Πολύφημος και Γαλάτεια - Point of view

Εν τάχει

Πολύφημος και Γαλάτεια



Ερωτευμένος Πολύφημος

Ο Πολύφημος είναι πασίγνωστος Κύκλωπας από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Γιος του Ποσειδώνα, ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Γαλάτεια. Αυτή απέκρουε τον έρωτά του, επειδή είχε μάτια μόνο για τον Άκι, τον γιο του Φαύνου. Μία μέρα, ο Πολύφημος τους είδε μαζί και από τη ζήλια του πέταξε ένα βράχο πάνω στον Άκι και τον σκότωσε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τον Άκι σε ποταμό, όπου η Γαλάτεια περνούσε τις ώρες της, θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου της.






Κανένα δε γεννήθηκε πιο σιχαμένο τέρας.
Όπου βρισκόταν, έκλεινε τη μύτη του ο Αγέρας.
Βρόμικος κι απολίτιστος, μ’ ένα απαίσιο μάτι,
θεόρατος-δε φτιάχτηκε γι’ αυτόν ποτέ κρεβάτι.

Τον έλεγαν Πολύφημο, απ’ το γένος των Κυκλώπων-
κάποτε θα τον τύφλωνε ο άριστος των ανθρώπων…
Μια μπόχα ανέδιδε η σπηλιά η σκοτεινή που ζούσε –
όπως τα ζώα του, εκεί κι αυτός αποπατούσε.

Κι αν το νησί του ολόγυρα μια θάλασσα το βρέχει,
τη λίγδα του να ξεπλυθεί ποτέ σ’ αυτήν δεν τρέχει.
Ζώα ν’ αρμέγει συνεχώς, το γάλα τους να πήζει:
αυτό μονάχα ήθελε- μα ο έρωτας ανθίζει

και στις πιο άγονες ψυχές, σ’ αγρίους κι ανοήτους
πετάει ανθάκια μέσα τους -μοσχοβολά η ζωή τους.
Έτσι και του Πολύφημου- πρόσεξε, μη γελάσεις!-
του έλαχε να ερωτευτεί νεράιδα της θαλάσσης.

Άρμα οδηγούσε στο νερό κι είχε δελφίνια γι’ άτια-
στις ράχες τους τα μάτια της καθρέφτιζε η Γαλάτεια!
Το πρόσωπό της σκίαζε μαντήλι από πορφύρα,
τα τσίνορά της μούσκευε ιριδισμών πλημμύρα.

Διάφανο πέπλο φόραγε και φέγγιζε το δέρμα
ολόλευκο στα στήθια της και στων μηρών το τέρμα.
Και όπως του χιτώνα της έπαιρνε ο αέρας
ως τη στεριά την άκρη του, χαστούκιζε το τέρας.

Είκοσι μάτια ήθελε να ‘χει, να μη χορταίνει
να βλέπει την πεντάμορφη πώς απ’ το κύμα βγαίνει…
Στα δάση άνθη έκοβε συχνά η νύμφη μόνη,
μ’ αυτά, για ύπνο ευωδιαστό, την κλίνη της να στρώνει.

Μια μέρα την ξαδέρφη της τη Θόωσα ρωτάει
του αγρού λουλούδια σπάνια για να ‘βρει, πού να πάει.
«Ο γιος μου ο Πολύφημος», της λέει εκείνη «ξέρει
πούθε φυτρώνουνε αυτά στης Σικελίας τα μέρη.»



Έτσι μιαν άνοιξη έλαχε οι δυο να γνωριστούνε.
Πάνω στα άνθη που ‘βλεπαν, μαζί να κυλιστούνε
πόσο ήθελε ο Κύκλωπας…-μα μόνο να τα κόψει
μπορεί…Και από πίσω τους κρύβει την άθλια του όψη!

Με μια αγκαλιά πολύχρωμη, για να τον ‘φχαριστήσει
δε δίστασε στο μάγουλο η ωραία να τον φιλήσει.
Κι ήταν φιλί ευωδιαστό, περιβολιού αέρας,
η πρώτη-πρώτη αναπνοή μιας μυρωδάτης μέρας…

Τα χείλη της του έφεραν ρίγος κι ανατριχίλα,
με χίλια μύρα του ‘διωξαν μακριά την προβατίλα.
Το μάγουλο τριαντάφυλλο πώς θα ‘θελε να έχει,
με τη δροσιά του- στο φιλί τα χείλη της να βρέχει…


Από εκείνη τη στιγμή τις ώρες του περνούσε
δίπλα στο κύμα-τον αυλό παίζοντας τραγουδούσε:
«Γλυκιά Γαλάτεια ,άφησε τη θάλασσα λιγάκι
μη θέλεις να μαραίνομαι κι εγώ σα λουλουδάκι…»

Μα ήταν το τραγούδι του κοινότοπο και φάλτσο
και ποντικάκια γύρω του χορεύαν ένα μάτσο…
Ώρες πολλές στη θάλασσα σκυφτός καθρεφτιζόταν
με μιαν αρπάγη ολημερίς άγαρμπα χτενιζόταν…

Τα γένια του που ‘ταν σκληρά, δασιά όπως οι θάμνοι,
τα έκοβε ο δύσμοιρος κοντά, μ’ ένα…δρεπάνι.
Την κοπριά απ’ τη σπηλιά όλη την καθαρίζει,
με άνθη γεμάτη τώρα πια, παράδεισο θυμίζει…

Μέχρι και μπάνιο βάλθηκε-αλλά… ματαίως -να μάθει,
να φτάσει στη Γαλάτεια του, στου πέλαου τα βάθη.
(Και ήτανε το θέαμα τούτο εδώ γελοίο,
έτσι όπως πλατσούριζε στ’ άβαθα ένα θηρίο!…)


Στη θάλασσα το μάτι του για χρόνια είχε καρφώσει-
ώσπου ο Οδυσσέας θα ‘ρχονταν, σωτήρια να τυφλώσει…
«Γιατί, νεράιδα μου καλή, δεν έρχεσαι να μείνεις
μεσ’ στη σπηλιά, για πάντοτε γυναίκα μου να γίνεις;…

Γαλάτεια, γάλα και τυρί ποτέ δε θα σου λείψουν,
εσένα όλα τα ζώα μου γι’ αυτό θα ανταμείψουν.
Μήπως που ‘μαι μονόφθαλμος όλα σου τα χαλάει;
Μ’ ένα οφθαλμό, ματάκια μου, κι ο ήλιος μας κοιτάει….»

Έτσι, γυρνώντας στο γιαλό τις μέρες και τα βράδια
φώναζε, μα του απάνταγε βέλασμα απ’ τα κοπάδια…

Γιατί ούτε να το σκεφτεί, στον κόπο αυτή δεν μπαίνει,
ν’ αφήσει ξάφνου το νερό, σε μια σπηλιά να μένει…
Πώς να ξαπλώσει δίπλα του, κοντά του ν’ αγρυπνάει
όχι απ’ την αγάπη της, αλλά που θα βρομάει!

Και πώς το κεφαλάκι της στο στήθος του να χώσει,
όχι από αγάπη, αλλ’ απ’ αυτόν το βλέμμα της να σώσει!
Τι κι αν μια τρυφερή καρδιά στο άθλιο κορμί κρυβόταν;
Το δέρμα της στα χάδια του ποτέ δε θα δινόταν.


Γιατί από τότε ως σήμερα- πόσους αιώνες, μέτρα!-
κάτω από σάρκα απαλή, θα βρεις καρδιά από πέτρα.

(Διασκευή μύθου: Ι. Ν. Κυριαζής)




Ο Κύκλωπας Πολύφημος ποθοπλαντάζει στα σκαλιά της νύμφης Γαλάτειας.


Γυρίνε μου! Δηλαδή… Αυγερινέ μου… Εγώ, ο αντρείος Πολύφημος, ο γλυκόλαλος κύκλωψ, κοτρόνια θα στύψω ώσπου να μολογήσουν τα καημένα πόσο σ’ αγαπώ. Το ξέρουν, έχουν ακούσει τις κλάψες μου ψηλά στο βουνό, μια νύχτα ανεμόδαρτη που το… δε θυμάμαι πώς μου το ’πε ο πατέρας μου… έστρωνε το μπακιρένιο μονοπάτι του στο πέλαγος. Αντηχούσαν οι κραυγές του ποθοπλάνταχτου Πολύφημου, έτρεμε ο τόπος, Γαλάτεια! Γαλάτεια! Σαν γάιδαρος γκάριζα και τα κύματα τρέχαν τρομαγμένα να γυρίσουν από κει που ’ρθαν. 


«Κάθε βράδυ γυρνώ με μάτι πρησμένο από τις κλάψες – άκαρδη!» (Αριστερά Redon Odilon, «Ο Κύκλωπας παρακολουθεί την Γαλάτεια που κοιμάται», 1900. Δεξιά: Gustave Moreau, «Galatea», 1880).



Άυπνος θα μείνω, ταίρι μου, κι απόψε στο πλατύσκαλό σου, κι αν στο τέλος κουραστώ, θα κοιμηθώ. Βγες έξω! Να ξαπλώσουμε στη χλόη, κάτω από το δέντρο – κακαράντζες δεν έχει, για ανόητο με πέρασες; Τα γίδια μου κορφολογάν αλλού, αλλού τρέχουν και τις αμολούν. Γίδια έχω όσα τα αστέρια του ουρανού. Δικά σου θα γίνουν, Γαλάτεια – όχι τα αστέρια τ’ ουρανού, αλλά τα γίδια. Μα σαν ποιητής που είμαι, ας επικαλεστώ τώρα, τις Μούσες τις πολυλογούδες.

Μούσες! Ελάτε! Τι μου ξαπλώσατε στα σύννεφα με τις αστραπές; Μαλακώστε την καρδιά της Γαλάτειας για τον άντρακλα αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, που ’χει τα στήθη δασύτριχα, και τις χερούκλες ατσαλένιες! Ελάτε, οκνηρές, να βάλετε σε στίχους τα λόγια αγάπης του Πολύφημου για την ωραία νύμφη.




Μούσες! Ελάτε! Μαλακώστε

την καρδιά της Γαλάτειας

για τον άντρακλα αυτόν,

τον γιο του Ποσειδώνα,

που ’χει τα στήθη δασύτριχα,

και τις χερούκλες ατσαλένιες!




Ω, ναι, Γαλάτεια, είσαι ωραία, κοντή, με λευκό λαιμό, τα μαλλιά σου μοσχοβολούν κυπαρισσόμηλο, διότι τα λούζεις με κυπαρισσόμηλο. Ναι, έχω δει: τα ’βραζες προχθές στο καζάνι. Άφησες το ζουμί να κρυώσει και έλυσες τον κότσο, ω πως ανέμιζαν τα καστανά (σαν βρασμένα ή και σαν άβραστα κάστανα) μαλλάκια σου… Έσκυψες πάνω απ’ το βαρέλι, δούλα δεν έχεις κι έτσι τα ’βρεξες μόνη. Ω, συμφορά, γιατί γεννήθηκες φτωχή!

Εσένα, φεγγαροπατούσα μου, σου ’πρεπε παράς με ουρά, οκτώ γαϊδάροι να βογκούν απ’ το χρυσάφι όταν πας στο γαμπρό. Μα δυστυχία, αρκετή έχεις μόνον ομορφιά, χρυσή μου, και όχι οκτώ – εικοσιτρείς γαϊδάροι δε φθάνουν να την κουβαλήσουν. Για τον παρά ποιος νοιάζεται;


«Μπεκάτσα μου, έχω κρεβάτι σκαλισμένο στα βράχια. Έλα, χρυσή μου, να το ντύσεις με τα μεριά σου τα ολοστρόγγυλα, λεία δώσ’ τα στον άντρα τον ερωτικό!» («Πολύφημος και Γαλάτεια», τοιχογραφία, Πομπηία)



Ξυπόλητη να ’ρθεις Γαλάτεια, ξεβράκωτη στη σπηλιά μου, θα σε ντύσω εγώ. Νοικοκυρά, με τα πατσουλιά και τις πομάδες σου. Βαλανείο και καμπινέ, να πλένεσαι και να κάνεις το χοντρό σου στα ζεστά. Μοσχαναθρεμμένη μου! Χτενάκια για τ’ αποχτενίδια σου και τσιμπιδάκια για τα ματοτσίνορά σου – έχω δε κι έναν ωραίο σουγιά για τα νυχοπόδαρα – να τα κόβεις και να τα βάφεις κρεμεζί. Άσε με να σε κυβερνήσω!

Είμαι εγώ αρχοντάντρας πρώτος και κυνηγός απ’ τους καλύτερους. Ελάφι θες; Το σκοτώνω. Ζαρκάδι; Κάπρον θες; Κίχλες; Το τόξο μου λυγίζω και με δυο σαϊτιές σαν κεραυνούς έτοιμα σ’ τα περνώ στη σούβλα, αφού τα γδάρω πρώτα και τα ξεντερίσω. Την όρεξη να ’χεις της γουρούνας και θα βοσκάς, ταίρι μου, στα κομμάτια του τυριού. Θα κολυμπάς στο ευφρόσυνο της γίδας γάλα και στην γκουλιάστρα την πηχτή. Μέλι και καρύδια με τη χουλιάρα που χτυπάω τον αφρό στο καρδάρι θα τρως. Ή θες κότα; Δυο δυο θα τις έχεις, πέρδικά μου, με στριμμένο το λαιμό. Να μάθεις να τις μαδάς, και να τις ζεματάς στο καμινέτο – να δεις πώς βγαίνουνε τα πούπουλα και τα συκώτια. Γουρούνι θες; Με το ρόπαλό μου σου σκοτώνω οχτώ, παχιά παχιά και μουνουχισμένα, να μη μυρίζει βαρβατίλα το φαΐ.


Ό,τι πεις μαϊντανέ μου εσύ κατακούτελη σαϊτιά μου,
 θα φύγω, θα φύγω, μη χτυπάς!
 Ερωτευμένο πουλί είναι ο Πολύφημος, ορφανό


Έχω βάρκα, λυθρίνι μου, βγαίνω στα ανοιχτά όταν περνούν τα πλοία. Κλέβω, είμαι άφοβος εγώ, τσακίζω κατάρτια και κουπιά στις πλάτες των ανθρώπων. Γυρνώ με κρασιά και στάμνες, υφάσματα, σεντόνια και χρυσαφικά. Του Πολύφημου τα χέρια πάντα γεμάτα είναι.

Είναι, είναι! Ω, μα τώρα αδειάσανε από κορμί γυναικός! Μπεκάτσα μου, έχω κρεβάτι σκαλισμένο στα βράχια. Στρώμα από φτερά γαλοπούλας και κλινοσκεπάσματα από γούνα τσαχπίνας αλεπούς. Έλα, χρυσή μου, να το ντύσεις με τα μεριά σου τα ολοστρόγγυλα, λεία δώσ’ τα στον άντρα τον ερωτικό! Γαλάτεια, ω Γαλάτεια… Μα… μα… Ποιος… Ποιος γελά πίσω απ’ τη θύρα;

Καταραμένε Άκι, εσύ; Ω σκατόμυγα, ω κολοβέ ασβέ, με μια πορδή τη θύρα θα γκρεμίσω κι ύστερα πέθανες! Ο αντρείος Πολύφημος θύμωσε πολύ! Γιατί Γαλάτεια; Ω θεοί!



«Ξυπόλητη να ’ρθεις Γαλάτεια, ξεβράκωτη στη σπηλιά μου, θα σε ντύσω εγώ. Μοσχαναθρεμμένη μου!» (Αριστερά: Gustave Moreau, «Polyphemus and Galatea». Δεξιά: Ραφαήλ, «Ο θρίαμβος της Γαλάτειας»)


Κάθε βράδυ γυρνώ με μάτι πρησμένο από τις κλάψες – άκαρδη! Να πάρει και να σηκώσει! Πατέρα! Πατέρα, Ποσειδώνα! Κύματα με αφρούς και μια πελώρια καταιγίδα φόρα μου στο κορμί ή ξέχνα για πάντα τον μονόφθαλμο γαλαντόμο γιο σου, που ούτε θυμάσαι με ποιαν τον έκανες. Σάρκα τυφώνα δώσ’ μου, όπως σπάνε τα μανιασμένα νερά στα λιμάνια: ξύλο όρθιο μη μείνει, εκτός από τούτη δω τη μαγκούρα αγριελιάς που θα τσακίσω στο κεφάλι του Άκι.

Σκουλήκια! Ψειρόπουλα! Εραστές της οκάς! Απ’ το παράθυρο πηδήξτε και στα λάχανα κουλουριαστείτε σαν οχιές, πριν λιώσω το χαμόσπιτο με την τραχιά μου την πατούσα! Τίποτα γερό μη μείνει. Άκι, Άκι! Πονηρέ, που με τι κόλπα πήρες την καρδιά της αγαπημένης μου θα τα ξερνάς ένα ένα, καθώς σε γδέρνω!

Ω Γαλάτεια, άμυαλη, ξέρω, σε γέλασε ο άτιμος με ποιήματα και υποσχέσεις – τόσο άσχημος άντρας αν δεν τάξει τον παραμερίζει κι η βροχή, μα θα σου τον κάνω εγώ σε λίγο λουκάνικο, τυλιγμένον στο έντερό του – ούτε τα όρνια δε θα θέλουν να το φαν.

Γαλάτεια; Εσύ; Επιτέλους βγήκες! Να τρίψω τα μάτια μου ή όντως είσαι εδώ; Λυσίκομη και πανώρια – όμως τη βέργα τι την κρατάς;

Μη, μη! Μη χτυπάς ψυχή μου, φοράδα μου, και μη βρίζεις! Στην άκρη θα κάνω, ό,τι πεις. Ό,τι πεις μαϊντανέ μου εσύ κατακούτελη σαϊτιά μου, θα φύγω, θα φύγω, μη χτυπάς! Ερωτευμένο πουλί είναι ο Πολύφημος, ορφανό στην καταιγίδα. Λυπήσου το!

Θα φύγω, ναι, κι αν σε τάραξα, βροντή μου, συγχώρεση ζητώ, μα αύριο θα έρθω πάλι. Σκέψου καλά, και τον ψεύτη πίσω απ’ το βαρέλι διώξε απ’ τη ζωή σου – εύγε, ναι, έτσι να κάνεις, σ’ ευχαριστώ για την υπόσχεση, πουλάδα μου. Φεύγω, σ’ ευχαριστώ, φεύγω, αχ…

… από Κύκλωπας βαρύς και θυμωμένος τώρα βουνό το βουνό πηδώ σαν ελαφρόπετρα – ο ουρανός μοιάζει να πέφτει. Ω ναι, είναι υπόσχεση, είναι αληθινή αλήθεια ότι εμένα μόνον αγαπά η ωραία καρακάξα. Πατέρα, πατέρα, δες πώς ξεκαρφιτσώνω τα αστέρια από χαρά…



«Άκι! Πονηρέ, που με τι κόλπα πήρες την καρδιά της αγαπημένης μου θα τα ξερνάς ένα ένα, καθώς σε γδέρνω!» (Αριστερά: Giulio Romano, «Polyphemus». Δεξιά: Alexandre Charles Guillemot, «The Loves of Acis and Galatea», 1827)




//Η ιστορία που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου «Βένουσμπεργκ», εκδ. Αντίποδες, 2015. Ο τίτλος της στο βιβλίο είναι «Παρακλαυσίθυρον».



Pages