Στη φιλοσοφία το «παράλογο», αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης τάσης για την αναζήτηση εγγενούς αξίας και νόηματος στη ζωή απο την μία πλευρά και την ανθρώπινη αδυναμία να τα βρουν από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο παράλογο δεν σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως αδύνατο».
Παραλογισμός
Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα.
Κατά συνέπεια, παραλογισμός είναι μια φιλοσοφική σχολή σκέψης η οποία δηλώνει ότι οι προσπάθειες της ανθρωπότητας να βρει εγγενή έννοια τελικά θα αποτύχουν (και ως εκ τούτου είναι παράλογες), διότι ο τεράστιος όγκος πληροφοριών καθώς κι η ευρεία σφαίρα του αγνώστου καθιστούν την απόλυτη πεποίθηση αδύνατη. Ως φιλοσοφικό ρεύμα, ο παραλογισμός διερευνά επιπλέον τη θεμελιώδη φύση του Παραλόγου και το πώς τα άτομα, όταν συνειδητοποιήσουν το Παράλογο, θα πρέπει να ανταποκριθούν. Ο παραλογιστής φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ δήλωσε ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεχτούν την παράλογη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, επίσης, να συνεχίσουν αγέρωχα να αναζητούν νόημα και να συνεχίσουν να εξερευνούν.
Ο παραλογισμός μοιράζεται ορισμένες έννοιες, και ένα κοινό θεωρητικό πρότυπο με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Έχει τις ρίζες του στο έργο του Δανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο οποίος επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με το Παράλογο, αναπτύσσοντας τη δική του υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο παραλογισμός ως ένα σύστημα πεποιθήσεων γεννήθηκε από το ευρωπαϊκό υπαρξιακό κίνημα που ακολούθησε, ειδικά όταν ο Γαλλο-Αλγερινός φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ απέρριψε ορισμένες πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης και δημοσίευσε το δοκίμιο: «Ο Μύθος του Σίσυφου».
Τον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρείχε το κοινωνικό περιβάλλον που επέτρεπαν την ανάπτυξη παραλογιστικών απόψεων και επέτρεπε τη λαϊκή τους ανάπτυξη, ειδικά στην κατακρεουργημένη χώρα της Γαλλίας.
Επισκόπηση
Στην παραλογιστική φιλοσοφία, το Παράλογο προκύπτει από τη θεμελιώδη δυσαρμονία μεταξύ της ατομικής αναζήτησης για το νόημα και την έλλειψη νοήματος του σύμπαντος. Ως όντα που ψάχνουν για νόημα σε ένα κόσμο χωρίς νόημα, οι άνθρωποι έχουν τρεις τρόπους για να επιλύσουν το δίλημμα. Ο Κίρκεγκωρ και ο Καμύ περιγράφουν τις λύσεις στα έργα τους, Ασθένεια μέχρι το Θάνατο (1849) και Ο Μύθος του Σίσυφου (1942), αντίστοιχα:
Αυτοκτονία (ή, “απόδραση από την ύπαρξη”): μια λύση κατά την οποία ένα άτομο τελειώνει την ίδια του τη ζωή. Τόσο ο Κίρκεγκωρ όσο και ο Καμύ απορρίπτουν την βιωσιμότητα αυτής της επιλογής. Ο Καμύ δηλώνει ότι δεν επιλύει το Παράλογο. Αντίθετα, το γεγονός ότι κάποιος διάλεξε να τερματίσει τη ζωή του περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση.
Θρησκευτική, πνευματική, ή αφηρημένη πίστη σε ένα υπερβατικό βασίλειο, ον ή ιδέα: μια λύση στην οποία κάποιος πιστεύει στην ύπαρξη μιας πραγματικότητας που είναι πέρα από το Παράλογο, και έτσι έχει νόημα. Ο Κίρκεγκωρ δήλωσε ότι η πίστη σε κάτι πέρα από το Παράλογο απαιτεί μια παράλογη, αλλά ίσως αναγκαία θρησκευτική αποδοχή σε κάτι άυλο και σε κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά (συνήθως αναφέρεται ως ένα «άλμα πίστης»). Ωστόσο, ο Καμύ και άλλοι θεώρησαν αυτή τη λύση ως «φιλοσοφική αυτοκτονία».
Η αποδοχή του Παραλόγου: μια λύση στην οποία κάποιος δέχεται το Παράλογο και συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από αυτό. Ο Καμύ ενέκρινε τη λύση αυτή, πιστεύοντας ότι με την αποδοχή του Παραλόγου, μπορεί κανείς να επιτύχει την απόλυτη ελευθερία, και χωρίς να αναγνωρίζει κανένα θρησκευτικό ή ηθικό περιορισμό. Επαναστατώντας ενάντια στο Παράλογο, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόμενος το γεγονός ότι είναι αιώνιο, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να είναι ευχαριστημένος από το προσωπικό νόημα που αποκόμισε στη πορεία. Ο Κίρκεγκωρ, από την άλλη πλευρά, θεωρούσε αυτή τη λύση ως “δαιμονική τρέλα”: “Αυτός μαίνεται κυρίως με τη σκέψη ότι η αιωνιότητα μπορεί να μπει μέσα στο κεφάλι του για να πάρει τη μιζέρια απ ‘ αυτόν!”
Σχέση με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό
Ο Παραλογισμός προήλθε από τη συνέχιση των κινημάτων του υπαρξισμού και του μηδενισμού στον 20ο αιώνα. Μοιράζεται μαζί τους κάποια εμφανή βασικά σημεία, αλλά επίσης φθάνει σε συμπεράσματα που είναι μοναδικά. Και οι τρεις σχολές προέκυψαν από την ανθρώπινη εμπειρία της αγωνίας και της σύγχυσης που απορρέει από το Παράλογο: τη φαινομενική έλλειψη νοήματος σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι, παρ ‘ όλα αυτά, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ή να δημιουργήσουν το δικό τους νόημα. Από εκεί και πέρα, οι τρεις σχολές σκέψης αποκλίνουν. Ο Υπαρξισμός γενικά υποστήριξε την κατασκευή νοήματος της ζωής από το κάθε άτομο ξεχωριστά καθώς και την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ο Μηδενισμός, αντίθετα, υποστηρίζει ότι “είναι μάταιο να αναζητάμε ή να δηλώνουμε ότι υπάρχει νόημα εκεί που δεν μπορεί να βρεθεί.”
Ο Παραλογισμός, όπως σχηματίστηκε από τον Καμύ, αποδέχεται, αν και διστακτικά, την πιθανότητα ύπαρξης νόηματος ή αξίας στη ζωή. Διστάζει όμως να αποδεχτεί τόσο την αξία του προσωπικά κατασκευασμένου νοήματος που διδάσκει ο Υπαρξισμός όσο και την ολοκληρωτική αδυναμία εύρεσης νοήματος που υποστηρίζει ο Μηδενισμός. Ο Παραλογισμός του Καμύ επίσης, απαξιώνει ή κατάφορα απορρίπτει την ελεύθερη βούληση, ενθαρρύνοντας απλώς το άτομο να ζει επαναστατικά και αυθεντικά , παρά την ψυχολογική ένταση του Παραλόγου.
Ο Καμύ ο ίδιος με πάθος εργαζόταν για την αντιμετώπιση του μηδενισμού, όπως εξήγησε στο δοκίμιό του “Ο Επαναστάτης”, ενώ, επίσης, απέρριψε κατηγορηματικά την ετικέτα του “υπαρξιστικός” στο δοκίμιό του “το Αίνιγμα” και στη συλλογή Το Λυρικό και κριτικά Δοκίμια του Αλμπέρ Καμύ, αν και ήταν, και ακόμα χαρακτηρίζεται από μερικούς ως υπαρξιστής.
Τόσο ο υπαρξισμός όσο και ο παραλογισμός ασχολούνται με τις πρακτικές εφαρμογές της συνειδητοποίησης της αλήθειας του υπαρξιακού μηδενισμού: δηλαδή, πώς κάποιος ενθουσιώδης αναζητητής θα πρέπει να ενεργεί όταν ξαφνικά βρεθεί αντιμέτωπος με την φαινομενική απόκρυψη, ή παντελή απουσία νοήματος στο σύμπαν. Η αντίληψη του Καμύ για τον κόσμο (π. χ., η αδιαφορία στο διήγημα Ο Ξένος), και κάθε όραμα που είχε για την πρόοδό του, ωστόσο, τον θέτει εκτός από το ρεύμα του υπαρξισμού.
Το νόημα της ζωής
Σύμφωνα με τον παραλογισμό, οι άνθρωποι προσπαθούσαν ιστορικά να βρουν το νόημα της ζωής. Παραδοσιακά, η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε ένα από τα εξής δύο συμπεράσματα: είτε ότι η ζωή δεν έχει νόημα ή ότι η ζωή έχει νόημα, όπως αυτή ορίζεται από μία ανώτερη δύναμη – πίστη στον Θεό ή αφοσίωση σε κάποια θρησκεία η άλλη αφηρημένη έννοια.
Προσωπικό νόημα
Για τον Καμύ, η ομορφιά που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη ζωή είναι αυτή που την κάνει να αξίζει να την ζούμε. Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν νόημα στη δική τους ζωή, το οποίο μπορεί να μην είναι το αντικειμενικό νόημα της ζωής (εάν υπάρχει) αλλά μπορεί να παρέχει κάτι για να μοχθήσει κανείς. Ωστόσο, επέμεινε ότι κάποιος θα πρέπει πάντα να κρατάει μια ειρωνική απόσταση μεταξύ αυτού του τεχνητού νοήματος και της γνώσης του παραλόγου, μήπως το τεχνητό νόημα πάρει τη θέση του παραλόγου.
Ελευθερία
Η ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί πέρα από αυτό που επιτρέπει ο παραλογισμός της ύπαρξης, ωστόσο, το πιο κοντινό που μπορεί κανείς να έρθει στην απόλυτη ελευθερία είναι μέσω της αποδοχής του Παραλόγου. Ο Καμύ εισήγαγε την ιδέα της “αποδοχή χωρίς παραίτηση”, ως έναν τρόπο που ασχολείται με την αναγνώριση του παραλογισμού, ρωτώντας η αν ο άνθρωπος μπορεί να “ζήσει χωρίς έφεση”, καθορίζοντας μια “συνειδητή εξέγερση” κατά της αποφυγής του παραλογισμού του κόσμου. Σε έναν κόσμο που στερείται υψηλότερο νόημα ή μετά θάνατον ζωή στην οποία όλα κρίνονται, η ανθρώπινη φύση γίνεται όσο πιο κοντά στη απόλυτη ελευθερία όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό.
Ελπίδα
Η απόρριψη της ελπίδας, στον Παραλογισμό, δηλώνει την άρνησή κάποιου να πιστέψει σε κάτι περισσότερο από αυτό που του παρέχει η παράλογη ζωή του. Ο Καμύ τονίζει, ωστόσο, ότι η ελπίδα δεν έχει τίποτα να κάνει με την απελπισία (που σημαίνει ότι οι δύο όροι δεν είναι αντίθετοι). Μπορεί κανείς να εξακολουθεί να ζει πλήρως, ενώ απορρίπτει την ελπίδα, και, στην πραγματικότητα, μπορεί αυτό να το πράξει χωρίς ελπίδα. Η ελπίδα γίνεται αντιληπτή από τους παραλογιστές ως μια άλλη δόλια μέθοδος για να αποφύγει το Παράλογο, και μη έχοντας ελπίδα, έχει κανείς κίνητρο να ζει την κάθε στιγμή στο έπακρο. Σύμφωνα με τα λόγια στο επιτύμβιο του Νίκου Καζαντζάκη: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.
Ακεραιότητα
Οι παραλογιστές δεν καθοδηγούνται από την ηθική, αλλά μάλλον, από τη δική τους ακεραιότητα. Ο παραλογιστής είναι στην πραγματικότητα ανήθικος (με την έννοια ότι του λείπει η αίσθηση της ηθικής) αλλά όχι απαραίτητα έκλυτος (με την έννοια της ακολασίας, της λαγνείας). Η Παράλογη άποψη της ηθικής συνεπάγεται μια ακλόνητη αίσθηση σιγουριάς του απόλυτου σωστού και λάθους σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ η ακεραιότητα υποννοεί ειλικρίνεια με τον εαυτό κάποιου και συνοχή στις πράξεις και της αποφάσεις κάποιου.