Γυρίνε μου! Δηλαδή… Αυγερινέ μου… Εγώ, ο αντρείος Πολύφημος, ο γλυκόλαλος κύκλωψ, κοτρόνια θα στύψω ώσπου να μολογήσουν τα καημένα πόσο σ’ αγαπώ. Το ξέρουν, έχουν ακούσει τις κλάψες μου ψηλά στο βουνό, μια νύχτα ανεμόδαρτη που το… δε θυμάμαι πώς μου το ’πε ο πατέρας μου… έστρωνε το μπακιρένιο μονοπάτι του στο πέλαγος. Αντηχούσαν οι κραυγές του ποθοπλάνταχτου Πολύφημου, έτρεμε ο τόπος, Γαλάτεια! Γαλάτεια! Σαν γάιδαρος γκάριζα και τα κύματα τρέχαν τρομαγμένα να γυρίσουν από κει που ’ρθαν.
Άυπνος θα μείνω, ταίρι μου, κι απόψε στο πλατύσκαλό σου, κι αν στο τέλος κουραστώ, θα κοιμηθώ. Βγες έξω! Να ξαπλώσουμε στη χλόη, κάτω από το δέντρο – κακαράντζες δεν έχει, για ανόητο με πέρασες; Τα γίδια μου κορφολογάν αλλού, αλλού τρέχουν και τις αμολούν. Γίδια έχω όσα τα αστέρια του ουρανού. Δικά σου θα γίνουν, Γαλάτεια – όχι τα αστέρια τ’ ουρανού, αλλά τα γίδια. Μα σαν ποιητής που είμαι, ας επικαλεστώ τώρα, τις Μούσες τις πολυλογούδες.
Μούσες! Ελάτε! Τι μου ξαπλώσατε στα σύννεφα με τις αστραπές; Μαλακώστε την καρδιά της Γαλάτειας για τον άντρακλα αυτόν, τον γιο του Ποσειδώνα, που ’χει τα στήθη δασύτριχα, και τις χερούκλες ατσαλένιες! Ελάτε, οκνηρές, να βάλετε σε στίχους τα λόγια αγάπης του Πολύφημου για την ωραία νύμφη.
Ω, ναι, Γαλάτεια, είσαι ωραία, κοντή, με λευκό λαιμό, τα μαλλιά σου μοσχοβολούν κυπαρισσόμηλο, διότι τα λούζεις με κυπαρισσόμηλο. Ναι, έχω δει: τα ’βραζες προχθές στο καζάνι. Άφησες το ζουμί να κρυώσει και έλυσες τον κότσο, ω πως ανέμιζαν τα καστανά (σαν βρασμένα ή και σαν άβραστα κάστανα) μαλλάκια σου… Έσκυψες πάνω απ’ το βαρέλι, δούλα δεν έχεις κι έτσι τα ’βρεξες μόνη. Ω, συμφορά, γιατί γεννήθηκες φτωχή!
Εσένα, φεγγαροπατούσα μου, σου ’πρεπε παράς με ουρά, οκτώ γαϊδάροι να βογκούν απ’ το χρυσάφι όταν πας στο γαμπρό. Μα δυστυχία, αρκετή έχεις μόνον ομορφιά, χρυσή μου, και όχι οκτώ – εικοσιτρείς γαϊδάροι δε φθάνουν να την κουβαλήσουν. Για τον παρά ποιος νοιάζεται;
Ξυπόλητη να ’ρθεις Γαλάτεια, ξεβράκωτη στη σπηλιά μου, θα σε ντύσω εγώ. Νοικοκυρά, με τα πατσουλιά και τις πομάδες σου. Βαλανείο και καμπινέ, να πλένεσαι και να κάνεις το χοντρό σου στα ζεστά. Μοσχαναθρεμμένη μου! Χτενάκια για τ’ αποχτενίδια σου και τσιμπιδάκια για τα ματοτσίνορά σου – έχω δε κι έναν ωραίο σουγιά για τα νυχοπόδαρα – να τα κόβεις και να τα βάφεις κρεμεζί. Άσε με να σε κυβερνήσω!
Είμαι εγώ αρχοντάντρας πρώτος και κυνηγός απ’ τους καλύτερους. Ελάφι θες; Το σκοτώνω. Ζαρκάδι; Κάπρον θες; Κίχλες; Το τόξο μου λυγίζω και με δυο σαϊτιές σαν κεραυνούς έτοιμα σ’ τα περνώ στη σούβλα, αφού τα γδάρω πρώτα και τα ξεντερίσω. Την όρεξη να ’χεις της γουρούνας και θα βοσκάς, ταίρι μου, στα κομμάτια του τυριού. Θα κολυμπάς στο ευφρόσυνο της γίδας γάλα και στην γκουλιάστρα την πηχτή. Μέλι και καρύδια με τη χουλιάρα που χτυπάω τον αφρό στο καρδάρι θα τρως. Ή θες κότα; Δυο δυο θα τις έχεις, πέρδικά μου, με στριμμένο το λαιμό. Να μάθεις να τις μαδάς, και να τις ζεματάς στο καμινέτο – να δεις πώς βγαίνουνε τα πούπουλα και τα συκώτια. Γουρούνι θες; Με το ρόπαλό μου σου σκοτώνω οχτώ, παχιά παχιά και μουνουχισμένα, να μη μυρίζει βαρβατίλα το φαΐ.
Ό,τι πεις μαϊντανέ μου εσύ κατακούτελη σαϊτιά μου,θα φύγω, θα φύγω, μη χτυπάς!Ερωτευμένο πουλί είναι ο Πολύφημος, ορφανό
Έχω βάρκα, λυθρίνι μου, βγαίνω στα ανοιχτά όταν περνούν τα πλοία. Κλέβω, είμαι άφοβος εγώ, τσακίζω κατάρτια και κουπιά στις πλάτες των ανθρώπων. Γυρνώ με κρασιά και στάμνες, υφάσματα, σεντόνια και χρυσαφικά. Του Πολύφημου τα χέρια πάντα γεμάτα είναι.
Είναι, είναι! Ω, μα τώρα αδειάσανε από κορμί γυναικός! Μπεκάτσα μου, έχω κρεβάτι σκαλισμένο στα βράχια. Στρώμα από φτερά γαλοπούλας και κλινοσκεπάσματα από γούνα τσαχπίνας αλεπούς. Έλα, χρυσή μου, να το ντύσεις με τα μεριά σου τα ολοστρόγγυλα, λεία δώσ’ τα στον άντρα τον ερωτικό! Γαλάτεια, ω Γαλάτεια… Μα… μα… Ποιος… Ποιος γελά πίσω απ’ τη θύρα;
Καταραμένε Άκι, εσύ; Ω σκατόμυγα, ω κολοβέ ασβέ, με μια πορδή τη θύρα θα γκρεμίσω κι ύστερα πέθανες! Ο αντρείος Πολύφημος θύμωσε πολύ! Γιατί Γαλάτεια; Ω θεοί!
Κάθε βράδυ γυρνώ με μάτι πρησμένο από τις κλάψες – άκαρδη! Να πάρει και να σηκώσει! Πατέρα! Πατέρα, Ποσειδώνα! Κύματα με αφρούς και μια πελώρια καταιγίδα φόρα μου στο κορμί ή ξέχνα για πάντα τον μονόφθαλμο γαλαντόμο γιο σου, που ούτε θυμάσαι με ποιαν τον έκανες. Σάρκα τυφώνα δώσ’ μου, όπως σπάνε τα μανιασμένα νερά στα λιμάνια: ξύλο όρθιο μη μείνει, εκτός από τούτη δω τη μαγκούρα αγριελιάς που θα τσακίσω στο κεφάλι του Άκι.
Σκουλήκια! Ψειρόπουλα! Εραστές της οκάς! Απ’ το παράθυρο πηδήξτε και στα λάχανα κουλουριαστείτε σαν οχιές, πριν λιώσω το χαμόσπιτο με την τραχιά μου την πατούσα! Τίποτα γερό μη μείνει. Άκι, Άκι! Πονηρέ, που με τι κόλπα πήρες την καρδιά της αγαπημένης μου θα τα ξερνάς ένα ένα, καθώς σε γδέρνω!
Ω Γαλάτεια, άμυαλη, ξέρω, σε γέλασε ο άτιμος με ποιήματα και υποσχέσεις – τόσο άσχημος άντρας αν δεν τάξει τον παραμερίζει κι η βροχή, μα θα σου τον κάνω εγώ σε λίγο λουκάνικο, τυλιγμένον στο έντερό του – ούτε τα όρνια δε θα θέλουν να το φαν.
Γαλάτεια; Εσύ; Επιτέλους βγήκες! Να τρίψω τα μάτια μου ή όντως είσαι εδώ; Λυσίκομη και πανώρια – όμως τη βέργα τι την κρατάς;
Μη, μη! Μη χτυπάς ψυχή μου, φοράδα μου, και μη βρίζεις! Στην άκρη θα κάνω, ό,τι πεις. Ό,τι πεις μαϊντανέ μου εσύ κατακούτελη σαϊτιά μου, θα φύγω, θα φύγω, μη χτυπάς! Ερωτευμένο πουλί είναι ο Πολύφημος, ορφανό στην καταιγίδα. Λυπήσου το!
Θα φύγω, ναι, κι αν σε τάραξα, βροντή μου, συγχώρεση ζητώ, μα αύριο θα έρθω πάλι. Σκέψου καλά, και τον ψεύτη πίσω απ’ το βαρέλι διώξε απ’ τη ζωή σου – εύγε, ναι, έτσι να κάνεις, σ’ ευχαριστώ για την υπόσχεση, πουλάδα μου. Φεύγω, σ’ ευχαριστώ, φεύγω, αχ…
… από Κύκλωπας βαρύς και θυμωμένος τώρα βουνό το βουνό πηδώ σαν ελαφρόπετρα – ο ουρανός μοιάζει να πέφτει. Ω ναι, είναι υπόσχεση, είναι αληθινή αλήθεια ότι εμένα μόνον αγαπά η ωραία καρακάξα. Πατέρα, πατέρα, δες πώς ξεκαρφιτσώνω τα αστέρια από χαρά…
//Η ιστορία που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Καρακίτσου «Βένουσμπεργκ», εκδ. Αντίποδες, 2015. Ο τίτλος της στο βιβλίο είναι «Παρακλαυσίθυρον».