Συνήθεια είναι ένα είδος νοητικής συντόμευσης για να επαναλάβουμε αυτό που κάναμε στο παρελθόν που μας βοήθησε και μας έδωσε κάποια ανταμοιβή.
Μια συνήθεια συχνά μπορεί να αποδειχθεί είτε ευλογία είτε κατάρα
Πολλοί άνθρωποι στην πραγματικότητα μπερδεύουν τη συνήθεια και τον αυτοέλεγχο. Οι άνθρωποι που έχουν υψηλό αυτοέλεγχο και επιτυγχάνουν εξαιρετικά αποτελέσματα στη ζωή τους είναι πολύ καλοί στη διαμόρφωση των σωστών συνηθειών. Ο λόγος είναι ότι κατανοούν την επιρροή των καταστάσεων και επιλέγουν αυτές στις οποίες είναι ευκολότερο να επαναλάβουν τις επιθυμητές ενέργειες. Δεν έχουν πολλές «τριβές» στη ζωή τους και έτσι δεν μπαίνουν στον πειρασμό να ενεργήσουν με αντιπαραγωγικούς τρόπους.
Όταν οι ερευνητές του ΜΙΤ άρχισαν να μελετούν τις συνήθειες στη δεκαετία του 1990, ήθελαν να μάθουν περισσότερα πράγματα για ένα μικρό τμήμα νευρολογικού ιστού, τα λεγόμενα βασικά γάγγλια. Αν φανταστούμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα κρεμμύδι που αποτελείται από απανωτά στρώματα κυττάρων, τότε τα εξωτερικά στρώματα – αυτά που είναι πιο κοντά στο κρανίο σε γενικές γραμμές έχουν προστεθεί πιο πρόσφατα στον εγκέφαλο μέσα από τη διαδικασία της εξέλιξης. Όταν κάνουμε μια νέα εφεύρεση ή όταν γελάμε με το αστείο ενός φίλου, τότε λειτουργούν αυτά τα εξωτερικά μέρη του εγκεφάλου μας.
Εκεί είναι η έδρα της πιο πολύπλοκης σκέψης. Πιο βαθιά μέσα στον εγκέφαλο και πιο κοντά στο εγκεφαλικό στέλεχος –εκεί όπου ο εγκέφαλος συναντά τoν νωτιαίο μυελό- υπάρχουν παλαιότερες και πιο πρωτόγονες δομές.
Αυτές ελέγχουν τις αυτόματες συμπεριφορές μας, όπως την αναπνοή και την κατάποση, ή την αντίδραση αιφνιδιασμού που προκαλείται όταν κάποιος μάς τρομάζει.
Προς το κέντρο του εγκεφάλου υπάρχει μια μάζα ιστών με μέγεθος μπάλας του γκολφ, παρόμοια με μιαν αντίστοιχη μάζα που βρίσκουμε στον εγκέφαλο ενός ψαριού, ενός ερπετού ή ενός θηλαστικού. Πρόκειται για τα βασικά γάγγλια, μια ελλειψοειδή δομή κυττάρων που επί χρόνια οι επιστήμονες δεν την είχαν κατανοήσει πολύ καλά, πέρα από το να υποψιάζονται ότι έπαιζε ένα ρόλο σε παθήσεις όπως η νόσος του Πάρκινσον.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι ερευνητές του ΜΙΤ άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως τα βασικά γάγγλια συμμετείχαν και στη λειτουργία των συνηθειών. Πρόσεξαν ότι ζώα με δραστηριότητα στα βασικά γάγγλια ξαφνικά εμφάνιζαν προβλήματα σε δραστηριότητες όπως το να μάθουν να τρέχουν μέσα σε λαβυρίνθους ή να θυμούνται πώς να ανοίγουν δοχεία με φαγητό. Αποφάσισαν να πειραματιστούν χρησιμοποιώντας νέες μικροτεχνολογίες που τους επέτρεπαν να παρατηρούν με κάθε λεπτομέρεια τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό των ποντικών καθώς εκτελούσαν δεκάδες διαφορετικές δραστηριότητες ρουτίνας.
Τοποθέτησαν λοιπόν χειρουργικά στον εγκέφαλο κάθε ποντικού δεκάδες μικροσκοπικά σύρματα. Στη συνέχεια, έβαλαν το ζώο σε έναν λαβύρινθο σχήματος Τ, στη μία άκρη του οποίου υπήρχε σοκολάτα.
Ο ποντικός βρισκόταν πίσω από ένα χώρισμα που άνοιγε όταν ακουγόταν ένα δυνατό «κλικ». Αρχικά, όταν ένας ποντικός άκουγε το κλικ και έβλεπε το διαχωριστικό να εξαφανίζεται, συνήθως άρχιζε να περιπλανιέται πάνω κάτω στον κεντρικό διάδρομο, μυρίζοντας τις γωνίες και γρατζουνώντας τους τοίχους. Έδειχνε να μυρίζει την σοκολάτα, αλλά δεν ήξερε πώς να τη βρει. Όταν έφτανε στην κορυφή του T, συχνά έστριβε δεξιά, μακριά από τη σοκολάτα, και μετά πήγαινε αριστερά, σταματώντας μερικές φορές χωρίς κανένα φανερό λόγο. Τελικά τα περισσότερα ζώα ανακάλυπταν τη σοκολάτα. Όμως δεν υπήρχε κανένα διακριτό πρότυπο στις περιπλανήσεις τους μέχρι να την ανακαλύψουν. Ήταν λες και κάθε ποντικός έκανε έναν νωχελικό περίπατο χωρίς σκέψεις.
Όμως, τα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο του ποντικού έδιναν μια διαφορετική εικόνα. Όσο κάθε ζώο περιπλανιόταν μέσα στο λαβύρινθο, ο εγκέφαλός του -και ιδιαίτερα τα βασικά γάγγλια- λειτουργούσε εντατικά. Κάθε φορά που ο ποντικός οσφραινόταν τον αέρα ή έξυνε τον τοίχο, μέσα στον εγκέφαλό του συνέβαινε μια έκρηξη δραστηριότητας, σαν να ανέλυε κάθε νέα οσμή, εικόνα και ήχο. Όσο περιπλανιόταν ο ποντικός, επεξεργαζόταν πληροφορίες.
Οι επιστήμονες επανέλαβαν το πείραμα ξανά και ξανά, παρακoλουθώντας πώς άλλαζε η δραστηριότητα στον εγκέφαλο του ποντικού καθώς ακολουθούσε την ίδια διαδρομή εκατοντάδες φορές. Βαθμιαία είδαν μια σειρά από αλλαγές. Οι ποντικοί έπαψαν να μυρίζουν γωνίες και να κάνουν λάθος στροφές και άρχισαν να διασχίζουν το λαβύρινθο όλο και πιο γρήγορα. Και μέσα στον εγκέφαλό τους συνέβαινε κάτι απρόσμενο: καθώς ο ποντικός μάθαινε να κινείται μέσα στο λαβύρινθο, η νοητική του δραστηριότητα μειωνόταν. Καθώς η διαδρομή γινόταν όλο και πιο αυτόματη, ο ποντικός άρχιζε να σκέφτεται όλο και λιγότερο.
Ήταν λες και τις πρώτες φορές που ο ποντικός εξερευνούσε το λαβύρινθο ο εγκέφαλός του λειτουργούσε σε πλήρη ισχύ για να βγάλει νόημα από όλες τις νέες πληροφορίες. Όμως, αφού επί μερικές ημέρες διένυε ξανά και ξανά την ίδια διαδρομή, δε χρειαζόταν πια να γρατζουνίσει τους τοίχους ή να οσφρανθεί τον αέρα· έτσι, η εγκεφαλική δραστηριότητα που συνδεόταν με το γρατζούνισμα και την όσφρηση έπαψε. Δε χρειαζόταν να επιλέξει προς τα πού να στρίψει, οπότε η δραστηριότητα στα κέντρα λήψης αποφάσεων έπαψε επίσης.
Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να θυμηθεί τον πιο γρήγορο δρόμο προς τη σοκολάτα. Μέσα σε μια εβδομάδα, ακόμη και οι εγκεφαλικές δομές που συνδέονται με τη μνήμη δεν εμφάνιζαν πλέον δραστηριότητα. Ο ποντικός είχε εσωτερικεύσει τόσο πολύ το πώς έπρεπε να κινηθεί στο λαβύρινθο, ώστε δε χρειαζόταν να σκεφτεί σχεδόν καθόλου. Όμως αυτή η εσωτερίκευση –τρέχα ίσια, στρίψε αριστερά, φάε τη σοκολάτα- στηριζόταν στα βασικά γάγγλια, όπως έδειξαν τα ηλεκτρόδια.
Αυτή η μικροσκοπική αρχαία νευρολογική δομή έδειχνε να αναλαμβάνει τον έλεγχο καθώς ο ποντικός έτρεχε όλο και πιο γρήγορα και ο εγκέφαλός του λειτουργούσε όλο και λιγότερο. Τα βασικά γάγγλια έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην ανάμνηση προτύπων συμπεριφοράς και στην εφαρμογή τους. Με άλλα λόγια, τα βασικά γάγγλια αποθήκευαν συνήθειες ακόμη και όταν ο υπόλοιπος εγκέφαλος αδρανούσε.
Για να δούμε αυτή την ικανότητα σε δράση, ας εξετάσουμε την παρακάτω γραφική παράσταση, που δείχνει τη δραστηριότητα μέσα στον εγκέφαλο ενός ποντικού όταν τοποθετείται στο λαβύρινθο για πρώτη φορά. Αρχικά, ο εγκέφαλος λειτουργεί εντατικά και συνεχώς.
Μετά από μία εβδομάδα, αφού η διαδρομή ήταν γνωστή και οι κινήσεις είχαν γίνει πια συνήθεια, ο εγκέφαλος του ποντικού δείχνει μικρότερη δραστηριότητα καθώς διασχίζει το λαβύρινθο:
Αυτή η διαδικασία –στην οποία ο εγκέφαλος μετατρέπει μια σειρά από πράξεις σε αυτόματη ρουτίνα- ονομάζεται «σύμπτυξη» ή «ομαδοποίηση» (chunking) και αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του σχηματισμού συνηθειών.
Υπάρχουν δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες «συμπτύγματα» συμπεριφορών στα οποία βασιζόμαστε καθημερινά. Μερικά είναι απλά: βάζουμε αυτόματα οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσά μας πριν τη βάλουμε στο στόμα μας. Μερικά, όπως το να ντυθούμε ή να μαγειρέψουμε, είναι λίγο πιο περίπλοκα.
Υπάρχουν και πάρα πολλά άλλα πολύπλοκα συμπτύγματα, ώστε είναι απορίας άξιο πώς καταφέρνει μια μικρή μάζα ιστών που διαμορφώθηκε από την εξέλιξη πριν από εκατομμύρια χρόνια να τα μετατρέπει σε συνήθειες. Ας πάρουμε μια δραστηριότητα όπως το να βγούμε με το αυτοκίνητο από το γκαράζ με την όπισθεν.
Όταν μάθαμε για πρώτη φορά να οδηγούμε, η πράξη αυτή απαιτούσε μεγάλη αυτοσυγκέντρωση, και δικαιολογημένα: έπρεπε να ανοίξουμε το γκαράζ, να ξεκλειδώσουμε την πόρτα του αυτοκινήτου, να ρυθμίσουμε το κάθισμα, να βάλουμε το κλειδί στη μίζα, να το γυρίσουμε δεξιόστροφα, να ρυθμίσουμε τον εσωτερικό καθρέφτη, να ρυθμίσουμε και τους πλαϊνούς, να κοιτάξουμε μήπως υπάρχουν εμπόδια, να πατήσουμε ντεμπραγιάζ, να βάλουμε όπισθεν, να τραβήξουμε το χειρόφρενο, να σηκώσουμε βαθμιαία το πόδι από το ντεμπραγιάζ πατώντας ταυτόχρονα όσο χρειάζεται το γκάζι, να υπολογίσουμε νοερά την απόσταση ανάμεσα στο γκαράζ και το δρόμο ενώ ταυτόχρονα ελέγχουμε το τιμόνι και κοιτάζουμε μήπως έρχονται άλλα αυτοκίνητα, να μετατρέψουμε νοερά τις εικόνες στους καθρέφτες σε πραγματικές αποστάσεις ανάμεσα στον προφυλακτήρα, τους σκουπιδοτενεκέδες και τους φράχτες, και ταυτόχρονα, κατά πάσα πιθανότητα, να λέμε στον συνεπιβάτη μας να πάψει να παίζει με το ραδιόφωνο. Τώρα όμως τα κάνουμε όλα αυτά κάθε φορά που βγαίνουμε από το γκαράζ στο δρόμο χωρίς σχεδόν να το σκεφτόμαστε. Είναι μια ρουτίνα που έχει γίνει συνήθεια.
Εκατομμύρια άνθρωποι εκτελούν αυτό το πολύπλοκο μπαλέτο κάθε πρωί χωρίς να σκέφτονται, γιατί τη στιγμή που θα βγάλουμε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την τσέπη μας ενεργοποιούνται τα βασικά γάγγλια και αναγνωρίζουν τη συνήθεια που έχουμε αποθηκευμένη στον εγκέφαλό μας για την έξοδο του αυτοκινήτου από το γκαράζ στο δρόμο.
Όταν αρχίσει να εκτελείται η ρουτίνα, η φαιά ουσία του εγκεφάλου είναι ελεύθερη είτε να παραμείνει ανενεργή είτε να κυνηγά άλλες σκέψεις.
Γι’ αυτό, ενώ εκτελούμε αυτή τη ρουτίνα έχουμε ακόμη στη διάθεσή μας αρκετή νοητική «χωρητικότητα» για να συνειδητοποιήσουμε ότι ο γιος μας άφησε το καλάθι με το κολατσιό του στο σπίτι.
Oι συνήθειες, λένε οι επιστήμονες, εμφανίζονται επειδή ο εγκέφαλος αναζητεί συνεχώς τρόπους για να εξοικονομήσει προσπάθεια. Αν τον αφήσουμε ανενόχλητο, θα προσπαθήσει να μετατρέψει σχεδόν κάθε ρουτίνα σε συνήθεια, επειδή οι συνήθειες επιτρέπουν στο νου μας να ξεκουράζεται πιο συχνά. Αυτό το ένστικτο εξοικονόμησης προσπάθειας αποτελεί τεράστιο πλεονέκτημα. Ένας αποδοτικός εγκέφαλος απαιτεί μικρότερο χώρο, επομένως το κρανίο μπορεί να είναι μικρότερο, πράγμα που κάνει τον τοκετό πιο εύκολο, και επομένως προκαλεί λιγότερους θανάτους βρεφών και μητέρων. Ένας αποδοτικός εγκέφαλος επίσης μάς επιτρέπει να μη σκεφτόμαστε συνεχώς βασικές μας συμπεριφορές, όπως είναι το περπάτημα ή το να επιλέξουμε τι θα φάμε, ώστε να μπορούμε να αφιερώσουμε τη νοητική μας ενέργεια σε άλλες δραστηριότητες, όπως το να επινοήσουμε λόγχες, αρδευτικά συστήματα και, τελικά, αεροπλάνα και βιντεοπαιχνίδια.
Όμως η εξοικονόμηση νοητικής προσπάθειας χρειάζεται προσοχή: αν ο εγκέφαλός μας πάψει να παρακολουθεί σε λάθος στιγμή, μπορεί να μην προσέξουμε κάτι σημαντικό, όπως ένα αρπακτικό που κρύβεται θάμνους ή ένα αυτοκίνητο που έρχεται με μεγάλη ταχύτητα καθώς ετοιμαζόμαστε να βγούμε στο δρόμο. Έτσι, τα βασικά γάγγλια έχουν επινοήσει ένα έξυπνο σύστημα για να αποφασίζουν πότε πρέπει να αφήνουν τις συνήθειες να αναλάβουν τον έλεγχο.
Είναι κάτι που συμβαίνει όποτε αρχίζει ή τελειώνει ένα σύμπτυγμα συμπεριφοράς. Για να καταλάβετε πώς λειτουργεί, ξανακοιτάξτε προσεκτικά το διάγραμμα των νευρολογικών συνηθειών του ποντικού. Προσέξτε ότι η εγκεφαλική δραστηριότητα φτάνει σε υψηλή τιμή στην αρχή του λαβυρίνθου, όταν ο ποντικός ακούει το κλικ, πριν αρχίσει να κινείται το παραπέτασμα, και ξανά στο τέλος, όταν βρίσκει τη σοκολάτα.
Αυτές οι εξάρσεις δραστηριότητας είναι τα σημεία όπου ο εγκέφαλος αποφασίζει πότε να παραχωρήσει τον έλεγχο σε μια συνήθεια, και ποια συνήθεια να χρησιμοποιήσει.
Για παράδειγμα, πίσω από το παραπέτασμα είναι δύσκολο να ξέρει ο ποντικός αν βρίσκεται μέσα σε έναν γνωστό λαβύρινθο ή σε ένα άγνωστο ντουλάπι με μια γάτα να καραδοκεί απ’ έξω. Για να αντιμετωπίσει αυτή την αβεβαιότητα, ο εγκέφαλος αναλώνει μεγάλη προσπάθεια στην αρχή ενός συμπτύγματος συμπεριφοράς, αναζητώντας κάτι –ένα στοιχείο- που να του δείχνει ποια συνήθεια να χρησιμοποιήσει. Όσο ο ποντικός βρίσκεται πίσω από το παραπέτασμα, αν ακούσει ένα κλικ, ξέρει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει τη συνήθεια του λαβυρίνθου. Αν ακούσει ένα νιαούρισμα, επιλέγει διαφορετικό πρότυπο.
Στο τέλος της δραστηριότητας, όταν εμφανίζεται η ανταμοιβή, ο εγκέφαλος ξυπνά και πάλι και βεβαιώνεται ότι όλα εκτυλίχθηκαν όπως τα περίμενε. Αυτή η διεργασία μέσα στον εγκέφαλό μας εκτελείται με έναν κύκλο τριών βημάτων.
Πρώτα, εμφανίζεται ένα σήμα, ένα ερέθισμα που λέει στον εγκέφαλό μας να μπει σε αυτόματη λειτουργία, καθώς και ποια συνήθεια πρέπει να χρησιμοποιήσει. Μετά υπάρχει η ρουτίνα, που μπορεί να είναι σωματική, νοητική ή συναισθηματική. Τέλος, υπάρχει μια ανταμοιβή, που βοηθά τον εγκέφαλό μας να αποφασίσει αν αξίζει να θυμάται αυτό τον συγκεκριμένο κύκλο στο μέλλον.
Με το πέρασμα του χρόνου, αυτός ο κύκλος –σήμα, ρουτίνα, ανταμοιβή· σήμα, ρουτίνα, ανταμοιβή– γίνεται όλο και πιο αυτόματα. Το σήμα και η ανταμοιβή συνδέονται μεταξύ τους μέχρι που εμφανίζεται μια ισχυρή αίσθηση προσδοκίας και λαχτάρας. Τελικά, είτε σε ένα κρύο εργαστήριο του ΜΙΤ είτε στο γκαράζ μας, μια συνήθεια γεννιέται.
Οι συνήθειες δεν είναι πάγιες και αμετάβλητες. Μπορούμε να τις αγνοήσουμε, να τις τροποποιήσουμε ή να τις αντικαταστήσουμε.
Όμως η ανακάλυψη του κύκλου της συνήθειας είναι τόσο σημαντική επειδή αποκαλύπτει μια βασική αλήθεια: όταν εμφανίζεται μια συνήθεια, ο εγκέφαλος παύει να συμμετέχει πλήρως στη λήψη αποφάσεων παύει να λειτουργεί τόσο εντατικά, ή εκτρέπει την εστίασή του σε άλλες δραστηριότητες. Αν δεν αντισταθούμε συνειδητά σε μια συνήθεια αν δε βρούμε νέες ρουτίνες, το πρότυπο συμπεριφοράς θα εκτελεστεί αυτόματα. Όμως, αν κατανοήσουμε πώς λειτουργούν οι συνήθειες -αν μάθουμε τη δομή του κύκλου της συνήθειας-, είναι πιο εύκολο να τις ελέγχουμε. Αφού αναλύσουμε μια συνήθεια στα συστατικά της μέρη, μπορούμε να κάνουμε παρεμβάσεις στη λειτουργία της.
«Έχουμε κάνει πειράματα στα οποία εκπαιδεύσαμε ποντικούς να τρέχουν σε ένα λαβύρινθο μέχρι που τους έγινε συνήθεια, και μετά σβήσαμε τη συνήθεια αλλάζοντας τη θέση της ανταμοιβής», μου είπε η Ανν Γκρέιμπιλ, μια επιστήμονας που επέβλεψε πολλά από τα πειράματα που αφορούσαν τα βασικά γάγγλια. «Μια μέρα, βάζουμε την ανταμοιβή στην παλιά της θέση, και βάζουμε και τον ποντικό στο λαβύρινθο, και η παλιά συνήθεια επανεμφανίζεται αμέσως.
Οι συνήθειες δεν εξαφανίζονται ποτέ τελείως. Είναι κωδικοποιημένες στις δομές του εγκεφάλου μας, και αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα για μας, γιατί θα ήταν τρομερό αν έπρεπε να ξαναμάθουμε να οδηγούμε κάθε φορά που γυρίζαμε από διακοπές.
Το πρόβλημα είναι ότι ο εγκέφαλος δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στις κακές και τις καλές συνήθειες, κι έτσι, αν έχεις μια κακή συνήθεια, εξακολουθεί να καραδοκεί μέσα του περιμένοντας τα κατάλληλα σήματα και ανταμοιβές».
Έτσι εξηγείται γιατί είναι τόσο δύσκολο να αποκτήσουμε τη συνήθεια να γυμναζόμαστε, για παράδειγμα, ή να αλλάξουμε τη διατροφή μας.
Όταν αναπτύξουμε τη ρουτίνα να καθόμαστε στον καναπέ αντί να κάνουμε τζόκινγκ, ή να τσιμπολογάμε κάτι κάθε φορά που μπαίνουμε στην κουζίνα, αυτά τα πρότυπα παραμένουν για πάντα στον εγκέφαλό μας. Με τον ίδιο κανόνα, όμως, αν μάθουμε να δημιουργούμε νέες νευρολογικές ρουτίνες, ρουτίνες που υπερνικούν αυτές τις συμπεριφορές -να πάρουμε τον έλεγχο του κύκλου της συνήθειας-, μπορούμε να απωθήσουμε αυτές τις κακές τάσεις στο παρασκήνιο.
Άλλωστε, όταν κάποιος δημιουργεί ένα νέο πρότυπο, οι μελέτες έχουν δείξει ότι το να πάει για τζόγκινγκ ή να αγνοήσει τα μπισκότα γίνεται εξίσου αυτόματο με οποιαδήποτε άλλη συνήθεια.
Χωρίς τους κύκλους συνήθειας, ο εγκέφαλός μας θα κατέρρεε, θα πάθαινε υπερφόρτωση από τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Τα άτομα που έχουν υποστεί βλάβες στα βασικά γάγγλια, είτε από κακώσεις είτε από κάποια πάθηση, συχνά παραλύουν νοητικά. Δυσκολεύονται να εκτελέσουν βασικές δραστηριότητες, όπως να ανοίξουν μια πόρτα ή να αποφασίσουν τι να φάνε. Χάνουν την ικανότητα να αγνοούν ασήμαντες λεπτομέρειες.
Για παράδειγμα, μια μελέτη έδειξε ότι οι ασθενείς με κακώσεις στα βασικά γάγγλια δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τις εκφράσεις του προσώπου –ανάμεσά τους και τις εκφράσεις φόβου ή αηδίας– επειδή δεν ήξεραν σε ποιο μέρος του προσώπου να εστιάσουν. Χωρίς τα βασικά γάγγλια, χάνουμε την πρόσβαση σε εκατοντάδες συνήθειες στις οποίες στηριζόμαστε κάθε μέρα.
Σταματήσατε σήμερα το πρωί για να αποφασίσετε αν θα δέσετε πρώτα το αριστερό ή το δεξί παπούτσι; Δυσκολευτήκατε να αποφασίσετε αν θα βουρτσίσετε τα δόντια σας πριν ή μετά το ντους; Φυσικά όχι. Αυτές οι αποφάσεις είναι αποτέλεσμα συνήθειας και γίνονται χωρίς προσπάθεια. Εφόσον τα βασικά γάγγλια είναι άθικτα και τα σήματα παραμένουν σταθερά, οι συμπεριφορές εκτελούνται χωρίς να το σκεφτούμε. (Αν και, όταν πάμε διακοπές, μπορεί να ντυθούμε με διαφορετικό τρόπο ή να βουρτσίσουμε τα δόντια μας σε ένα διαφορετικό σημείο της πρωινής μας ρουτίνας χωρίς να το προσέξουμε).
Ταυτόχρονα, όμως,
η εξάρτηση του εγκεφάλου από τις αυτόματες ρουτίνες μπορεί να είναι επικίνδυνη. Μια συνήθεια συχνά μπορεί να αποδειχθεί είτε ευλογία είτε κατάρα.