Στον τόπο μας κάποτε βασίλευε ο θεός Χρόνος ή Κρόνος. Μαζί του ζούσαν οι κόρες του Ουρανού Γαία και Ρέα. Ο Μέγας αυτός θεός ήταν πολύ μοναχικός και αδρανής. Κρατούσε δε φυλακισμένες στις εφτά αποθήκες κάτω από το όρος Κάλαμος, τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα, τις στιγμές, τους μήνες, τις εποχές τους ενιαυτούς. Ο Άχρονος αυτός ερημίτης βαριόταν να ορίσει τις διάρκειες της ώρας, της ημέρας και του ενιαυτού για να αρχίσει η ροή του χρόνου. Έτσι ήταν ο ίδιος το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, καθώς πριν δεν υπήρχε χρονολογία.
Η Γαία και η Ρέα ζούσαν μαζί του δυστυχισμένες. Τα θεϊκά σώματά τους, άφηναν τον Χρόνο αδιάφορα και επομένως έμειναν στείρα και άγονα.
Κάποια στιγμή κατέφθασε από τις μακρινές βόρειες χώρες ο θεός Δίας με την αποστολή να θέσει σε λειτουργία τη ροή του Χρόνου. Οι δύο γυναίκες αναγνώρισαν αμέσως τον γυμνό έφηβο με το τηλεσκόπιο που αποβιβάστηκε στο όρος Κάλαμος, τον πλησίασαν και η συνεύρεσή τους προκάλεσε θεϊκό κατακλυσμό. Το γόνιμο σπέρμα του Δία τις απελευθέρωσε. Η Γαία κυοφόρησε τα σύμπαντα, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, φυτά, ζώα και ανθρώπους.
Λίγο αργότερα του αποκάλυψαν το φοβερό μυστικό. Μόνο αν έκοβε τον ναρκωμένο φαλλό του Κρόνου θα γινόταν αυτός ο νέος βασιλιά του Χρόνου και των καιρών. Οδηγούμενος από τις δύο ερωμένες ανταποκρίθηκε στην πρόκληση.
Η Ρέα με τα δυνατά ρεύματά της ξώκειλε το μέγα φαλλό, η Γαία του έδωσε το μέγα δρέπανο που γέννησε στα κατάβαθα του σώματός της, και ο Ζεύς με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το φαλλό από τη ρίζα και τον έδωσε στους δύο ακολούθους του, να τον κρατούν ορθό, ως τρόπαιο εξουσίας. Μετά την κοπή, οι αποθήκες του Χρόνου άνοιξαν και οι ώρες απελευθερώθηκαν. Ο Ζευς, ως συνεχιστής της δημιουργίας του κόσμου, διέταξε την Αυγή να ανατείλει το φως και τα ρολόγια ήταν έτοιμα να δώσουν τον πρώτο παρθενικό τους χτύπο.
Πρόκειται για μια εκδοχή του μύθου του Χρόνου, που καταδεικνύει την αγωνία του ανθρώπου να εξηγήσει την απόλυτη ευθυγράμμιση της ροής του χρόνου με εκείνη της ζωής. Η διακοπή του χρόνου σημαίνει παύση παντός (σύμπαντος). Και θεωρείται ανέφικτη. Είναι όμως;
Ιστορία μιας λέξης
- Νίκος Βαρδιάμπασης