Για ποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι δείχνουν να αδιαφορούν για τις σχέσεις και αντιστέκονται σθεναρά στις προσπάθειές μας να τους προσεγγίσουμε; Γιατί αντιλαμβάνονται το πλησίασμά μας ως απειλή στην ελευθερία τους;
Η Θεωρία του Δεσμού λέει ότι έχουν αυτό το απορριπτικό στυλ στον τρόπο που σχετίζονται, επειδή αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο σχετίστηκαν ως παιδιά με εκείνους που τους φρόντιζαν.
Φυσικά, δεν είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεται κανείς. Εκτός από το απορριπτικό, που αφορά την αποφυγή των άλλων, υπάρχουν ακόμα τρία στυλ δεσμού:
1) το ασφαλές (άνεση με τις σχέσεις),
2) το υπερεμπλεκόμενο (γαντζώνομαι από τον άλλο)
3) και το φοβικό (τρέμω στην ιδέα να έρθω κοντά).
Για την ώρα, θα εστιάσουμε στο πώς σκέφτεται, αισθάνεται και φέρεται στις σχέσεις του ένας άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, έχοντας υπόψη ότι μιλάμε για ένα ύφος ή μία τάση και όχι για κάποιο σταθερό και αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που καθορίζει τον άνθρωπο.
Κι αν από κάποιου είδους κοινωνική προκατάληψη φαντάζεστε ότι οι συνήθεις ύποπτοι απορριπτικού στυλ είναι οι άντρες, σας ενημερώνω ότι οι γυναίκες είναι, πάνω κάτω, το ίδιο «ένοχες».
Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση,
τι εννοείτε πώς αισθάνομαι;
Όταν λέμε άνθρωπος με απορριπτικό στυλ δεσμού, εννοούμε έναν άνθρωπο, από τον οποίο η συναισθηματική έκφραση απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά.
Φαίνεται να ζει σε ένα δικό του κόσμο, απορροφημένος στον εαυτό του και αποκομμένος από ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Νομίζεις ότι αποκρύπτει όσα αισθάνεται, ότι δεν έχει επαφή με όσα αισθάνεται ή ότι δεν αισθάνεται τίποτα.
Μπορεί να γενικολογεί, αναλύει και επιχειρηματολογεί με δεινότητα, αλλά όταν η συζήτηση αγγίξει κάποιο συναίσθημα, θα σου πει «δεν ξέρω», «δεν καταλαβαίνω» ή δεν θα μιλήσει καθόλου.
Η αντίληψη της συναισθηματικής έκφρασης των άλλων, επίσης απουσιάζει.
Σε έντονες συναισθηματικά στιγμές είναι πιθανό να κατεβάσει ρολά και να μην αντιδράσει καθόλου. Μπορεί να σε δει να κλαις, να γελάς ή να οργίζεσαι και να στέκεται απαθής και ανέκφραστος. Σαν να μπερδεύεται, να νιώθει άβολα ή να μην καταλαβαίνει τι αναμένεται από εκείνον.
Δύο είναι οι επικρατέστερες υποθέσεις γι' αυτή τη γενικευμένη συναισθηματική ένδεια:
α) είτε είναι φτιαγμένος από πέτρα,
β) είτε βίωσε απόρριψη, κριτική και αδιαφορία ως παιδί και αποφάσισε να πετρώσει.
Κανένας και τίποτα δεν μπαίνει
πάνω από την ανεξαρτησία μου
Η αίσθηση της ελευθερίας είναι το βασικότερο ζητούμενό του, ενώ η αίσθηση της εξάρτησης από τους άλλους, ο χειρότερος εχθρός του.
Περιφρουρεί με τέτοια ένταση κι εμμονή την ανεξαρτησία του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν κάτι πήγε στραβά την εποχή που ήταν απόλυτα εξαρτημένος.
Αναρωτιέσαι μήπως κάποιοι χλεύασαν ή παραμέλησαν τις φυσιολογικές τάσεις εξάρτησης της ηλικίας του ή μήπως του πέρασαν το μήνυμα ότι αν δεν είναι αυτόνομος και αυτάρκης δεν αξίζει την αγάπη τους.
Ό,τι και να συνέβη, εκείνος φαίνεται να πήρε όρκο ότι ποτέ ξανά δεν θα πέσει στην ανάγκη κανενός.
Έχει καταφέρει να είναι αυτορρυθμιζόμενος και αυτοκυριαρχούμενος κι είναι πολύ υπερήφανος γι' αυτό. Έχει τόσο θετική εικόνα για τον εαυτό του, που μοιάζει σχεδόν αλαζονικός. Αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται κανέναν και τίποτα, κι αυτό του δίνει έναν αέρα ανωτερότητας απέναντι στους «αδύναμους» και υποδεέστερους άλλους.
Οι σχέσεις είναι αναγκαίο κακό
Μετριοπαθώς μιλώντας, η σχέση του με την οικειότητα είναι διαταραγμένη: την αποφεύγει, την υποτιμά, δεν την αντέχει ή δεν την καταλαβαίνει.
Καταρχάς, δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους, η εμπειρία του λέει ότι δεν μπορείς να βασιστείς επάνω τους για τίποτα, κι ακόμα δεν έχει καθόλου καλή εικόνα για κείνους, τους περισσότερους από τους οποίους, σε αντίθεση με τον εαυτό του, θεωρεί μαλθακούς, εξαρτημένους και γεμάτους πιεστικές και ανικανοποίητες ανάγκες.
Δυσκολεύεται να συντονιστεί με τους άλλους, σαν να μην μπορεί να βρει σημείο επαφής ή σύνδεσης μαζί τους. Το μυαλό σου πάει στα παιδιά που δεν αναπτύσσουν συναισθηματικό συντονισμό, επειδή εκείνοι που τα φροντίζουν δεν μπορούν να συγχρονιστούν με τις ανάγκες τους, ας πούμε, τα διώχνουν όταν εκείνα ζητάνε αγκαλιά ή τα ενοχλούν όταν εκείνα θέλουν να μείνουν μόνα.
Τις φορές που αποφασίζει να σχετιστεί, σχετίζεται από θέση άμυνας, δίνοντας την εντύπωση ότι εξαναγκάζεται ή ότι μετά βίας το ανέχεται:
Εξαφανίζεται στα καλά καθούμενα και δεν ξέρεις πότε θα τον ξαναδείς. Κρατάει ολόκληρα κομμάτια ή περιόδους της ζωής του στο σκοτάδι. Διατηρεί ταυτόχρονα πολλές «χλιαρές» σχέσεις με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, που ο ένας αγνοεί την ύπαρξη του άλλου. Βαριέται πολύ γρήγορα και αναζητά διαρκώς εναλλαγές, προκλήσεις και νέα ερεθίσματα. Δηλώνει ότι δεν είναι έτοιμος για σχέση, αλλά συνεχίζει να μένει στη σχέση ή, αντίστροφα, δηλώνει ότι είναι έτοιμος για σχέση, αλλά κάνει τα πάντα για να σαμποτάρει τη σχέση.
Συλλέγω ενάρξεις
Παρόλο που θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς κάποιον να ερωτευτεί, πολύ συχνά σου δίνει την εντύπωση ότι είναι ερωτευμένος.
Ενθουσιάζεται με κάθε νέα σχέση και πέφτει με τα μούτρα, κάνοντας δηλώσεις και δίνοντας υποσχέσεις χωρίς να το πολυσκεφτεί, ενώ, μετά από λίγο, κάτι συμβαίνει και όλος αυτός ο ενθουσιασμός εξαφανίζεται και τα παίρνει όλα πίσω.
Αποδεικνύεται ότι, παρά τα φαινόμενα, δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επιφυλακή. Έχει το βλέμμα συνεχώς στραμμένο προς την έξοδο κινδύνου, ώστε να διαφύγει εγκαίρως σε περίπτωση που η οικειότητα υπερβεί τα ανεκτά επίπεδα.
Όταν εμφανίζονται συναισθηματικές «απαιτήσεις», όταν γίνονται εξομολογήσεις, όταν η σχέση γίνεται σεξουαλική ή όταν κάποιος πλησιάσει τόσο ώστε να διαπεράσει τοίχους και άμυνες, το ένστικτό του τού λέει να το βάλει στα πόδια.
Τότε ψάχνει και βρίσκει χίλια δυο ελαττώματα στον άλλο και πλείστες άλλες δικαιολογίες, προκειμένου να βρει τρόπους να απεμπλακεί, να φρενάρει τη σχέση ή να την κινήσει με την όπισθεν. Η κλασική κι αγαπημένη στρατηγική εξόδου, που βγαίνει πρώτη από το μανίκι είναι, φυσικά, η λάθος στιγμή, το κακό timing.
Σε αυτό το σημείο, αν για κάποιο λόγο συνεχιστεί η σχέση, θα είναι μόνο με τους δικούς του όρους. Ο άλλος θα κληθεί να συμμαζευτεί και να συμβιβαστεί με μία χαμηλής εμπλοκής σχέση, δηλαδή μια σχέση αρκετά επιφανειακή και απρόσωπη ώστε να μην τον πιέζει και να μην απειλεί την ελευθερία του.
Αν τελικά τερματιστεί η σχέση, δεν θα του πάρει καιρό να την «ξεπεράσει». Αποσυνδέεται εύκολα γιατί σπανίως συνδέεται, κανείς δεν γίνεται τόσο σημαντικός ώστε να τον αγγίξει η έλλειψή του. Θα αποσυρθεί στη μοναξιά του ή θα βρει κάποιον άλλο, ανεξοικείωτο με τους τρόπους του, με τον οποίο θα μπορέσει να ξεκινήσει από μηδενικό επίπεδο οικειότητας.
Αν όμως τύχει και ο άλλος προλάβει να τον εγκαταλείψει πρώτος, θα πέσει από τα σύννεφα και θα το πάρει πολύ βαριά. Στο μυαλό του, η αδιάφορη και ψυχρή στάση που επιδεικνύει στις σχέσεις του, είναι ένας «κανονικός» και συνηθισμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει αιτία εγκατάλειψης.
Η ειρωνεία είναι ότι, συχνά, αφού πλέον έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος της οικειότητας, εξιδανικεύει εκείνον που φεύγει, καθώς «θυμάται» κατόπιν εορτής πόσο σημαντικός του ήταν. Αν αργότερα βρεθεί σε μια επόμενη σχέση, το φάντασμα αυτής της εξιδανικευμένης, αστέριωτης σχέσης από το παρελθόν, θα προστεθεί ψηλά στη λίστα με τις δικαιολογίες, δίπλα στο timing...
Ο τρόπος να νιώσω ασφαλής
είναι η δική σου ανασφάλεια
Πολλοί που παρατηρούν απέξω, χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του από ακατανόητη έως απαράδεκτη. Η αίσθησή μου είναι ότι, όσα κάνει και όσα συμβαίνουν στις σχέσεις του, προβληματίζουν και τον ίδιο.
Από τη μία βλέπει ότι οι άνθρωποι τον ερωτεύονται, τον διεκδικούν και επιθυμούν να σχετιστούν μαζί του κι από την άλλη δεν μπορεί να καταλάβει τι τους πιάνει και θέλουν να τον πνίξουν έπειτα από πέντε λεπτά συναναστροφής μαζί του.
Βρίσκεται μπλεγμένος σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι τον κατηγορούν, τον επικρίνουν, τον ειρωνεύονται, τον αποκαλούν αναίσθητο ή εγωκεντρικό, του απαριθμούν όλους τους τρόπους με τους οποίους τους πληγώνει, του υποδεικνύουν ότι έχει πρόβλημα και πρέπει να δει ειδικό, κι αμφισβητούν τις προθέσεις του ακόμα και τις σπάνιες φορές που εκείνος, κόντρα στη φύση του, κάνει μια ζεστή κίνηση.
Μπροστά σε όλο αυτό το χαμό, εκείνος απορεί. Πραγματικά δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το θέμα. Αισθάνεται ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί, αλλά ότι κανένας δεν το αναγνωρίζει ούτε το εκτιμά. Νιώθει πληγωμένος, αδικημένος, μπερδεμένος, θυμωμένος, αποσύρεται τελείως ή αποκλείει τους άλλους και δεν καταλαβαίνει γιατί οι σχέσεις του παίρνουν τέτοια τροπή.
Η ιστορία της ζωής του είναι αυτή. Οι άλλοι να προσπαθούν να πλησιάσουν κι εκείνος να αντιστέκεται, εκείνοι να σπρώχνουν κι εκείνος να απωθεί. Κάθε φορά επικυρώνεται και ενισχύεται η πεποίθησή του ότι μετά την «παράσταση» της αρχής, οι μάσκες πέφτουν και οι άνθρωποι φανερώνουν το αληθινό ανθρωποφάγο πρόσωπό τους, απαιτώντας πράγματα που εκείνος δεν θέλει ή δεν μπορεί να δώσει.
Αν εξέταζε τη δική του συμμετοχή σε όσα του συμβαίνουν, δεν αποκλείεται να έβγαζε κάποια άκρη, αλλά σπανίως μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία. Μερικές φορές αναρωτιέται αν ευθύνονται οι επιλογές του για την κακοδαιμονία του, αλλά είναι μια σκέψη φευγαλέα αυτή, δεν κάθεται να την εξετάσει σοβαρά.
Γιατί το πιθανότερο είναι ότι, όπως όλοι, έτσι κι εκείνος ελκύει και ελκύεται από ανθρώπους που επιβεβαιώνουν όσα πιστεύει για τον εαυτό του, τους άλλους και τις σχέσεις.
Με κάποιο διαισθητικό τρόπο, κατάλαβε από πολύ νωρίς ότι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να τον αντέξουν και να υπομείνουν την ψυχρή συμπεριφορά του, είναι εκείνοι με υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, δηλαδή εκείνοι που είναι αρκετά ανασφαλείς ώστε να κρεμαστούν από πάνω του. Βεβαίως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εκείνος υποτιμά και δεν εκτιμά, αλλά, από την άλλη, είναι οι μόνοι με τους οποίους μπορεί να έχει την αίσθηση ή ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου.
Πιστεύει ότι μαζί τους θα είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες, θα μπορεί να απολαμβάνει αμέριστη προσοχή και ενδιαφέρον χωρίς την υποχρέωση να δώσει ανταλλάγματα και θα έχει το κεφάλι του ήσυχο ότι, παρά τα έντονα παράπονα και την καθημερινή γκρίνια τους, εκείνοι δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ.
Μέσα σε τέτοιες δυσλειτουργικές σχέσεις επιβεβαιώνονται όλες οι πεποιθήσεις του: ότι εκείνος είναι «ανώτερος», ανεξάρτητος και κυρίαρχος, ότι οι άλλοι είναι τσιμπούρια που θέλουν να του πιουν το αίμα κι ότι οι σχέσεις είναι σκέτη ταλαιπωρία.
Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να αλλάξω
Θα μπορούσε φυσικά να κάνει διαφορετικές επιλογές.
Θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που αποφεύγουν την οικειότητα όπως ο ίδιος, αλλά δεν φαίνεται να το κάνει. Κι ακόμα θα μπορούσε να διαλέξει συντρόφους που ενώ δεν αποφεύγουν την οικειότητα, διατίθενται να του δώσουν το χώρο που χρειάζεται, αλλά ούτε αυτό το κάνει.
Καταρχάς, αν διάλεγε για σύντροφο κάποιον σαν τον εαυτό του, η σχέση δεν θα ξεκινούσε καν. Κανένας από τους δύο δεν θα έμπαινε στον κόπο να πλησιάσει τον άλλο – ο ένας θα περίμενε από τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα, να πάρει έστω ένα τηλέφωνο.
Από την άλλη, αν διάλεγε έναν άνθρωπο αρκετά σίγουρο για τον εαυτό του, που θα έμενε κοντά του κρατώντας απόσταση ασφαλείας ώστε να μην τον στριμώξει, η σχέση, παρόλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει «μεταμορφωτικά» καταλαγιάζοντας τον πανικό του, στην πράξη μάλλον δεν θα λειτουργούσε.
Απαιτεί τόσο πολύ χρόνο αυτή η «μεταμόρφωση» που, συνήθως, ο άλλος άνθρωπος, έστω απογοητευμένος και με βαριά καρδιά, στρέφεται σε κάποιον περισσότερο έτοιμο να ανταποκριθεί συναισθηματικά. Και από την άλλη, ο «απορριπτικός» αισθάνεται εντελώς έξω από τα νερά του σε μια τέτοια σχέση. Προσλαμβάνοντας την διακριτική απόσταση του άλλου ως έλλειψη ενδιαφέροντος (!), προσπαθεί να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλά: να τον αποσταθεροποιήσει και να τον προκαλέσει να αντιδράσει με άγχος, πράγμα που, πολύ συχνά, το καταφέρνει.
Μοιάζει εγκλωβισμένος, αμετακίνητος στις αντιλήψεις του και, από τη στιγμή που δεν έχει εγκαταλείψει εξολοκλήρου τις σχέσεις, καταδικασμένος να βλέπει την ίδια ιστορία να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.
Αν δεν μπορείς να με αποδεχτείς,
δεν δικαιούσαι να με αγαπάς
Κανείς δεν ξέρει με ποιο τρόπο αλλάζει το στυλ δεσμού ενός ανθρώπου, αλλά ακόμα και να ξέραμε, πόσο μας επιτρέπεται και τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αλλάξουμε έναν άνθρωπο αν ο ίδιος αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται αλλαγή;
Αν σχετιζόμαστε με κάποιον «απορριπτικό» τύπο και τον κατηγορούμε για εγωκεντρισμό ή αλαζονεία, καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως είναι επίσης εγωκεντρικό και αλαζονικό εκ μέρους μας, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να τον κάνουμε να σταματήσει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται τα τελευταία 30, 40 ή 50 χρόνια. Δεν είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι η αγάπη μας θα τον «θεραπεύσει», ενώ δεν έχουμε μπει καν στον κόπο να τον ρωτήσουμε, αφενός αν θέλει να «θεραπευτεί» και, αφετέρου, αν η αγάπη μας είναι αυτό που χρειάζεται;
Μπορούμε να επιμένουμε όσο θέλουμε φυσικά. Μπορούμε να τον κυνηγάμε, να τον παρακαλάμε ή να τον απειλούμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι το μόνο που καταφέρνουμε σχετιζόμενοι μαζί του με αυτόν τον αγωνιώδη, αγχώδη τρόπο, είναι να τον ωθούμε στο απορριπτικό στυλ δεσμού και στις άμυνές του ακόμα περισσότερο και να επιβεβαιώνουμε τις πεποιθήσεις του ότι οι σχέσεις είναι πεταμένα λεφτά.
Κι ακόμα πρέπει να καταλάβουμε ότι εκείνος, προφανώς, έχει τους λόγους του να επιλέγει να σχετίζεται με τον τρόπο που σχετίζεται. Η αδυναμία ή έλλειψη επιθυμίας του να αλλάξει τρόπους, δεν μπορεί να είναι απόρριψη του ποιοι είμαστε εμείς ως άνθρωποι.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορούμε να τον σεβαστούμε, να τον αποδεχτούμε και, γιατί όχι, να τον αγαπήσουμε έτσι όπως ακριβώς είναι. Γιατί αν δεν μπορούμε είναι καλύτερα να τον αφήσουμε στην ησυχία του.
Να θυμάστε πάντως: Οι μετρήσεις με παλμογράφο σε μωρά με απορριπτικό στυλ δεσμού έχουν δείξει ότι, κάτω από το παγερό κι απόμακρο παρουσιαστικό τους, η καρδούλα τους χτυπάει με μεγάλη ένταση και αγωνία μπροστά στην απομάκρυνση ή αδιαφορία των άλλων...