Ερυσίχθων: Η υπερτροφία του Εγώ - Point of view

Εν τάχει

Ερυσίχθων: Η υπερτροφία του Εγώ

Ο Ερυσίχθονας εκδίδει την κόρη του Μήστρα


“Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος, πολύ λίγο γνωστός, που μοιάζει να είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του “εγώ”. 


Ο μύθος του Ερυσίχθονα.

Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, βλασφημεί, κόβοντας το ιερό δέντρο της Δήμητρας την ώρα της γιορτής.



 Οι Δρυάδες Νύμφες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα.


Ήτανε τότε που μόλις είχανε αποτραβηχτεί τα νερά του Αιγαίου από την Θεσσαλία και η πεδιάδα φάνταζε ένας ξερός απέραντος τόπος γεμάτος αλάτι και μαύρα βράχια. Η Πείνα καθόταν ξεδοντιάρα κουρελού, στην μαύρη ξεραΐλα. Η Δήμητρα της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει, τον βρίσκει να κοιμάται, του δίνει το φιλί και χάνεται.

Από τη στιγμή εκείνη ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του και όλα του τα ζώα, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Οι δυστυχισμένοι οι γονείς του δεν ήξεραν πώς να τον βοηθήσουν. Ο πατέρας του κατέφυγε στον Ποσειδώνα, ο οποίος όμως ήταν εξίσου ανίκανος να θεραπεύσει τον εγγονό του από το κακό που τον βρήκε. Στο μεταξύ ο Ερυσίχθονας βασανιζόταν όλο και περισσότερο από την πείνα.

Ο Ερυσίχθων πουλάει την κόρη του, τη Μήστρα


 Πούλησε την κόρη του Μήστρα για να αγοράσει τρόφιμα. Αλλά η Μήστρα, που ήταν μάγισσα, επέστρεψε στο σπίτι της και παρεκάλεσε και πάλι τον Ποσειδώνα. Ο θεός, μη μπορώντας να βοηθήσει τον Ερυσίχθονα, έδωσε στη Μήστρα την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και να ξεφεύγει από τον πατέρα της. Μία εκδοχή αναφέρει ότι η Μήστρα, από δική της πρωτοβουλία, εκμεταλλεύθηκε το χάρισμα της μεταμορφώσεως για να πουλιέται ως δούλα συνεχώς και να βοηθά έτσι τον πατέρα της. Αλλά στο τέλος, ο Ερυσίχθονας, μη έχοντας να φάει τίποτα πια, άρχισε να τρώει το ίδιο του το κρέας μέχρι που πέθανε.

Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει. Πεινάει. Ακατάσχετα. Τρώει πια ότι βρίσκει μπροστά του: φυτά, ζώα, τη γυναίκα του, την κόρη του -που μόλις προλαβαίνει να μεταμορφωθεί σε φοραδίτσα και τρέχει να γλιτώσει-, τα ξύλα του σπιτιού του, τα πάντα.
Μέχρι που πια δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και μέσα στην μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τα κρέατά του. Τις σάρκες του.

Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθονα -και μην ξεχνάμε ότι έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γής-, αυτή η ρίζα, το αδυσώπητο “εγώ”, που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Θυέστης, Ατρέας, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί.

Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίησις της εξουσίας. Αυτές είναι οι αξίες μας σήμερα, αυτές προβάλλονται και επιβάλλονται από τα marketing, τα advertising, τα ΜΜΕ, την κάθε υπερδύναμη. Σ’ αυτές σκοτωνόμαστε να ανταποκριθούμε και σαν τον Ερυσίχθονα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας…

Τώρα στη βραδινή πορεία μου ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με αλαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού “το κατά φύσιν ζην εστί κατ’ αρετήν”. Αυτά θέλω να γράψω και να πετύχω να ξεφύγω από την μιζέρια και τον παραλογισμό της καινούργιας εποχής μας, χρησιμοποιώντας την ιστορική γνώση, όσο το δυνατόν λιγότερο παραποιημένη ή δικολαβική.”

Απόσπασμα από

Pages