(μέρος Α’)
Καλά είπε ο αββάς Ποιμένας ότι το μέτρο της αρετής του μοναχού φαίνεται στους πειρασμούς.1 «Ο μοναχός που προσέρχεται να δουλέψει για τον Θεό αληθινά, οφείλει να ετοιμάζει την ψυχή του», όπως λέει η Σοφία Σειράχ (Σοφ. Σειρ. 2, 1), «για να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς», ώστε να μην παραξενεύεται ούτε να ταράσσεται όταν έρθουν οι πειρασμοί, πιστεύοντας ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς την Πρόνοια του Θεού. Και όπου υπάρχει η Πρόνοια του Θεού, οπωσδήποτε αυτό που συμβαίνει θα είναι καλό και ωφέλιμο για την ψυχή. Γιατί, όσα κάνει για μας ο Θεός, τα κάνει για το συμφέρον μας και επειδή μας αγαπά και μας ευσπλαχνίζεται. Γι’ αυτό έχουμε καθήκον, όπως είπε και ο Απόστολος (Α’ Θεσ’. 5, 18), για καθετί να ευχαριστούμε την αγαθότητά Του. Και ποτέ να μη λυπόμαστε ούτε να μικροψυχούμε για ό,τι μας συμβαίνει, αλλά να δεχόμαστε ατάραχα τα γεγονότα με ταπεινοφροσύνη και με ελπίδα στον Θεό, πιστεύοντας, όπως είπα, ότι όσα κάνει για μας ο Θεός, τα κάνει από αγαθότητα και επειδή μας αγαπά και γι’ αυτό είναι καλοκαμωμένα.
Διότι ποτέ δεν είναι δυνατόν να πάρουν τα πράγματα την καλύτερη μορφή και εξέλιξή τους, παρά μόνο έτσι, όπως τα επιτρέπει ο Θεός μέσα στο έλεός Του.
Όταν έχει κανείς ένα φίλο και είναι βέβαιος ότι τον αγαπά, αν πάθει κάτι απ’ αυτόν, ακόμα και θλιβερό, πιστεύει ότι ο φίλος του το έκανε αυτό από αγάπη. Ποτέ δεν πιστεύει ότι ο φίλος του θέλει να του κάνει κακό. Πολύ περισσότερο εμείς πρέπει να αισθανόμαστε έτσι για τον Θεό, που μας έπλασε και μας έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και έγινε άνθρωπος και πέθανε για μας, ότι δηλαδή όσα κάνει για μας, τα κάνει από αγαθότητα και αγάπη. Και για μεν τον φίλο μπορεί να σκεφθεί κανείς: «Αυτό το κάνει, επειδή με αγαπά και με λυπάται. Οπωσδήποτε όμως δεν έχει τόση σύνεση, ώστε να ρυθμίσει όλα τα θέματά μου με διάκριση και σοφία. Γι’ αυτό φυσικά και χωρίς να θέλει, με βλάπτει». Για τον Θεό όμως δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Γιατί Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και γνωρίζει όλα όσα συμφέρουν την ψυχή μας, φροντίζει για όλα όσα έχουν σχέση με μας, ακόμα και για τα παραμικρά. Μπορεί όμως πάλι να πει κανείς και για τον φίλο του:
«Με αγαπά και με λυπάται, είναι συνετός, και μπορεί να ρυθμίσει τα θέματά μου με επιτυχία. Όμως δεν έχει δύναμη, για να με βοηθήσει σε ό,τι νομίζω ότι με ωφελεί». Για τον Θεό όμως ούτε και αυτό δεν μπορούμε να το πούμε. Γιατί όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον και δεν υπάρχει γι’ Αυτόν τίποτε ακατόρθωτο.
Ώστε λοιπόν γνωρίζουμε για τον Θεό ότι και αγαπά και οικτείρει το πλάσμα Του, ότι Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και γνωρίζει πώς να οικονομήσει τη ζωή μας, ότι δεν είναι γι’ Αυτόν τίποτε αδύνατον, αλλά τα πάντα υποτάσσονται στο θέλημά Του. Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι όσα κάνει, τα κάνει για το συμφέρον μας. Γι’ αυτό ας τα δεχόμαστε με ευχαριστία, όπως είπαμε πριν, ως από ευεργέτη και αγαθό Δεσπότη, έστω και αν ακόμα είναι θλιβερά. Γιατί όλα γίνονται με δίκαιη κρίση και δεν παραβλέπει ο Θεός, που είναι τόσο σπλαχνικός, ούτε την παραμικρή θλίψη μας.
Πολλές φορές όμως αμφιβάλλει κανείς μέσα του, λέγοντας: «Εφόσον στις συμφορές που τον βρίσκουν αμαρτάνει κανείς από τη θλίψη του, πώς μπορεί να πιστεύει ότι όσα του συμβαίνουν είναι για το συμφέρον του»; Δεν θα αμαρτάναμε στις συμφορές που μας συμβαίνουν, αδελφοί μου, αν δεν μας έλειπε τόσο η υπομονή και αν δεν αρνούμασταν να υποφέρουμε μια μικρή θλίψη ή να πάθουμε κάτι απροσδόκητο. Γιατί ο Θεός ποτέ δεν επιτρέπει να μας συμβεί κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας, όπως είπε και ο Απόστολος: «Είναι αξιόπιστος ο Θεός και δεν θα επιτρέψει πειρασμό μεγαλύτερο από τις δυνάμεις σας» (Α’ Κορ. 10, 13). Αλλά εμείς είμαστε που δεν έχουμε υπομονή, που δεν θέλουμε λίγο να κοπιάσουμε και που δεν δεχόμαστε τίποτα με ταπείνωση. Γι’ αυτό συντριβόμαστε και, όσο φροντίζουμε να ξεφύγουμε τους πειρασμούς, τόσο φορτωνόμαστε απ’ αυτούς, χάνουμε την υπομονή μας και δεν μπορούμε να λυτρωθούμε απ’ αυτούς.
Πολλοί άνθρωποι για πολλούς λόγους κολυμπούν στη θάλασσα. Μερικοί απ’ αυτούς ξέρουν πραγματικά καλό κολύμπι και όταν έρχεται καταπάνω τους το κύμα, σκύβουν και λουφάζουν από κάτω του μέχρι να περάσει. Έτσι εξακολουθούν να κολυμπούν ακίνδυνα. Αν όμως θελήσουν να αντισταθούν, το κύμα τους σπρώχνει έξω και τους εκσφενδονίζει πολύ μακριά. Πάλι, μόλις αρχίσουν να κολυμπούν, έρχεται καταπάνω τους άλλο κύμα. Αν πάλι αντισταθούν, πάλι το κύμα θα τους σπρώξει και θα τους πετάξει έξω. Και έτσι το μόνο που κατορθώνουν είναι να συντρίβονται, χωρίς καθόλου να προχωρούν. Αν όμως, όπως είπα, σκύψουν και ταπεινωθούν κάτω από το κύμα, αυτό περνάει χωρίς να τους κάνει κακό. Εξακολουθούν τότε να κολυμπούν όσο θέλουν και τελειώνουν τη δουλειά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πειρασμούς. Αν κανείς βαστάξει τον πειρασμό με υπομονή και ταπείνωση, τον ξεπερνάει χωρίς να πάθει κακό. Αν όμως παραμένει με την καρδιά γεμάτη λύπη και ταραχή, θεωρώντας καθέναν αίτιο του κακού και του συμβαίνει, κολάζει τον εαυτό του, φορτώνοντας πάνω του τον πειρασμό. Έτσι, όχι μόνο δεν ωφελείται απ’ αυτόν, αλλά και βλάπτεται.
Διότι ωφελούν πάρα πολύ οι πειρασμοί αυτόν που τους υπομένει ατάραχα. Και πάθος ακόμα αν μας ενοχλήσει, δεν πρέπει ούτε γι’ αυτό να ταραζόμαστε. Γιατί, το να ταραχθεί κανείς, όταν ενοχλείται από κάποιο πάθος, είναι σημάδι αγνωσίας και υπερηφάνειας και προέρχεται από την άγνοια της καταστάσεώς του και από τη φυγοπονία του, όπως είπαν οι Πατέρες: «Γι’ αυτό δεν προκόβουμε, επειδή δεν ξέρουμε τα μέτρα μας, ούτε έχουμε υπομονή να τελειώσουμε το έργο που αρχίσαμε, αλλά θέλουμε να αποκτήσουμε την αρετή άκοπα». Γιατί λοιπόν παραξενεύεται ο κυριευμένος από τα πάθη όταν ενοχλείται από ένα απ’ αυτά; Γιατί ταράζεται που το έκανε πράξη; Έχεις το πάθος και ταράζεσαι; Είσαι δεμένος μαζί του και λες «γιατί με ενοχλεί»; Καλύτερα έχε υπομονή, αγωνίσου, παρακάλεσε τον Θεό. Γιατί είναι αδύνατον να μην έχει τη θλίψη του πάθους εκείνος που το έκανε πράξη. «Τα εργαλεία του είναι μέσα σου», όπως είπε ο αββάς Σισώης, «δος τους πίσω τον αρραβώνα και φεύγουν».2 Με εργαλεία παρομοίασε τα αίτια.
Εφόσον λοιπόν αγαπήσαμε τα πάθη μας και τα κάναμε πράξη, δεν είναι δυνατόν να μην αιχμαλωτιζόμαστε από τους εμπαθείς λογισμούς, που μας εκβιάζουν και μη θέλοντας να τα ενεργήσουμε, αφού με τη θέλησή μας προδοτικά εγκαταλείψαμε στα χέρια τους τους εαυτούς μας.
Αυτό σημαίνει εκείνο που λέει ο Προφήτης για τον Εφραίμ που «καταδυνάστευσε τον αντίπαλό του» (Ωσηέ 5, 11), δηλαδή τη συνείδησή του και που «καταπάτησε κάθε δικαιοσύνη, γιατί επιθύμησε την Αίγυπτο και αιχμαλωτίστηκε από τους Ασσύριους» (Ωσηέ 7, 11). Αίγυπτο ονομάζουν οι Πατέρες το σαρκικό θέλημα, αυτό που μας στρέφει στη σωματική ανάπαυση και διδάσκει το νου μας να αγαπά την ηδονή.3 Ασσύριους δε ονομάζει τους εμπαθείς λογισμούς, που θολώνουν και συγχέουν το νου και τον γεμίζουν ακάθαρτες φαντασιώσεις και που τον παρασύρουν με τη βία, χωρίς να θέλει, στη διάπραξη της αμαρτίας. Αν λοιπόν παραδώσει κανείς με τη θέλησή του τον εαυτό του στη σαρκολατρεία, αναγκάζεται, και χωρίς να το θέλει, να οδηγηθεί με τη βία στους Ασσύριους και να δουλέψει στον Ναβουχοδονόσορα. Γνωρίζοντας αυτό ο Προφήτης, με πολύ πόνο τους έλεγε: «Μην κατεβαίνετε στην Αίγυπτο (Ιερ. 49, 19). Τί κάνετε, ταλαίπωροι ταπεινωθείτε λίγο. Σκύψτε τις πλάτες σας και υπηρετήστε τον βασιλιά της Βαβυλώνας και παραμείνετε στη γη των Πατέρων σας».
Πάλι τους ενισχύει, λέγοντας: «Μη φοβηθείτε το πρόσωπο του βασιλιά, γιατί είναι μαζί μας ο Θεός, για να μας λυτρώσει από τα χέρια του» (Ιερ. 49, 11). Μετά τους προλέγει τη θλίψη που τους περίμενε, αν δεν πειθαρχούσαν στον Θεό: «Γιατί αν», λέει, «μπείτε στην Αίγυπτο, θα βρεθείτε σε αδιέξοδο και θα δουλωθείτε στην κατάρα και στον ονειδισμό». Και του λένε εκείνοι: «Δεν θα παραμείνουμε σ’ αυτή τη γη, αλλά θα πάμε στην Αίγυπτο, και δεν θα δουν τα μάτια μας πόλεμο, και δεν θα ακούσουμε τη φωνή της πολεμικής σάλπιγγας, και δεν θα στερηθούμε το ψωμί (Ιερ. 49, 13-14). Κατέβηκαν λοιπόν και υπηρέτησαν με τη θέλησή τους τον Φαραώ. Μετά οδηγήθηκαν με τη βία στους Ασσύριους και τους υπηρέτησαν, χωρίς να το θέλουν.
Σκεφτείτε καλά αυτό που σας λέω. Πριν να κάνει κανείς ένα πάθος πράξη, και αν ακόμα επιστρατευθούν εναντίον του οι λογισμοί, όμως βρίσκεται ακόμα στην πόλη του (είναι κύριος του εαυτού του),4 είναι ελεύθερος και έχει και τον Θεό βοηθό του. Αν λοιπόν ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού, υπομείνει με ευχαριστία το ζυγό της θλίψεως και του πειρασμού και αν αγωνιστεί λίγο, η βοήθεια του Θεού θα τον γλυτώσει. Αν όμως αποφύγει τον κόπο και υποχωρήσει στην ηδονή του σώματος, τότε τον σέρνουν με τη βία στη γη των Ασσυρίων και τους υπηρετεί και χωρίς να το θέλει.
Τότε λοιπόν τους λέει ο Προφήτης: «Να προσευχόμαστε για τη ζωή του Ναβουχοδονόσορα, γιατί στη ζωή του βρίσκεται η σωτηρία σας» (Βαρ. 1, 11-12). Ναβουχοδονόσορ5 σημαίνει το να μη φέρεται κανείς με ανυπομονησία στη θλίψη του πειρασμού που του συμβαίνει, ούτε να τον αποφεύγει, αλλά να τον υπομένει με ταπείνωση, σαν να είναι υποχρεωμένος να δεινοπαθήσει. Να πιστεύει δε ότι είναι ανάξιος να απαλλαγεί από το βάρος και ότι ο πειρασμός πρέπει να παραμένει για πολύ καιρό και να ζήσει και να ενταθεί εναντίον του. Και αν ακόμα δεν βρίσκει μέσα του την αιτία, και αν προς το παρόν δεν την καταλαβαίνει, να πιστεύει ότι τίποτα δεν είναι έξω από την κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού. Όπως ακριβώς έλεγε και εκείνος ο αδελφός με λύπη και κλαίγοντας, επειδή ο Θεός πήρε από πάνω του τον πειρασμό: «Κύριε δεν είμαι άξιος να θλιβώ λίγο»; Πάλι είναι γραμμένο ότι κάποιος μαθητής ενός μεγάλου Γέροντα πολεμήθηκε κάποτε από την πορνεία. Και βλέποντάς τον ο γέροντα να κοπιάζει, του λέει:
«Θέλεις να παρακαλέσω τον Θεό να σε ανακουφίσει από τον πόλεμο»; Αυτός όμως απάντησε: «Αν και κοπιάζω», γέροντα, όμως βλέπω καρπό από τον κόπο μου. Αυτό να παρακαλέσεις καλύτερα τον Θεό: Να μου δώσει υπομονή».
Να, αυτοί ακριβώς είναι εκείνοι που θέλουν να σωθούν: Αυτό σημαίνει το να βαστάζεις με ταπεινοφροσύνη το ζυγό και να εύχεσαι για τη ζωή του Ναβουχοδονόσορα. Γι’ αυτό λέει ο Προφήτης: «Στη ζωή του βρίσκεται η σωτηρία σας». Αυτό που είπε ο αδελφός, «βλέπω πάνω μου καρπό από τον κόπο μου», είναι το ίδιο μ’ αυτό που λέει ο Προφήτης: «Στη ζωή του Ναβουχοδονόσορα βρίσκεται η σωτηρία μου». Αυτό φανερώνει και ο γέροντας, λέγοντάς του: «Σήμερα κατάλαβα ότι προόδευσες και με ξεπερνάς».
Γιατί, όταν αγωνιστεί κανείς εναντίον της έμπρακτης αμαρτίας και αρχίσει να πολεμά και τους νοερούς εμπαθείς λογισμούς, ταπεινώνεται, συντρίβεται, αγωνίζεται και με τις θλίψεις των αγώνων λίγο – λίγο καθαρίζεται και επανέρχεται στο «κατά φύσιν». Ώστε, όταν ενοχλείται κανείς, όπως είπαμε, από ένα πάθος και ταράσσεται, πρέπει να ξέρει ότι αυτό του συμβαίνει από αγνωσία και υπερηφάνεια. Το καλύτερο λοιπόν είναι, έχοντας συναίσθηση της καταστάσεώς του, να υπομένει προσευχόμενος με ταπείνωση, μέχρις ότου ο Θεός τον ελεήσει. Γιατί, αν δεν πειραστεί κανείς και δεν γνωρίσει τη θλίψη που προξενούν τα πάθη, δεν αγωνίζεται ποτέ για να καθαριστεί. Λέει γι’ αυτό ο Ψαλμός: «Όταν οι αμαρτωλοί φυτρώνουν σαν χορτάρια και προβάλλουν περήφανα όλοι όσοι κάνουν το κακό, αυτό γίνεται για να εξολοθρευθούν για πάντα» (Ψαλμ. 91, 8). Οι αμαρτωλοί που φυτρώνουν σαν χορτάρια είναι οι εμπαθείς λογισμοί. Γιατί το χορτάρι είναι ασθενικό και δεν έχει δύναμη.
Όταν λοιπόν ξεφυτρώσουν οι εμπαθείς λογισμοί στην ψυχή, τότε εμφανίζονται, δηλαδή ξεσκεπάζονται, όλοι όσοι δουλεύουν στην αμαρτία, που είναι τα πάθη, για να αφανισθούν τότε μια για πάντα. Γιατί, όταν εμφανισθούν τα πάθη σε όσους αγωνίζονται, τότε αυτοί τα εξαλείφουν.
Ακολουθεί το (μέρος Β’)
Υποσημειώσεις.
1. «Το σημείον του μοναχού εν τοις πειρασμοίς φαίνεται». (Αββά Ποιμένος, P. G. 65, 325B, ιγ’).
2. Αββά Σισώη, P. G. 65, 393A στ’.
3. Αββά Ησαΐα, P. G. 40, 1117D Ιωάννου Κλίμακος, P. G. 88, 648 AB.
4. Η θέλησή του πολεμείται και πολιορκείται, μα ακόμη δεν έχει κυριευθεί και δεν έχει ενεργήσει το κακό.
5. Και πάλι ο λόγος είναι επηρεασμένος από την αλληγορική ερμηνεία της Γραφής. Όπως ο Θεός επέτρεπε την αιχμαλωσία των Ιουδαίων στον Ναβουχοδονόσορα, για να συντριβούν και να ταπεινωθούν, έτσι και ο άνθρωπος, που θεληματικά υποχωρεί στα πάθη του και ενεργεί την αμαρτία, πρέπει να υπομένει τις θλίψεις και τις οδυνηρές συνέπειες της αμαρτίας, σαν να είναι υποχρεωμένος να δουλεύει στον κατακτητή του, τον σατανά. Μέσα στην υπομονή των θλίψεων εργάζεται τις προϋποθέσεις της απολυτρώσεώς του.
Για το ότι πρέπει να υποφέρουμε τους πειρασμούς ατάραχα και ευχάριστα (μέρος Β’)
Θέλω να καταλάβετε ποιο είναι πρώτο και ποιο δεύτερο από όσα σας είπα. Πρώτα ξεφυτρώνουν οι εμπαθείς λογισμοί, μετά φανερώνονται τα πάθη και στη συνέχεια έτσι εξολοθρεύονται. Αυτά όλα τα ξέρουν και τα ζουν αυτοί που αγωνίζονται. Εμείς όμως, ενώ εκτελούμε την αμαρτία και τρέφουμε πάντοτε τα πάθη, δεν καταλαβαίνουμε πότε ξεφυτρώνουν οι εμπαθείς λογισμοί, ούτε πότε φανερώνονται τα πάθη, για να αγωνισθούμε εναντίον τους. Αλλά βρισκόμαστε ακόμα χαμηλά, κάτω στην Αίγυπτο, στην ελεεινή δουλεία της κατασκευής πλίνθων για τον Φαραώ. Και ποιός θα μας βοηθήσει, τουλάχιστον να έρθουμε σε συναίσθηση της πικρής δουλείας μας, να ταπεινωθούμε και να φροντίσουμε να βρούμε έλεος;
Όταν ήταν οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο και ήταν υπόδουλοι στον Φαραώ, κατασκεύαζαν πλίνθους. Αυτοί δε που φτιάχνουν πλίνθους είναι πάντοτε σκυμμένοι και κοιτάζουν τη γη. Έτσι και η ψυχή, αν κυριευθεί από τον διάβολο και αμαρτάνει έμπρακτα, αυτός καταβάλλει το φρόνημά της και την κάνει να μη λογίζεται τίποτε πνευματικό, αλλά να σκέπτεται και να πράττει πάντοτε τα γήινα. Μετά έκτισαν για τον Φαραώ, με τους πλίνθους που έφτιαξαν, τρεις πόλεις οχυρωμένες, την Πειθώ, τη Ραμεσί και την Ων, που είναι η Ηλιούπολη. Αυτές είναι η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία, απ’ όπου προέρχεται κάθε αμαρτία.
Όταν δε έστειλε ο Θεός τον Μωυσή να τους οδηγήσει έξω από την Αίγυπτο και από τη δουλεία του Φαραώ, αυτός τους φόρτωσε περισσότερη δουλειά και τους είπε: «Είσαστε αργόσχολοι, τεμπελιάζετε, γι’ αυτό λέτε ¨φεύγοντας θα λατρεύσουμε τον Κύριο και Θεό μας¨» (Έξ. 5, 17). Παρόμοια και ο διάβολος, όταν καταλάβει ότι ευδόκησε ο Θεός να ελεήσει την ψυχή και, με το λόγο Του ή με κάποιον από τους δούλους Του, να την ανακουφίσει από τα πάθη, τότε και αυτός δυναμώνει περισσότερο τα πάθη εναντίον της και την πολεμά δυνατότερα. Γνωρίζοντας όμως αυτό οι Πατέρες, ενισχύουν τον άνθρωπο με τη διδασκαλία τους και δεν τον αφήνουν να φοβηθεί. Άλλος μεν τον ενισχύει, λέγοντας: «Έπεσες; Σήκω. Και αν πάλι έπεσες, πάλι σήκω κ.τ.λ.»1 Άλλος πάλι λέει: «Η νίκη όσων θέλουν να αποκτήσουν τις αρετές είναι να μη μικροψυχήσουν αν πέσουν, αλλά πάλι να αγωνιστούν». Και με λίγα λόγια, καθένας τους με διάφορους τρόπους, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, ενισχύει όσους αγωνίζονται και θλίβονται από τον εχθρό.
Γιατί και αυτοί έτσι τα παρέλαβαν από την Αγία Γραφή που λέει: «Μήπως δεν σηκώνεται αυτός που πέφτει ή εκείνος που ξεστρατίζει δεν γυρίζει πίσω; Γυρίστε κοντά μου, παιδιά μου, και θα σας γιατρεύω τις πληγές σας, λέει ο Κύριο» (Ιερ. 8, 4 και 3, 22) και άλλα παρόμοια.
Όταν δε το χέρι του Θεού έπεσε πολύ βαρύ πάνω στον Φαραώ και τους υπηκόους του και θέλησε να ελευθερώσει τους Ισραηλίτες, είπε στο Μωυσή: «Φύγετε να λατρεύσετε τον Κύριο και Θεός σας, αλλά να αφήσετε πίσω τα πρόβατα και τα βόδια σας» (Εξ. 10, 24). Τα πρόβατα και τα βόδια σημαίνουν «τους κατά διάνοια» λογισμούς, τους οποίους ήθελε ο Φαραώ να υποδουλώσει, ελπίζοντας ότι μ’ αυτά θα τραβούσε τους Ισραηλίτες πίσω. Και του λέει ο Μωυσής: «Όχι μόνο δεν αφήνουμε τα δικά μας, αλλά θα μας δώσεις κι εσύ ζώα για τις θυσίες που θα προσφέρουμε στον Κύριο και Θεό μας. Και τα ζώα μας θα φύγουν μαζί μας, δεν θα αφήσουμε ούτε νύχι» (Έξ. 10, 25-26). Και μόλις οδήγησε ο Μωυσής τους Ισραηλίτες έξω από την Αίγυπτο και τους πέρασε στην αντίπερα ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, θέλοντας ο Θεός να τους οδηγήσει στα Εβδομήντα φοινικόδεντρα και στις Δώδεκα πηγές των υδάτων, τους φέρνει πρώτα στη Μεράν˙ και στενοχωριέται ο λαός μη βρίσκοντας νερό να πιεί, γιατί ήταν πικρό.
Και από τη Μεράν τους οδήγησε στον τόπο των Εβδομήντα φοινικόδεντρων και των Δώδεκα πηγών των υδάτων (Έξ. 15).
Έτσι και η ψυχή, όταν σταματήσει την έμπρακτη αμαρτία και περάσει τη νοητή θάλασσα, πρώτα θα κοπιάσει στον αγώνα και θα θλιβεί πολύ˙ και έτσι μέσα από τις θλίψεις θα περάσει στην αγία ανάπαυση. «Γιατί μέσα από πολλές θλίψεις πρέπει να μπούμε στη Βασιλεία των ουρανών» (Πράξ. 14, 22). Διότι οι θλίψεις ελκύουν το έλεος του Θεού στην ψυχή, όπως ακριβώς οι άνεμοι προκαλούν τη βροχή. Και όπως η βροχή, αν πέφτει συνέχεια, σαπίζει το φύτρο, αν ακόμα είναι μικρό, και χάνεται η ελπίδα της καρποφορίας του, οι δε περιοδικοί άνεμοι το στεγνώνουν και το ριζώνουν, το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Η άνεση, η ξεγνοιασιά και η ανάπαυση την αποκοιμίζουν και τη διασπούν, οι δε πειρασμοί τη δυναμώνουν και την ενώνουν με τον Θεό, όπως λέει ο Προφήτης: «Κύριε στη λύπη μας σε θυμηθήκαμε» (Ησ’. 26, 16). Ώστε, όπως είπαμε, δεν πρέπει να ταραζόμαστε, ούτε να πέφτουμε σε ακηδία όταν βρισκόμαστε σε καιρό πειρασμών, αλλά να υπομένουμε και να ευχαριστούμε και να παρακαλούμε με ταπείνωση τον Θεό, πάντοτε, να ελεήσει την αδυναμία μας και να μας σκεπάσει από κάθε πειρασμό, για τη δόξα Του. Αμήν.
Υποσημείωση.
1. «Αδελφός ηρώτησε τον αββάν Σισώην. Τί ποιήσω, αββά, πέπτωκα; Λέγει αυτώ ο γέρων: Ανάτα πάλιν. Λέγει ο αδελφός˙ Ανέστην και πάλιν πέπτωκα. Και λέγει ο γέρων˙ Ανάστα πάλιν και πάλιν. Είπεν ουν ο αδελφός. Έως πότε; Λέγει ο γέρων˙ Έως αν καταληφθής είτε εν τω αγαθώ είτε εν τω πτώματι˙ εν ω γαρ ευρίσκεται ο άνθρωπος, εν αυτώ και πορεύεται» (Αββά Σισώη, P. G. 65, 404C λη’).
Έργα Ασκητικά
– Αββά Δωροθέου