Ένα από τα πιο συνήθη προβλήματα στων οποίων τη λύση καλείται να συνδράμει ένας ψυχοθεραπευτής (ψυχίατρος ή ψυχολόγος) είναι προβλήματα στις σχέσεις.
Συχνά όταν δύο άνθρωποι κάνουν μία συντροφική σχέση, o καθένας έρχεται αντιμέτωπος με στοιχεία του χαρακτήρα και συμπεριφορές του άλλου με τα οποία δεν συμφωνεί και οι οποίες γίνονται πηγή ψυχικής ταραχής και δυσφορίας.
Μπορεί να πρόκειται για στοιχεία στον άλλον που τα θεωρεί ελαττώματά του ή ιδιοτροπίες του ή απλά στοιχεία διαφοράς χαρακτήρων.
Αυτό που γίνεται συνήθως τότε, είναι ότι το άτομο που δυσαρεστείται από στοιχεία του χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του άλλου διαμαρτύρεται, παραπονείται, γκρινιάζει, μουτρώνει, απογοητεύεται, κλείνεται στον εαυτό του, εκνευρίζεται, θυμώνει και εν πάση περιπτώσει πιέζει για αλλαγή του άλλου ανοιχτά ή κεκαλυμμένα.
Πρόκειται για μία τακτική που τις περισσότερες φορές δεν φέρνει αποτέλεσμα, δηλαδή το άλλο μέρος δεν προσαρμόζει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του στις επιθυμίες του συντρόφου του. Έτσι συχνά γίνονται συζητήσεις σε έντονο και δυσάρεστο κλίμα, συμβαίνουν διαπληκτισμοί, αναπτύσσεται μία ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα ή ξεσπούν ανοιχτοί καυγάδες.
Τέτοιου είδους επεισόδια όσο κι αν τα δύο μέρη φιλιώνουν τελικά μεταξύ τους, αφήνουν κάποιο αρνητικό ίχνος (κάποια πικρά λόγια που ειπώθηκαν, κάποια αρνητικά συναισθήματα που εκφράστηκαν ή που διαχύθηκαν ανάμεσά τους).
Το ίχνος αυτό συσσωρεύεται κάθε φορά επί του προηγούμενου απομακρύνοντας σταδιακά ολοένα και περισσότερο το σχετικό ζευγάρι από μία σχέση αρμονίας, αγάπης, σεβασμού, κατανόησης, αλληλο-υποστήριξης και εντέλει ικανοποίησης.
Προβλήματα σχέσεων και η βάση για τη λύση τους
Το ζήτημα είναι πως ακόμα κι αν το ένα μέρος υποχωρήσει και αλλάξει συμπεριφορά για να ικανοποιηθεί ο άλλος (είτε ως αποτέλεσμα γκρίνιας και πιέσεων είτε αυτοβούλως), το πρόβλημα παραμένει.
Ο λόγος είναι ότι ναι μεν το ένα μέρος ικανοποιείται βραχυπρόθεσμα από την υποχώρηση του άλλου, αλλά το μέρος που υποχωρεί, δεν σημαίνει ότι είναι πραγματικά καλά μ’ αυτό. Ανεξάρτητα από το αν υποχωρεί μετά από μάχη ή αν δε μιλάει και δέχεται τη ματαίωση κάποιων επιθυμιών του σιωπηλά, μέσα του αισθάνεται συχνά εκνευρισμό, απογοήτευση, αίσθημα απουσίας ικανοποίησης, αίσθημα ότι δεν αγαπιέται και άλλα αρνητικά συναισθήματα αναφορικά με τον άλλον.
Αυτά τα συναισθήματα υποβαθμίζουν τη σχέση και όσο και να τα κρύβει το άτομο που υποχωρεί, ο άλλος, ο υποτιθέμενος «κερδισμένος» τα αντιλαμβάνεται υποσυνείδητα, με αποτέλεσμα να του προκαλούν ένα χρόνιο, συχνά υποσυνείδητο αίσθημα ενοχής ότι δεν είναι πηγή ευτυχίας για το άλλο μέλος αλλά μάλλον ψυχικής δυσφορίας.
Επίσης το μέρος που υποχωρεί, εκδηλώνει πολύ συχνά -χωρίς να το καταλαβαίνει τις περισσότερες φορές και σε ανύποπτους χρόνους- συμπεριφορές δυσάρεστες προς το άλλο μέρος που συνιστούν ουσιαστικά μία μορφή υποσυνείδητης διαμαρτυρίας απέναντι στη ματαίωση που υφίσταται.
Τελικά λοιπόν ακόμα και το μέρος που ας το πούμε έτσι φαινομενικά ωφελείται από την υποχώρηση του άλλου, αφενός μεν πληρώνει αφετέρου δε ακριβά το τίμημα αυτής της υποχώρησης.
Πώς λύνεται το πρόβλημα της ασυμφωνίας;
Τι να κάνουμε όταν ένα στοιχείο του χαρακτήρα ή η συμπεριφορά του άλλου προσώπου μας δυσαρεστεί;
Φαίνεται ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε στην περίπτωση που δυσαρεστούμαστε από τη συμπεριφορά του άλλου, είναι να τον αποδεχθούμε όπως ακριβώς είναι. Ας διευκρινίσουμε όμως τι σημαίνει αποδοχή.
Αποδοχή σημαίνει αποκατάσταση της ψυχικής γαλήνης και να βρούμε, να νιώσουμε μέσα μας την αγάπη μας για τον άλλον ακόμα και όταν δεν είναι όπως θα θέλαμε να είναι. Αυτό!
Αποδοχή δεν σημαίνει ότι δεν διεκδικούμε (μέσα από ψυχική γαλήνη και αγάπη και μέχρι του σημείου που έχει κάποιο πρακτικό νόημα) αυτό που θέλουμε, ούτε σημαίνει ότι θα μείνουμε σε διεπαφή, ακόμα κι αν αυτό που δεν μας αρέσει είναι πολύ σημαντικό για μας.
Αν κινηθούμε προς την αποδοχή του άλλου με την παραπάνω έννοια, μπορεί να συμβούν τα εξής:
Απλά και μόνο επειδή αποδεχθήκαμε τον άλλον όπως είναι, ο άλλος αλλάζει -ως ένα βαθμό τουλάχιστον- προς αυτό που θεωρούμε καλύτερο, ακριβώς γιατί δεν νιώθει ότι πρέπει να το κάνει υπό πίεση, αλλά το κάνει από δική του επιλογή, ελεύθερα, από αγάπη για μας.
Πράγματι, όταν κάποιος δέχεται πίεση να αλλάξει του τύπου «αν δεν αλλάξεις, δεν θα έχεις την αποδοχή μου», τότε αντιδρά, θέλει να διασφαλίσει το δικαίωμά του να κάνει αυτό που θέλει όταν το θέλει, ενεργοποιείται δηλαδή το πανίσχυρο ένστικτο της ελευθερίας και αντιστέκεται υπέρ αυτής.
Ακόμα κι αν ο άλλος παρά την αποδοχή μας δεν αλλάξει, το στοιχείο του που δεν μας αρέσει, παύει να συνιστά πρόβλημα, αφού δεν μας ταράζει πλέον ψυχικά δεδομένου ότι τον έχουμε αποδεχθεί.
Από κει κι έπειτα, η ψυχική μας γαλήνη αφήνει την κρίση μας να καθαρίσει και να δούμε αν πραγματικά αυτό που δεν μας αρέσει είναι όντως τόσο σημαντικό για μας. (Αντίθετα η ψυχική ταραχή μεγεθύνει δυσανάλογα μερικές φορές τη σημαντικότητα των στοιχείων του άλλου που δεν μας ταιριάζουν).
Έτσι απ’ αυτό το σημείο ανοίγονται δύο δρόμοι:
Αν το στοιχείο που δεν μας αρέσει στον άλλον (και που παρ’ όλη μας την αποδοχή δεν αλλάζει) αποδειχθεί όχι και τόσο σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό από τα θετικά που του αναγνωρίζουμε, διατηρούμε τη διεπαφή. Μένουμε όμως ολόκληροι απολαμβάνοντας τη επικοινωνία μαζί του, όχι όπως πριν με μία εσωτερική ή εξωτερική γκρίνια, επειδή ήδη τον έχουμε αποδεχθεί όπως είναι, με τα θετικά του και τα αρνητικά του.
Αν πάλι το στοιχείο που δεν μας αρέσει και που δεν αλλάζει παρά την αποδοχή μας αποδειχθεί ακόμα και μέσα από ψυχική γαλήνη και καθαρή κρίση ότι είναι πολύ σημαντικό για μας, τότε χωρίζουμε. Χωρίζουμε όμως πάλι ολόκληροι, χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς την αίσθηση ότι κάνουμε κάτι λάθος, εφ' όσον θα έχουμε τη σιγουριά ότι ο άλλος δεν μπορεί να είναι ταιριαστός με εμάς.