν ικανός να εκθέσει με ακρίβεια και διαύγεια τις αρχές ενός κόμματος, περιλαμβανομένου, αν το έφερνε η περίσταση, και του δικού του.
Οι άνθρωποι ούτε που το ομολογούν στον εαυτό τους. Εάν το ομολογούσαν, θα δοκίμαζαν απλοϊκά να δουν σε αυτό το σημάδι μιας προσωπικής ανικανότητας, μη έχοντας αναγνωρίσει ότι η έκφραση «οι αρχές ενός πολιτικού κόμματος» δεν μπορεί ποτέ, από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, να σημαίνει τίποτα.
Ένας που περνά τη ζωή του γράφοντας ή εξετάζοντας προβλήματα ιδεών, σπάνια διαθέτει δικές του ιδεολογικές αρχές. Μια συλλογικότητα δεν έχει ποτέ. Δεν συνιστούν συλλογικό εμπόρευμα.
Μπορούμε να μιλούμε, είναι αλήθεια, για το χριστιανικό δόγμα αρχών, το ινδουιστικό, το πυθαγόρειο και ούτω καθεξής. Αυτό που δηλώνεται με αυτή τη λέξη δεν είναι ούτε ατομικό ούτε συλλογικό. Είναι κάτι τοποθετημένο άπειρα πιο πάνω από το ένα και το άλλο επίπεδο. Είναι καθαρά και απλά η αλήθεια.
Ο σκοπός ενός πολιτικού κόμματος είναι αόριστος και μη πραγματικός. Αν ήταν πραγματικός, θα απαιτούσε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια προσοχής, γιατί μια αντίληψη για το δημόσιο αγαθό δεν είναι εύκολο πράγμα για τη σκέψη. Η ύπαρξη του κόμματος είναι ψηλαφητή, αυτονόητη και δεν απαιτεί καμιά προσπάθεια για να αναγνωριστεί. Έτσι, είναι αναπόφευκτο ότι στην πραγματικότητα το κόμμα είναι ο αυτοσκοπός του.
Από τούτη τη στιγμή υπάρχει ειδωλολατρία, γιατί μονάχα ο Θεός νομιμοποιείται να συνιστά αυτοσκοπό. Η μετάβαση είναι εύκολη. Θέτουμε ως αξίωμα ότι η απαραίτητη και επαρκής συνθήκη ώστε το κόμμα να υπηρετήσει αποτελεσματικά την αντίληψη του δημόσιου αγαθού, για το οποίο και υπάρχει, είναι να διαθέτει ευρεία εξουσία.
Μα καμιά ορισμένη ποσότητα εξουσίας δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί πραγματικά ως επαρκής, προπαντός από τη στιγμή που θα αποκτηθεί. Το κόμμα βρίσκεται όντως, ένεκα της απουσίας σκέψης, σε συνεχή κατάσταση ανικανότητας, που την αποδίδει πάντα στην ανεπάρκεια της εξουσίας που διαθέτει. Αν όμως ήταν απόλυτος κύριος της χώρας, οι διεθνείς ανάγκες θα επέβαλαν στενή οριοθέτηση.
Έτσι η ουσιαστική τάση των κομμάτων είναι ολοκληρωτική, όχι μονάχα ως προς μία χώρα, αλλά ως προς τον πλανήτη ολόκληρο, επειδή ακριβώς η αντίληψη του δημόσιου αγαθού, η οικεία σε αυτό ή εκείνο το κόμμα, είναι φανταστική, ένα κενό χωρίς πραγματικότητα, που επιβάλλει την αναζήτηση της ολικής δύναμης. Κάθε πραγματικότητα συνεπάγεται από μόνη της ένα όριο. Δεν οροθετείται ποτέ αυτό που δεν υπάρχει διόλου.
Να γιατί υπάρχει συγγένεια, συμμαχία ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και το ψέμα.
Πολλοί, είναι αλήθεια, δεν φιλοδοξούν ποτέ την απόλυτη δύναμη. Μια τέτοια σκέψη θα τους προκαλούσε φόβο. Φέρνει ίλιγγο και χρειάζεται κάτι μεγαλειώδες για να τη στηρίξει. Τέτοιοι άνθρωποι, όταν ενδιαφέρονται για ένα κόμμα, αρκούνται να επιθυμούν την ανάπτυξή του. Αλλά ως κάτι που δεν συνεπάγεται όριο. Εάν προστέθηκαν τρία μέλη παραπάνω τη φετινή χρονιά, ή εάν η εισφορά έφερε εκατό φράγκα επιπλέον, είναι ικανοποιημένοι. Επιθυμούν όμως αυτό να γίνεται επ’ άπειρον προς την ίδια κατεύθυνση. Ποτέ δεν πρόκειται να θεωρήσουν ότι θα υπήρχε περίπτωση το κόμμα τους να έχει πλεόνασμα μελών, ψηφοφόρων, χρημάτων.
Η επαναστατική ιδιοσυγκρασία οδηγεί στη θεώρηση της ολότητας. Η μικροαστική ιδιοσυγκρασία οδηγεί να φαντάζεσαι μια αργή πρόοδο, συνεχή και χωρίς όριο. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η υλική ανάπτυξη του κόμματος καθίσταται μοναδικό κριτήριο, και σε σχέση μ’ αυτό καθορίζονται το καλό και το κακό για κάθε πράγμα. Ακριβώς σαν το κόμμα να ήταν ένα ζώο στη βοσκή και ο κόσμος να είχε δημιουργηθεί για να το τρέφει.
Δεν γίνεται να υπηρετούμε το Θεό και τον Μαμωνά [1]. Εάν το κριτήριο για το αγαθό είναι άλλο από το αγαθό το ίδιο, χάνουμε την έννοια του αγαθού.
Από τη στιγμή που η ανάπτυξη του κόμματος συνιστά κριτήριο του αγαθού, έπεται αναπόφευκτα μια συλλογική πίεση του κόμματος στη σκέψη των ανθρώπων. Αυτή η πίεση ασκείται όντως. Εξαπλώνεται δημόσια. Είναι ομολογημένη, διακηρύσσεται. Κανονικά θα έπρεπε να μας προκαλεί φρίκη, εάν δεν είχαμε πορωθεί από τη συνήθεια.
Τα κόμματα είναι οργανισμοί σχηματισμένοι δημόσια και επίσημα κατά τρόπο που να σκοτώνουν μέσα στην ψυχή την έννοια της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Η συλλογική πίεση ασκείται στο μεγάλο κοινό μέσω της προπαγάνδας. Ο ομολογημένος στόχος της προπαγάνδας είναι να πείσει και όχι να φωτίσει. Ο Χίτλερ είδε πολύ καλά ότι η προπαγάνδα είναι πάντα μια απόπειρα υποδούλωσης των πνευμάτων. Όλα τα κόμματα ασκούν προπαγάνδα. Εκείνο που δεν θα ασκούσε, θα εξαφανιζόταν λόγω του γεγονότος ότι την ασκούν τα υπόλοιπα. Όλοι ομολογούν ότι ασκούν προπαγάνδα. Κανένας δεν είναι τόσο τολμηρός μέσα στο ψέμα, ώστε να διακηρύξει ότι αναλαμβάνει το εγχείρημα της εκπαίδευσης του κοινού και ότι διαμορφώνει την κρίση του λαού.
Αληθεύει, βέβαια, ότι τα κόμματα μιλούν για εκπαίδευση σε αυτούς που προσέρχονται, συμπαθούντες, νέους, καινούργιους οπαδούς. Αυτή η λέξη είναι ψέμα. Πρόκειται για προγύμναση έτσι ώστε να ετοιμάσουν τον πιο αυστηρό έλεγχο που θα ασκήσει το κόμμα στη σκέψη των μελών του.
Ας υποθέσουμε ότι ένα μέλος κόμματος -βουλευτής, υποψήφιος βουλευτής ή απλός αγωνιστής- αναλαμβάνει δημόσια να στρατευτεί ως ακολούθως:
«Όλες τις φορές που εξέτασα οποιοδήποτε πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα, υποχρεώθηκα να λησμονήσω απόλυτα το γεγονός ότι είμαι μέλος της τάδε ομάδας, και να απασχοληθώ αποκλειστικά για να διακρίνω το δημόσιο αγαθό και τη δικαιοσύνη».
Ένα τέτοιο λεξιλόγιο θα το υποδέχονταν με απαρέσκεια. Οι δικοί του και πολλοί άλλοι ακόμη θα τον κατηγορούσαν για προδοσία. Οι λιγότερο εχθρικοί θα του έλεγαν: «Γιατί λοιπόν εντάχθηκες σ ’ένα κόμμα;», ομολογώντας έτσι αφελώς ότι, μπαίνοντας σε ένα κόμμα, παραιτούμαστε από την αποκλειστική αναζήτηση του δημόσιου αγαθού και της δικαιοσύνης. Αυτός ο άνθρωπος θα αποκλειόταν από το κόμμα του, ή τουλάχιστον θα έχανε το αξίωμά του. Είναι βέβαιο ότι δεν θα επανεκλεγόταν.
Επιπλέον, μοιάζει αδύνατο να χρησιμοποιήθηκε τέτοιο λεξιλόγιο. Όντως, παρεκτός από λάθος, ούτε που κατέστη ποτέ δυνατό. Εάν είχαν αρθρώσει κάποιες λέξεις φαινομενικά συγγενικές, αυτές προέρχονταν από πρόσωπα που επιθυμούσαν να κυβερνήσουν με την υποστήριξη κομμάτων άλλων από το δικό τους. Τέτοια λόγια ηχούσαν τότε ως ανυποληψία.
Εξάλλου, βρίσκουμε εντελώς φυσικό, λογικό και τιμητικό να πει κάποιος: «Όντας συντηρητικός», ή «όντας σοσιαλιστής, σκέφτομαι ότι…». Αυτό βέβαια δεν χαρακτηρίζει τόσο τα κόμματα. Ούτε πάλι λέμε ανερυθρίαστα: «όντας Γάλλος, σκέφτομαι ότι…», «όντας καθολικός, σκέφτομαι ότι…».
Κοριτσάκια που θαρρούσαν ότι πρόσκεινται στον γκωλισμό σαν να ήταν το γαλλικό ισοδύναμο του χιτλερισμού, πρόσθεταν: «Η αλήθεια είναι σχετική, ακόμη και στη γεωμετρία». Άγγιζαν άθελά τους την ουσία.
Αν δεν υπάρχει αλήθεια, είναι νόμιμο να σκεφτόμαστε κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο. Έχουμε μαύρα μαλλιά, καστανά, κόκκινα ή ξανθά, από φυσικού μας. Κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η σκέψη μας. Η σκέψη, όπως τα μαλλιά, είναι τότε προϊόν μιας φυσικής διεργασίας αφαίρεσης.
Αν παραδεχτούμε ότι υπάρχει μια αλήθεια, δεν επιτρέπεται να σκεφτούμε παρά αυτό που είναι αληθινό. Σκεφτόμαστε τότε κάτι, όχι επειδή τυχαίνει να είμαστε Γάλλοι, καθολικοί ή σοσιαλιστές, αλλά επειδή το ακατάβλητο φως του αυτονόητου μας υποχρεώνει να σκεφτούμε έτσι και όχι διαφορετικά.
Αν δεν υπάρχει αυτονόητο και υπάρχει αμφιβολία, εξυπακούεται ότι στην κατάσταση της γνώσης που διαθέτουμε (ως άνθρωποι), το ζήτημα είναι αμφίβολο. Εάν υπάρχει ελάχιστη πιθανότητα από τη μία πλευρά, το αυτονόητο είναι ότι υπάρχει όντως ελάχιστη πιθανότητα. Και ούτω καθεξής.
Όπως και να ‘ναι, το εσωτερικό φως παραχωρεί πάντα σε όποιον το συμβουλεύεται μια αυτονόητη απόκριση. Το περιεχόμενο της απόκρισης είναι λίγο-πολύ καταφατικό. Λίγο ενδιαφέρει. Σηκώνει πάντα αναθεώρηση. Καμιά όμως διόρθωση δεν μπορεί να επέλθει παρά μονάχα μέσα από περισσότερο εσωτερικό φως.
Εάν ένας άνθρωπος, μέλος ενός κόμματος, είναι απόλυτα αποφασισμένος να εμπιστεύεται σε όλες του τις σκέψεις το εσωτερικό φως αποκλειστικά και τίποτε άλλο, δεν μπορεί να γνωστοποιήσει αυτή του την πεποίθηση στο κόμμα. Επομένως ψεύδεται απέναντί του.
Είναι μια κατάσταση που γίνεται αποδεκτή μονάχα ένεκα της αναγκαιότητας που μας εξαναγκάζει να βρεθούμε σ’ ένα κόμμα για να συμμετάσχουμε αποτελεσματικά στα δημόσια πράγματα. Τότε όμως, η αναγκαιότητα αυτή είναι ένα κακό, και πρέπει να βάλουμε τέλος σε αυτό καταργώντας τα κόμματα.
Ένας άνθρωπος που δεν έλαβε την απόφαση να εμπιστεύεται αποκλειστικά το εσωτερικό φως, εγκαθιστά το ψέμα στο κέντρο της ψυχής του. Το εσωτερικό σκοτάδι είναι η τιμωρία του.
Μάταια θα επιχειρούσαμε να ξεπεράσουμε το πρόβλημα μέσω της διάκρισης ανάμεσα στην εσωτερική ελευθερία και την εξωτερική πειθαρχία. Γιατί τότε θα πρέπει να πούμε ψέματα στο κοινό, απέναντι στο οποίο κάθε υποψήφιος, κάθε εκλεγμένος, έχει μια ιδιαίτερη υποχρέωση να λέει την αλήθεια.
Εάν προετοιμάζομαι να πω, εν ονόματι του κόμματός μου, πράγματα που εκτιμώ ότι αντιβαίνουν στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, δεν θα ‘πρεπε να τα γνωστοποιήσω προηγουμένως; Εάν δεν το κάνω, Ψεύδομαι.
Από τις τρείς αυτές μορφές ψεύδους -στο κόμμα, στο κοινό, σ’ έμενα τον ίδιο- το πρώτο είναι μακράν το λιγότερο κακό. Εάν όμως η προσχώρηση σε ένα κόμμα μας εξαναγκάζει πάντοτε, όπως και να ‘ναι, στο ψέμα, η ύπαρξη των κομμάτων είναι απόλυτα και με κάθε τρόπο ένα κακό.
Συνηθιζόταν να βλέπουμε σε ανακοινώσεις συνελεύσεων: Ο κ. Φ. θα εκθέσει την κομμουνιστική άποψη (πάνω στο πρόβλημα που είναι το αντικείμενο της συγκέντρωσης). ‘Ο κ. X. Θα εκθέσει τη σοσιαλιστική άποψη. Ο κ. Ψ. τη ριζοσπαστική.
Με ποιόν τρόπο αυτοί οι δύστυχοι θα ενεργούσαν για να γνωρίσουν την άποψη που όφειλαν να εκθέσουν; Ποιόν μπορούσαν να συμβουλευτούν; Ποιο χρησμό; Μια συλλογικότητα δεν έχει ούτε γλώσσα ούτε πένα. Όλα τα όργανα έκφρασης είναι ατομικά. Η σοσιαλιστική συλλογικότητα δεν κατοικεί σε κανένα άτομο. Ούτε βέβαια η ριζοσπαστική. Η κομμουνιστική κατοικεί στον Στάλιν, αλλά είναι μακριά. Δεν γίνεται να του τηλεφωνήσουμε πριν λάβουμε το λόγο στη συγκέντρωση.
Όχι, οι κύριοι Φ., Χ. και Ψ. συμβουλεύονταν τον εαυτό τους. Καθώς όμως ήταν έντιμοι, έβαζαν τον εαυτό τους αρχικά σε μια ειδική διανοητική κατάσταση, παρόμοια με αυτήν όπου τους είχε βάλει τόσο συχνά η ατμόσφαιρα του κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού, ριζοσπαστικού περιβάλλοντος.
Εάν, όντας σε μια τέτοια κατάσταση, αφηνόμαστε στα επακόλουθά της, παράγεται κατά φυσικό τρόπο ένα λεξιλόγιο σύμμορφο με τις «απόψεις»: την κομμουνιστική, τη σοσιαλιστική, τη ριζοσπαστική.
Υπό τον όρο, εξυπακούεται, να απαγορέψουμε στον εαυτό μας να εντείνει αυστηρά την προσοχή του για να διακρίνει τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Αν το κατορθώναμε, θα κινδυνεύαμε -οποία φρίκη- να εκφράσουμε μια «προσωπική άποψη» .
Γιατί στις μέρες μας η προσπάθεια για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια εκλαμβάνεται ως ανταποκρινόμενη σε μια προσωπική άποψη.
Υπάρχει μια μονάχα απάντηση. Η αλήθεια είναι οι σκέψεις που αναφύονται στο πνεύμα ενός σκεπτόμενου δημιουργήματος, δοσμένου μοναδικά, ολοκληρωτικά, αποκλειστικά στον πόθο της αλήθειας.
Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης
———- / ———-
[1]. Από την παραβολή του άδικου οικονόμου, εδώ αναφέρεται στην ευαγγελική ρήση «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Ματθ 6,24).
ResPublica