Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από την πίστη του.Όπως πιστεύει, έτσι είναι.
Για όσους είναι εξοικειωμένοι με την Γνωστική Συμπεριφορική Θεωρία, τα Γνωστικά Σφάλματα δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Πρόκειται για τρόπους σκέψης και ερμηνείας της πραγματικότητας, οι οποίοι, ενώ φαίνονται λογικοί και αθώοι με μια πρώτη ματιά, δεν είναι.
Τα Γνωστικά Σφάλματα μας πείθουν για μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, η οποία μας γεμίζει με άγχος, δυσφορία και θλίψη.
Φανταστείτε τα σαν ένα φίλτρο μέσα από το οποίο περνάει κάθε πληροφορία που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον.
Το φίλτρο αυτό αντί να αντανακλά με ακρίβεια την πληροφορία, την τροποποιεί αρνητικά. Ανάμεσα στα πιο κοινά γνωστικά λάθη είναι η καταστροφολογία, η σκέψη άσπρο-μαύρο και οι προτάσεις του πρέπει.
Η συστηματική αντίληψη του κόσμου μέσα από Γνωστικά Σφάλματα, εκτός του ότι κάνει το βίωμα μας εξαιρετικά επίπονο και αγχώδες, συνδέεται συνήθως και με την παγίωση κάποιων πεποιθήσεων που φέρουν τον ίδιο βαθμό δυσλειτουργίας.
Πρόκειται για πεποιθήσεις που χαρακτηρίζονται ως Πλάνες και αφορούν σε άκαμπτες και μη ρεαλιστικές προσδοκίες για το πως πρέπει να είμαστε εμείς ή ο κόσμος. Σε αυτές ακριβώς τις πλάνες θα ήθελα να αναφερθώ στο παρόν άρθρο.
Η πλάνη του ελέγχου
Με τον όρο «Πλάνη ελέγχου» περιγράφεται η απόλυτη πεποίθηση που μπορεί να διατηρεί κάποιος αναφορικά με τον έλεγχο. Η πεποίθηση αυτή μπορεί να έχει δύο εκδοχές:
1) «Δεν έχουμε κανέναν απολύτως έλεγχο σε ότι μας συμβαίνει και όλα είναι θέμα τύχης» και
2) «Έχουμε τον απόλυτο έλεγχο στη ζωή μας και πρέπει να μπορούμε να ελέγχουμε τα πάντα γύρω μας». Και οι δύο πεποιθήσεις βασίζονται πάνω σε μια διχοτομική λογική και στο γνωστικό σφάλμα «Άσπρο-Μαύρο» καθώς το άτομο αντιλαμβάνεται μια κατάσταση με ακραίους όρους όλα ή τίποτα.
Η πλάνη του ελέγχου δυσχεραίνει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Στην πρώτη περίπτωση που πιστεύει ότι όλα είναι θέμα τύχης, μοίρας ή μιας ανώτερης δύναμης, αδυνατεί να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του. Αφήνεται στα πράγματα και στο ρου της ζωής, παραμελεί τον εαυτό του αλλά και τους γύρω του.
Η πεποίθηση του μη ελέγχου γίνεται μια πολύ καλή βάση για να μην αναλαμβάνει ευθύνες αλλά και για να μην προσπαθεί ουσιαστικά για αλλαγές που μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή του. Το άτομο μπορεί να οδηγηθεί σε καταθλιπτικά μονοπάτια και παραίτηση από τη ζωή.
Στο αντίποδα αυτής της πεποίθησης στέκει η πεποίθηση ότι εμείς ελέγχουμε απόλυτα την ζωή μας. Όλα εξαρτώνται από μας και μπορούμε με τις δικές μας ενέργειες να επηρεάσουμε καταστάσεις και ανθρώπους. Αυτή η ιδέα του υπερελέγχου είναι φυσικά εσφαλμένη. Δεν υπόκεινται όλα στον δικό μας έλεγχο.
Υπάρχουν πάντα αστάθμητοι παράγοντες, τυχαία γεγονότα ή ακόμα και η βούληση ενός τρίτου ανθρώπου που δεν μπορούμε και δεν οφείλουμε να ελέγξουμε. Η πίστη αυτή στην αναγκαιότητα του υπερελέγχου γεννά υπερβολικό άγχος.
Η προσπάθεια άσκησης ενός ελέγχου που δεν είναι εφικτό να ασκηθεί επιφέρει απογοήτευση, αίσθημα αποτυχίας και αναξιότητας. Συνήθως συναντάται ως πεποίθηση σε ανθρώπους που έχουν ακραία τελειομανία, ναρκισσιστικά ή ψυχαναγκαστικά – καταναγκαστικά χαρακτηριστικά ως προσωπικότητες.
Η πλάνη της Δικαιοσύνης
Η Πλάνη της Δικαιοσύνης περιγράφει την πεποίθηση ότι «Πρέπει να επικρατεί απόλυτη δικαιοσύνη στον κόσμο και κατ’ επέκταση δεν πρέπει να αδικούμαστε ποτέ». Αν και η προσδοκία για παγκόσμια δικαιοσύνη είναι πολύ ευγενής και σε σωστές βάσεις τοποθετημένη, δεν παύει να είναι μη ρεαλιστική.
Το προβληματικό στοιχείο της πεποίθησης αυτής είναι:
α) η απολυτότητα της και
β) η υποκειμενικότητα.
Η πλάνη της δικαιοσύνης ενέχει μέσα της ως γνωστικό σφάλμα τις «προτάσεις του Πρέπει» αλλά και μια ιδέα «Αυτονόητου Δικαιώματος»
Οι άνθρωποι που αξιολογούν συστηματικά αυτό που τους συμβαίνει με ένα κριτήριο δικαιοσύνης θα πουν εύκολα «Είναι άδικο αυτό που μου συμβαίνει». Μόνο που στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν αναπτύξει και ένα προσωπικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Για παράδειγμα αν ένας άνθρωπος και που έχει επενδύσεις συναισθηματικά σε μια σχέση και η σχέση αυτή δεν έχει την αίσια εξέλιξη που περίμενε, μπορεί να θεωρεί ότι είναι τρομερή αδικία αυτό που του συμβαίνει γιατί ο ίδιος επένδυσε συναισθηματικά και ο σύντροφος του τον απογοήτευσε. Το ότι ο άλλος οφείλει να μας αγαπά όπως και όσο τον αγαπάμε, είναι ένας προσωπικός κανόνας και σίγουρα όχι… νόμος του κράτους.
Κανείς δεν μας διασφαλίζει σε αυτήν τη ζωή ότι θα πάρουμε ό,τι δώσαμε.
Υπάρχει εκ των πραγμάτων μεγάλος βαθμός υποκειμενικότητας στο πώς κοστολογεί ο καθένας αυτό που παρέχει και αυτό που εισπράττει στις σχέσεις.
Για αυτό άλλωστε και κάποιοι άνθρωποι νιώθουν τρομερά αδικημένοι αν δεν ικανοποιηθούν κάποιες δίκαιες θα έλεγα επιθυμίες τους, ενώ άλλοι είναι διατεθειμένοι να βρούνε μια λύση να πάνε απλώς παρακάτω.
Η πεποίθηση ωστόσο ότι θα ‘έπρεπε να λάβουμε αυτό που εμείς θεωρούμε ότι αξίζουμε δημιουργεί μια συμπεριφορά και στάση απαίτησης προς το περιβάλλον μας που συνήθως δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Η πλάνη της αλλαγής
Η πεποίθηση ότι ο άλλος οφείλει να αλλάξει αν τον παροτρύνουμε, τον πιέσουμε ή τον πείσουμε με οποιονδήποτε τρόπο, περιγράφεται ως πλάνη αλλαγής.
Στην περίπτωση αυτή εξαρτούμε την προσωπική μας ψυχολογική κατάσταση από την συμπεριφορά των ανθρώπων δίπλα μας και διαμορφώνουμε την πεποίθηση ότι χρειάζεται οι άλλοι να αλλάξουν για να μπορούμε και εμείς κατ’ επέκταση να είμαστε καλά.
Μπορεί να προσερχόμαστε στην θεραπεία με την ελπίδα να αλλάξουμε τον σύντροφο μας, τα παιδιά μας, την πεθερά μας για να μπορέσουμε να βρούμε λίγη γαλήνη και ηρεμία.
Διασπείρουμε μια αφήγηση της δυστυχίας μας η οποία βασίζεται στο ότι οι άλλοι δεν μας καταλαβαίνουν, δεν συνεργάζονται μαζί μας και δεν συμμορφώνονται με τις δικές μας λογικές ή μη απαιτήσεις.
Με την πλάνη αυτή συντηρούμε την πεποίθηση ότι η αλλαγή προς το καλύτερο του δικού μας εαυτού περνάει μέσα την αλλαγή του άλλου και μάλιστα αποτελεί προϋπόθεση!
Η πλάνη μιας Θείας Ανταμοιβής
Η πεποίθηση ότι οι κόποι, οι προσπάθειες και ο μόχθος μας θα ανταμειφθούν με κάποιον τρόπο, είτε σε αυτήν την ζωή, είτε σε μια άλλη, είναι αρκετά συνηθισμένη. Η ιδέα της δίκαιης ανταμοιβής από τον θεό, το σύμπαν ή τη μοίρα είναι όχι μόνο διαδομένη αλλά και αρκετά θελκτική.
Μας δίνει ένα κίνητρο να προσπαθήσουμε και να καταβάλλουμε κόπο για δύσκολα για μας πράγματα. Μας εξοπλίζει με θάρρος και υπομονή όταν πρέπει να μοχθήσουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουμε κάτι θετικό να περιμένουμε στο μέλλον.
Η πραγματικότητα όμως ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είναι έτσι. Αρκετά συχνά η προσπάθεια μας δεν ανταμείβεται – τουλάχιστον με τον τρόπο που προσδοκούσαμε.
Αρκετά συχνά οι κόποι μας δεν επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αρκετά συχνά η ανταμοιβή μας δεν είναι δίκαιη. Προσβλέποντας λοιπόν σε μια ανταμοιβή αρκετά συχνά απογοητευόμαστε. Και όσο μεγαλύτερη είναι η προσπάθεια που καταβάλαμε και ο χρόνος που δαπανήσαμε, τόσο μεγαλύτερη είναι και η απογοήτευση μας.
Επίσης, το να κινητοποιεί αλλά και να νοηματοδοτεί τον κόπο και τον μόχθο μας ένα εξωτερικό κίνητρο, όπως είναι η ανταμοιβή, δεν μας αφήνει χώρο να αναπτύξουμε εσωτερικά και πιο ουσιαστικά κίνητρα που θα μπορούσαν να δώσουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο στην έννοια της προσπάθειας ή του μόχθου.
Για παράδειγμα η ανατροφή των παιδιών. Αν ένας γονέας μεγαλώνει το παιδί του και «αντέχει» τις δυσκολίες της ανατροφής του με τη σκέψη ότι θα έχει ένα στήριγμα στα γεράματα του, είναι σαφές ότι προσδοκά μια προσωπική ανταμοιβή.
Αν αυτή η ανταμοιβή, για οποιονδήποτε λόγο, δεν έρθει, θα νιώσει αναπόφευκτα μεγάλη ματαίωση. Αν, από την άλλη μεριά, «αντέχει» τις δυσκολίες της ανατροφής του απλώς και μόνο επειδή βλέπει το παιδί του χαρούμενο και υγιές, είναι ήδη ωφελημένος χωρίς να προσδοκά τίποτα, γιατί δεν χρειάζεται ουσιαστικά κάτι άλλο.
Βάλια Παυλίδου
- Ψυχολόγος