Κάθε μέρα, χρόνια τώρα ζούμε ένα μεγάλο ψέμα και παρόλο που είναι κραυγαλέο τελικά το πιστεύουμε. Αγόμαστε και συμπεριφερόμαστε από αυτό και ας θέλουμε να δούμε την αλήθεια. Το κακό είναι ότι την παθαίνουμε το καταλαβαίνουμε αλλά κάποιο άλλο ψέμα αντικαθιστά το προηγούμενο και πάλι την ξαναπατάμε. Τι άραγε φταίει; Εμείς που δεν βλέπουμε την αλήθεια ή ο ψεύτης που ξέρει να την κρύβει και να κάνει έτσι την δουλειά του;
Είμαστε πολύ επιρρεπείς στο ψέμα, ιδιαίτερα αν είναι ωραίο και μας βολεύει και η αλήθεια είναι πικρή και πολλές φορές ασύλληπτη. Γιατί άραγε;
Ο Γκαίμπελς είχε πει ότι: «όσο πιο τερατώδες είναι ένα ψέμα τόσο πιο εύκολα γίνεται πιστευτό.»
Το μεγάλο ψέμα, πρώτη φορά επινοήθηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ στην αυτοβιογραφία με τίτλο « ο Αγώνας μου» το 1925, έγινε γνωστό από τον Ιωσήφ Γκέμπελς, υπουργό προπαγάνδας του Γ΄ Ράιχ. Η ιδέα ήταν απλή: Πες μια”μπαρούφα Η Ψέμα” όσο μεγαλύτερη/o τόσο καλύτερα όσο πιο συχνά και ο περισσότερος κόσμος θα την αποδεχθεί σαν αλήθεια.
Η κολακεία είναι το μεγαλύτερο όπλο στα χέρια του ψεύτη. Λέει η πωλήτρια «με το σώμα που έχετε, δεν υπάρχει ρούχο που να μην δείχνει υπέροχο επάνω σας». Η πελάτισσα θα ντραπεί να φύγει χωρίς να αγοράσει κάτι. Λέει ο υποψήφιος «ο ελληνικός λαός είναι έξυπνος, έντιμος και ξέρει να αγωνίζεται για το δίκιο του», και ο ψηφοφόρος ψωνίζει με κλειστά τα μάτια. Ύστερα του σερβίρει ό, τι ψέμα να’ ναι και ο ψηφοφόρος το πιστεύει. Διότι, εκείνος που κατάλαβε πόσο έξυπνος και σπουδαίος είναι, δεν μπορεί να λέει ψέματα. Από εκεί και πέρα θα πιστέψει οτιδήποτε τον κάνει να αισθάνεται καλά.
Bέβαια όσο εύπιστος και αν είναι κάποιος, έρχονται στιγμές που μέσα του γεννιούνται υποψίες. Ειδικά όταν ο ίδιος άνθρωπος τον κοροϊδέψει δεκάδες φορές. Όταν όμως του συμβεί αυτό, κάνει ό, τι περνά από το χέρι του για να αποδιώξει τις υποψίες. Γιατί;
Γιατί, αν αρχίσει να εξετάζει τα στοιχεία και τα επιχειρήματα, υπάρχει πιθανότητα να του αποδείξουν πως κακώς πίστευε αυτό το άτομο τόσο καιρό. Πως του έλεγε συνεχώς ψέματα. Η διαχείριση αυτής της αποκάλυψης είναι μεγάλος μπελάς και το ξέρει.
Ας πάνε, λοιπόν, στην ευχή οι ενδείξεις και οι αποδείξεις. Δεν θέλει να ζήσει τη δυσάρεστη κατάσταση της διάψευσης των προσδοκιών. Δεν θέλει να παραδεχτεί πως εξαπατήθηκε. Θα συνεχίσει να πιστεύει τον απατεώνα. Ακριβώς όπως μία γυναίκα που εξαρτάται οικονομικά από τον σύζυγό της, θα πιστεύει κάθε φορά πως ο άντρας της ήταν σε επαγγελματική συνάντηση και δεν θα βλέπει τα κοκκινάδια στα ρούχα του.
Τι συμβαίνει σε νοητικό επίπεδο και ο άνθρωπος εξακολουθεί να πιστεύει σε ψέματα παρότι του παρέχονται τα απαραίτητα στοιχεία αποδείξεως του αντιθέτου;
* Η προφανής απάντηση είναι ότι τα ψέματα μας κάνουν και νοιώθουμε καλά. Νοιώθουμε ευχάριστα όταν μας κολακεύουν, μας καθησυχάζουν και ικανοποιούν τον εγωισμό μας, όταν μας υπόσχονται κάτι που μας γλιτώνει κόπο, όταν μας δίνει κάποιος μια απάντηση σε κάτι που μας βασανίζει και δεν έχουμε τα εφόδια ή το χρόνο ή τη διάθεση να εξακριβώσουμε οι ίδιοι αν όντως ισχύει, όταν μας καλύπτουν την όποια ανασφάλειά μας.
* Ένας άλλος λόγος είναι ότι: δεν μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε πότε κάποιος λέει ψέματα. Η γλώσσα του σώματος μπορεί να προδώσει κάποιον που ψεύδεται. Συγκεκριμένες μικροεκφράσεις του προσώπου, συγκεκριμένες χειρονομίες μπορούν να αποκαλύψουν στο εκπαιδευμένο μάτι πότε κάποιος ψεύδεται. Μηχανές ανίχνευσης ψεύδους έχουν εφευρεθεί που είτε καταγράφουν καρδιακούς παλμούς, είτε αναγιγνώσκουν εγκεφαλικά σήματα, αλλά δεν θεωρούνται 100% αξιόπιστες ώστε να χρησιμοποιηθούν σε δικαστήρια και βέβαια δεν είναι προσβάσιμες στον μέσο άνθρωπο. Σε ακραίες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και βασανιστήρια για να εκμαιεύσει κανείς από κάποιον την αλήθεια, αλλά τέτοιους είδους μέθοδοι δεν ενδείκνυνται σε ανεπτυγμένες, πολιτισμένες κοινωνίες.
* Από μικρή ηλικία, και καθώς αναπτύσσεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος, με βάση το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε και γενικότερα την πληροφορία που προσλαμβάνουμε (από το οικογενειακό, το σχολικό, το φιλικό και κοινωνικό μας περιβάλλον, τα βιβλία που διαβάζουμε, τα μαθήματα που διδασκόμαστε, την τηλεόραση και το διαδίκτυο), χτίζουμε σιγά σιγά ένα σύστημα αξιών, οικοδομούμε σιγά-σιγά την προσωπικότητά μας, αποκτούμε μια κοσμοθεωρία και μια ιδεολογία (αφηρημένο σύνολο ιδεών) σαν μέλη μιας πολιτικά συγκροτημένης κοινωνίας. Πριν ακόμα αναπτύξουμε κριτική σκέψη και βασιζόμενοι σε σχέσεις εμπιστοσύνης, καταγράφουμε την πληροφορία χωρίς μηχανισμούς ελέγχου της ορθότητάς της. Αυτό πρακτικά εξηγείται από το ότι τα παιδιά έχουν μια γενετική προδιάθεση να πιστεύουν τους ενήλικες. Είναι εξελικτικά λειτουργικό, διότι η επιβίωση των παιδιών εξαρτάται από τη μέριμνα των ενηλίκων.
Μεγαλώνοντας όμως αρχίζουμε να αποκτούμε αμφιβολίες και να επιδιώκουμε την εξακρίβωση και επαλήθευση των πληροφοριών. Αυτή η διαδικασία είναι δύσκολη πρακτικά και «επίπονη» νοητικά. Είναι πιο εύκολο και ξεκούραστο για τον ανθρώπινο νου να αποδέχεται μια έτοιμη πληροφορία από το να εξετάσει τις πηγές, να την επεξεργαστεί και σύμφωνα με τις προκύπτουσες προκείμενες να καταλήξει στα ανάλογα συμπεράσματα.
* Η πιο δύσκολη όμως κατηγορία ψεμάτων είναι αυτά που: γίνονται εύκολα πειστικά, όταν αυτά «κουμπώνουν» στην ιδεολογία μας, είτε συμπληρώνουν το σύστημα αξιών μας, είτε επεκτείνουν την κοσμοθεωρία μας. Διότι σε αντίθετη περίπτωση δημιουργείται ένα ασυνεπές σύστημα που κλονίζει τα πιστεύω μας και απαιτείται χρόνος και πολύπλοκες συνειδητές νοητικές διεργασίες ώστε αυτό το σύστημα να βρεθεί πάλι σε μια ισορροπία. Η αλήθεια μας βάζει σε μια διαδικασία αναθεώρησης απόψεων που ενεργοποιεί μηχανισμούς σκέψης και απαιτείται ψυχικό σθένος ώστε να πορευτούμε στο μέλλον με ένα ανασυγκροτημένο σύστημα ιδεών.
* Πέρα όμως από τις απρόσωπες πληροφορίες που καταγράφουμε, όταν το ψέμα προέρχεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με το οποίο έχουμε μια σχέση εμπιστοσύνης, όχι μόνο κλονίζονται οι πεποιθήσεις μας για ένα συγκεκριμένο θέμα, κλονίζεται η αξιοπιστία του προσώπου από το οποίο προέρχεται η πληροφορία, κλονίζεται η ίδια σχέση εμπιστοσύνης με το συγκεκριμένο πρόσωπο, η οποία σε τελικό στάδιο κλονίζει το ίδιο μας το Εγώ. Είναι μια δύσκολη νοητική υπέρβαση και συναισθηματική υπέρβαση να αποδεχτούμε ότι κάναμε λάθος, ότι πέσαμε θύμα πλάνης ή εσκεμμένης εξαπάτησης ή απιστίας και έτσι απορρίπτουμε την αλήθεια. Είτε για λόγους κοινωνικής αποδοχής, είτε για λόγους συνήθειας, είτε λόγω ναρκισσισμού, δημιουργούμε μηχανισμούς απώθησης της αλήθειας.
Η αναζήτηση της αλήθειας βασίζεται στη λογική.
Όμως οι διαπροσωπικές μας σχέσεις «χρωματίζονται» συναισθηματικά και γι’αυτό πιστεύουμε περισσότερο κάποιον που μας είναι συμπαθής. Η αξιοπιστία ενός προσώπου κρίνεται και με τον χρόνο. Αν αποδειχτεί στην πράξη ότι τα λεγόμενα κάποιου επαληθεύονται ξανά και ξανά τότε αυτό το πρόσωπο αποκτά αξιοπιστία.
Σε πολιτικό επίπεδο: η προπαγάνδα, στην πιο ύπουλη μορφή της, βασίζεται στη διαχείριση των συναισθημάτων των πολιτών. Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη πληροφορία που μας δημιουργεί ευχάριστα συναισθήματα πολύ εύκολα μπορεί να αποτυπωθεί και να παγιωθεί στη μνήμη μας. Απαιτείται συνεπώς μεγάλη προσπάθεια και λογική σκέψη από την πλευρά των πολιτών όχι μόνο να αντισταθούν στην προπαγάνδα, αλλά και όταν πέσουν θύμα της να την αναγνωρίσουν και να την αποτάξουν.
Έχει η αλήθεια πιθανότητες να νικήσει;
Οι άνθρωποι που επικαλούνται τον ορθολογισμό πέφτουν επίσης στην παγίδα ενός άλλου ψέματος. Νομίζουν πως με την παρουσίαση λογικών επιχειρημάτων θα πείσουν αυτόν που έχει πλανηθεί. Η αλήθεια είναι πως, αν δεν λάβετε υπόψιν σας τους ψυχολογικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν θα πείσετε ποτέ κανέναν.
Για να έχετε πιθανότητες να καταρρίψετε δημοφιλείς μύθους, να θυμάστε:
1. Ξεριζώνοντας έναν μύθο, αφήνετε στην ψυχή του πιστού ένα τρομακτικό κενό, το οποίο πρέπει να αναπληρώσετε. Δεν μπορείς απλώς να πάρεις από το μωρό την αγαπημένη του κουβέρτα. Χρειάζεται να το παρηγορείς με άλλους τρόπους μέχρι να μάθει να κοιμάται χωρίς αυτήν.
2. Όσο χλευάζετε τον μύθο του και τον κατακρίνετε για την ευπιστία του, τόσο εκείνος προσκολλάται στο παραμύθι του. Μιλήστε του για την αξία της αλήθειας σας και όχι για τη γελοιότητα του μύθου του.
3. Μιλήστε απλά, κατανοητά και με λίγα λόγια. Όσο πιο πολύ μιλάτε τόσο περισσότερο εκείνος φοβάται πως προσπαθείτε να τον εξαπατήσετε.
4. Θα χρειαστεί να επαναλάβετε το επιχείρημά σας πολλές φορές. Την πρώτη φορά δεν θα το ακούσει καθόλου. Τη δεύτερη θα συγκρατήσει μία ή λέξεις που του έκαναν εντύπωση. Εσείς θα λέτε «μα τα ίδια λέγαμε και χτες», κι εκείνος θα νομίζει ότι τον κοροϊδεύετε.
5. Όσο πιο τερατώδες είναι το ψέμα που έχει καταπιεί τόσο πιο δύσκολα θα τον πείσετε πως είναι ψέμα. Η αλήθεια έχει χίλια καλά, αλλά δεν έχει τη γοητεία μίας συνωμοσίας, δεν πουλάει ελπίδα και χρειάζεται δουλειά για να γίνει κατανοητή.
Ένα μεγάλο ερώτημα φυσικά είναι γιατί: οι πολιτικοί πιστεύουν ότι μπορούν να ψεύδονται χωρίς ν’ αποκαλύπτονται. Ειδικά την εποχή του διαδικτύου, οι πιθανότητες ν’ αντέξει ένα ψέμα τον εξονυχιστικό διαδικτυακό έλεγχο, είναι μηδαμινές. Γιατί λοιπόν πιστεύουν πως μπορούν να ψεύδονται ατιμώρητα, όταν είναι τόσο εύκολο ν’ αποκαλυφθούν; Μερικοί βασικοί λόγοι είναι:
1. Κάποιοι πολιτικοί είναι ναρκισσιστές. Αν και οι έρευνες που αφορούν πολιτικούς είναι περιορισμένες, δεν είναι δύσκολο να κάνει κανείς τη σύνδεση. Οι Ναρκισσιστές είναι αλαζόνες, θεωρούν τους εαυτούς τους ιδιαίτερους, αναζητούν τον υπερβολικό θαυμασμό, είναι εκμεταλλευτές. Αυτά τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, τους κάνουν να πιστεύουν πως έχουν δίκιο, ακόμη κι όταν δεν έχουν και πως είναι πολύ έξυπνοι για ν’ αποκαλυφθούν και να υποστούν τις συνέπειες. Με άλλα λόγια, πιστεύουν και οι ίδιοι τα ψέματά τους.
2. Οι πολιτικοί γνωρίζουν πως οι οπαδοί τους θα τους πιστέψουν ακόμη κι αν υπάρχουν αδιάψευστες αποδείξεις ότι ψεύδονται. Οι πολιτικοί και οι οπαδοί τους ζουν στο ίδιο μήκος κύματος, βλέπουν τις ίδιες ειδήσεις στην τηλεόραση, ακούν τις ίδιες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, διαβάζουν τις ίδιες εφημερίδες και ιστοσελίδες και συναναστρέφονται με ομοϊδεάτες τους. Υπάρχει ένα αδιαπέραστο δίχτυ προστασίας γύρω τους, που εμποδίζει τις αντιφατικές πληροφορίες να εισέλθουν. Το περιεχόμενο άλλωστε των ψεμάτων τους είναι συνήθως ελκυστικό για τους οπαδούς τους που μπορούν να το αναμασούν για μέρες.
3. Οι άνθρωποι δεν θέλουν ν’ ακούν την αλήθεια. Είναι γνωστό πως η αλήθεια πονάει και κανείς δεν θέλει ν’ ακούει πράγματα που απειλούν την ύπαρξη και τις πεποιθήσεις του· που θα τον κάνουν να νιώσει άβολα. Συμφέρει αναμφισβήτητα τους πολιτικούς να λένε στους ανθρώπους αυτά που τους κάνουν να αισθάνονται άνετα. Γιατί να είναι άλλωστε αυτοί, άγγελοι κακών ειδήσεων και να μειώσουν την πιθανότητα να λάβουν περισσότερες ψήφους, ενώ μπορούν να λένε παραμύθια με χαρούμενο τέλος – τα οποία φυσικά αρέσουν σε όλους- και να βγαίνουν νικητές;
4. Το διαδίκτυο ποτέ δεν ξεχνά. Μια από τις ακούσιες συνέπειες του διαδικτύου είναι ότι οι πληροφορίες, αληθινές και μη, υπάρχουν για πάντα και είναι πιθανό να συνεχίσουν να θεωρούνται πιστευτές ακόμη κι αν υπάρχουν αντιφατικά στοιχεία. Η έρευνα έχει δείξει για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να πιστεύουν αβάσιμες φήμες από blogs και ηλεκτρονικά μηνύματα, για ένα πολιτικό υποψήφιο με τον οποίο αντιτίθενται.
5. Εάν ένα ψέμα λεχθεί αρκετές φορές, οι άνθρωποι υποθέτουν πως είναι αλήθεια. Αυτό που περιμένουν είναι πως το ψέμα θα διαψευστεί και σταδιακά θα εξαφανιστεί. Εάν λοιπόν το ψέμα εξακολουθεί ν’ ακούγεται και να γράφεται, οι άνθρωποι υποθέτουν πως πρέπει να είναι αλήθεια.
Βικτώρια Πολύζου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας,
ψυχοθεραπεύτρια