Αν αντί να εκτελείς την προσευχή, εσύ την εκτελείς* μην περιμένεις θαύματα - Point of view

Εν τάχει

Αν αντί να εκτελείς την προσευχή, εσύ την εκτελείς* μην περιμένεις θαύματα



Στην προσευχή, αγαπητοί αδελφοί, δε μετρά τόσο η ποσότητα, αλλά η ποιότητα! Για να είναι μια προσευχή ποιοτική για το Θεό καθοριστικό ρόλο παίζουν δύο παράγοντες: Ο Νους και η Καρδιά. Στο νου πολεμήθηκε η οσία Μαρία η Αιγυπτία όταν κατά την ώρα των προσευχών της στην έρημο, τής έρχονταν εικόνες και λογισμοί από το αμαρτωλό παρελθόν της. Και ήταν τέτοια η ποιότητα της καρδιακής της προσευχής ώστε να υπερίπταται του εδάφους και να την βλέπει ο αββάς Ζωσιμάς να πετά στον αέρα.




  1. Ο Νους στην προσευχή. 

 Ο διασκορπισμός του νου. Όταν το μυαλό μας ταξιδεύει…

 Όλοι μας έχουμε νιώσει την ώρα της προσευχής το νου μας να περισπάται, το μυαλό μας να φεύγει από εδώ και από εκεί και διάφορες σκέψεις να μας βομβαρδίζουν. «Σκέψεις διέρχονται από το κεφάλι μας, σαν βόμβος μυγών ή σαν το ιδιότροπο πήδημα των πιθήκων από κλαδί σε κλαδί»(1).
Το πρόβλημα συναντάται σε όλους μας. Υπάρχει περίπτωση να είμαστε παρόντες τω σώματι και απόντες τω πνεύματι. Βλέποντας αυτόν τον κίνδυνο, μας επαναφέρει ο Χερουβικός ύμνος:
  «πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν».
Μη σκέφτεστε τώρα τα βιοτικά! Άλλη ώρα. Μη φέρνουμε τη δουλειά, το σπίτι, το γραφείο στην προσευχή. Να κουβαλάμε την προσευχή στα βιοτικά μας και όχι τα βιοτικά μας κατά την  εκτέλεση της προσευχής.  Αλλιώς μπορεί να περάσει η ώρα της λατρείας και εμείς να μην έχουμε καταλάβει τίποτα.
«Κάποτε σε μία γυναίκα που καθόλη τη διάρκεια της προσευχής ο νους της ήταν στις δουλειές του σπιτιού της, ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης από τη Δράμα της είπε: «Εν ώρα λατρείας τα ρούχα σου τα έβλεπα, μα εσένα δεν σε έβλεπα…»(2). Ο ιερός Χρυσόστομος θέτει το τόσο αυτονόητο ερώτημα: «Αφού εσύ ο ίδιος δεν ακούς τα λόγια της προσευχής σου, πώς περιμένεις να τα ακούσει ο Θεός;».


Όταν συμβαίνει αυτό ο πιστός:

 Λυπάται για αυτήν την αδυναμία του.

Μετανιώνει που ούτε λίγη ώρα δεν καταφέρνει να συγκεντρωθεί. Μήπως αυτός ο περισπασμός είναι αμαρτία; Εξαρτάται από την ποσότητα, την ποιότητα αυτού του περισπασμού και τον αγώνα που κάνουμε να τον αποφύγουμε. Οι άγιοι και μας ελέγχουν και μας παρηγορούν!
Ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος λέει: «μεγαλύτερη από όλες τις αμαρτίες είναι το να προσεύχεται κάποιος στο Θεό χωρίς φόβο και ευλάβεια και προσοχή».
Το ότι πολλές φορές ευθυνόμαστε για αυτήν την αμέλεια, μάς το επισημαίνει ένας σύγχρονος ιερέας: «Μπορεί οποιοσδήποτε να είναι συγκεντρωμένος ακόμη και επί ώρες σκεπτόμενος κάποιο πρόβλημά του ή κάποια υπόθεσή του χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε τίποτα άλλο. Τα παλαιότερα επίσης χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν ακόμη οι αριθμομηχανές, οι λογιστές εργάζονταν επί οχτάωρο κάνοντας πράξεις χωρίς να σηκώνουν κεφάλι και χωρίς να φεύγει ο νους τους, ακόμη και αν δίπλα τους δούλευε κομπρεσέρ! Ανάλογα συμβαίνουν και με την ενασχόληση πολλών σπουδαστών στα μαθήματά τους. Εάν όμως ξεκινήσει κάποιος να προσευχηθεί, τότε όλες οι ασχολίες προβάλλουν εμπρός του και τον διασπούν. Αυτό είναι απόδειξη ότι υπάρχει διάβολος και ότι η προσευχή τον κατακαίει, γι αυτό την πολεμά»(3).
Απόδειξη όμως επίσης ότι και εμείς όταν θέλουμε κάτι, το μπορούμε.
«Είπε ο αββάς Θεόδωρος, λέει το Γεροντικό, ότι αν μας λογαριάσει ο Θεός τις αμέλειες κατά τις προσευχές και τις αφηρημάδες κατά τις ψαλμωδίες, δεν μπορούμε να σωθούμε».

 Λυπάται μεν αλλά δεν απογοητεύεται.

Είναι κάτι που το περιμένει. Συμβαίνει σε όλους. Ακόμη και στους αγίους. Όποιος το αρνείται προφανώς του λείπει η συναίσθηση ή η ειλικρίνεια.

 Υπάρχει το εξής ανέκδοτο:

«Μια μέρα ενώ έμπαινε με το άλογό του στο χωριό ο επίσκοπος, συνάντησε έναν χωρικό που του είπε: 

- Καλημέρα Δέσποτα. Πρέπει να σας εμπιστευτώ ένα μυστικό. Μπορώ να προσεύχομαι χωρίς περισπασμούς. 

- Θαύμα! Απάντησε ο επίσκοπος. Μέχρι τώρα δεν συνάντησα κανέναν άνθρωπο ικανό να προσεύχεται χωρίς να αφαιρείται. Για αυτό σου υπόσχομαι ένα βραβείο. Κοίταξε να δεις. Εάν μπορέσεις να πεις το Πάτερ ημών χωρίς αφηρημάδα, θα σου χαρίσω το άλογό μου.

 Ο χωρικός ήταν πολύ ευχαριστημένος και άρχισε:

-  Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου… Θα μου δώσεις και τη σέλλα ή μόνο το άλογο; είπε, διακόπτοντας ξαφνικά την προσευχή.

 Ο επίσκοπος γέλασε.
 -  Δυστυχώς, δεν θα έχεις ούτε το άλογο ούτε τη σέλα.

 Ο αγρότης κατάλαβε ότι είχε χάσει το στοίχημα. Ούτε αυτή τη σύντομη προσευχή μπόρεσε να πει χωρίς να φύγει ο νους του αλλού».

Οι Πατέρες μας προφυλάσσουν όμως από την απογοήτευση. Διαβάζουμε στην Κλίμακα: 

«Να παλεύεις συνέχεια να συγκεντρώνεις το νου σου που σκορπάει σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δε ζητά από τους υποτακτικούς (όπως από τους ησυχαστές) αρέμβαστη προσευχή. Μην αθυμείς όταν κλέπτεται ο νους σου· αλλά να ευθυμείς που πάντοτε τον επαναφέρεις. Γιατί το να μένει ο νους ασύλητος, χωρίς δηλαδή να κλέπτεται ανήκει μόνο στους αγγέλους».

 Αναφέρει και ο στάρετς Ιωσήφ:

«Μου ζητάς να σε διδάξω πώς να αποφεύγεις το διασκεδασμό τού νου την ώρα της προσευχής. Για μας τους αμαρτωλούς είναι αδύνατο να αποφεύγουμε αυτό το διασκεδασμό. Πρέπει όμως να προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε το νου μας και να τον περιορίζουμε στα λόγια της προσευχής, να εμβαθύνει δηλαδή στο νόημα κάθε λέξης. Ας μην απελπίζεται κανείς από την ακηδία και την σκληροκαρδία. Φτάνει να αναγνωρίζει πως είναι ανάξιος και να αγωνίζεται όσο μπορεί να προσεύχεται. Αν η προσευχή του δεν είναι θερμή, δε σημαίνει και πως δεν είναι ευάρεστη στο Θεό. Μερικές φορές η προσευχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως θυσία, αν ο άνθρωπος ταπεινώνεται και μέμφεται τον εαυτό του μπροστά στο Θεό»(4).


Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης μια μέρα προσευχόταν και ένας δαίμονας που τον παρακολουθούσε του ψιθύριζε: 

«Υποκριτή, πώς τολμάς να προσεύχεσαι, με τον ρυπαρό νου σου γεμάτο από σκέψεις, τις οποίες διαβάζω»; 

Για αυτό και του απάντησε:

 «Επειδή ακριβώς ο νους μου είναι γεμάτος από σκέψεις που αντιπαθώ και πολεμώ, προσπαθώ να προσευχηθώ»(5).

Αυτή η πάλη, αυτό το κονταροχτύπημα με το νου μας εκείνη την ώρα, μας ασκεί στον αγώνα της προσευχής. Μέσω αυτής της εμπειρίας γινόμαστε καλύτεροι.
Συνομιλώντας ο στάρετς Αμβρόσιος με κάποιον αδελφό -ο λόγος ήταν για την ευχή του Ιησού και για τους απρεπείς λογισμούς- του διηγήθηκε την εξής εντυπωσιακή περίπτωση:

 Ρώτησε ένας αδελφός τον άλλον

- «Ποιος σου έμαθε την ευχή του Ιησού»;

 Κι εκείνος του απάντησε:

- «οι δαίμονες».

- «Μα είναι δυνατόν αυτό;» 

- «Βεβαίως. Αυτοί με πολεμούσαν με αισχρούς λογισμούς, εγώ αμυνόμουν λέγοντας την ευχή κι έτσι την έμαθα καλά»(6).

Ο διάβολος μας πολεμά σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο προσπαθεί να μας αποτρέψει εντελώς από την προσευχή με πολλές δικαιολογίες. Την κούραση, τη νύστα, το πρωινό ξύπνημα, το ότι δε χάθηκε ο κόσμος κλπ. Όταν αυτό δεν το καταφέρει πηγαίνει στο δεύτερο επίπεδο. Αν τελικά αρχίσουμε την προσευχή προσπαθεί να μας την χαλάσει με τους λογισμούς και τον περισπασμό. Πρέπει να τον πολεμούμε και στα δύο επίπεδα!

«Κατά τα πρώτα χρόνια της εξομολογητικής του διακονίας, ο μακαριστός π. Επιφάνιος …ανέβαινε με πολλή δυσκολία τα σκαλοπάτια κρατώντας τα κάγκελα της σκάλας.

 -Μου ψιθύριζε ο πονηρός στο αυτί:

- «Τώρα είσαι κουρασμένος. Γιατί να κάνεις το Απόδειπνο; Δε θα καταλάβεις τίποτα. Θα το κάνεις μηχανικά».

 Κι εγώ απαντούσα:

- «Αν δεν το κάνω καθόλου, θα είναι όλη η νίκη δική σου. Αν το κάνω όμως έστω και μηχανικά, η μισή νίκη θα είναι δική μου». Και το έκανα»(7).

 Άλλωστε ποτέ καμία προσευχή δεν πάει χαμένη, και μεις αδυνατούμε να καταλάβουμε την αξία και της πιο ψυχρής κατά τη γνώμη μας προσευχής.

- «Γέροντα, είπε κάποιος στον π. Παΐσιο, το βράδυ που έρχομαι από τη δουλειά νυστάζω και δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα… Τι να κάνω; 

- Οι στρατιώτες όταν είναι κουρασμένοι κοιμούνται. Όμως πριν κοιμηθούν, ρίχνουν μερικές ριπές στον αέρα, για να συνειδητοποιεί ο εχθρός ότι βρίσκονται έξω και δεν αστειεύονται. Αφού ρίξουν μερικές ριπές, πέφτουν για ύπνο. Το ίδιο να κάνεις και συ …να λες λίγο την ευχή και να ξαπλώνεις μετά»(8)

Στη Βίβλο Βαρσανουφίου και Ιωάννου αναφέρεται: 

Ερώτηση:  - Όταν προσεύχομαι ή ψέλνω και δεν αισθάνομαι τη δύναμη των λεγομένων, εξ αιτίας της σκληρότητας της καρδιάς μου, σε τι ωφελούμαι; 

Απόκριση:  - Εάν εσύ δεν αισθάνεσαι, οι δαίμονες όμως αισθάνονται και ακούν και τρέμουν. Μην παύσεις λοιπόν να προσεύχεσαι. Και σιγά σιγά με τη βοήθεια του Θεού θα απαλυνθεί η σκληρότητα της καρδιάς σου».

Οι άγιοι μας δίνουν κάποιες πρακτικές συμβουλές σε αυτόν τον αγώνα:

 «Την ώρα της προσευχής, όταν ο νους μας φεύγει σε άσχημα πράγματα, ή έρχονται χωρίς να το θέλουμε, να μην χρησιμοποιούμε αντιρρητικό πόλεμο κατά του εχθρού, διότι και όλοι οι δικηγόροι και αν μαζευτούν, με ένα διαβολάκι δεν τα βγάζουν πέρα με συζήτηση, αλλά μόνο με μια περιφρόνηση μπορεί να τα διώξει κανείς, όπως και τους βλάσφημους λογισμούς» (π. Παΐσιος).


 Σταματά όσο γίνεται πιο γρήγορα αυτόν τον περισπασμό.

Πατάει το στοπ σε αυτήν την ταινία που αρχίζει να παίζει ο νους του. Δε χρονοτριβεί καθόλου. Ταχύτατα φεύγει ο νους; Ταχύτατα επίσης τον μαζεύει.

 Ξαναγυρίζει πίσω στην προσευχή.

Εκεί που την άφησε. Στο σημείο που είχε μείνει.

 Επαναλαμβάνει τα λόγια που δεν άκουσε ούτε ο ίδιος.

 Επαναλαμβάνει την προσευχή.

«Να ψέλνεις και με το στόμα, αλλά όμως με πολύ σιγανή φωνή και ο νους να επιστατεί, και να μην ανέχεται να μείνει κάποιος λόγος χωρίς να κατανοηθεί. Και αν καμιά φορά ξεφύγει κάτι από το νου χωρίς να κατανοηθεί να επαναλάβεις το στίχο, όσες φορές χρειάζεται, μέχρι που να κάνεις το νου σου να παρακολουθεί τα λεγόμενα..» (Θεόληπτος Φιλαδελφείας).

 «Να αγωνίζεσαι να περικλείεις τη σκέψη σου μέσα στα λόγια της προσευχής. Και αν εξαιτίας της νηπιακής πνευματικής καταστάσεώς σου ατονίσει και ξεφύγει από εκεί, πάλι περιμάζεψέ την μέσα. Γιατί γνώρισμα του νου είναι το άστατο»
(Κλίμαξ)

 Τονίζει τις λέξεις. Τις λέει αργά αργά.

Είναι καλύτερα να διαβάσεις έναν ψαλμό αργά αργά και να τον καταλάβεις και να τον αισθανθείς, παρά πολλούς ψαλμούς βιαστικά. Είναι καλύτερα να πεις τρία Κύριε ελέησον αργά και με συγκέντρωση στις λέξεις, παρά σαράντα Κύριε ελέησον σαν μηχανάκι. Αν σε βοηθά κλείνε τα μάτια για να μην επηρεάζεσαι από τα διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα. Αν δεν σε βοηθά αυτό άνοιγε τα μάτια σου και προσήλωνέ τα σε μία εικόνα. Αναφέρει ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ: 

«Όταν προσεύχεσαι, να στέκεσαι σε στάση προσοχής. Σε αυτό θα βοηθηθείς εάν έχεις τα μάτια κλειστά. Να τα ανοίγεις μόνο όταν σε κυριεύει η νύστα και η ακηδία. Τότε να προσηλώνεις το βλέμμα σου σε κάποια εικόνα και στο κερί που καίει μπροστά της»(9)

 Βάζε τον εαυτό σου μέσα στις λέξεις και τους ύμνους.

«Όταν διαβάζεις τους στίχους της ψαλμωδίας σου, μη σκέφτεσαι ότι είναι λόγια αλλουνού, που τα επαναλαμβάνεις. Και αυτό, για να μη νομίσεις ότι οι ψαλμοί, που έχεις μπροστά σου για πνευματική μελέτη, είναι ατέλειωτοι, και παραβλέψεις τελείως την κατάνυξη και τη χαρά που φέρνουν. Εσύ λοιπόν, όταν προσεύχεσαι, να διαβάζεις με κατάνυξη τους στίχους, σαν να είναι δικά σου λόγια, και να καταλαβαίνεις όσα λες, σαν να είναι το έργο σου αυτό, που πρέπει να το εκτελείς τέλεια»
(Ισαάκ Σύρος).

 Πρέπει στα πρόσωπα των ύμνων να τοποθετώ τον εαυτό μου. Όταν θα ακούω τη μεγάλη Τρίτη «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…» να προσαρμόσω όλα τα λόγια στον εαυτό μου, σε πρώτο πρόσωπο και να σκεφτώ ότι εγώ είμαι ο εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσών, εγώ είμαι ο Ιούδας, εγώ είμαι ο Πέτρος και εγώ πρωταγωνιστώ σε αυτά. Να φανταστώ με το μυαλό μου τον εαυτό μου στη δική τους θέση και ότι εγώ λέω τα δικά τους λόγια στον ύμνο. Τότε η προσευχή γίνεται δική μου!

Η προσήλωση του νου

Πώς αλλιώς μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα; Ερωτάται ο μέγας Βασίλειος:

 «Πώς μπορεί κανείς να επιτύχει στην προσευχή την προσήλωση του νου;  Εάν βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Γιατί, αν, όταν βλέπει κανείς κάποιον άρχοντα ή προϊστάμενο, έχει προσηλωμένο το βλέμμα του σ’ αυτόν και συζητεί μαζί του, πολύ περισσότερο εκείνος που προσεύχεται στο Θεό, πρέπει να έχει προσηλωμένη τη σκέψη του σε Εκείνον που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά».

 Άρα προσευχή χωρίς προσοχή δε γίνεται. Ο φόβος του Θεού, η ευλάβεια, η συναίσθηση της αναξιότητάς μου θα μου προσηλώσουν το νου. Να καταλάβω πρώτον σε Ποιον μιλάω και δεύτερον ποιος είμαι εγώ που μιλάω.


Είναι τόσο χαρακτηριστική η προσήλωση των αγίων στην προσευχή. «Ενώ προσευχόταν άγιος Γέροντας, ένας σκορπιός του δάγκωσε το πόδι. Η καρδιά του έσταξε αίμα από τον πόνο, μα δεν διέκοψε την προσευχή του. Στάθηκε ακίνητος ως το τέλος» λέει το Γεροντικό.

 Αναφέρει ο στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα: «Στο σπίτι η μητέρα με έβαζε να διαβάζω τους χαιρετισμούς του Χριστού ή της Παναγίας. Μερικές φορές τύχαινε να στεκόμαστε όρθιοι στην προσευχή και ξαφνικά από το παράθυρο να βλέπουμε τον αρκουδιάρη να περνάει με μια αρκούδα. Ακολουθούσε πολύς κόσμος και γινόταν πολύ φασαρία. Ήταν κάτι φοβερό. Συνεχίζαμε όμως να προσευχόμαστε με περισσότερο ζήλο και αφοσίωση. Οι επισκέπτες που άκουγαν τις αφηγήσεις του, μερικές φορές τον ρωτούσαν:

- Σίγουρα τα παιδιά δεν ήθελαν να πάνε κοντά στο παράθυρο, για να παρακολουθήσουν αυτό το περίεργο θέαμα; 

- Όχι, αυτό ήταν αδύνατο. Η μητέρα μας ήταν πολύ αυστηρή, απαντούσε ο γέροντας»(10). Τίποτα δεν τους τραβούσε την προσοχή και την περιέργεια.

 Η Καρδιά στην προσευχή

«Αν έχεις καρδιά, μπορείς να σωθείς» λέει το Γεροντικό. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε: και «αν έχεις καρδιά μπορείς να προσευχηθείς». Ό,τι κάνουμε για το Θεό, πρέπει να το κάνουμε με την καρδιά μας. Αν ο Θεός μας λέει, «υιέ δος μοι σην καρδίαν», άρα και στην προσευχή μας η καρδιά μας πρέπει να του μιλάει περισσότερο παρά τα χείλη μας, διότι αλλιώς θα ισχύει και για μας το: 

«Ο λαός ούτος τοις χείλεσι με τιμά, η δε καρδιά αυτού πόρρω απέχει απ εμού».

 Στην προσευχή είναι καλύτερα να έχεις καρδιά δίχως λόγια παρά λόγια δίχως καρδιά. Αναφέρει σχετικά ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης:

«Όταν κάνουμε την προσευχή μας, πρέπει να πηγάζει κάθε λέξη της κατ’ ευθείαν από την καρδιά και κάθε μία από αυτές τις λέξεις να διατηρεί όλη τη δύναμη του περιεχομένου της. Αν αφήσουμε να εξατμισθεί η ουσία ενός φαρμάκου, το φάρμακο αυτό παύει να είναι σωτήριο για τη σωματική μας υγεία. Έτσι και κατά την προσευχή. Αν λέμε τα λόγια της, μη προσέχοντας στο ζωοποιό νόημά τους, δεν θα αποκομίσουμε ωφέλεια…  Τα λόγια της προσευχής αντιστοιχούν στα συστατικά στοιχεία ενός φαρμάκου. Το καθένα έχει τη δική του δύναμη και όλα μαζί αποτελούν τη θεραπευτική δόση που χρειάζεται το άρρωστο σώμα μας. Όπως οι φαρμακοποιοί φυλάνε σε κλειστό μπουκάλι ένα παρασκεύασμα ιαματικό, για να μην εξατμιστεί η δύναμή του, έτσι και εμείς πρέπει να κάνουμε με τα λόγια της προσευχής. Να φυλάμε τη δύναμή τους στον κλειστό χώρο της καρδιάς μας, για να τα προφέρουμε με όλη τη δύναμή τους άθικτα και ακέραια»(11).

«Κάποτε ο στάρετς Βαρσανούφιος άκουσε κάποιον να λέει κακομοιρίστικα: 

- Και τι να κάνω; Δόξα σοι ο Θεός.

- Έτσι το λένε το «δόξα σοι ο Θεός»; φώναξε ο π. Βαρσανούφιος. 

- Και πώς να το λέω; 

- Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός! είπε ο άγιος με φωνή γεμάτη γαλήνη, ειρήνη και χαρά. Από τη στιγμή εκείνη κατάλαβα ότι το «δόξα σοι ο Θεός» δεν επιτρέπεται να είναι ένα κακομοιρίστικο επιφώνημα. Και ότι έχουμε χρέος να δοξάζουμε τον Κύριο από τα βάθη της καρδιάς μας».(12)

Με αγάπη στην καρδιά.

Ό,τι γίνεται με καρδιά θα έχει μέσα του αγάπη, αφού καρδιά και αγάπη ταυτίζονται. Προσεύχομαι στο Χριστό από αγάπη, με αγάπη, και για την αγάπη σε Εκείνον. 

Αναφέρει ο γέρων Πορφύριος:

«Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική. Πρέπει να πονάεις. Να αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις για αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο… εμείς όμως έχουμε φλόγα για το Χριστό; Τρέχουμε όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουραστούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγαρεία και λέμε:

 «Ω, τώρα έχω να κάνω και προσευχή και κανόνα...»; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό. Αν στραπατσαριστεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά του».(13)

Και αλλού προσθέτει:

«Η προσευχή δε μετριέται. Ξεπηδάει. Δεν παρατηρείται από τον προσευχόμενο, ξεχύνεται όπως τα δάκρυα στη συγκίνηση, χωρίς εσκεμμένη προσπάθεια. Και όμως χρειάζεται και για την προσευχή κάποια εργασία, αλλά αυτή δεν είναι βίαιη και καταναγκαστική. Πρέπει να δημιουργήσουμε την ατμόσφαιρα. Να διαβάσουμε κάτι πνευματικό, να θυμιάσουμε, να ψάλλουμε, να ανάψουμε το καντηλάκι μας… όλα αυτά απλά και αβίαστα, εν απλότητι καρδίας»


«Αδελφός ρώτησε έναν Γέροντα: 

-  «Γιατί κάνω ανόρεκτα τη σύντομη ακολουθία μου;». 

Ο Γέροντας του αποκρίθηκε: 

-  «Η αγάπη προς το Θεό από εδώ φαίνεται, αν δηλαδή κανείς ολοπρόθυμα και με κατάνυξη και συγκεντρωμένο το νου εκτελεί τη θεϊκή εργασία»(14).

*Την προσευχή να την εκτελούμε (=πράττουμε) και όχι να την εκτελούμε (=σκοτώνουμε)!


Με πόνο καρδιάς.

«Όλη η βάση είναι να πονάει ο άνθρωπος. Αν δεν πονάει, μπορεί να κάθεται ώρες με το κομποσχοίνι, και η προσευχή του να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Αν υπάρχει πόνος για το θέμα για το οποίο προσεύχεται, ακόμη και με έναν αναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή.
Ένας αναστεναγμός για τον πόνο του άλλου είναι μια καρδιακή προσευχή. Ισοδυναμεί δηλαδή με ώρες προσευχής. Η πραγματική προσευχή ξεκινάει από έναν πόνο. Δεν είναι ευχαρίστηση, «νιρβάνα».

 Τι πόνος είναι; Βασανίζεται με την καλή έννοια ο άνθρωπος.

 Στο Άγιο Όρος έκαναν κάπου Λιτανεία για την ανομβρία και αντί να βρέξει έπιασε πυρκαγιά! Δε γίνεται η Λιτανεία σα να κάνουμε περίπατο. Θέλει να πονέσουμε· μας ζητούν να κάνουμε μια αγρυπνία, ας υποθέσουμε, για ένα άρρωστο, και ψάλλουμε «ανοίξαντός σου την χείρα» και χαιρόμαστε. Εμείς περνάμε ευχάριστα την ώρα μας και ο άλλος εν τω μεταξύ πεθαίνει. Κάνουμε λέει αγρυπνία για τον άρρωστο. Τι αγρυπνία; Εσείς κάνετε διασκέδαση. Αυτό είναι πνευματική διασκέδαση»(15)

Έλεγε ο γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας: «εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για όποιον προσεύχομαι. Θεωρώ πως η προσευχή εκείνη που γίνεται χωρίς να ματώνει η καρδιά από αγάπη και πόνο, δεν φτάνει στο Θεό. Για αυτό λιώνω στην προσευχή.»

 «Να προσεύχεσαι για τον κόσμο είναι σαν να χύνεις αίμα» έλεγε και ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

«Κάθε προσευχή για την οποία δεν κουραστεί το σώμα και δεν στενοχωρηθεί σε αυτήν η καρδιά, θεωρείται έκτρωμα. Γιατί εκείνη η προσευχή είναι χωρίς ψυχή»
(Ισαάκ ο Σύρος).

Ή κατά την Φιλοκαλία «όπως φαίνεται η ανάλατη τροφή στο λάρυγγα, έτσι θα φανεί η προσευχή που φτάνει στο νου χωρίς κατάνυξη.» 

«Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεστε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μία νύχτα ολόκληρη να προσεύχεται κι ο άλλος μονάχα πέντε λεπτά και αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι» λέει ο π. Πορφύριος.

Να γίνεται η προσευχή εμπόνως και εντόνως! 

Να πώς περιγράφει την έμπονη και έντονη προσευχή της άρρωστης αδελφής του Γοργονίας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: 

«αφού φύλαξε να έλθει η ακατάλληλη ώρα της νύχτας, πέφτει με πίστη στο θυσιαστήριο, με φωνή μεγάλη και με όλες τις επικλήσεις, αποθέτει το κεφάλι της στο θυσιαστήριο με φωνές και με άφθονα δάκρυα βρέχοντάς το, απειλούσε ότι δεν θα σταματήσει αν δεν λάβει την υγεία της. Έπειτα με το δικό της αυτό φάρμακο -τα δάκρυα- αλείφοντας ολόκληρο το σώμα της και αν κάπου θησαύρισε το χέρι της κάτι από το τίμιο σώμα και αίμα της ευχαριστίας, αυτό αναμιγνύοντας με τα δάκρυά της, ω θαύμα, φεύγει και αισθάνθηκε αμέσως την σωτηρία»(16)

 Με αυθορμητισμό στην καρδιά

Στην προσευχή μας πρέπει να αφήνουμε και τον εαυτό μας να εκφράζεται ελεύθερα στο Χριστό. Να του πούμε ό,τι νιώθει η καρδιά μας. Ακόμη και τα παράπονά μας, και τις αμφιβολίες μας. Οι Ψαλμοί του Δαβίδ είναι γεμάτοι ειλικρίνεια και αυθορμητισμό. Αυτό πάει να πει αληθινή σχέση με ένα πρόσωπο.

 «Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου. Διότι πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαριστούν και ικανοποιούν τον ουράνιο πατέρα τους»
(Κλίμαξ).


Με σιωπή στα χείλη και ακοή στην καρδιά

Κρείττον το σιγάν του λαλείν! Αυτό ισχύει συχνά και στην προσευχή μας. «Ο πιστός, μπαίνει στο ταμιείο της καρδιάς του, και εκεί, ιστάμενος μπροστά στο Θεό, μπορεί να ακούσει τον «εν σιγή» λόγο του Δημιουργού του. Όταν προσεύχεσαι… πρέπει να παραμένεις σιωπηλός, να αφήνεις την προσευχή να μιλά, να αφήνεις το Θεό να μιλήσει. Ο άνθρωπος πρέπει να παραμένει πάντοτε σιωπηλός και να επιτρέπει στο Θεό να ομιλεί»(17).

Μια ηλικιωμένη κυρία μου είπε:

-   πάτερ, 14 χρόνια τώρα προσεύχομαι συνεχώς και ποτέ δεν αισθάνθηκα την παρουσία του Θεού.

 Τη ρώτησα:

-   Του δίνετε την ευκαιρία να πει και Εκείνος μια λέξη;

-   Μα του μιλάω εγώ συνεχώς. Αυτό δεν είναι προσευχή; 

Της απάντησα: 

-  Δεν νομίζω πως αυτό που κάνετε είναι προσευχή και σας συμβουλεύω να αποσύρεστε σε μία άκρη με το πλεκτό σας, ενώπιον του Θεού, για 15 λεπτά την ημέρα.

 Έκανε όπως της είπα και το αποτέλεσμα ήταν να έρθει πολύ σύντομα να με δει και να μου πει:

- Μου συμβαίνει κάτι παράξενο. Όταν προσεύχομαι και μιλάω στο Θεό με λόγια, δεν αισθάνομαι τίποτα μέσα μου. Όταν όμως κάθομαι σιωπηλά ενώπιόν του, πρόσωπο με πρόσωπο, τότε αισθάνομαι να με τυλίγει από παντού η παρουσία Του»(18).



Παραπομπές

(1)Καλλίστου Ware: Η εντός ημών Βασιλεία σελ.26, 

(2) Διονυσίου Τάτση: Νέον Γεροντικόν σελ. 56 ιστ', 

(3)Υποθήκες Ζωής σελ. 120, 

(4)Μπότση Πέτρου: Το Γεροντικό του Βορρά τομ. Α σελ. 179, 

(5) Αντωνίου Bloom: Ζωντανή Προσευχή σελ.115 

(6)Ι. Μ. Παρακλήτου: Ο στάρετς Αμβρόσιος σελ. 164, 

(7)Υποθήκες Ζωής σελ. 53, 

(8) Διονυσίου Τάτση: Χαριτωμένες Διδαχές σελ. 86, 

(9) Ι. Μ. Παρακλήτου: Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ σελ. 326, 

(10)Μπότση Πέτρου: Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα σελ.27, 

(11)εκδ. Παπαδημητρίου: Η εν Χριστώ Ζωή μου κεφ.43, 

(12) Μπότση Πέτρου: Γεροντικό του Βορρά τομ. Α σελ.59, 

(13) Βίος Πορφυρίου σελ.238-239, 

(14)Μέγα Γεροντικό τομ Γ σελ. 203, 

(15) Πνευματική Αφύπνιση. Γέροντος Παϊσίου σελ.309,306, 

(16)ΕΠΕ Γρηγορίου Θεολόγου τομ.6 σελ. 371-5, 

(17)Καλλίστου Ware: Η εντός ημών Βασιλεία σελ. 24, 

(18)Αντωνίου Blom: Ζωντανή Προσευχή σελ.145

(Ομιλία π. Νικολάου στον Ι. Ν. Αγίας Φωτεινής)

Pages