Κάπου διάβασα πρόσφατα σε μια ανάρτηση σχετική με τα διάφορα είδη νοημοσύνης, την εξής ερώτηση η οποία σε μία πρώτη ανάγνωση μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρουσα: «Πώς θα μπορέσει κάποιος να επιβιώσει με την εξυπνάδα, αν δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει τους καθημερινούς αγώνες και δυσκολίες;» Η συγκεκριμένη ερώτηση-τροφή για σκέψη, έκανε ουσιαστικά αναφορά σ’ ένα άλλο είδος νοημοσύνης, σχετικά καινούργιο για τους πλείστους από εμάς -πέραν των πλέον γνωστών IQ και EQ με τα οποία έχουμε εξοικειωθεί όλοι λίγο-πολύ.
Η εν λόγω νοημοσύνη, αφορά την ικανότητα ενός ανθρώπου να αντιμετωπίζει δυσκολίες, προκλήσεις κι αντιξοότητες που συναντά στη ζωή του και τον τρόπο με τον οποίον αντιδρά σ’ αυτές, κάτι που κατ’ επέκταση καθορίζει ως ένα βαθμό και τις όποιες επιτυχίες ή αποτυχίες του, ή προτιμότερα -κατ΄ εμένα- το αποτέλεσμα των προσπαθειών του. Ο επίσημος αγγλικός όρος της είναι Adversity Quotient (AQ), και είναι έννοια η οποία εισήχθη από τον Δρ. Paul Stoltz το 1997.
Όντας κι εγώ άνθρωπος που έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες κι εμπόδια και συνεχίζει ν’ αντιμετωπίζει σε διάφορους τομείς (δεν έχω ανακαλύψει ακόμη τη μαγική συνταγή, όχι), έχοντας κι εγώ βρεθεί αντιμέτωπη με μη επιθυμητά αποτελέσματα, το έψαξα λίγο περισσότερο, ώστε να αντιληφθώ καλύτερα πώς λειτουργεί η νοημοσύνη αυτή και τι εφαρμογή βρίσκει συναρτήσει και μ’ εμένα την ίδια. Κατά τον Δρ. Paul Stoltz λοιπόν, οι άνθρωποι κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το επίπεδο του AQ τους. Αυτούς που τα παρατούν (quitters), αυτούς που το προσπαθούν (campers) κι αυτούς που επιτυγχάνουν (climbers).
Οι quitters είναι αυτοί που τα βάζουν εύκολα κάτω όταν συναντήσουν ένα εμπόδιο, αποθαρρύνονται με την πρώτη δυσκολία ή αρνητική τροπή των πραγμάτων και χάνουν πίστη κι ελπίδα στο αποτέλεσμα.
Τα άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των campers, έχουν την προθυμία να το προσπαθήσουν, να παλέψουν, να δοκιμάσουν, να τσαλακωθούν σε κάτι, αλλά μέχρι ενός σημείου. Αν δουν ότι τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται σκούρα, δε θα επιμένουν πάρα πολύ, αφού προτιμούν μια κατάσταση απαλλαγμένη από αρνητικές εμπειρίες.
Η τρίτη και τελευταία κατηγορία, αυτή των climbers, περιλαμβάνει τα άτομα τα οποία θα φτάσουν μέχρι τέλους αυτό το οποίο προσπαθούν, ανεξαρτήτως των όποιων προκλήσεων και των όποιων δυσκολιών προκύψουν στην πορεία. Αντλούν κίνητρο και δύναμη από τον ίδιο τους τον εαυτό, παρακινούνται από τα θέλω τους, είναι φιλόδοξοι, αισιόδοξοι, εφευρετικοί, κι εφαρμόζουν μια τακτική παραμένοντας συγκεντρωμένοι σ’ αυτό το οποίο έχουν θέσει ως στόχο, χωρίς να χάνουν εύκολα την ελπίδα τους.
Αν κι είναι αντιληπτό πως οι πιο πάνω κατηγορίες είναι γενικές, αν και συνήθως γίνεται αναφορά και χρήση τους στον επαγγελματικό τομέα, εντούτοις βρίσκουν εφαρμογή και σε ποικίλους άλλους τομείς της ζωής ενός ανθρώπου. Κοινωνικό, προσωπικό, συναισθηματικό, συντροφικό, φιλικό. Κι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο θα μπορούσε να πει κάποιος πως φαίνονται να είναι απόλυτες κι όχι και τόσο ενδεικτικές και σωστές, όπως εκ πρώτης φαίνεται. Όσο επομένως διάβαζα κι έβρισκα πράγματα, γινόμουν ακόμη πιο σκεπτικιστική γύρω από τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση.
Πώς είναι δυνατό να μπορεί να κατατάξει κάποιος έναν άνθρωπο σε μία μονάχα κατηγορία, απλά και μόνο βάσει μιας συμπεριφοράς και τάσης που επιδεικνύει; Και ποιας κυρίως συμπεριφοράς και τάσης; Σε ποιο τομέα απ’ όλους θα εστιαστεί η παρατήρηση; Κάτω από ποιες συνθήκες, ποια δεδομένα, κάτω από ποια κίνητρα; Είναι δυνατό ένας άνθρωπος να θεωρείται απόλυτα quitter, camper ή climber; Τα παρατάει το ίδιο εύκολα σε ό,τι κι αν κάνει; Είναι το ίδιο φιλόδοξος κι επιμένει, ψάχνεται με ό,τι καταπιάνεται; Ή μήπως αυτό διαφοροποιείται βάσει κάποιων παραμέτρων; Και στην τελική, γιατί να πρέπει να μπει κανείς στη διαδικασία να βάλει τον εαυτό του σ’ ακόμη ένα κουτάκι; Λες και η κοινωνία δε μας έχει ήδη βάλει σε αρκετά, χρειάζεται να αυτοκαλουπονόμαστε κιόλας.
Διότι κάθε φιλόδοξος άνθρωπος, κάθε ένας που σέβεται τον εαυτό του, που επιθυμεί αλλαγές στη ζωή του και προσπαθεί, όταν του δοθούν οι τρεις αυτές επιλογές, έμμεσα είναι σαν να του λένε «διάλεξε πού ανήκεις, δες πώς συμπεριφέρεσαι, βρες ένα μοτίβο που ντε και καλά θα σου υποδείξει πού εμπίπτεις». Και καταλήγει να ψάχνεται να βρει πού ανήκει, και πέφτει στην ανθρώπινη παγίδα να περιμένει μια κατηγορία για να του πει αν θα «πετύχει» ή αν θα «αποτύχει» βάσει των χαρακτηριστικών που φέρει η κατηγορία αυτή.
Δεν μπορώ να ξέρω σίγουρα για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά προσωπικά αγγίζω και τις τρεις. Και μάλιστα σε διάφορους τομείς παράλληλα. Διότι αν μου δώσει κάποιος π.χ. στο γραφείο μια νέα πρόκληση, ένα νέο πρότζεκτ, θα πέσω με τα μούτρα, θα δείξω ενθουσιασμό και δε θα σταματήσω να ψάχνω λύσεις κι απαντήσεις, να ρωτώ και να είμαι εφευρετική μέχρι να το πετύχω. Βάλε με από την άλλη να διαβάσω νομοθετικά τοπάκια, χώσε με σε χαρτούρα, θεωρία, ιστορία, κι εκεί θα δεις και πόσο πιο εύκολα θα ακουστεί από το στόμα μου το «βαρέθηκα, δεν καταλαβαίνω, είναι δύσκολο, I give up». Πόσο πιο εύκολα θα κωλυσιεργήσω και δε θα έχω την ίδια ενέργεια και κίνητρο.
Το ίδιο ισχύει και για ένα φοιτητή π.χ. που δουλεύει με μερική απασχόληση για να βγάζει τα έξοδά του. Πιο πιθανό είναι να παρουσιάσει χαρακτηριστικά quitter, αφού είναι λογικό και πιο αποδεχτό αυτή η δουλειά που κάνει τη δεδομένη φάση της ζωής του να μην τον ενδιαφέρει καν, να μην τον γεμίζει, αλλά την κάνει απλούστατα για να βγάζει ορισμένα χρήματα ενώ κάνει την πτυχιακή του. Αυτός ο άνθρωπος μετέπειτα, όταν θα τελειώσει τις σπουδές και θα εργοδοτηθεί σ’ ένα τομέα που τον απασχολεί και του αρέσει, εκεί κατά πάσα πιθανότητα θα το κυνηγήσει κιόλας όπως το επιθυμεί και του αξίζει. Εκεί θα θεωρείται climber. Επομένως ίδιος τομέας, δύο διαφορετικές συνθήκες και άρα και δύο διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις.
Αν πάρουμε και τις σχέσεις σαν παράδειγμα, είναι δυνατό ένας άνθρωπος να προσπαθεί περισσότερο ή λιγότερο με φίλους, συντρόφους, συναδέλφους κ.τ.λ., αναλόγως και της σημασίας που έχει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του και του πώς αισθάνεται απέναντι στο συγκεκριμένο άτομο. Αν είναι άτομο που θεωρεί πως δεν αξίζει πλέον να κρατήσει στη ζωή του, άτομο για το οποίο δεν το νοιάζει πώς αισθάνεται, είναι και πιο φυσιολογικό να μην ασχολείται και πολύ ή και καθόλου. Να είναι ουδέτερος κι απαθής. Να μην του καίγεται καρφί αν η σχέση διαλυθεί ή όχι, και να μην το προσπαθεί κι ιδιαίτερα. Ή να το προσπαθήσει μέχρι ενός σημείου κι αν δει πως δε δυσκολεύει το πράγμα και δε συμφέρει ή δεν αξίζει πλέον, να αποφασίσει πως δε θα σπαταλήσει περαιτέρω ενέργεια.
Αντίθετα πάλι, αν αφορά άτομα που είναι σημαντικά στη ζωή μας, άτομα για τα οποία τρέφουμε γνήσια κι αμοιβαία αισθήματα, που νοιαζόμαστε πραγματικά και έμπρακτα, που θέλουμε να βοηθήσουμε, να σταθούμε και να είμαστε εκεί, τότε αναμενόμενο είναι να το παλέψουμε και περισσότερο. Αναμενόμενο είναι να αψηφήσουμε πιο εύκολα δυσκολίες κι εμπόδια και να το προσπαθήσουμε μέχρι τέλους, όποιο κι αν είναι αυτό το τέλος. Πώς επομένως μπορούμε με ακρίβεια και αντικειμενικότητα να πούμε τι είναι ένας άνθρωπος, πώς και πότε επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει όταν υπάρχουν τόσες παράμετροι που πρέπει να συνυπολογιστούν;
Και γιατί το να αποφασίζει κάποιος πως μέχρι ενός σημείου μπορούσε να φτάσει (βλ κατηγορία campers), πως από εκεί και πέρα οι όποιες δυσκολίες, τα όποια εμπόδια, δεν αξίζουν πλέον (είτε το χρόνο του, την ψυχική, σωματική και πνευματική του δύναμη), να θεωρείται παραίτηση κι αδυναμία; Είναι προτιμότερο δηλαδή να αναλώνεται σε καταστάσεις, πρακτικές και συναισθηματικές, απλά για να «δικαιούται» να πει πως το έφτασε μέχρι το τέλος, ακόμη κι αν έβλεπε πως αυτό το κάτι είχε φτάσει ήδη σε τέλμα;
Και τι θεωρείται τέλος; Τι κι αν αυτό το τέλος είναι η δική του διάλυση σε όποιο επίπεδο; Πολλές φορές χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας πως ο επιμένων δε νικά πάντα. Αλλά φθείρεται και φθείρει μαζί του κι αυτό για το οποίο παλεύει. Συνεπώς, εξίσου αναγκαίο και υγιές με το να παλεύουμε και να προσπαθούμε, είναι και το να γνωρίζουμε πού χρειάζεται να τραβούμε και γραμμές ορισμένες φορές, κι ας φαίνεται στα μάτια άλλων ως παραίτηση.
Οπότε, έχοντας αυτά ως γνώμονα, όλοι μας είμαστε εξίσου quitters, campers και climbers. Απλά διαφέρουμε στους τομείς τους οποίους παρουσιάζουμε τις συγκεκριμένες συμπεριφορές κι αναλόγως και των διαφόρων παραμέτρων, κινήτρων, ενδιαφερόντων και προσωπικών σχέσεων. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι quitter στη δουλειά του και climber στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον. Στην ίδια δουλειά άλλος πάλι να είναι climber, αλλά quitter σε άλλους προσωπικούς τομείς. Με δυνατότητα αυτό να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου βάσει και των αναγκών κι επιθυμιών.
Ναι, ο συγκεκριμένος τύπος νοημοσύνης είναι χρήσιμος για να μας μάθει γενικότερα πώς αντιμετωπίζουμε δυσκολίες. Να μας υπενθυμίσει πως είναι απόλυτα φυσιολογικό να κάνουμε λάθη στην πορεία των προσπαθειών μας, να μη γνωρίζουμε κάτι, να μην το καταλαβαίνουμε με την πρώτη, να χρειαστούμε βοήθεια και να τη ζητήσουμε. Να κάνουμε παύσεις και να επαναξιολογήσουμε καταστάσεις όταν κολλάμε, να αναθεωρούμε και να μη διστάζουμε ν’ αφήσουμε το μετρητή να μηδενίσει από την αρχή- αν αυτό χρειάζεται. Να αναγνωρίσουμε πως η ύπαρξη των αδυναμιών μας, δε μας καθιστά αδύναμους.
Κι όσο αφορά την «επιτυχία» που κυνηγάμε όλοι τόσο πολύ, το κλειδί είναι να μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε πού είμαστε, πού θέλουμε να πάμε, και ποια τα δεδομένα, οι δυνατότητες και τα κενά μας. Αυτά είναι η πυξίδα μας. Μια πυξίδα που διαφέρει από χέρι σε χέρι. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο προορισμό. Δεν ακολουθούμε όλοι την ίδια διαδρομή. Δε χρησιμοποιούμε όλοι το ίδιο μέσο και δεν κάνουμε όλοι τις ίδιες στάσεις. Έχουμε όλοι δυσκολίες κι εμπόδια που χρειάζεται ν’ αξιολογούμε διαρκώς ως προς το ποια αξίζουν προσπάθεια υπερπήδησης, πόση προσπάθεια και τι είδους. Και ποια ίσως απλώς να πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν αξίζουν τον κόπο, και να είναι κι αυτή η επιλογή οκ.