Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ – ΦΑΡΣΑ Ή ΑΛΗΘΕΙΑ;
1Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πάνω από εφτακόσιες ώρες μελέτης του θέματος και εξονυχιστικής διερεύνησης της βάσης του, χρειάστηκαν για να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι μια απ’ τις πιο κακόβουλες, φαύλες, άκαρδες φάρσες που πλάσαραν ποτέ στον άνθρωπο, Ή είναι το πιο καταπληκτικό γεγονός της Ιστορίας.
Ο Ιησούς έχει τρία βασικά διαπιστευτήρια: (1) Την επιρροή της ζωής Του στην Ιστορία μέσω των θαυμάτων και της διδασκαλίας Του, (2) Τις προφητείες που εκπληρώθηκαν στη ζωή Του, και (3) την Ανάσταση Του. Η ανάσταση του Ιησού Χριστού και ο Χριστιανισμός στέκονται ή γκρεμίζονται μαζί. Ένας φοιτητής του πανεπιστημίου της Ουρουγουάης μου είπε κάποτε: «Κύριε McDowell, γιατί δεν μπορείς να ανατρέψεις τον Χριστιανισμό;» Απάντησα, «Για ένα απλό λόγο: Δεν μπορώ να εξηγήσω ένα ιστορικό γεγονός - την ανάσταση του Ιησού».
2Α. Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Ιησούς έδειξε την υλική φύση του αναστημένου Του σώματος ως απόδειξη ότι είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, και επειδή κατ' επέκταση αυτό αποδείκνυε τους ισχυρισμούς Του, ότι ήταν ο ενσαρκωμένος θεός, ο ισχυρισμός των κριτικών, ότι το σώμα Του ήταν άυλο, υπονομεύει τη θεότητα του Ιησού. Ο άδειος τάφος, από μόνος του, δεν αποδεικνύει την ανάσταση του Ιησού όσο και ένα πτώμα που χάθηκε από το νεκροτομεία αποδεικνύει ότι κάποιος αναστήθηκε. Η αλήθεια του Χριστιανισμού βασίζεται στη σωματική ανάσταση του Ιησού.
Ο Δρ. Norman Geisler αναφέρει, «Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε με το ίδιο σώμα με το οποίο ενταφιάστηκε, τότε η ανάσταση χάνει την αξία της ως απόδειξη των ισχυρισμών Του ότι ήταν Θεός (Ιωάννης 8:58, 10:30). Η ανάσταση μπορεί να πιστοποιήσει τους ισχυρισμούς του Ιησού ότι ήταν Θεός, μόνο αν αναστήθηκε με το σώμα με το οποίο σταυρώθηκε. Αυτό το σώμα ήταν κυριολεκτικά ένα σώμα υλικής υπόστασης. Μόνον εφόσον ο Ιησούς αναστήθηκε σε ένα υλικό σώμα μπορούμε να εξακριβώσουμε την ανάσταση Του. Διαφορετικά χάνει την ιστορική της πειθώ» (Geisler, BR, 36).
3Α. Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Όλες οι θρησκείες του κόσμου με εξαίρεση τέσσερις βασίζονται πάνω σε απλά φιλοσοφικά δεδομένα. Από τις τέσσερις που βασίζονται σε προσωπικότητες μάλλον παρά σε φιλοσοφικά συστήματα, μόνο ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται για τον ιδρυτή του την ύπαρξη ενός άδειου τάφου. Ο Αβραάμ, ο ιδρυτής του Ιουδαϊσμού, πέθανε γύρω στο 1900 π.Χ., αλλά κανείς δεν υποστήριξε ότι αναστήθηκε.
Ο Wilbur Μ. Smith αναφέρει στο βιβλίο του Therefore Stand (Επομένως Στάσου): «Οι αυθεντικές περιγραφές της ζωής του Βούδα δεν αναφέρουν σε κανένα σημείο ότι αναστήθηκε. Μάλιστα, στις παλαιότερες αφηγήσεις του θανάτου του, the Mahparinibbana Sutta, διαβάζουμε ότι όταν πέθανε ο Βούδας, ήταν «σαν ένας θάνατος, που δεν αφήνει τίποτε πίσω του» (Smith. TS, 385).
«Ο καθηγητής Childers λέει: “Δεν υπάρχει ίχνος στις γραφές Pali που να λέει ότι ο Sakya Muni υπήρξε μετά το θάνατο του ή εμφανίστηκε στους μαθητές του”. Ο Μωάμεθ πέθανε στις 8 Ιουνίου του 632 μ.Χ. σε ηλικία εξήντα ενός ετών, στη Μεδίνα, όπου τον τάφο του τον επισκέπτονται ετησίως χιλιάδες αφιερωμένοι Μωαμεθανοί. Όλα τα εκατομμύρια των Εβραίων, των Βουδιστών, και των Μουσουλμάνων συμφωνούν ότι οι ιδρυτές τους ποτέ δεν αναστήθηκαν» (Childers, όπως παρατίθεται στον Smith, TS, 385).
Ο William Lane Graig γράφει: «Χωρίς την πίστη στην ανάσταση η Χριστιανική πίστη δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Οι μαθητές θα παρέμεναν συντριμμένοι και νικημένοι. Ακόμη και αν συνέχιζαν να θυμούνται τον Ιησού ως τον αγαπημένο δάσκαλό τους, η σταύρωσή του θα είχε καταπνίξει μια για πάντα κάθε ελπίδα ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Ο σταυρός θα παρέμενε το θλιβερό και επαίσχυντο τέλος της καριέρας του. Έτσι, η αφετηρία της υπόστασης του Χριστιανισμού εξαρτάται από το πιστεύω των πρώτων μαθητών ότι ο Θεός ανέστησε τον Ιησού από τους νεκρούς» (Graig, KTR, 116-17).
Ο Theodosus Hamack λέει: «Το πού στέκεσαι όσον αφορά το γεγονός της Ανάστασης, στα μάτια μου δεν είναι πλέον Χριστιανική θεολογία. Για μένα ο Χριστιανισμός στέκεται ή γκρεμίζεται μαζί με την Ανάσταση». (Hamack, όπως παρατίθεται στον Smith, TS, 437).
Ο William Milligan γράφει, «Ενώ συζητάμε τις θετικές αποδείξεις για την Ανάσταση, μπορούμε επιπλέον να τονίσουμε ότι το γεγονός, αν είναι αληθινό, εναρμονίζει όλα τα υπόλοιπα γεγονότα της ιστορίας» (Millingan, RL, 71).
Ο Wilbur Μ. Smith καταλήγει: «Εάν ο Κύριος μας είπε συχνά και με μεγάλη σαφήνεια και λεπτομέρεια, ότι αφού ανεβεί στην Ιερουσαλήμ θα θανατωθεί, αλλά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί, και αυτή η πρόβλεψη βγήκε αληθινή, τότε κατά την άποψη μου οτιδήποτε άλλο είπε ο Κύριος είναι αληθινό» (Smith.TS. 419).
Ο W. J. Sparrow-Simpson έγραψε:
Εάν κάποιος αναρωτηθεί πώς γίνεται η ανάσταση του Χριστού να αποτελεί απόδειξη ότι είναι ο Υιός του Θεού, θα του απαντήσουμε, πρώτον, επειδή αναστήθηκε με τη δική Του δύναμη. Είχε τη δύναμη να παραδώσει τη ζωή Του, και είχε τη δύναμη να την πάρει πίσω (Ιωάννης 10:18). Αυτό δεν αντιβαίνει με αυτό που διδάσκεται σε πολλά άλλα εδάφια, ότι δηλαδή αναστήθηκε με τη δύναμη του Πατέρα, επειδή ό,τι κάνει ο Πατέρας το ίδιο κάνει και ο Υιός. Η δημιουργία, και όλες οι άλλες επεμβάσεις, αποδίδονται αδιακρίτως στον Πατέρα, στο Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Αλλά κατά δεύτερο λόγο, όπως ο Χριστός είχε δημόσια διακηρύξει ότι ήταν ο Υιός του Θεού, η ανάσταση Του από τους νεκρούς ήταν η σφραγίδα του Θεού στην αλήθεια των λόγων Του. Αν παρέμενε δέσμιος του θανάτου, ο Θεός θα έδειχνε ότι απορρίπτει τη διακήρυξη Του ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Αλλά με την ανάσταση Του από τους νεκρούς, τον αναγνώρισε δημόσια, λέγοντας, «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός». (Sparrow-Simpson, RCF, 287-88)
Επίσης, το κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής είναι ολοκληρωτικά θεμελιωμένο πάνω στην Ανάσταση. Η Ανάσταση δεν είναι απλά το κεντρικό θέμα, αλλά αν αφαιρέσουμε αυτό το δόγμα δε θα μείνει απολύτως τίποτα. Γιατί η Ανάσταση αποτελεί (1) την εξήγηση του θανάτου του Ιησού, (2) τη Μεσσιανική εμπειρία όπως αναφέρεται στις προφητείες, (3) μαρτυρούμενη από τους αποστόλους, (4) την αιτία της έκχυσης του Αγίου Πνεύματος, και έτσι αποτελεί την εξήγηση για φαινόμενα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με άλλο τρόπο, (5) βεβαίωση της Μεσσιανικής και Βασιλικής θέσης του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Έτσι μια σειρά από επιχειρήματα και συμπεράσματα στηρίζουν την αξιοπιστία τους πάνω στην Ανάσταση. Χωρίς την Ανάσταση η Μεσσιανική και η Βασιλική θέση του Ιησού δεν μπορεί να αποδειχτεί. Χωρίς αυτή, η έκχυση του Αγίου Πνεύματος θα αποτελούσε ένα ανεξήγητο μυστήριο. Χωρίς αυτήν, η ουσία της αποστολικής μαρτυρίας θα έπαυε να υφίσταται. Αυτό το οποίο θα έμενε θα ήταν η Μεσσιανική παρουσίαση από τον Ψαλμό 16, και μόνο ως μελλοντική εμπειρία, αφού ο Μεσσίας δεν θα είχε κάνει ακόμη την εμφάνιση του. Παραμένει επίσης η θεϊκή επιδοκιμασία του Ιησού όπως αυτή βεβαιώνεται από τα έργα Του, αλλά προφανώς αυτή η επιδοκιμασία εκτείνεται μόνο στη ζωή Του, μια ζωή που τερματίστηκε όπως τερματίστηκε η ζωή όλων εκείνων των προφητών που το έθνος έπαψε να ανέχεται. Έτσι το πρώτο Χριστιανικό κήρυγμα βασίζεται στη θέση του Ιησού, όπως αυτή καθορίζεται από την Ανάσταση Του (Smith, TS, 230).
Ακόμη και ο Adolf Harnack, που απορρίπτει το πιστεύω της Εκκλησίας στην ανάσταση, παραδέχεται: «Η ακλόνητη πίστη των μαθητών του Ιησού προερχόταν από την πίστη τους ότι ο Ιησούς δεν ήταν δέσμιος του θανάτου, αλλά ότι ο Θεός τον ανέστησε. Ότι ο Χριστός αναστήθηκε, βάσει της εμπειρίας τους, και αφού Τον είχαν δει, ήταν τόσο βέβαιο για αυτούς, όσο και το γεγονός του θανάτου Του, και έγινε το κύριο θέμα του κηρύγματος τους για Αυτόν» (Harnack. HD. όπως παρατίθεται στον Day, ER, 3).
Ο Η. Ρ. Liddon λέει: «Η πίστη στην ανάσταση είναι ο θεμέλιος λίθος του οικοδομήματος της Χριστιανικής πίστης. Αν αφαιρεθεί, όπως είναι φυσικό, τα πάντα θα καταρρεύσουν» (Liddon, όπως παρατίθεται στον Smth, TS, 577).
Ο Douglas Groothuis διακηρύττει:
Η Καινή Διαθήκη αντηχεί και ακτινοβολεί με το γεγονός της ανάστασης του Ιησού. Τα Ευαγγέλια καταγράφουν τη διδασκαλία του Ιησού, που έλεγε ότι έπρεπε να προδοθεί, να πεθάνει, και να αναστηθεί. Στη συνέχεια όλοι μαρτυρούν ότι ο τάφος του ήταν άδειος και ότι εμφανίστηκε στους μαθητές Του, όπως ακριβώς το είχε πει. Το βιβλίο των Πράξεων καταγράφει ως κεντρικό γεγονός το κήρυγμα της ανάστασης του Χριστού.
Οι διάφορες επιστολές της Καινής Διαθήκης και το βιβλίο της Αποκάλυψης χωρίς έναν αναστημένο Ιησού θα έπεφταν στην ανυπαρξία. Η ανάσταση καταγράφεται και από τα τέσσερα Ευαγγέλια, την ιστορία της πρώτης Εκκλησίας (Πράξεις), από τις επιστολές των Παύλου, Πέτρου, Ιωάννη, Ιακώβου, Ιούδα, και από την επιστολή προς τους Εβραίους. Υπάρχει ποικιλία αξιόπιστων μαρτύρων. Από τη στιγμή που τα βιβλία της Καινής Διαθήκης επιδεικνύουν εξαιρετική ικανότητα όσον αφορά την ιστορική αξιοπιστία ... αυτό αποτελεί αιτία για να δεχτούμε την ανάσταση ως αντικειμενική πραγματικότητα (Groothuis, JAC, 273).
Η ανάσταση του Ιησού έχει αποτελέσει κατηγορηματικά το κεντρικό δόγμα της Εκκλησίας. Ο Wilbur Smith αναφέρει:
Από την πρώτη ημέρα που ήρθε στη ζωή από τον Θεό, η Χριστιανική εκκλησία μαρτυρεί με μία φωνή την πίστη της στην Ανάσταση του Χριστού. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε ένα από τα θεμελιώδη δόγματα και πιστεύω της Εκκλησίας, και έτσι εκφράζεται μέσα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης έτσι ώστε αν αφαιρέσουμε τα εδάφια που αναφέρονται στην Ανάσταση, αυτό που θα παρέμενε θα ήταν τόσο ελλιπές που δε θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Η Ανάσταση έγινε μέρος της ζωής της πρώτης Εκκλησίας, αποτέλεσε το κεντρικό θέμα της Χριστιανικής Υμνογραφίας, έγινε ένα από τα βασικά θέματα των σπουδαίων απολογητικών κειμένων των πρώτων τεσσάρων αιώνων, και ήταν το θέμα από το οποίο αντλούσαν τη θεματολογία τους τα κηρύγματα των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας. Έγινε αμέσως μέρος της δογματικής διακήρυξης της Εκκλησίας, όπως αυτό εκφράζεται από το Σύμβολο της Πίστεως.
Όλα τα στοιχεία από την Καινή Διαθήκη φανερώνουν ότι η κεντρική ιδέα του ευαγγελίου δεν ήταν «Ακολούθησε το Διδάσκαλο και κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς», αλλά, «ο Ιησούς και η Ανάσταση». Δεν μπορείς να αφαιρέσεις την ανάσταση από τον Χριστιανισμό χωρίς να μεταβάλεις ριζοσπαστικά το χαρακτήρα του και να καταστρέψεις την ταυτότητα του (Smith.TS, 369-70).
Ο καθηγητής Milligan λέει: «Έτσι είναι φανερό ότι από την ανατολή της ιστορίας της η Χριστιανική Εκκλησία όχι μόνο πίστεψε στην Ανάσταση του Κυρίου της, αλλά αυτή η πίστη της έγινε αναπόσπαστο μέρος της όλης ύπαρξής της» (Milligan, RL, 170)
Ο W. Robertson λέει, «Ο άδειος τάφος του Χριστού αποτελεί το λίκνο της Εκκλησίας». (Smith, TS, 580)
Ο W. J. Sparrow-Simpson λέει: «Εάν η ανάσταση δεν είναι ιστορικό γεγονός, τότε ο θάνατος διατηρεί τη δύναμή του, και μαζί με αυτόν οι συνέπειες της αμαρτίας. Η σημαντικότητα του θανάτου του Ιησού παραμένει απροσδιόριστη, και οι πιστοί παραμένουν ακόμη στις αμαρτίες τους, ακριβώς εκεί που βρίσκονταν πριν ακούσουν για το όνομα του Ιησού.» (Sparrow-Simpson, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 514).
Ο R. M’Cheyne Edgar στο βιβλίο του The Gospel of a Risen Saviour (Το Ευαγγέλιο Ενός Αναστημένου Σωτήρα) έχει πει:
Εδώ έχουμε το Διδάσκαλο μιας θρησκείας, να στηρίζει με ηρεμία το σύνολο των ισχυρισμών Του πάνω στην ικανότητα Του, μετά το θάνατό Του, να αναστηθεί από τον τάφο. Μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι ποτέ άλλοτε, πριν ή έκτοτε, δεν έχει γίνει μια τέτοια διακήρυξη. Το να πούμε ότι μια τέτοια ασυνήθιστη δοκιμασία εφευρέθηκε από μυστικιστές μελετητές των προφητειών, και ενσωματώθηκε στην αφήγηση των ευαγγελίων, χρειάζεται πολύ μεγάλη ευπιστία. Αυτός που είναι έτοιμος να ρισκάρει τα πάντα πάνω στην ικανότητα του να αναστηθεί, στέκεται μπροστά μας ως ο πιο αυθεντικός όλων των δασκάλων (Edgar. GRS. όπως παρατίθεται από τον Smith. ΤΑ 364).
Ο Wiliam Lane Graig περιγράφει τι σήμαινε η ανάσταση για τους μαθητές:
Ό,τι κι αν πούμε είναι λίγο για τα ολέθρια αποτελέσματα που είχε η σταύρωση πάνω στους
μαθητές. Στο μυαλό τους δεν υπήρχε η έννοια ενός πεθαμένου, πόσο μάλλον ενός αναστημένου Μεσσία, γιατί ο Μεσσίας θα βασίλευε αιώνια (Ιωάννης 12:34). Χωρίς προηγούμενη πίστη στην ανάσταση, μετά το θάνατο του Ιησού θα ήταν αδύνατο να πιστέψουν ότι ήταν ο Μεσσίας. Η ανάσταση μετέτρεψε την καταστροφή σε νίκη. Ο Ιησούς, επειδή ο Θεός τον ανάστησε, μπορούσε να διακηρυχτεί ότι ήταν ο Μεσσίας (Πράξεις 2:32, 36). Παρομοίως, για τη σημαντικότητα του σταυρού - η ανάσταση Του ήταν αυτή που έκανε τον επαίσχυντο θάνατο του Ιησού να ερμηνευτεί με όρους σωτηρίας. Χωρίς την ανάσταση, ο θάνατος του Ιησού θα ήταν ντροπή και κατάρα από το Θεό. Αλλά εξαιτίας της ανάστασης μπορούσε να θεωρηθεί ως το γεγονός που έκανε εφικτή τη σωτηρία από την αμαρτία. Χωρίς την ανάσταση δεν θα υπήρχε Χριστιανική Οδός. Ακόμη και αν οι μαθητές συνέχιζαν να θυμούνται τον Ιησού ως τον αγαπημένο Διδάσκαλο τους, δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν ο Μεσσίας, πόσο μάλλον ότι ήταν Θεός (Craig, DJRD, όπως παρατίθεται από τον Wilkinns, JUF, 159).
Το παρακάτω βρίσκεται στο Dictionary of the Apostolic Church (Λεξικό της Αποστολικής Εκκλησίας):
Ο F. D. Srauss π.χ., ένας από τους μεγαλύτερους και τους πιο ανηλεείς επικριτές της Εκκλησίας, σχολιάζοντας την Ανάσταση παραδέχεται ότι «αποτελεί όχι μόνο το θεμέλιο λίθο της ζωής του Χριστού, αλλά και του Χριστιανισμού» και η οποία «αγγίζει βαθιά το σύνολο του Χριστιανισμού», και «έχει αποφασιστική σημασία για την ολοκληρωτική θεώρηση του Χριστιανισμού» (New Life of Jesus, Αγγλική μετ. 2 τομ. Λονδίνο. 1865, ι. 41, 347). Εάν η ανάσταση φύγει από τη μέση, τότε φεύγει από το Χριστιανισμό ό,τι είναι ζωτικό και ουσιαστικό. Και έτσι κατά τη διάρκεια των αιώνων, από τον Κέλσιο και ύστερα, η Ανάσταση έχει αποτελέσει το κέντρο των επιθέσεων ενάντια στη Χριστιανική πίστη (Hastings, DAC, 330).
«Ο Ίδιος ο Χριστός», όπως αναφέρει ο Β. B. Warfield, «εσκεμμένα βάσισε όλους τους ισχυρισμούς Του πάνω στην ανάσταση Του. Όταν του ζητήθηκε να πραγματοποιήσει κάποιο σημείο, παρέπεμψε στην ανάσταση ως το μόνο και πιο αξιόπιστο σημάδι Του» (Warfield , όπως παρατίθεται στον Anderson, CWH, 103).
Ο Ernest Kevan λέει για το σπουδαίο Ελβετό θεολόγο, Frederick Godet: «Στις Διαλέξεις Υπέρ της Χριστιανικής Πίστης (Lecture in Defense of the Christian Faith, 1883, σελ. 41), αναφέρεται στη σημασία της ανάστασης του Χριστού, σημειώνοντας ότι αυτό ήταν το θαύμα, και μόνο αυτό, στο οποίο αναφέρθηκε ο Χριστός ως μαρτυρία των ισχυρισμών και της εξουσίας Του» (Kevan, RC, 3).
Ο Michael Green αναπτύσσει αυτό το σημείο πάρα πολύ ωραία:
Ο Χριστιανισμός δεν θεωρεί την ανάσταση ένα απλό δόγμα ανάμεσα στα υπόλοιπα πιστεύω. Χωρίς πίστη στην ανάσταση δεν θα υπήρχε καν Χριστιανισμός. Η Χριστιανική Εκκλησία δεν θα είχε ποτέ ιδρυθεί, το κίνημα γύρω από τον Ιησού θα είχε εξαφανιστεί αμέσως μετά την εκτέλεση Του. Ο Χριστιανισμός στέκεται ή καταρρίπτεται με βάση την αλήθεια της ανάστασης. Αν την απορρίψουμε, απορρίπτουμε και το Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός είναι μια ιστορική θρησκεία. Υποστηρίζει ότι ο Θεός πήρε το ρίσκο και αναμείχθηκε στην ανθρώπινη Ιστορία, και τα δεδομένα βρίσκονται μπροστά σου έτοιμα να τα εξετάσεις με μεγάλη επιμέλεια. Θα αντέξουν ακόμη και την πιο αυστηρή έρευνα (Green, ΜΑ, 61).
Ο John Locke, ο διάσημος Βρετανός φιλόσοφος, είπε για την ανάσταση του Χριστού: «Η ανάσταση του Σωτήρα μας... είναι στ’ αλήθεια πάρα πολύ σπουδαία για τον Χριστιανισμό. Είναι τόσο σπουδαία, που η Μεσσιανικότητά Του εξαρτάται απ’ αυτήν, κι έτσι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα και στην πραγματικότητα γίνονται ένα. Έτσι από τότε, αν πιστέψεις στο ένα, έχεις πιστέψει και στα δύο. Αν αρνηθείς το ένα από αυτά, έχεις αρνηθεί και τα δύο». (Smith. TS, 423)
Ο Philip Schaf, ο ιστορικός της εκκλησιαστικής ιστορίας, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η ανάσταση του Χριστού είναι λοιπόν κατηγορηματικά ένα ερώτημα από το οποίο εξαρτάται η αλήθεια ή το ψέμα της Χριστιανικής θρησκείας. Είναι είτε το μεγαλύτερο θαύμα ή η μεγαλύτερη απάτη που κατέγραψε ποτέ η Ιστορία» (Schaff, HCC, 173).
Ο Wilbur Μ. Smith, διακεκριμένος μελετητής και διδάσκαλος, λέει: «Δεν έχει ποτέ κατασκευαστεί, ούτε θα κατασκευαστεί ποτέ όπλο που θα καταστρέψει τη λογική εμπιστοσύνη στις ιστορικές αφηγήσεις γι’ αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός, για το οποίο είχαν μιλήσει οι προφητείες. Η ανάσταση είναι η ακρόπολη της Χριστιανικής πίστης. Αυτό είναι το δόγμα που έφερε στον κόσμο του πρώτου αιώνα τα πάνω κάτω, και το οποίο εξύψωσε το Χριστιανισμό πάνω από τον Ιουδαϊσμό και τις ειδωλολατρικές θρησκείες των λαών της Μεσογείου. Αν η ανάσταση φύγει από τη μέση, τότε το ίδιο πρέπει να συμβεί σε ο,τιδήποτε άλλο που είναι ζωτικό και μοναδικό στο Ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού Χριστού: «Και αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, πάει χαμένη η πίστη σας» (Ά Κορ. 15:17) (Smith. SR, 22).
Ο Peter Kreeft και ο Ronald Κ. Tacelli περιγράφουν την απίστευτη επιρροή της ανάστασης:
Η ανάσταση έχει μεγάλη πρακτική σημασία, επειδή ολοκληρώνει την σωτηρία μας. Ο Ιησούς ήρθε για να μας σώσει από την αμαρτία μας και τη συνέπεια της, το θάνατο (Ρωμ. 6:23). Η ανάσταση επίσης κάνει τον Ιησού να ξεχωρίζει από τους ιδρυτές όλων των υπολοίπων θρησκειών. Τα κόκαλα του Αβραάμ και του Μωάμεθ και του Βούδα και του Κομφούκιου και του Ζωροάστρη βρίσκονται ακόμα εδώ στη γη. Ο τάφος του Ιησού είναι άδειος.
Οι υπαρξιακές συνέπειες της ανάστασης είναι απαράμιλλες. Αποτελεί την απτή, τεκμηριωμένη, εμπειρική απόδειξη ότι στη ζωή υπάρχει ελπίδα και νόημα. «Η αγάπη είναι δυνατότερη από το θάνατο», η αγαθότητα και η δύναμη είναι σύμμαχοι, όχι εχθροί. Η ζωή κερδίζει στο τέλος, ο Θεός μας έχει αγγίξει εκεί που βρισκόμαστε και έχει νικήσει τον έσχατο εχθρό μας. Δεν είμαστε τα ορφανά του σύμπαντος, όπως μας κάνει η σύγχρονη κοσμοθεωρία. Και αυτές οι υπαρξιακές συνέπειες της ανάστασης μπορούν να διαπιστωθούν αν συγκρίνουμε τους μαθητές πριν και μετά. Πριν, είχαν τραπεί σε φυγή, αρνήθηκαν το δάσκαλο τους και εξαιτίας του φόβου και της σύγχυσης κρύβονταν πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες. Μετά την ανάσταση, από φοβισμένοι λαγοί μεταμορφώθηκαν σε αγίους με αυτοπεποίθηση, ιεραποστόλους που άλλαξαν τον κόσμο, θαρραλέους μάρτυρες και γεμάτους χαρά περιοδεύοντες πρεσβευτές του Χριστού (Kreeft. HC. 177).
4Α. ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
1Β. Η Σπουδαιότητα των Ισχυρισμών
Ο Wilbur Smith υποστηρίζει:
Ήταν αυτός ο ίδιος Ιησούς, ο Χριστός ο οποίος, ανάμεσα σε τόσα άλλα αξιοθαύμαστα, είπε και επανέλαβε κάτι το οποίο, αν το έλεγε κάποιος άλλος θα κατηγορείτο αμέσως ως μεγάλος εγωιστής ή επικίνδυνα ανισόρροπος. Το ότι ο Ιησούς είπε ότι επρόκειτο να ανέβει στην Ιερουσαλήμ για να πεθάνει δεν είναι και τόσο σπουδαίο, αν και όλες οι λεπτομέρειες που ανέφερε για το θάνατο Του, εβδομάδες και μήνες πριν πεθάνει, αποτελούν όλες μαζί προφητικό φαινόμενο. Αλλά όταν είπε ότι επρόκειτο να αναστηθεί, την τρίτη μέρα μετά τη σταύρωσή Του, είπε κάτι που μόνο ένας παράφρων θα τολμούσε να πει - αν βέβαια ήθελε να του μείνουν αφοσιωμένοι οι μαθητές του - εάν δεν ήταν βέβαιος ότι επρόκειτο να αναστηθεί. Κανένας ιδρυτής οποιασδήποτε παγκόσμιας θρησκείας δεν τόλμησε ποτέ να πει κάτι τέτοιο! (Smith, GCWC. 10-11).
Ο Χριστός προφήτεψε την ανάστασή Του με αλάνθαστο και σαφή τρόπο. Ενώ οι μαθητές Του δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν, οι Εβραίοι πήραν τα λόγια Του στα σοβαρά.
Αναφορικά με αυτό το σημείο, ο J. Ν. D. Anderson κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Πριν από λίγα χρόνια ζούσε στην Αγγλία ένας νεαρός δικηγόρος, που τον έλεγαν Frank Morison. Δεν ήταν πιστός. Για χρόνια υποσχόταν στον εαυτό του ότι μια μέρα θα έγραφε ένα βιβλίο για να καταρρίψει την ανάσταση μια για πάντα. Τελικά βρήκε το χρόνο. Ήταν ένας έντιμος άνθρωπος και έκανε την απαραίτητη έρευνα.
Τελικά (αφού πίστεψε στον Χριστό) έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο: Who Moved the Stone? (Ποιος Κύλησε το Βράχο;). Ξεκινώντας από την, όσο το δυνατό, πιο επικριτική προσέγγιση απέναντι στα κείμενα της Καινής Διαθήκης κατέληξε, μεταξύ άλλων, ότι μπορείς να εξηγήσεις τη δίκη και την καταδίκη του Ιησού μόνο βασιζόμενος στο ότι ο ίδιος είχε αναφέρει από πριν το θάνατο και την ανάστασή Του (Anderson, RJC, 9).
Ο Smith προσθέτει:
Εάν εσύ ή εγώ πούμε σε μια παρέα φίλων μας ότι περιμένουμε να πεθάνουμε, είτε από φυσικά είτε από άλλα αίτια, σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο, αλλά ότι, τρεις μέρες μετά το θάνατο μας, θα αναστηθούμε, θα μας απομάκρυναν από ανάμεσα τους, και θα μας έκλειναν σε ένα ψυχιατρείο, μέχρι να αποκτήσουμε πάλι τα λογικά μας. Αυτό θα ήταν σωστό, γιατί μόνο ένας τρελός θα έλεγε ότι θα ανασταίνονταν από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα, εκτός και αν ήταν απόλυτα βέβαιος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Μόνο ένας στον κόσμο γνώριζε ότι στη ζωή του θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Χριστός ο Υιός του Θεού (Smith, TS, 364).
Ο Bernard Ramm σημειώνει: «Αν θεωρήσουμε το Ευαγγέλιο ως αξιόπιστη καταγραφή της Ιστορίας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ότι ο Χριστός ανέμενε το θάνατο και την ανάσταση Του ... Οι ευαγγελιστές είναι αρκετά ειλικρινείς και παραδέχονται ότι αυτές τις προβλέψεις δεν τις πήραν στα σοβαρά μέχρι τη στιγμή που η σταύρωση ήταν γεγονός (Ιωάννης 20:9). Αλλά η απόδειξη βρίσκεται στα λεγόμενα του Κυρίου, ότι θα αναστηθεί τρεις μέρες μετά το θάνατο Του. Τους είπε ότι θα έχει βίαιο θάνατο, και ότι θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα. Όλα αυτά εκπληρώθηκαν» (Ramm, PCE, 191)..
Ο John R. W. Stott γράφει: «Ο Ιησούς ποτέ δεν προφήτεψε για το θάνατό Του χωρίς να πει ότι θα αναστηθεί, και να αποκαλέσει την επερχόμενη ανάσταση του ως “σημάδι". Ο Παύλος, στην εισαγωγή της επιστολής του προς τους Ρωμαίους, έγραψε ότι ο Ιησούς “με την ανάστασή του από τους νεκρούς αποδείχτηκε δυναμικά, χάρη στο Πνεύμα της αγιοσύνης, πως είναι ο Υιός του Θεού" και τα πρώτα κηρύγματα των αποστόλων που καταγράφονται στις Πράξεις διακηρύττουν συνεχώς ότι με την ανάσταση ο Θεός αθέτησε τη βουλή των ανθρώπων και δικαίωσε το Γιο Του» (Stott. ΒC, 47).
Η Πρόβλεψη του Ιησού για το Θάνατό Του: Ματθαίος 12:38-40, 16:21. 17:9, 17:22. 23, 20:18, 19, 26:32, 27:63. Λουκάς 9:22-27, Ιωάννης 2:18-22, 12:34. κεφάλαια 14-16.
2Β. Οι Ισχυρισμοί όπως διατυπώθηκαν από τον Ιησού
Ο Ιησούς, όχι μόνο προφήτεψε την ανάστασή Του αλλά επίσης τόνισε ότι η ανάστασή Του από τους νεκρούς θα είναι το “σημάδι“ που θα πιστοποιήσει τους ισχυρισμούς Του ότι ήταν ο Μεσσίας (Ματθ. 12, Ιωάννης 2)
Ματθαίος 16:21 – «Από τότε άρχισε ο Ιησούς να αποκαλύπτει στους μαθητές του, ότι έπρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα και να πάθει πολλά από τους πρεσβυτέρους και από τους αρχιερείς και τους νομοδιδασκάλους και να θανατωθεί και την τρίτη μέρα να αναστηθεί».
Ματθαίος 17:9 – «"Μη πείτε σε κανέναν αυτό που είδατε, μέχρι που ν’ αναστηθεί ο Υιός του Ανθρώπου από τους νεκρούς”».
Ματθαίος 17.22, 23 — «Κι ενώ βρίσκονταν στη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: “Ο Υιός του Ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον θανατώσουν, μα την τρίτη μέρα θα αναστηθεί”».
Ματθαίος 20:18. 19 - «“Όπως βλέπετε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα. Κι εκεί ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους νομοδιδασκάλους και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς για να τον περιγελάσουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν. Όμως την τρίτη μέρα θα αναστηθεί”».
Ματθαίος 26:32 - «“Αλλά μετά την ανάσταση μου θα φτάσω πριν από σας στην Γαλιλαία».
Μάρκος 9:10- «Συγκράτησαν λοιπόν μέσα τους το λόγο αυτό και συζητούσαν μεταξύ τους, τι να σημαίνει άραγε το: “ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς"».
Λουκάς 9:22-27 - «Ο Υιός του Ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά και να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και από τους αρχιερείς και από τους νομοδιδασκάλους και να θανατωθεί και την τρίτη μέρα να αναστηθεί. Κι έλεγε σε όλους: “Όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει καθημερινά το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, και όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου, αυτός θα τη σώσει. Τι ωφελείται επομένως ο άνθρωπος έστω κι αν κερδίσει όλον τον κόσμο αλλά χαθεί ο ίδιος ή ζημιωθεί; Γιατί όποιος ντραπεί για μένα και τη διδαχή μου, γι’ αυτόν θα ντραπεί και ο Υιός του ανθρώπου όταν έρθει με τη δόξα τη δική του, του πατέρα και των αγίων αγγέλων. Και σας βεβαιώνω, πως πραγματικά υπάρχουν μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν θάνατο ώσπου να δουν τη βασιλεία του Θεού"».
Ιωάννης 2:18-22 -«Πήραν το λόγο τότε οι Ιουδαίοι και του είπαν: “Τι απόδειξη έχεις να μας παρουσιάσεις για το δικαίωμά σου να κάνεις αυτά;" Αποκρίθηκε σ' αυτούς ο Ιησούς: “Γκρεμίστε το ναό αυτόν και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω". Είπαν τότε οι Ιουδαίοι: “Σαράντα έξι χρόνια χρειάστηκαν για να χτιστεί ο ναός αυτός, και θα τον ξαναχτίσεις εσύ μέσα σε τρεις μέρες;" Εκείνος όμως, αναφέρονταν στο ναό του σώματός του. Όταν λοιπόν αναστήθηκε από τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι μαθητές του που το έλεγε αυτό, και πίστεψαν στη Γραφή και σ’ αυτά που είπε ο Ιησούς».
5Α. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
1Β. Η Ανάσταση του Χριστού ως Γεγονός στο Χρόνο και στο Χώρο της Ιστορίας
Η ανάσταση του Χριστού είναι ένα γεγονός της Ιστορίας στο οποίο ο Θεός έδρασε στη διάσταση του χωροχρόνου. Σχετικά με αυτό, ο Wilbur Smith αναφέρει:
Η σημασία της ανάστασης είναι ένα θεολογικό ζήτημα, αλλά το γεγονός της ανάστασης είναι ένα ιστορικό ζήτημα. Η φύση του αναστημένου σώματος του Ιησού μπορεί να αποτελεί μυστήριο, αλλά το γεγονός ότι το σώμα εξαφανίστηκε από τον τάφο είναι ένα θέμα πάνω στο οποίο πρέπει να αποφασίσουμε με ιστορικούς όρους. Ο τόπος είναι γεωγραφικά προσδιορισμένος. Ο άνδρας στον οποίο ανήκε ο τάφος έζησε το πρώτο μισό του πρώτου αιώνα. Ο τάφος ήταν λαξευμένος σε ένα βράχο ενός λόφου κοντά στην Ιερουσαλήμ, και δεν ήταν φτιαγμένος από μυθολογικό ιστό, αλλά βρισκόταν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση. Οι φρουροί που στέκονταν μπροστά στον τάφο δεν ήταν ξωτικά από τον Όλυμπο. Το Σανχεντρίν ήταν ένα συμβούλιο ανδρών που συναθροίζονταν στην Ιερουσαλήμ σε τακτά χρονικά διαστήματα. Όπως αναφέρει ένας μεγάλος όγκος γραμματείας, αυτό το πρόσωπο, ο Ιησούς, έζησε στην πραγματικότητα, ανάμεσα σε ανθρώπους, και οι μαθητές που περιόδευσαν για να κηρύξουν τον αναστημένο Κύριο, ήταν άνθρωποι ανάμεσα σε ανθρώπους, άνθρωποι που έφαγαν, ήπιαν, κοιμήθηκαν, υπέφεραν, εργάστηκαν, πέθαναν. Τι το «δογματικό» έχουν όλα αυτά; Αυτό είναι ένα ιστορικό πρόβλημα (Smith. TS. 386).
Ο Ιγνάτιος (50-115 μ.Χ.), επίσκοπος Αντιοχείας, ήταν γηγενής Σύριος και μαθητής του αποστόλου Ιωάννη, για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι «ρίχτηκε στα άγρια θηρίο στην αρένα του Κολοσσαίου της Ρώμης. Οι επιστολές του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από την Αντιόχεια στον τόπο του μαρτυρίου του» (Moyer, WWCH. 209). Σε μια περίοδο που αναμφίβολα θα ήταν σε θέση να διατυπώσει μια νηφάλια άποψη, είπε για τον Χριστό:
Πέθανε και αναστήθηκε στα χρόνια του Πόντιου Πιλάτου. Στην πραγματικότητα, και όχι φαινομενικά, σταυρώθηκε, και πέθανε, μπροστά στα επουράνια όντα, στα επίγεια, και στα υποχθόνια.
Μετά από τρεις μέρες αναστήθηκε... Τη μέρα της προετοιμασίας, λοιπόν, την τρίτη ώρα, καταδικάστηκε από τον Πιλάτο, με τον Πατέρα να επιτρέπει αυτό να συμβεί. Την έκτη ώρα σταυρώθηκε. Την ενάτη ώρα παρέδωσε το πνεύμα Του, και πριν από τη δύση ενταφιάστηκε.
Κατά τη διάρκεια του Σαββάτου συνέχισε να βρίσκεται κάτω από το έδαφος μέσα στον τάφο, στον οποίο τον είχε τοποθετήσει ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Μεγάλωσε μέσα σε μήτρα όπως ακριβώς και εμείς, για το ίδιο χρονικό διάστημα, και στη συνέχεια γεννήθηκε στ΄ αλήθεια, όπως ακριβώς όλοι μας. Και μεγάλωσε με γάλα και έφαγε κρέας και ήπιε, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς. Έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, βαπτίστηκε από τον Ιωάννη, κήρυξε το ευαγγέλιο για τρία χρόνια και έκανε σημεία και θαύματα. Αυτός που ο ίδιος ήταν ο Κριτής, δικάστηκε από τους Ιουδαίους, με ψεύτικες κατηγορίες και από τον Πιλάτο τον κυβερνήτη. Τον μαστίγωσαν, τον χαστούκισαν, τον έφτυσαν, του φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι και πορφυρό χιτώνα. Σταυρώθηκε πραγματικά και όχι κατ’ επίφαση, όχι στην φαντασία μας. Πέθανε στ΄ αλήθεια και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε από τους νεκρούς [προς Τραλλησίους 10,ΒΕΠΕΣ 2,ΣΕΛ.301] (Roberts, ANCL, 199-203).
Ο λαμπρός ιστορικός Alfred Edersheim αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίοδο του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού:
Η σύντομη ανοιξιάτικη ημέρα βάδιζε προς το «βράδυ του Σαββάτου». Γενικά, ο Νόμος καθόριζε ότι το σώμα ενός εγκληματία δεν έπρεπε να αφήνεται να κρέμεται άθαφτο ολόκληρη τη νύχτα. Πιθανώς κάτω από φυσιολογικές συνθήκες οι Ιουδαίοι να μην προσέφευγαν με τόση σιγουριά στον Πιλάτο για να του ζητήσουν να συντομεύσει το μαρτύριο εκείνων που στέκονταν πάνω στο σταυρό, από τη στιγμή που η σταύρωση διαρκούσε πολλές φορές όχι ώρες αλλά μέρες, μέχρι να επέλθει ο θάνατος. Αλλά εδώ ήταν μια ειδική περίπτωση. Το Σάββατο που ερχόταν ήταν μια ιδιαίτερη μέρα - ήταν Σάββατο αλλά και δεύτερη μέρα του Πάσχα, η οποία θεωρείτο τόσο ιερή όσο και η πρώτη (Edersheim. LTJM. 612-13).
Όπως το θέτει ο Wilbur Smith, «Ας το θέσουμε απλά και ας πούμε ότι γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τα γεγονότα που προηγήθηκαν του θανάτου αλλά και κατά τη διάρκεια του θανάτου του Ιησού, από όσες γνωρίζουμε για το θάνατο οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο» (Smith TS. 360).
«Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς (100-165), φιλόσοφος, μάρτυρας, απολογητής ... Ήταν ένθερμος αναζητητής της αλήθειας, χτύπησε με επιτυχία τις πόρτες του Στωικισμού, του Αριστοτελισμού, του Πυθαγορισμού και του Πλατωνισμού, αλλά μισούσε τον Επικουρισμό ...Αυτός ο ένθερμος Πλατωνιστής έγινε Χριστιανός. Είπε: “Μόνο αυτή τη φιλοσοφία βρήκα ασφαλή και ωφέλιμη”» (Moyer, WWCH, 227).
Πραγματικά, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς συνειδητοποίησε ότι ενώ τα φιλοσοφικά συστήματα του κόσμου πρόσφεραν διανοητικές θέσεις, μόνο ο Χριστιανισμός πρόσφερε το Θεό τον Ίδιο να παρεμβαίνει μέσω του Ιησού Χριστού στο χώρο και στο χρόνο. Με έναν πολύ ευθύ τρόπο υποστηρίζει: «Ο Χριστός γεννήθηκε πριν από εκατόν πενήντα χρόνια την περίοδο του Κυρηναίου, και συνεπώς, στην εποχή του Ποντίου Πιλάτου» (Roberts, ANCL, 46Ι.
Ο Τερτυλλιανός (160-220) της Καρθαγένης στη Βόρεια Αφρική, έγραψε: «Αλλά οι Ιουδαίοι ήταν τόσο εξοργισμένοι από τη διδασκαλία Του, με την οποία είχε ελέγξει τους άρχοντες και αρχηγούς τους, κυρίως επειδή τόσοι πολλοί είχαν ταχθεί με το μέρος Του, που στο τέλος τον οδήγησαν μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο, το Ρωμαίο κυβερνήτη της Συρίας, και, με τη σφοδρότητα των κραυγών τους εναντίον Του, τον κατάφεραν να καταδικάσει τον Ιησού και να τον παραδώσει για σταύρωση» (Τερτυλλιανός, WQSFT, όπως παρατίθεται από τον Roberts, ANCL, 94).
Για την ανάληψη του Χριστού ο Τερτυλλιανός αναφέρει: Είναι ένα γεγονός «περισσότερο βέβαιο και από τον ισχυρισμό του Πρόκουλου ότι είδε τον Ρωμύλο» (ο Πρόκουλος ήταν Ρωμαίος γερουσιαστής, που ισχυρίστηκε ότι ο Ρωμύλος του είχε εμφανιστεί μετά το θάνατο του).
Όλα αυτά τα έκανε ο Πιλάτος στον Χριστό: και τώρα όντας Χριστιανός στις πεποιθήσεις του, έστειλε μήνυμα από Αυτόν στον Τιβέριο, τον τότε Καίσαρα. Ναι, και οι ίδιοι οι Καίσαρες θα πίστευαν στον Χριστό, αν οι Καίσαρες δεν ήταν απαραίτητοι για τον κόσμο, ή αν οι Χριστιανοί μπορούσαν να είναι Καίσαρες. Οι μαθητές του επίσης διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο κάνοντας όπως ακριβώς τους πρόσταζε ο Κύριός τους, και αφού και οι ίδιοι υπέφεραν πάρα πολλά από τους διωγμούς των Ιουδαίων, έχοντας θάρρος και ακλόνητη πίστη στην αλήθεια, στο τέλος το βάρβαρο σπαθί του Νέρωνα έσπειρε το σπόρο του χριστιανικού αίματος στη Ρώμη (Τερτυλλιανός, WQSFT, όπως παρατίθεται από τον Roberts. ANCL, 95).
Ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός που έγραψε στο τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ., έγραψε στο έργο του Αρχαιότητες μια συναρπαστική περικοπή:
Τώρα εκείνη την εποχή έζησε ο Ιησούς, ένας σοφός άνθρωπος, αν επιτρέπεται να τον αποκαλώ άνθρωπο, γιατί πραγματοποιούσε θαυμάσια έργα, διδάσκαλος ανθρώπων που δέχτηκαν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Προσέλκυσε πολλούς Ιουδαίους στο πρόσωπο του, και επίσης πολλούς Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Χριστός. Και όταν ο Πιλάτος τον καταδίκασε στο σταυρό, αυτοί που τον αγάπησαν από την αρχή δεν τον εγκατέλειψαν, γιατί την τρίτη ημέρα εμφανίσθηκε μπροστά τους ζωντανός. Οι προφήτες του Θεού τα έχουν πει όλα αυτά και χιλιάδες άλλα θαυμαστά πράγματα γι’ αυτόν. Και ακόμη και τώρα, η γενιά των Χριστιανών, όπως αυτός τους αποκάλεσε, δεν έχει εξαλειφθεί (Ιώσηπος, Αρχαιότητες, 18.3.3).
Έχουν γίνει προσπάθειες για να αποδειχθεί ότι ο Ιώσηπος δεν έγραψε την παραπάνω περικοπή. Όμως αυτή «η περικοπή», γράφει ο Michael Green στο βιβλίο του Man Alive, «ήταν στο κείμενο του Ιώσηπου που χρησιμοποίησε ο Ευσέβιος τον τέταρτο αιώνα». Επίσης, «επαναλαμβάνεται από την πιο πρόσφατη έκδοση των έργων του. Και αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ο Ιώσηπος όχι μόνο δεν έβλεπε ευνοϊκά τους Χριστιανούς, αλλά ήταν και Ιουδαίος που έγραφε για να ευχαριστήσει τους Ρωμαίους. Αυτή η ιστορία δε θα τους ευχαριστούσε καθόλου. Δύσκολα θα την περιελάμβανε στο έργο του αν δεν ήταν βέβαιος ότι ήταν αληθινή» (Green ΜΑ. 35-36).
Ο Leaney αναφέρει σχετικά με την ιστορική φύση της πίστης της πρώτης Εκκλησίας:
Η Καινή Διαθήκη δεν μας επιτρέπει παρά να θέσουμε το ζήτημα ως εξής: Ο Ιησούς σταυρώθηκε και ενταφιάστηκε. Οι μαθητές Του στην κυριολεξία αποκαρδιώθηκαν. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα εμφανίστηκαν κατενθουσιασμένοι και επέδειξαν μεγάλη βεβαιότητα, που μεταφραζόταν σε μια αφιερωμένη ζωή. Εάν τους ρωτήσουμε μέσα από τα αντιπροσωπευτικά γραπτά τους, τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή, δε θα απαντήσουν, «η προοδευτική πεποίθηση ότι αν και σημαδευτήκαμε από το θάνατό Του, πιστεύουμε ότι αυτός που σταυρώθηκε και ενταφιάστηκε είναι τώρα ζωντανός», αλλά ο Ιησούς που ήταν νεκρός εμφανίστηκε σε κάποιους από μας μετά το θάνατο Του ζωντανός, και οι υπόλοιποι από μας πίστεψαν τη μαρτυρία μας». Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η τοποθέτηση του ζητήματος με αυτόν τον τρόπο είναι μια ιστορική δήλωση, όπως η ιστορική δήλωση, «Ο Χριστός αληθώς ανέστη», που έκανε άνδρες και γυναίκες να πιστέψουν (Lineay, όπως παρατίθεται από τον Hanson, A.. VEHBC. 108).
Αναφερόμενος στη φύση των αφηγήσεων της Καινής Διαθήκης, ο Bernard Ramm γράφει: «Στο Πράξεις 1, ο Λουκάς αναφέρει ότι ο Ιησούς παρουσιάστηκε ζωντανός μετά το θάνατό Του με πολλές αναμφισβήτητες αποδείξεις (εν πολλοίς τεκμηρίοις), έκφραση που φανερώνει αποδείξεις μεγάλης νομικής αξιοπιστίας» (Ramm, PCE, 192).
Ο Clark Pinnock γράφει επίσης:
Η βεβαιότητα των αποστόλων στηριζόταν στις εμπειρίες που είχαν στη σφαίρα του πραγματικού. Γι’ αυτούς ο Ιησούς παρουσιάστηκε ζωντανός «με πολλές αναμφισβήτητες αποδείξεις» (Πράξεις 1:3). Ο όρος τεκμήριον που χρησιμοποιεί ο Λουκάς, σημαίνει τη βέβαιη, αναντίρρητη απόδειξη. Οι μαθητές απέκτησαν μια τέτοια πίστη από τις αναμφισβήτητες εμπειρικές αποδείξεις που είχαν στη διάθεση τους, και είναι διαθέσιμες σ' εμάς μέσω των γραπτών μαρτυριών τους. Είναι σημαντικό για μας, σε μια εποχή που ζητάει αποδείξεις για την αλήθεια των Χριστιανικών ισχυρισμών, να απαντήσουμε στο αίτημα με κατάλληλες ιστορικές μελέτες. Γιατί η ανάσταση στέκεται μέσα στη σφαίρα της ιστορικής πραγματικότητας και συνιστά εξαιρετικό κίνητρο για να εμπιστευτεί κανείς τον Χριστό ως Σωτήρα (Anderson, DCR, 11)
Ο Ernest Kevan εδραιώνει τον αποδεικτικό χαρακτήρα αυτών των μαρτυριών:
Το Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων γράφτηκε από το Λουκά κάπου μεταξύ του 63 μ.Χ. και της πτώσης της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. Στην εισαγωγή του Ευαγγελίου του εξηγεί ότι συνέλεξε το υλικό του από αυτόπτες μάρτυρες, και αυτός, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ήταν και ο τρόπος με τον οποίο συνέγραψε το βιβλίο των Πράξεων. Επιπλέον όπως φανερώνεται από συγκεκριμένα τμήματα του βιβλίου, με τη χρήση της αντωνυμίας «εμείς», ο Λουκάς έλαβε και ο ίδιος μέρος σε κάποια από τα γεγονότα τα οποία αφηγείται. Ήταν παρών στα πρώτα κηρύγματα, και πήρε μέρος σε κάποια από τα μεγάλα γεγονότα των πρώτων ημερών. Έτσι, ο Λουκάς αποτελεί ένα σύγχρονο και αυτόπτη μάρτυρα... Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η πρώτη Εκκλησία δεν γνώριζε την ίδια της την ιστορία, και το γεγονός της υιοθέτησης αυτού του βιβλίου από την Εκκλησία είναι απόδειξη της ακριβούς καταγραφής των γεγονότων (Kevan, RC, 4-5).
Παραθέτοντας τα λεγάμενα ενός σημαντικού Χριστιανού μελετητή, ο Kevan σημειώνει: «Όπως η Εκκλησία είναι πολύ άγια για να έχει σάπια θεμέλια, έτσι είναι πολύ αληθινή για να έχει μυθολογικά θεμέλια» (Kevan, RC. 4-5).
«Για την εδραίωση ενός γεγονότος φερόμενου ως ιστορικού καμία απόδειξη δεν θεωρείται πιο αξιόπιστη από τις σύγχρονες του γεγονότος επιστολές» (Kevan, RC, 6).
Ο καθηγητής Kevan λέει για τις επιστολές της Καινής Διαθήκης, «Υπάρχουν οι αδιαφιλονίκητες αποδείξεις των επιστολών του Παύλου του Αποστόλου, που γράφτηκαν την εποχή για την οποία γίνεται ο λόγος. Οι επιστολές αποτελούν υψίστης σημασίας ιστορικές αποδείξεις. Οι επιστολές που είχαν παραλήπτες τους Γαλάτες, τους Κορίνθιους, και τους Ρωμαίους, και για τις οποίες υπάρχουν πολύ λίγες διαφωνίες σχετικά με την αυθεντικότητα και τη χρονολογία τους, ανήκουν στην περίοδο των ιεραποστολικών ταξιδιών του Παύλου, δηλαδή μεταξύ του 55 και 58 μ.Χ. Αυτό φέρνει τις αποδείξεις για την ανάσταση του Χριστού ακόμη πιο κοντά στο γεγονός: μεσολαβούν μόνο είκοσι πέντε χρόνια. Από τη στιγμή που ο ίδιος ο Παύλος κάνει σαφές ότι το θέμα της επιστολής του είναι το ίδιο με αυτά στο οποία είχε αναφερθεί όταν ήταν μαζί τους, κάνει τις αποδείξεις να είναι ακόμη πιο κοντά στην περίοδο στην οποία αναφερόμαστε» (Kevan. RC. 6).
Ο Berrnard Ramm αναφέρει ότι «ακόμη και η πιο επιπόλαιη ανάγνωση των Ευαγγελίων φανερώνει το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια ασχολούνται με το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού περισσότερο από ό,τι ασχολούνται με οποιοδήποτε άλλο γεγονός από τη διακονία του Χριστού. Οι λεπτομέρειες της ανάστασης δεν πρέπει να αποκοπούν τεχνητά από την αφήγηση του Πάθους» (Ramm, PCE, 191-92).
Ο Χριστός μετά την ανάσταση Του εμφανίστηκε πολλές φορές. Αυτές οι εμφανίσεις έλαβαν χώρο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα στη ζωή συγκεκριμένων ατόμων και σε συγκεκριμένους τόπους.
Ο Wolfhart Pannenberg, «καθηγητής της συστηματικής θεολογίας του πανεπιστημίου του Μονάχου της Γερμανίας, μελέτησε κάτω από τις οδηγίες του Barth και του Jaspers, και ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ Ιστορίας και πιστής. Με μια μικρή ομάδα σπουδαίων θεολόγων της Χαϊδελβέργης, διαμόρφωσε μια θεολογία με κύριο στόχο της τη λεπτομερή εξέταση των ιστορικών στοιχείων που αφορούν την προέλευση του Χριστιανισμού» (Anderson, DCR, 9). Αυτός ο εξαίρετος μελετητής λέει: «Το αν η ανάσταση του Ιησού έλαβε χώρα ή όχι είναι ένα ιστορικό ερώτημα, και σε αυτό το σημείο το ιστορικό ερώτημα είναι αναπόφευκτο. Και έτσι το ερώτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο επίπεδο των ιστορικών επιχειρημάτων» (Anderson. DCR, 10).
Ο μελετητής της Καινής Διαθήκης C. Η. Dodd γράφει, «Η ανάσταση παραμένει ένα γεγονός εντός της Ιστορίας» (Straton, BLR 3).
Ο J. Ν. D. Anderson παραθέτοντας τον καθηγητή του Κέιμπριτζ C. F. D. Moule, αναφέρει:
Από την πρώτη στιγμή, για τους Χριστιανούς η πεποίθηση ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί από τους νεκρούς αποτελούσε το στοιχείο από το οποίο εξαρτιόνταν η ίδια η ύπαρξή τους. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τους εξηγήσουν, να τους το κάνουν κατανοητό... Σε κανένα σημείο της Καινής Διαθήκης δεν φαίνεται ότι οι Χριστιανοί στέκονταν πάνω σε μια πρωτότυπη φιλοσοφία ζωής ή σε μια πρωτότυπη ηθική. Ο μοναδικός τους σκοπός ήταν να γίνουν μάρτυρες σε αυτό που διακήρυτταν ότι ήταν πραγματικό γεγονός - την ανάσταση του Ιησού από τους νεκρούς... Το ένα και μοναδικό πράγμα που υπερασπίζονταν οι Χριστιανοί ήταν η διακήρυξή τους ότι ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, και η συνεπαγόμενη κρίση γι' Αυτόν ότι ήταν ο Υιός του Θεού και αντιπροσωπευτικός άνθρωπος, και ότι Αυτός ήταν ο δρόμος της Λύτρωσης (Anderson. CWH, 100-101).
Ο J. Sparrow - Simpson λέει:
Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το θεμέλιο του Αποστολικού Χριστιανισμού, και αυτό τόσο για δογματικούς όσο και για λόγους αποδείξεων ... Η συνειδητοποίηση του θεμελιώδους χαρακτήρα της φανερώνεται από τη θέση που κατείχε στη μαρτυρία τους. Ο Απόστολος χρίστηκε για να είναι μάρτυρας της Αναστάσεως (Πράξεις 1:22). Το περιεχόμενο του Χριστιανισμού που κήρυξε ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους είναι ο Ιησούς και η ανάσταση Του (Πράξεις 17:18). Τα πρώτα τμήματα των Πράξεων επαναλαμβάνουν τη δήλωση, «Αυτόν τον Ιησού ανάστησε ο Θεός, αυτόν του οποίου γίναμε όλοι μάρτυρες» (Anderson, CWH, 32).
Η Ανάστασή Του ως ιστορικό γεγονός, ήταν αυτή που έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν στην επίσημη καταξίωσή Του. Δεν πρόκειται για μια απλή ερώτηση της ηθικής επιρροής του χαρακτήρα, του παραδείγματος, και της διδασκαλίας Του. Είναι ότι η πλήρης αφιέρωσή τους σ’ Αυτόν, ως στον Λυτρωτή τους, οφείλεται στην πίστη τους ότι αναστήθηκε και είναι αδικαιολόγητη χωρίς αυτήν. Πραγματικά, αυτοί που αρνούνται την Ανάσταση του Χριστού, κατά κανόνα, αρνούνται τη Θεότητά Του και το απολυτρωτικό Του έργο (Sparrow, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 513-14).
2Β. Η Μαρτυρία της Ιστορίας και του Νόμου
Όταν ένα γεγονός λαμβάνει χώρα στην Ιστορία και υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ήταν αυτόπτες μάρτυρες ή είχαν λάβει μέρος στο γεγονός και όταν η πληροφορία δημοσιοποιείται, τότε είναι κανείς σε θέση να πιστοποιήσει την εγκυρότητα αυτού του ιστορικού γεγονότος (συμπαρομαρτούντα στοιχεία).
Ο William Lyon Phelps, καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας του πανεπιστημίου Γέιλ για περισσότερα από σαράντα χρόνια, συγγραφέας περισσότερων από είκοσι τόμων, και δημόσιος ομιλητής, λέει:
Σε όλη την ιστορία του Ιησού Χριστού το πιο σπουδαίο γεγονός είναι η ανάσταση. Η Χριστιανική πίστη στηρίζεται σ’ αυτό το γεγονός. Είναι ενθαρρυντικό να γνωρίζουμε ότι καταγράφτηκε και από τους τέσσερις ευαγγελιστές καθώς επίσης και από τον Παύλο. Τα ονόματα εκείνων που τον είδαν μετά το θρίαμβό Του απέναντι στο θάνατο, είναι καταγεγραμμένα, και μπορεί να πει κανείς ότι οι ιστορικές αποδείξεις για την ανάσταση είναι ισχυρότερες από οποιοδήποτε άλλο θαύμα, όπου και αν αυτό καταγράφηκε, γιατί όπως είπε και ο Παύλος, εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε από τους νεκρούς, τότε το κήρυγμά μας είναι μάταιο, και η πίστη μας είναι επίσης μάταιη (Phelps, όπως παρατίθεται από τον Smith. GCWC. 18).
Ο Ambrose Fleming, επίτιμος καθηγητής της Ηλεκτρονικής Μηχανικής του πανεπιστημίου του Λονδίνου, και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες της Αγγλίας, λέει για τα γραπτά της Καινής Διαθήκης:
Πρέπει να δεχτούμε τις αποδείξεις των ειδικών ως προς την χρονολογία και την αυθεντικότητα αυτών των γραπτών, όπως ακριβώς δεχόμαστε τα στοιχεία της αστρονομίας από τις αποδείξεις επιστημόνων που δεν ανακρούουν ο ένας τον άλλον. Αν αυτό είναι έτσι, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν είναι πιθανό ένα τέτοιο βιβλίο, που περιγράφει γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, να γίνει αποδεκτό και να αγκαλιαστεί με θέρμη, αν περιείχε ιστορίες που ήταν πλαστές ή μύθοι. Είναι αδύνατο, γιατί η μνήμη γεγονότων που συνέβησαν πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια δεν έχει ξεθωριάσει. Δεν θα μπορούσε κανένας στις μέρες μας να εκδώσει μια βιογραφία της βασίλισσας Βικτορίας, που πέθανε πριν από τριάντα ένα χρόνια, γεμάτη από ανέκδοτες ιστορίες που είναι εντελώς ψεύτικες. Θα αντικρούονταν αμέσως. Είναι βέβαιο ότι δεν θα έβρισκαν ευρεία αποδοχή ούτε θα διαδίδονταν ως αληθινές. Ως εκ τούτου, είναι απίθανο η καταγραφή της ανάστασης από το Μάρκο, που συμφωνεί με τις αφηγήσεις των άλλων Ευαγγελίων, να είναι καθαρό κατασκεύασμα. Η θεωρία του μύθου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη (Fleming, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 427-28).
[ ¨Για πολλά χρόνια μελέτησα τα γεγονότα άλλων ιστορικών περιόδων, και εξέτασα τη βαρύτητα των αποδείξεων αυτών που τις έγραψαν. Δεν γνωρίζω κανένα άλλο γεγονός στην Ιστορία του ανθρώπινου γένους εκτός από το σημείο που μας έδωσε ο Θεός ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, που να αποδεικνύεται, στο μυαλό του απλού ερευνητή, με τόσο καλές και πλήρεις αποδείξεις.¨
– THOMAS ARNOLD – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΟΞΦΟΡΔΗΣ ]
Ο Ambrosse Fleming εκτιμά ότι στα Ευαγγέλια δεν υπάρχει τίποτε που θα εμπόδιζε έναν επιστήμονα να δεχτεί τα θαύματα που περιέχονται σ' αυτά. Και καταλήγει προσφεύγοντας στην ανάγκη ειλικρινούς αντιμετώπισης του θέματος, ότι αν η μελέτη των θαυμάτων γίνει με απροκατάληπτη σκέψη, θα βεβαιώσει τον ερευνητή ότι η Χριστιανική Εκκλησία δεν στηρίχθηκε σε μύθους ούτε αυξήθηκε με αυταπάτες, ή όπως τις αποκαλεί ο Πέτρος “μύθους επιδέξια επινοημένους", αλλά πάνω σε ιστορικά και πραγματικά γεγονότα, τα οποία, όσο παράξενα και αν είναι, στην πραγματικότητα είναι τα σπουδαιότερα γεγονότα που έχουν συμβεί ποτέ στην Ιστορία του κόσμου» (Fleming, όπως παρατίθεται στον Smith, TS. 427-28).
Ο δικηγόρος Frank Morrison στο μπεστ- σέλλερ βιβλίο του, Who Moved the Stone? (Ποιος Κύλησε το Βράχο;) μας λέει πως μεγάλωσε μέσα σε ένα ορθολογιστικό περιβάλλον, και είχε καταλήξει στην άποψη ότι η ανάσταση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα παραμύθι με ευχάριστο τέλος και το οποίο κατέστρεφε την απαράμιλλη ιστορία του Ιησού. Ως εκ τούτου, είχε σχεδιάσει να γράψει μια αφήγηση για τις τελευταίες μέρες του Ιησού, δίνοντας τη δυνατότητα να λάμψει το μέγεθος του τρόμου του εγκλήματος και το μέγεθος του ηρωισμού του Ιησού. Όπως είναι φυσικό, θα διέγραφε κάθε υποψία υπερφυσικού, και σίγουρα θα αγνοούσε τη σταύρωση. Αλλά όταν άρχισε να εξετάζει τα γεγονότα με προσοχή, άλλαξε γνώμη, και έγραψε ένα βιβλίο που υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του τιτλοφορείται, «Το Βιβλίο που Αρνήθηκα να Γράψω», και το υπόλοιπο βιβλίο είναι οι πιο έξυπνες και πιο γλαφυρά γραμμένες εκτιμήσεις που έχω διαβάσει ποτέ (Morison, WMS, όπως παρατίθεται στον Green, ΜΑ, 54-55).
Ο διακεκριμένος μελετητής, Edwin Gordon Selwyn, αναφέρει: «Το γεγονός ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς την τρίτη μέρα μετά το θάνατό Του όντας ο ίδιος στην ψυχή και το σώμα, φαίνεται τόσο βέβαιο, όσο βέβαιο μπορούν να το κάνουν οι ιστορικές αποδείξεις» (Selwyn. όπως παρατίθεται στον Smith, GCWC. 14).
Ο Thomas Arnold, όπως παρατίθεται από τον Wilbur Smith, συγγραφέας του διάσημου τρίτομου βιβλίου History of Rome (Ιστορία της Ρώμης), κάτοχος της έδρας της Ιστορίας στην Οξφόρδη, και ασφαλώς ένας άνθρωπος εξοικειωμένος με την αξία των αποδείξεων για την εξακρίβωση ιστορικών γεγονότων, λέει:
Οι αποδείξεις για τη ζωή και το θάνατο του Κυρίου μας μπορεί να είναι, και συχνά είναι, ικανοποιητικές. Είναι καλές με βάση τους κοινούς κανόνες διάκρισης μεταξύ καλών και κακών αποδείξεων. Χιλιάδες άνθρωποι τις έχουν εξετάσει καρέ-καρέ, όπως ερευνά ο δικαστής μια πάρα πολύ σημαντική υπόθεση. Το έχω κάνει ο ίδιος πάρα πολλές φορές, όχι για να πείσω άλλους αλλά για να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Για πολλά χρόνια μελέτησα τα γεγονότα άλλων ιστορικών περιόδων, και εξέτασα τη βαρύτητα των αποδείξεων αυτών που τις έγραψαν. Δεν γνωρίζω κανένα άλλο γεγονός στην Ιστορία του ανθρώπινου γένους εκτός από το σημείο που μας έδωσε ο Θεός ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, που να αποδεικνύεται, στο μυαλό του απλού ερευνητή, με τόσο καλές και πλήρεις αποδείξεις (Arnold, όπως παρατίθεται στον Smith, TS, 425-26).
Ο Simon Greenleaf (1783-1853) ήταν διάσημος καθηγητής της νομικής σχολής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, για του οποίου τη νομική κατάρτιση ο Η. W. Η. Knott είπε: «Στις προσπάθειες του Story και του Greenleaf οφείλεται η άνοδος της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ μεταξύ των κορυφαίων νομικών σχολών των Ηνωμένων Πολιτειών» (Knott, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 423).
Ο Greenleaf έγραψε ένα πολύ γνωστό βιβλίο με τον τίτλο A Treatise on the Law of Evidence (Πραγματεία για τον Νόμο των Αποδείξεων) το οποίο θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία της νομικής βιβλιογραφίας στο ζήτημα των αποδείξεων» (Smith, TS, 423).
Το 1846, ενώ ήταν ακόμη καθηγητής της νομικής σχολής του Χάρβαρντ, ο Greenleaf έγραψε έναν τόμο με τον τίτλο An Examination of the Testimony of the Four Evangelists by the Rules of Evidence Administered in the Courts of Justice (Μια Εξέταση της Μαρτυρίας των Τεσσάρων Ευαγγελιστών βάσει των Αρχών των Αποδείξεων που Ισχύουν στα Δικαστήρια). Σε αυτό το κλασικό βιβλίο ο συγγραφέας εξετάζει την αξία της μαρτυρίας των αποστόλων για την ανάσταση. Ακολουθούν θαυμάσιες παρατηρήσεις από ένα νομομαθή:
Οι μεγάλες αλήθειες που διακήρυξαν οι απόστολοι ήταν ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, και ότι μόνο με μετάνοια για τις αμαρτίες τους, και πίστη σ' Αυτόν, μπορούσαν οι άνθρωποι να ελπίσουν στη σωτηρία. Αυτό το δόγμα το διακήρυτταν με μια φωνή, παντού, όχι μόνο υπό την πίεση μεγάλων απογοητεύσεων, αλλά αντιμετωπίζοντας τους πιο μεγάλους φόβους που μπορεί να αντιμετωπίσει ο ανθρώπινος νους. Ο Κύριός τους είχε μόλις πεθάνει ως εγκληματίας, από την καταδίκη που του επέβαλε ο δημόσιος κατήγορος. Η θρησκεία Του απειλούσε να ανατρέψει τις θρησκείες όλου του κόσμου. Οι νόμοι όλων των χωρών ήταν ενάντια στη διδασκαλία των μαθητών Του. Τα συμφέροντα και τα πάθη όλων των κυβερνητών και όλων των μεγάλων ανδρών του κόσμου ήταν εναντίον τους. Η ροή του κόσμου ήταν εναντίον τους.
Με την προπαγάνδιση αυτής της νέας πίστης, ακόμη και με τον πιο άκακο και ειρηνικό τρόπο, δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτε άλλο παρά καταδίκη, αντίδραση, διασυρμό, άγριους διωγμούς, μαστιγώματα, φυλακίσεις, βασανιστήρια, και βίαιους θανάτους. Παρ' όλα αυτά προπαγάνδισαν την πίστη τους με πάθος, και υπέφεραν όλα αυτά τα δεινά με χαρά χωρίς να απογοητευτούν. Καθώς ο ένας μετά τον άλλο οδηγούνταν σε μαρτυρικό θάνατο, οι επιζώντες το μόνο που έκαναν ήταν να συνεχίζουν το έργο τους με μεγαλύτερο ζήλο και αποφασιστικότητα. Τα χρονικά των στρατιωτικών μαχών δεν περιέχουν τέτοια παραδείγματα ηρωισμού, επιμονής, υπομονής, και θάρρους. Είχαν κάθε λόγο να επανεξετάσουν τη βάση της πίστης τους, και τις αποδείξεις των γεγονότων και των αληθειών που διακήρυτταν.
Έτσι, λοιπόν, θα ήταν αδύνατο να συνεχίσουν να υποστηρίζουν με επιμονή τις αλήθειες που είχαν διακηρύξει, αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί στ' αλήθεια από τους νεκρούς, και να είναι περισσότερο βέβαιοι γι' αυτό το γεγονός απ' όσο ήταν βέβαιοι για οποιοδήποτε άλλο. Εάν ήταν ηθικά πιθανό να είχαν εξαπατηθεί με αυτό τον τρόπο, συνέτρεχε κάθε λόγος για να ανακαλύψουν και να διορθώσουν το λάθος τους. Αν επέμεναν, μετά τη διαπίστωσή του, σε ένα τόσο καταφανές ψέμα, δεν θα είχαν μόνο να αντιμετωπίσουν όλα τα δεινά που είναι δυνατό ο άνθρωπος να γευτεί σ’ αυτή τη ζωή, αλλά θα είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν τους πόνους της εσωτερικής και συνειδητής ενοχής, χωρίς ελπίδα για μελλοντική ειρήνη, χωρίς μαρτυρία για αγαθή συνείδηση, χωρίς να περιμένουν επιβράβευση από κανέναν, χωρίς ελπίδα για ευτυχία σε αυτή τη ζωή, ή στον κόσμο το μελλοντικό.
Μια τέτοια συμπεριφορά από τους αποστόλους θα ήταν ασυμβίβαστη με το γεγονός ότι διέθεταν την συγκρότηση που είχε ο κοινός νους. Παρ’ όλα αυτά από τη ζωή τους φαίνεται ότι ήταν άνθρωποι όπως όλοι μας, που κινούνταν από τα ίδια κίνητρα και από τις ίδιες ελπίδες, επηρεάζονταν από τις ίδιες χαρές, τους σύντριβαν οι ίδιες θλίψεις, αντιμετώπιζαν τους ίδιους φόβους, και τα ίδια πάθη όπως και εμείς. Και τα γραπτά τους φανερώνουν ανθρώπους μεγάλης διανοητικής διαύγειας. Αν, λοιπόν, η μαρτυρία τους δεν ήταν αληθινή, δεν υπήρχε λόγος να την κατασκευάσουν (Greenleaf. ΤΕ, 28-30).
Ο John Locke είναι κατά πάσα πιθανότητα ο μεγαλύτερος φιλόσοφος αυτού του αιώνα. Στο έργο του, A Second Vindication of the Reasonableness of Christianity Works, (Μια Δεύτερη Δικαίωση της Λογικότητας των Έργων του Χριστιανισμού), αυτός ο Βρετανός διανοητής γράφει:
Υπάρχουν κάποια στοιχεία στην ιστορία του Σωτήρα μας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το Μεσσία, ώστε αν πιστέψουμε ότι χαρακτηρίζουν τον Ιησού από τη Ναζαρέτ είναι το ίδιο και το αυτό με το να πιστεύουμε ότι είναι ο Μεσσίας. Το κυριότερο είναι η Ανάστασή Του από τους νεκρούς, η οποία επειδή είναι η μεγαλύτερη και πιο καταδεικτική της Μεσσιανικότητάς Του, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι αυτοί που πίστεψαν στην Ανάστασή Του, πίστεψαν ότι είναι και ο Μεσσίας. Η διακήρυξη της Ανάστασής Του ισοδυναμούσε με τη διακήρυξη ότι αυτός είναι ο Μεσσίας (Locke, SVRC, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 422-23).
Ο Brooke Foss Westcott (1825-1901), Άγγλος διανοητής που αναγορεύτηκε καθηγητής του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σε έδρα που ιδρύθηκε από τη βασίλισσα το 1870. είπε: «Πραγματικά, αν συλλέξουμε όλες τις αποδείξεις, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει άλλο περιστατικό της Ιστορίας καλύτερα ή περισσότερο αποδεδειγμένο από την ανάσταση του Χριστού. Μόνο οι προηγούμενες υποθέσεις ότι πρέπει να είναι ψέμα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οι αποδείξεις είναι ελλιπείς» (Little, KWhyB, 70).
Ο Clifford Herschel Moore, καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, είπε: «Ο Χριστιανισμός γνώρισε το Σωτήρα και Λυτρωτή του όχι σαν κάποιο θεό που η ιστορία του ήταν μέρος μυθολογικής πίστης, με πρωτόγονα, ακατέργαστα, και ακόμη και εριστικά στοιχεία ... Ο Ιησούς ήταν ένα ιστορικό και όχι μυθολογικό πρόσωπο. Κανένας μύθος δεν επέβαλε τον εαυτό του στο Χριστιανό πιστό.
Η πίστη του ήταν εδραιωμένη πάνω σε αδιάσειστα, ιστορικά, και παραδεκτά γεγονότα» (Moore, όπως παρατίθεται από τον Smith, GCWC, 48).
Ο Benjamin Warfield του πανεπιστημίου του Πρίνστον αναφέρει σε άρθρο του με τίτλο: “The Resurrection of Christ an Historical Fact, Evinced by Eyewitnesses” («Η Ανάσταση του Χριστού, Ιστορικό Γεγονός Αποδεικνυόμενο από Αυτόπτες Μάρτυρες»): «Η Ενανθρώπιση ενός Αιώνιου Θεού είναι Κατ’ Ανάγκη Δόγμα. Κανένα ανθρώπινο μάτι δεν μπορούσε να δει την ταπείνωσή του στην ανθρώπινη κατάσταση, καμία ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορούσε να το μαρτυρήσει αυτό ως γεγονός_ και παρ’ όλα αυτά, εάν δεν είναι γεγονός, η πίστη μας είναι μάταιη, και βρισκόμαστε ακόμη μέσα στις αμαρτίες μας. Από την άλλη πλευρά η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί ένα γεγονός, ένα εξωτερικό συμβάν μέσα στην αντίληψη του ανθρώπου, που πιστοποιείται από άλλες μαρτυρίες, και το οποίο είναι το κύριο δόγμα του συστήματος μας: πάνω στο οποίο στηρίζονται όλα τα αλλά δόγματα» (Warfield, RCHF, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 361-63).
Ο Wilbur Smith συστήνει ένα εξαιρετικό διανοητή του αιώνα μας:
Ένας από τους πιο σπουδαίους φυσιολόγους της γενιάς μας είναι ο Δρ. A. C. Ivy του Χημικού Τμήματος του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις, ο οποίος υπηρέτησε στη θέση του επικεφαλής του Τμήματος Φυσιολογίας των Επαγγελματικών Κολεγίων του Σικάγου, 1946-1953. Πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Φυσιολόγων την περίοδο 1939-1949 και συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων. Τα λόγια του είναι εποικοδομητικά: «Πιστεύω στη σωματική ανάσταση του Ιησού Χριστού. Όπως λέτε, αυτό είναι "προσωπικό ζήτημα”, αλλά δεν ντρέπομαι να δείξω στον κόσμο: «να τι πιστεύω», και ότι μπορώ να υπερασπιστώ λογικά τα πιστεύω μου... Δεν μπορώ να αποδείξω αυτό το πιστεύω μου, όπως μπορώ να αποδείξω κάποια συγκεκριμένα επιστημονικά γεγονότα της βιβλιοθήκης μου, τα οποία πριν από εκατό χρόνια ήταν κι αυτά σχεδόν τόσο μυστηριώδη όπως είναι η ανάσταση του Ιησού Χριστού. Βάσει των ιστορικών αποδείξεων της υπάρχουσας βιολογικής επιστήμης, ο επιστήμονας που είναι αφοσιωμένος στη φιλοσοφία της επιστήμης, μπορεί να αμφισβητήσει τη σωματική ανάσταση του Ιησού Χριστού, αλλά δεν μπορεί να την αρνηθεί. Επειδή, αν το κάνει, σημαίνει ότι μπορεί να αποδείξει ότι δεν συνέβη. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η βιολογική επιστήμη της εποχής μας δεν μπορεί να αναστήσει ένα σώμα που είναι νεκρό και έχει μείνει στον τάφο τρεις μέρες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία μου περί αυθεντικής επιστημονικής στάσης, η άρνηση της ανάστασης του Ιησού Χριστού με βάση αυτά που γνωρίζει σήμερα η βιολογία, αποτελεί έκφραση μη επιστημονικής στάσης» (Ivy, όπως παρατίθεται από τον Smith, SR, 6, 22).
[ «Δύο μορφωμένοι νέοι άνδρες, ο Gilbert West και ο Λόρδος Lyttleton, πήγαν στην Οξφόρδη. Ήταν φίλοι του Δρα Johnson και του Alexander Pope, στη λέσχη κολύμβησης. Ήταν αποφασισμένοι να επιτεθούν στην βάση της Χριστιανικής πίστης. Έτσι ο Lyttleton στρώθηκε στη δουλειά για να αποδείξει ότι ο Σαούλ από την Ταρσό δεν μεταστράφηκε ποτέ στον Χριστιανισμό, και ο West επιχείρησε να αποδείξει ότι ο Ιησούς δεν αναστήθηκε.
Μετά από λίγο καιρό, συναντήθηκαν για να συζητήσουν τα ευρήματα τους. Και οι δύο ήταν λίγο διστακτικοί. Γιατί και οι δύο έφτασαν χωριστά σε παρόμοια και ενοχλητικά συμπεράσματα. Ο Lyttleton ανακάλυψε, μετά από έρευνα, ότι ο Σαούλ από την Ταρσό έγινε πραγματικά ένας ριζικά αλλαγμένος άνθρωπος μέσω της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό. Και ο West ανακάλυψε ότι όλες οι αποδείξεις φανερώνουν με σαφήνεια ότι ο Ιησούς αναστήθηκε πραγματικά από τους νεκρούς. Μπορείτε να βρείτε ακόμα το βιβλίο του σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Τιτλοφορείται Observations on the History and Evidences of the Resurrection of Jesus Christ (Παρατηρήσεις στην Ιστορία και στις Αποδείξεις της Ανάστασης του Ιησού Χριστού), και εκδόθηκε το 1747. Στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου δημοσίευσε το ρητό που τον χαρακτηρίζει από το Σοφία Σειράχ 11:7, και του οποίου η υιοθέτηση μπορεί να αποβεί ωφέλιμη από κάθε σύγχρονο αγνωστικιστή: «Πριν εξετάσεις, μην κατηγορήσεις» (Green, ΜΑ, 55-56).
Οι αποδείξεις μαρτυρούν με σαφήνεια το γεγονός ότι ο Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη ημέρα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο πρώην Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας, ο Λόρδος Darling. Σε βραδινό δείπνο η συζήτηση στράφηκε στην αλήθεια του Χριστιανισμού, και ειδικότερα σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο με θέμα την ανάσταση. Ενώνοντας τα ακροδάχτυλα του, και παίρνοντας μια δικαστική στάση, μίλησε με αξιοπρόσεκτα ήρεμη ρητορική έμφαση και είπε, «Εμείς, ως Χριστιανοί, ερωτόμαστε αν δεχόμαστε καλόπιστα τη διδασκαλία και τα θαύματα του Ιησού. Εάν έπρεπε να τα δεχτούμε όλα καλόπιστα, εγώ θα ήμουν επιφυλακτικός για ένα μόνο πράγμα: Η καρδιά του προβλήματος του αν ο Ιησούς ήταν ή δεν ήταν αυτό που ισχυριζόταν, πρέπει να εξαρτάται από το αν η ανάσταση είναι αλήθεια ή ψέμα. Σε αυτό το σπουδαίο σημείο δεν μας ζητείται απλά να έχουμε πίστη. Υπάρχουν τόσες πολλές αποδείξεις, θετικές και αρνητικές, τεκμηριωμένες και εμπεριστατωμένες, που κανένα σώμα ενόρκων στον κόσμο δεν θα δυσκολευόταν να καταλήξει στην ετυμηγορία ότι η ιστορία της ανάστασης είναι αληθινή» (Green, ΜΑ, 53-54).» ]
Ο Arnand Nicoli της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ αναφέρεται στον J. Ν. D. Anderson ως «επιστήμονα διεθνούς φήμης και κατ’ εξοχήν κατάλληλο να χειρισθεί το ζήτημα των αποδείξεων. Είναι από τις μεγαλύτερες αυθεντίες στον κόσμο για τον Ισλαμικό Νόμο ... Είναι κοσμήτορας της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του τμήματος Ασιατικού Νόμου της Σχολής των Ασιατικών και Αφρικανικών Μελετών, και διευθυντής του Ινστιτούτου Προηγμένων Νομικών Μελετών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου» (Nicoli, όπως παρατίθεται στον Anderson, RJC, 4).
Αυτός ο εξαίρετος Βρετανός επιστήμονας με επιρροή στον τομέα του διεθνούς δικαίου, λέει: «Οι αποδείξεις για την ιστορική βάση της Χριστιανικής πίστης, για την αξιοπιστία της μαρτυρίας της Καινής Διαθήκης σχετικά με το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Χριστού, για το γεγονός και τη σημασία του απολυτρωτικού Του θανάτου, και για την ιστορικότητα του άδειου τάφου και της αποστολικής μαρτυρίας για την ανάσταση, είναι τέτοιες που αποτελούν επαρκές θεμέλιο για την υιοθέτηση της πίστης» (Anderson, CWH, 106).
3Β. Η Μαρτυρία των Πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας
Ο W. J. Sparrow-Simpson λέει ότι «μαζί με τη Χριστολογία, η Ανάσταση είναι χωρίς αμφιβολία το δόγμα που διατηρούσε πρωτεύουσα θέση στην πρωτοχριστιανική φιλολογία. Στη μεταποστολική εποχή παρουσιάζονται πολλές αναφορές στην ανάσταση, αλλά στο δεύτερο αιώνα βρίσκουμε πολλές πραγματείες αποκλειστικά με θέμα την ανάσταση, όπως για παράδειγμα, του Αθηναγόρα, και το έργο που αποδίδεται στον Ιουστίνο το Μάρτυρα» (Sparrow-Simpon, RCF, 339).
Ο Bernard Ramm σχολιάζει: «Τόσο στην εκκλησιαστική όσο και στη δογματική ιστορία, η ανάσταση επιβεβαιώνεται από την πρώιμη κιόλας εποχή. Αναφέρεται στο έργο Επιστολή προς Κορινθίους, του Κλήμεντος Ρώμης (95 μ.Χ.), το πιο παλιό έργο της εκκλησιαστικής ιστορίας, και στη συνέχεια σε όλη την περίοδο των Πατέρων. Εμφανίζεται, χωρίς ποτέ να αμφισβητείται σε όλες τις μορφές του Συμβόλου της Πίστεως» (Ramm, PCE, 192).
Ο Sparrow-Simspon αναφέρει:
Το κεντρικό θέμα του Ευαγγελίου του Ιγνατίου (5-115 μ.Χ.) είναι ο Ιησούς Χριστός. Η Χριστιανική θρησκεία συνίσταται σε «πίστη σ' Αυτόν και αγάπη προς Αυτόν, στο Πάθος Του και στην Ανάσταση». Προτρέπει τους Χριστιανούς να «εμπιστευτούν πλήρως τη γέννηση και το Πάθος και την ανάσταση». Ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται ως «η ελπίδα μας μέσω της Αναστάσεως». Η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί επίσης την υπόσχεση της δικής μας Ανάστασης» (Sparrow-Simpson, RCF, 339).
Ο Sparrow-Simpson προσθέτει: «Στην Επιστολή του Αγ. Πολύκαρπου προς τους Φιλιππησίους (γύρω στο 110 μ.Χ.) ο συγγραφέας αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό που “έφτασε στο σημείο να πεθάνει για τις αμαρτίες μας, τον οποίο ο Θεός ανέστησε, ελευθερώνοντάς Τον από τους πόνους του θανάτου”. Λέει ότι ο Θεός “ανέστησε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό από τους νεκρούς, του έδωσε δόξα και ένα θρόνο στα δεξιά Του και σε Αυτόν υποτάχθηκαν όλες οι αρχές στη γη και στον ουρανό”. Ο Αναστημένος Ιησούς “έρχεται ως Κριτής των ζωντανών και των νεκρών". Και “επειδή Αυτός τον ανέστησε από τους νεκρούς θα αναστήσει επίσης κι εμάς, εάν κάνουμε το θέλημά Του και υπακούσουμε τις εντολές Του”.
»Για τον Πολύκαρπο Σμύρνης ο δοξασμένος Ιησούς είναι “ο Αιώνιος Αρχιερέας". Και η τελευταία προσευχή του επισκόπου λίγο πριν από το μαρτύριο, ήταν να “συμπεριλαμβάνεται στους μάρτυρες που θα πιουν από το ποτήρι του Χριστού στην ανάσταση σε ζωή αιώνια της ψυχής και του σώματος δια της αφθαρσίας του Αγίου Πνεύματος ”» (Sparrow-Simpson, RCF, 341).
Ο καθηγητής Sparrow-Simpson γράφει για την πραγματεία του Ιουστίνου του Μάρτυρα πάνω στην ανάσταση (100-165 μ.Χ.): «Ασχολείται με σαφές Χριστιανικό δόγμα. Οι σύγχρονοί του πολέμιοι της πίστης θεωρούσαν ότι η Ανάσταση ήταν αδύνατη και ανεπιθύμητη, από τη στιγμή που η σάρκα ήταν η αιτία της αμαρτίας. Αδιανόητη από τη στιγμή που δεν υπήρχε νόημα στην επιβίωση υπαρχόντων οργάνων. Επιπλέον υποστήριζαν ότι η Ανάσταση του Χριστού ήταν απλώς φαινομενική και όχι πραγματική. Σε αυτές τις αντιρρήσεις και δυσκολίες απάντησε ο Ιουστίνος...» (Sparrow-Simpson, RCF, 342).
Ο Elgin Moyer, στο Who was Who in Church History (Ποιος ήταν Ποιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία), αναφέρει ακόμη έναν πατέρα, τον Κόιντο Σεπτίμιο Φλωρέντιο Τερτυλλιανό (160-220). Πατέρας και απολογητής της Λατινικής εκκλησίας, γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Βόρειας Αφρικής... Λόγω της πολύπλευρης εκπαίδευσής του μπορούσε να γράφει τόσο στα Λατινικά όσο και στα Ελληνικά. Τα συγγράματά του αφορούσαν την πολιτική και την εφαρμογή του νόμου. Για τριάντα με σαράντα χρόνια έζησε έκλυτο βίο. Περίπου το 190 ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Το υπόλοιπο της ζωής του το αφιέρωσε με πιστότητα στην υπεράσπιση της Χριστιανικής πίστης ενάντια στις επιθέσεις των ειδωλολατρών, των Ιουδαίων, και των αιρετικών. Ήταν... ένας ρωμαλέος υπερασπιστής της πίστης» (Moyer, WWCH, 401).
Ο Bernard Ramin συμπεραίνει: «Η απιστία πρέπει να αρνηθεί το σύνολο της μαρτυρίας των Πατέρων ... Πρέπει να θεωρήσει ότι αυτοί οι άνδρες είτε δεν είχαν το κίνητρο είτε τα ιστορικά δεδομένα ώστε να ερευνήσουν πραγματικά την ανάσταση του Χριστού. Τους Πατέρες, που θεωρούνται καθ’ όλα έγκυροι από την Ανατολική Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Αγγλικανική Εκκλησία, που τους σέβονται οι Μεταρρυθμιστές και το σύνολο των θεολόγων, η απιστία τους σβήνει από το χάρτη. Θεωρούνται αξιόπιστοι για την άντληση πληροφοριών σχετικά με την αποστολική και μετά-αποστολική θεολογία, και παρ' όλα αυτά η μαρτυρία τους δε γίνεται σεβαστή όταν πρόκειται για αντικειμενικά γεγονότα» (Ramm, PCE, 206).
6Α. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 1Β. Τα Γεγονότα πριν την Ανάσταση
1Γ. Ο Ιησούς ήταν νεκρός
Ο John Mattingly περιγράφει το μαστίγωμα του θύματος πριν από τη σταύρωση: «Πρώτα απ’ όλα αφαιρούσαν τα ρούχα από τον καταδικασμένο εγκληματία, και τον έδεναν πάνω σε ένα στύλο μέσα στο δικαστήριο. Στη συνέχεια ένας ραβδούχος ή μαστιγωτής εκτελούσε το βάρβαρο μαστίγωμα. Αν και οι Εβραίοι περιόριζαν εξαιτίας του Νόμου τον αριθμό των κτυπημάτων σε σαράντα, οι Ρωμαίοι δεν έθεταν τέτοιο περιορισμό, και το θύμα βρισκόταν στο έλεος του μαστιγωτή».
Το βάρβαρο όργανο ονομαζόταν φραγγέλιο. Γι αυτό το όργανο ο Mattingly αναφέρει: «Το μακρύ λουρί από κόκαλα και μέταλλο μπορούσε με ευκολία να ξεσκίσει τη σάρκα του θύματος» (Mattingly, COAC, 21).
Ο Επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος, ιστορικός του τρίτου αιώνα, είπε (Επιστολή προς την Εκκλησία της Σμύρνης) για το ρωμαϊκό μαστίγωμα, που εφαρμοζόταν σ’ αυτούς που επρόκειτο να εκτελεστούν: «οι φλέβες των θυμάτων αποκαλύπτονταν, και... οι μυς, οι τένοντες, και τα σπλάχνα ήταν εκτεθειμένα» (Mattingly, COAC, 73).
[ Έτσι λοιπόν, ο Πιλάτος θέλοντας να κάνει αυτό που θα ικανοποιούσε τον όχλο, άφησε ελεύθερο το Βαραββά, ενώ τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί. Τότε οι στρατιώτες τον μετέφεραν στο εσωτερικό της αυλής, δηλαδή στο Διοικητήριο. Εκεί συγκαλούνε όλη τη φρουρά και τον ντύνουν με βυσσινί μανδύα και πλέκουν ένα ακάνθινο στεφάνι και του το φοράνε. Κατόπιν άρχισαν να τον χαιρετούν λέγοντας: «Χαίρε βασιλιά των Ιουδαίων!» Και τον χτυπούσαν στο κεφάλι με καλάμι και τον έφτυναν και γονατίζοντας τον προσκυνούσαν. Κι αφού τον περιπαίξανε, του έβγαλαν το βυσσινί μανδύα και τον έντυσαν με τα δικά του ρούχα και τον έβγαλαν για να τον σταυρώσουν. - Μάρκος 15:15-20 ]
Ο John Mattingly, παραθέτει τα λεγόμενα του John Peter Lange, που αναφερόμενος στα πάθη του Χριστού λέει: «Θεωρείται ότι το μαστίγωμά Του ξεπέρασε σε δριμύτητα το συνηθισμένο. Αν και το κανονικό μαστίγωμα εκτελείτο από ραβδούχους, ο Lange καταλήγει ότι ο Πιλάτος επειδή δεν είχε στη διάθεσή του ραβδούχους, χρησιμοποίησε στρατιώτες. Έτσι, από το χαρακτήρα αυτών των χαμηλού και άθλιου επιπέδου στρατιωτών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ξεπέρασαν τη βαρβαρότητα των ραβδούχων» (Mattingly, COAC, 33).
Αφού υπέφερε τις πιο σφοδρές μορφές σωματικής τιμωρίας, ο Χριστός είχε επίσης να υποστεί τη διαδρομή προς την τοποθεσία της σταύρωσης - το Γολγοθά. Γι’ αυτό το στάδιο των Παθών του Χριστού ο Mattingly αναφέρει:
1. Ακόμη και η προετοιμασία για την πορεία προς τον τόπο του μαρτυρίου πρέπει να ήταν πηγή μεγάλης οδύνης. Στο Ματθαίος 27:31 διαβάζουμε: «Και αφού τον περιπαίξανε, του έβγαλαν το μανδύα και τον έντυσαν με τα ρούχα του και τον πήραν για να τον σταυρώσουν». Το άξεστο ξεγύμνωμα από το βασιλικό μανδύα της χλεύης και η αντικατάστασή του με τα δικά του ρούχα, χωρίς αμφιβολία θα ήταν μεγάλη πηγή πόνου για το ματωμένο και γεμάτο πληγές σώμα Του» (Mattingly, COAC, 35).
2. Η φράση «τον φέρνουν στο μέρος που λέγεται Γολγοθάς» (Μάρκος 15:22 α), φανερώνει επίσης ότι ο Χριστός, ανήμπορος να περπατήσει με τις δικές Του δυνάμεις, έπρεπε κυριολεκτικά να κουβαληθεί στο τόπο της εκτέλεσης. Έτσι, τα αποτροπιαστικά και φρικιαστικά προ του σταυρού πάθη έφταναν στο τέλος τους, και το γεγονός της σταύρωσης άρχιζε» (Mattingly, COAC, 36).
Για την σταύρωση αυτή καθ’ αυτή, ο Mattingly αναφέρει: «Δεν είναι δυνατό να περιγράψει κανείς την αγριότητα και την ένταση των δεινών πάνω στο σταυρό. Η αποκρουστικότητα αυτού του βασανιστηρίου είχε γίνει κατανοητή από τον πιο φημισμένο ρήτορα της Ρώμης, τον Μάρκο Τούλλιο Κικέρωνα, που είπε, “Ακόμη και η λέξη σταυρός, πρέπει να απομακρυνθεί όχι μόνο από τα χείλη των πολιτών της Ρώμης, αλλά και από τη σκέψη τους, τα μάτια τους, και τα αυτιά τους”» (Mattingly. COAC, 26).
Ο Michael Green σχολιάζει τα σωματικά πάθη του Χριστού: «Μετά από μια νύχτα ξαγρύπνιας, κατά την οποία δεν Του δόθηκε φαγητό, υπέμεινε το χλευασμό δύο δικών, και η πλάτη Του είχε ξεσχιστεί από το βάρβαρο ρωμαϊκό βούρδουλα, οδηγήθηκε στην σταύρωση. Ήταν ένας βασανιστικός θάνατος, κατά τον οποίο κάθε νεύρο του σώματός Του υπέφερε αβάσταχτο πόνο» (Green, ΜΑ, 32).
Ο Frederick Farrar κάνει μια ανάγλυφη περιγραφή του σταυρικού θανάτου:
Πραγματικά, ο σταυρικός θάνατος φαίνεται ότι περιέχει όλο τον τρόμο και τη φρίκη του πόνου και του θανάτου - σκοτοδίνη, κράμπες, δίψα, πείνα, αϋπνία, τραυματικό πυρετό, τέτανο, δημόσια ντροπή, βασανιστήρια, τρόμο προσμονής, απεριποίητες πληγές - που φτάνουν σε σημείο να γίνουν ανυπόφορες, αλλά όχι αρκετά έντονες ώστε να οδηγήσουν το θύμα σε αναισθησία.
Η αφύσικη θέση έκαναν κάθε κίνηση του σώματος επίπονη. Οι ξεσκισμένες φλέβες και οι συνθλιμμένοι τένοντες δημιουργούσαν ακατάπαυστο πόνο. Οι πληγές, φλογισμένες ήταν εκτεθειμένες, προοδευτικά πάθαιναν γάγγραινα. Οι αρτηρίες - ιδιαίτερα του κεφαλιού και του στομαχιού - πρήζονταν από το αίμα που είχε συγκεντρωθεί, και ενώ όλοι οι πόνοι προοδευτικά εντείνονταν, σε όλα αυτά προσθέτονταν ο ανυπόφορος πόνος από την ολοένα αυξανόμενη δίψα. Και όλες αυτές οι σωματικές επιπλοκές προκαλούσαν μια εσωτερική ένταση και αγωνία, που έκαναν το ενδεχόμενο του θανάτου αυτού καθ' αυτού - του θανάτου, του άγνωστου εχθρού, το πλησίασμα του οποίου κάνει πολλούς να τρέμουν από το φόβο τους - να φαίνεται μια απολαυστική και θεσπέσια απαλλαγή (Farrar, LC, 440).
Ο Ε. Η. Day σχολιάζει: «Ο απ. Μάρκος είναι αυτός που τονίζει το θαυμασμό του Πιλάτου στο άκουσμα ότι ο Χριστός είχε ήδη πεθάνει, και την απορία του εκατόνταρχου πριν επιτρέψει την απομάκρυνση του σώματος από το Σταυρό. Η Ρωμαίοι στρατιωτικοί ήταν εξοικειωμένοι με τα ίχνη του θανάτου, ή με την όψη του θανάτου πάνω στο σταυρό» (Day, ER, 46-48).
Ο Michael Green σημειώνει ότι η σταύρωση δεν ήταν «κάτι το ασυνήθιστο για την περιοχή της Παλαιστίνης» (Green, ΜΑ, 32).
Ο Πιλάτος απαιτούσε επιβεβαίωση του θανάτου του Χριστού. Ο Green κάνει το εξής σχόλιο: «Τέσσερις εκτελεστές ήρθαν για να τον εξετάσουν, πριν επιτραπεί στο φίλο Του, τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, να πάρει το σώμα για να το θάψει» (Green, ΜΑ, 32).
Ο Green λέει για αυτούς τους τέσσερις που ήταν εξοικειωμένοι με τη θέα του θανάτου: «Μπορούσαν να αναγνωρίσουν αν κάποιος ήταν νεκρός - και ο αξιωματικός υπηρεσίας είχε ακούσει την επιθανάτια κραυγή του εκτελεσμένου και βεβαίωσε το θάνατο του στον Πόντιο Πιλάτο. [Και σαν είδε ο εκατόνταρχος, που στεκόταν εκεί απέναντί του, τον τρόπο με τον οποίο έκραξε και πέθανε, είπε: «Πραγματικά, ο άνθρωπος αυτός είναι ο Γιος του Θεού!» (Μάρκος 15:39), «Κι ο Πιλάτος απόρησε που είχε κιόλας πεθάνει. Έτσι, φώναξε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πολλή ώρα που πέθανε» (Μάρκος 15:44)] (Green, ΜΑ. 32-33).
Ο John R. W. Stott γράφει: «Ο Πιλάτος είχε μείνει πραγματικά έκπληκτος από το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός, αλλά είχε πεισθεί από τη διαβεβαίωση του εκατόνταρχου και έτσι έδωσε την άδεια στον Ιωσήφ να κατεβάσει το σώμα από το σταυρό» (Stott, BC, 49).
Ο Day παρατηρεί ότι «η αναφορά στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου της φύλαξης του τάφου αποτελεί σαφή απόδειξη ότι οι Ιουδαίοι από τη μεριά τους, πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός» (Day, ER, 46-48).
Ο Day προσθέτει ότι κανένας «από αυτούς που ήταν επιφορτισμένοι με την ευθύνη να κατεβάσουν το σώμα από το σταυρό, και να τοποθετήσουν στον τάφο, δεν είχαν την υποψία ότι μπορεί να ήταν ζωντανός» (Day, ER, 46-48)
Ο καθηγητής Day, αναφερόμενος στο βιβλίο The Physical Cause of the Death of Christ (Τα Φυσικά Αίτια του Θανάτου του Χριστού), λέει ότι ο συγγραφέας του, ο James Thompson, «αποδεικνύει ότι ο θάνατος του Χριστού οφειλόταν, όχι σε σωματική εξάντληση, ούτε στους πόνους της σταύρωσης, αλλά στην έντονη αγωνία που προκάλεσε καρδιακή ανακοπή. Η αντίδραση του μυαλού και του σώματος φανερώνουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο θάνατός του δεν προήλθε από εξάντληση. Το δόρυ των στρατιωτών ήταν το μέσο για να δείξουν στον κόσμο ότι ο θάνατος Του οφειλόταν σε καρδιακή προσβολή» (Day, ER, 48-49).
Ένα άρθρο στο περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας καταλήγει με τη βοήθεια των Ευαγγελίων στο συμπέρασμα ότι πριν κατεβάσουν τον Ιησού από το σταυρό, αυτός ήταν ήδη νεκρός: «Είναι σαφές, ότι η βαρύτητα των ιστορικών και ιατρικών αποδείξεων αποδεικνύει ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός πριν ακόμη λογχίσουν την πλευρά Του και θεμελιώνει την παραδοσιακή άποψη ότι η λόγχη, πιθανώς διαπέρασε όχι μόνο το δεξιό πνεύμονά Του αλλά και το περικάρδιο και την καρδία και με αυτόν τον τρόπο βεβαίωσε το θάνατό Του. Συνεπώς, ερμηνείες που βασίζονται στην υπόθεση ότι ο Ιησούς δεν πέθανε πάνω στο σταυρό, φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τη σύγχρονη ιατρική γνώση» (Edwards, PDJC, 1463).
O Samuel Houghton M.D., ο σπουδαίος φυσιολόγος του πανεπιστημίου του Δουβλίνου, καταγράφει την άποψη του για τα φυσικά αίτια του θανάτου του Ιησού:
Όταν ο στρατιώτης τρύπησε με το δόρυ την πλευρά του Ιησού, ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός, και η ροή του αίματος και νερού που ακολούθησαν ήταν είτε ένα φυσικό φαινόμενο που εξηγείται με φυσικά αίτια είτε ένα θαύμα. Το γεγονός ότι ο απ. Ιωάννης σκέφτηκε ότι, αν δεν είναι θαύμα, τουλάχιστον είναι ασυνήθιστο, φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο το σχολίασε, και από τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο διακηρύττει την ακρίβεια της αφήγησής του.
Επανειλημμένες παρατηρήσεις και πειράματα που έγιναν σε ανθρώπους και ζώα με έχουν οδηγήσει στα ακόλουθα συμπεράσματα - όταν η αριστερή πλευρά τρυπιέται μετά το θάνατο με ένα μεγάλο μαχαίρι, παρομοίου μεγέθους με το Ρωμαϊκό δόρυ, μπορούν να παρατηρηθούν τρεις περιπτώσεις:
1°. Η πληγή δεν βγάζει τίποτε άλλο παρά μια πάρα πολύ μικρή ποσότητα αίματος.
2°. Η πληγή βγάζει μόνο αίμα.
3°. Η πληγή βγάζει νερό μαζί με κάποιες μικρές σταγόνες αίματος.
Από τις τρεις αυτές περιπτώσεις, η πρώτη είναι αυτή που συμβαίνει συνήθως. Η δεύτερη συναντιέται σε περιπτώσεις θανάτου από πνιγμό και από στρυχνίνη, και μπορεί να διαπιστωθεί θανατώνοντας ένα ζώο με δηλητήριο, και μπορεί να αποδειχτεί ότι αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της σταύρωσης. Η τρίτη περίπτωση παρατηρείται σε περιπτώσεις θανάτου από πλευρίτιδα, περικαρδίτιδα, και ανακοπή καρδιάς. Οι περιπτώσεις που αναφέρθηκαν είναι γνωστές στους ανατόμους, αλλά οι δύο περιπτώσεις που ακολουθούν, αν και είναι εξηγήσιμες με βάση τις αρχές τις φυσιολογίας, δεν αναφέρονται στη βιβλιογραφία (εκτός από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη). Ούτε εγώ είχαν την τύχη να τις συναντήσω:
4°. Συνεχής ροή νερού από την πληγή, ακολουθούμενη από συνεχή ροή αίματος.
5°. Συνεχής ροή αίματος από την πληγή, ακολουθούμενη από συνεχή ροή νερού.
Ο σταυρικός θάνατος προκαλεί επίπεδα αίματος στους πνεύμονες παρόμοια με εκείνα του θανάτου από πνιγμό ή στρυχνίνη. Η τέταρτη περίπτωση θα συνέβαινε σε ένα σταυρωμένο άτομο που προηγουμένως υπέφερε από πλευρική αιμορραγία. Η πέμπτη περίπτωση θα συνέβαινε σε ένα σταυρωμένο άτομο, που πέθανε πάνω στο σταυρό από ανακοπή καρδιάς. Η καταγραφή των γεγονότων λίγες μέρες πριν από τη σταύρωση του Κυρίου θα απέκλειαν την υπόθεση της πλευρίτιδας, η οποία αποκλείεται και από το γεγονός της ροής από την πληγή πρώτα αίματος και ύστερα νερού. Έτσι, η μόνη περίπτωση που μένει για να εξηγήσει το φαινόμενο είναι ο συνδυασμός της σταύρωσης και της ανακοπής καρδιάς.
Η ανακοπή καρδιάς ως αιτία θανάτου του Ιησού υποστηρίζεται από τον Δρ. William Stroud. Η ανακοπή καρδιάς είναι αυτό που και εγώ πιστεύω ότι συνέβη με κάθε βεβαιότητα» (Houghton, όπως παρατίθεται από τον Cook, CHB, 349-50).
Ο απόστολος Ιωάννης κατέγραψε μια λεπτομερή περιγραφή των παρατηρήσεών του για όσα συνέβησαν στο Γολγοθά. Ο Houghton καταλήγει: «Η σημασία αυτού είναι προφανής: Φανερώνει ότι η αφήγηση του Ιωάννης 19, δεν μπορούσε ποτέ να είχε κατασκευαστεί, και ότι τα γεγονότα που καταγράφηκαν προέρχονταν από αυτόπτη μάρτυρα, και ότι ο αυτόπτης μάρτυρας είχε εντυπωσιαστεί τόπο πολύ που θεώρησε ότι ήταν θαύμα» (Houghton, όπως παρατίθεται από τον Cook, CHB, 349-50).
Ο Michael Green γράφει για το θάνατο του Ιησού:
Μαθαίνουμε από την έγκυρη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα ότι «αίμα και νερό» βγήκαν από την τρυπημένη πλευρά του Ιησού (Ιωάννης 19,:34, 35). Είναι φανερό ότι ο αυτόπτης μάρτυρας προσέδωσε μεγάλη σημασία στο γεγονός. Εάν ο Ιησούς ήταν ζωντανός τη στιγμή που το δόρυ διαπέρασε τα πλευρά Του, μεγάλες ποσότητες αίματος θα ξεπηδούσαν από την πληγή. Αντί γι’ αυτό, ο αυτόπτης μάρτυρας παρατήρησε να ξεπηδάει από την πληγή ένας σκούρος κόκκινος θρόμβος. Αυτό είναι απόδειξη μαζικής θρόμβωσης του αίματος στις κεντρικές αρτηρίες, και αποτελεί σημαντική ιατρική απόδειξη θανάτου. Το γεγονός είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό επειδή ο ευαγγελιστής δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει την αξία που θα είχε αυτή η μαρτυρία για ένα γιατρό. Το «αίμα και νερό» από την πληγή αποτελεί απόδειξη ότι ο Ιησούς ήταν ήδη νεκρός (Green, ΜΑ, 33).
Ο Samuel Chandler λέει: «Όλοι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν ότι ο Ιωσήφ είχε παρακαλέσει τον Πιλάτο για το σώμα του Ιησού, κι αυτός ακούγοντας από τον εκατόνταρχο που φύλαγε το Σταυρό, ότι ήταν ήδη νεκρός, του το έδωσε» (Chandler, RJC, 62-63).
Το θαυμαστό τελετουργικό κατά το οποίο ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, τύλιξαν το νεκρό Σώμα με μίγματα μύρων σύμφωνα με το τελετουργικό των Εβραίων για τον ενταφιασμό, αποτελεί σημαντική απόδειξη του θανάτου του Ιησού. Εάν υπήρχαν σ' Αυτόν κάποια Δείγματα Ζωής, όταν τον κατέβαζαν από το Σταυρό, η οξεία Φύση του Μύρου και της Αλόης, η έντονη Οσμή τους, η Πικρότητά τους, το γεγονός ότι τυλίχτηκαν μαζί με το Σεντόνι γύρω από το Σώμα Του, και γύρω από το Κεφάλι Του και το Πρόσωπο Του, όπως ήταν το Έθιμο της ταφής των Εβραίων, θα τον εξολόθρευαν» (Chandler, RJC, 62-63).
Ο καθηγητής Albert Roper λέει: «Ο Ιησούς σταυρώθηκε από Ρωμαίους στρατιώτες, σταυρώθηκε σύμφωνα με το Ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο τήρησαν με πιστότητα οι στρατιώτες μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια» (Roper, JRD, 33).
Συμπερασματικά, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη δήλωση που έγινε από τον απόστολο Ιωάννη αναφορικά με τις παρατηρήσεις του στο θάνατο του Ιησού καθώς επιχειρούσε να επικυρώσει την μαρτυρία του στα γεγονότα: «Κι αυτός που τα έχει δει αυτά με τα ίδια του τα μάτια, τα έχει βεβαιώσει με τη μαρτυρία του, και είναι αληθινή η μαρτυρία του. Και ξέρει αυτός πως αυτά που λέει είναι η αλήθεια, ώστε να πιστέψετε κι εσείς» (Ιωάννης 19:35).
2Γ. Ο Τάφος
Ο Wilbur Μ. Smith παρατηρεί ότι «η λέξη για τον τάφο συναντιέται τριάντα δύο φορές στις περικοπές των τεσσάρων Ευαγγελίων που αναφέρονται στην ανάσταση» (Smith. JFET, 38).
Ο τάφος του Ιωσήφ της Αριμαθαίας προκαλούσε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον στους συγγραφείς των Ευαγγελίων.
Αναφορικά με τον ενταφιασμό του Ιησού, o W.J. Sparrow-Simpson κάνει τις εξής παρατηρήσεις:
Η Ρωμαϊκή συνήθεια ήταν να αφήνουν το θύμα της σταύρωσης να κρέμεται στο σταυρό και να γίνεται βορά των πουλιών και των ζώων. Αλλά ποιος θα διενοείτο να πει ότι δεν υπήρχαν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα; Ο Ιώσηπος (Αυτοβιογραφία, κεφ. 75. Πολέμους των Εβραίων, IV, 2) έπεισε τον αυτοκράτορα Τίτο να κατεβάσει από το σταυρό τρεις σταυρωμένους ενώ αυτοί ήταν ακόμη ζωντανοί. Θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος απλά επειδή ο κανόνας επέβαλε κάτι διαφορετικό; Χωρίς καμία αμφιβολία, η Ιουδαϊκή συνήθεια ήταν η ταφή του εκτελεσμένου. Αυτό καθόριζε ο Ιουδαϊκός νόμος. Αλλά ο Ιώσηπος μας διαβεβαιώνει ότι ακόμη και οι Ιουδαίοι κάποιες φορές παραβίαζαν το νόμο της ταφής. Στους «Πολέμους των Εβραίων», γράφει: «Έφταναν στο σημείο να αποθέτουν τα σώματα χωρίς να τα ενταφιάζουν, αν και οι Ιουδαίοι φρόντιζαν τόσο πολύ τον ενταφιασμό των νεκρών, που κατέβαζαν από το σταυρό τους εκτελεσμένους και τους έθαβαν πριν τη δύση του ηλίου.
Ο Loisy υποστηρίζει ότι οι συγγενείς έπρεπε να πάρουν άδεια για να θάψουν τον εκτελεσμένο. Κανένας, όμως, συγγενής δεν πήρε τέτοια άδεια για να θάψει τον Ιησού: ούτε ένας από τους Δώδεκα. Ο τρεις σταυρωμένοι για του οποίους ο Ιώσηπος παρακάλεσε τον αυτοκράτορα, δεν ήταν συγγενείς, αλλά φίλοι. Τους «θυμήθηκε επειδή ήταν παλιοί σύντροφοί του». Το αίτημα του Ιωσήφ έχει πολλές ομοιότητες. Κανένας δεν αμφισβητεί τα γεγονότα. Γιατί ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας να μην απηύθυνε στον Πιλάτο ένα παρόμοιο αίτημα; (Sparrow-Simpson, RCF, 2122).
Ο Henry Latham, στο βιβλίο του The Risen Master (Ο Αναστημένος Κύριος), δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες αναφορικά με τον ενταφιασμό του Ιησού. Πρώτα παραθέτει την περιγραφή του τάφου του Κυρίου μας όταν θεωρείτο ότι είχε ανακαλυφθεί από την Αυτοκράτειρα Ελένη. Καταγράφεται από τον Ευσέβιο από την Καισαρεία - πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Περιέχεται στο βιβλίο του Θεοφάνεια - έργο που ανακαλύφθηκε αυτό τον αιώνα.
Ο τάφος ήταν μια σπηλιά που είχε λαξευτεί. Μια σπηλιά που έχει λαξευτεί σε ένα βράχο, και στην οποία δεν είχε τοποθετηθεί άλλο σώμα. Είναι εκπληκτικό το θέαμα αυτού του βράχου που στέκεται ολόρθος και έχει μόνο μία κοιλότητα. Αν είχε περισσότερες το θαύμα της νίκης κατά του θανάτου θα είχε συγκαλυφθεί» (Latham, RM, 87-88).
Ο Guignebert, στο βιβλίο του Jesus (Ιησούς), στη σελίδα 500, κάνει μια εντελώς αβάσιμη δήλωση: «Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε, και κατά πάσα πιθανότητα ούτε οι μαθητές γνώριζαν περισσότερα, που πέταξαν το σώμα του Ιησού αφού το κατέβασαν από το σταυρό οι εκτελεστές. Το πιο πιθανό είναι ότι το έριξαν μέσα στο λάκκο που ρίχνανε όλους τους εκτελεσμένους και όχι ότι ενταφιάστηκε σε έναν καινούργιο τάφο» (Guigneber, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 372).
1Δ. Ο καθηγητής Guignebert υποστηρίζει τα παραπάνω χωρίς να έχει καμία απόδειξη για τους ισχυρισμούς του.
2Δ. Απορρίπτει εντελώς τη μαρτυρία των γεγονότων, όπως αυτά καταγράφονται στην κοσμική και εκκλησιαστική λογοτεχνία των τριών πρώτων αιώνων.
3Δ. Αγνοεί παντελώς τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων.
1Ε. Γιατί γράφτηκαν αυτές οι μαρτυρίες εάν το σώμα του Ιησού δεν είχε παραληφθεί από τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία;
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Το σώμα του Ιησού δεν το πέταξαν ποτέ μέσα στο λάκκο που πετούσαν τα σώματα των εκτελεσμένων.
2Ε. Επίσης τι έχει να πει για τις περιγραφές της διαδικασίας του ενταφιασμού;
Γιατί καταγράφονται όλες αυτές οι προετοιμασίες αν δεν έλαβαν χώρα ποτέ;
3Ε. Τι έχει να πει για τις γυναίκες που παρακολουθούσαν τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία και τον Νικόδημο οι οποίοι προετοίμασαν και ενταφίασαν το σώμα του Ιησού;
«Από κοντά ακολούθησαν και οι γυναίκες ...και είδαν το μνήμα και ότι τοποθετήθηκε εκεί το σώμα του» (Λουκάς 23:55), και ήταν «καθισμένες απέναντι στον τάφο» (Ματθαίος 27:61), και «παρακολουθούσαν σε ποιο μέρος τον τοποθετούσαν» (Μάρκος 15:47).
Αυτές οι γυναίκες γνώριζαν την ύπαρξη ενός τάφου. Τα ευαγγέλια το κάνουν σαφές.
[ «Πήρε τότε ο Ιωσήφ το σώμα, το τύλιξε σ’ ένα καθαρό σεντόνι» (Ματθαίος 27:59).
«Τότε εκείνος, αφού αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε στο σεντόνι» (Μάρκος 15:46).
«Κι αφού είχε πια περάσει το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα για να πάνε και να τον αλείψουν» (Μάρκος 16:1).
«Επέτρεψαν τότε και ετοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το Σάββατο, βέβαια, δεν έκαναν τίποτε, όπως ορίζει ο νόμος» (Λουκάς 23:56).
«Ο Ιωσήφ, ο οποίος καταγόταν από την Αριμαθαία ... ήρθε λοιπόν και σήκωσε το σώμα του Ιησού. Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος ... κι έφερε ένα μείγμα από σμύρνα και αλάτι, περίπου τριάντα τρία κιλά. Πήραν λοιπόν το σώμα του Ιησού και το περιτύλιξαν με σεντόνια μαζί με τα αρώματα, έτσι όπως είναι η συνήθεια στους Ιουδαίους να ενταφιάζουν» (Ιωάννης 19:38-40)» ]
4Ε. Πώς μπορεί κάποιος να αγνοήσει αυτά που αναφέρονται για τον τάφο;
«Τότε εκείνος (ο Ιωσήφ), αφού αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον τοποθέτησε σε μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο» (Μάρκος 15:46), «στο οποίο ποτέ ως τότε δεν είχε τεθεί κανένας» (Λουκάς 23:53), και ο οποίος βρισκόταν «στον τόπο που σταυρώθηκε ο Ιησούς ... στο οποίο δεν είχε ταφεί ποτέ κανένας» (Ιωάννης 19:41).
Ο Henry Alford, μελετητής των Ελληνικών, καταγράφει τις παρατηρήσεις του αναφορικά με τις αποδείξεις που περιέχονται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων: «Μόνο ο Ματθαίος αναφέρει ότι ο τάφος ανήκε στον Ιωσήφ. Ο Ιωάννης, αναφέρει ότι βρισκόταν σε έναν κήπο, και στον τόπο που σταυρώθηκε. Όλοι, εκτός από τον Μάρκο, κατέγραψαν ότι στον τάφο δεν είχε ταφεί ποτέ κανένας. Ο Ιωάννης δεν αναφέρει ότι ο τάφος ανήκε στον Ιωσήφ» (Alford, GTCKT, 298-99).
Για τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, γράφει: «Η αιτιολογία για τον ενταφιασμό του σώματος σ’ αυτό το μέρος ήταν ότι ήταν κοντά, και η προετοιμασία φανέρωνε βιασύνη» (Alford, GTCKT, 298-99).
Από τα σχόλια του Alford καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι τα στοιχεία «μας οδηγούν να καταλήξουμε στα παρακάτω συμπεράσματα για τον τάφο: (1) Δεν ήταν σπηλιά, αλλά ένας τεχνικά λαξευμένος βράχος. (2) Δεν είχε λαξευτεί από πάνω προς τα κάτω, αλλά οριζόντια, κάθετα προς το μέτωπο του βράχου» (Alford, GTCRT, 298-99).
5Ε. Γιατί οι Ιουδαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να τοποθετήσει φρουρό στον τάφο του Ιησού, εάν ένας τέτοιος τάφος ήταν ανύπαρκτος;
«Την άλλη μέρα, λοιπόν, δηλαδή την επόμενη της Παρασκευής, συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και του είπαν: “Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος, όταν ακόμα ζούσε, είπε: Μετά από τρεις μέρες θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη μέρα, μην τυχόν κι έρθουν οι μαθητές του τη νύχτα και τον κλέψουν και ισχυριστούν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γίνει έτσι η στερνή πλάνη χειρότερη από την πρώτη". Ο Πιλάτος του απάντησε: “Η φρουρά είναι στη διάθεση σας. Πηγαίνετε, λοιπόν, και ασφαλίστε τον όπως νομίζετε”. Πήγαν τότε εκείνοι και ασφάλισαν τον τάφο σφραγίζοντας την πέτρα παράλληλα με την τοποθέτηση της φρουράς» (Ματθαίος 27:62-66).
Πραγματικά, η αλήθεια του πράγματος είναι απλή, όπως το τοποθετεί ο Major: «Εάν το σώμα του Ιησού το είχαν πετάξει μέσα σε έναν κοινό τάφο, και το άφηναν ανεπιτήρητο, δεν θα υπήρχε λόγος οι εχθροί Του να είχαν άγχος μη διαδοθεί η φήμη ότι το σώμα είχε κλαπεί» (Major, όπως παρατίθεται στον Smith, TS, 578).
6Ε. Τι πρέπει να σκεφτούμε για την επίσκεψη των γυναικών την επομένη του Σαββάτου;
«Και όταν πια η ώρα είχε προχωρήσει πάρα πολύ το βράδυ της τελευταίας ημέρας της εβδομάδας, κοντά στα χαράματα της πρώτης ημέρας της καινούργιας εβδομάδας, η Μαρία Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, ήρθαν να δουν τον τάφο» (Ματθαίος 28:1).
«Έτσι, πολύ νωρίς το πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, έρχονται στο μνήμα την ώρα που είχε ανατείλει ο ήλιος» (Μάρκος 16:2).
«Την Κυριακή όμως, από τα βαθιά κιόλας χαράματα, ήρθαν στο μνήμα μαζί και με μερικές άλλες, έχοντας μαζί τους τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει» (Λουκάς 24:1).
«Το πρωί λοιπόν της πρώτης μέρας της εβδομάδας κι ενώ ακόμα ήταν σκοτεινιά, πάει η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα μετατοπισμένη από το μνήμα» (Ιωάννης 20:1)..
Εάν ο Ιησούς δεν είχε ενταφιαστεί πραγματικά στον τάφο του Ιωσήφ, οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων δεν θα κατέγραφαν αυτήν την επίσκεψη των γυναικών.
7Ε. Τι πρέπει να σκεφτούμε για την επίσκεψη του Πέτρου και του Ιωάννη στον τάφο μετά από τη μαρτυρία των γυναικών;
«Ο Πέτρος μάλιστα σηκώθηκε και πήγε τρέχοντος στο μνήμα, τα αφού έσκυψε, βλέπει να είναι εκεί μόνο τα σάβανα. Γύρισε τότε πίσω γεμάτος απορία για το γεγονός» (Λουκάς 24:12).
«Βγήκαν τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής έξω και ξεκίνησαν για το μνήμα. Έτρεχαν λοιπόν και οι δυο τους, αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει αμέσως μέσα και βλέπει να βρίσκονται εκεί τα σάβανα, αλλά δεν μπήκε μέσα. Έρχεται κατόπιν ο Σιμών Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και μπήκε μέσα στο μνήμα και βλέπει τα σάβανα κάτω, και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, να βρίσκεται όχι μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο και τοποθετημένο χωριστά σε μια άκρη. Τότε πια μπήκε μέσα και ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε ότι είχαν πάρει το σώμα» (Ιωάννης 20:38).
Παρομοίως, η μαρτυρία των παραπάνω περικοπών αγνοείται.
8Ε. Ο Wilbur Μ. Smith κάνει την ακόλουθη δήλωση για την υπόθεση που διετύπωσε ο Guignebert: «Αγνοεί το γεγονός που καταγράφουν και τα τέσσερα Ευαγγέλια, ότι το σώμα του Ιησού ενταφιάστηκε στον τάφο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Απορρίπτοντας αυτό το γεγονός, δεν παρουσιάζει αποδείξεις που να το διαψεύδουν, αλλά διατυπώνει μια υπόθεση που είναι προϊόν της φαντασίας του. Στην πραγματικότητα, κάποιος μπορεί να πει ότι η υπόθεσή του για το σώμα του Ιησού είναι προϊόν όχι μόνο της φαντασίας του αλλά και των προκαταλήψεών του (φιλοσοφικών, όχι ιστορικών)» (Smith, TS, 372).
Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους, αλλά ο καθηγητής Guignebert αρνείται να τα δεχτεί επειδή δεν συμφωνούν με την κοσμοθεωρία του, που λέει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει υπερφυσικό. Ο Γάλλος καθηγητής καταλήγει στα συμπεράσματά του παρά τα στοιχεία που υπάρχουν και όχι εξαιτίας τους. Πραγματικά, όπως σχολιάζει ο Smith, «Απορρίπτουμε τη θεωρία του, εξαιτίας της πλήρους έλλειψης ιστορικής βάσης, και για αυτό το λόγο δεν αξίζει να τη θεωρήσουμε σημαντική στη μελέτη των τεσσάρων ιστορικών εγγράφων που έχουμε μπροστά μας, γνωστά ως Ευαγγέλια» (Smith, TS, 372).
3Γ. Η Ταφή
Σχολιάζοντας το ιστορικό της εναπόθεσης του Ιησού στον τάφο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο Wilbur Smith γράφει:
Γνωρίζουμε περισσότερα για την ταφή του Κυρίου Ιησού από όσα γνωρίζουμε για την ταφή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου σε όλη την αρχαία Ιστορία. Γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για την ταφή Του από όσα γνωρίζουμε για την ταφή οποιοδήποτε χαρακτήρα της Παλαιάς Διαθήκης, οποιουδήποτε βασιλιά της Βαβυλώνας, Φαραώ της Αίγυπτου, οποιουδήποτε φιλοσόφου της Αρχαίας Ελλάδας, ή των Αυτοκρατόρων. Γνωρίζουμε ποιος πήρε το σώμα του Ιησού από το σταυρό. Γνωρίζουμε κάποια πράγματα για την ετοιμασία του σώματος πριν την ταφή. Γνωρίζουμε σε ποιο τάφο τοποθετήθηκε το σώμα Του, σε ποιον άνηκε ο τάφος, στον Ιωσήφ, που καταγόταν από μια πόλη που την έλεγαν Αριμαθαία. Γνωρίζουμε ακόμη και την τοποθεσία του τάφου, μέσα σε ένα κήπο που ήταν κοντά στον τόπο που σταυρώθηκε ο Χριστός, έξω από τα τείχη της πόλης. Έχουμε τέσσερις ιστορικές καταγραφές του ενταφιασμού του Κυρίου μας, που συμφωνούν καταπληκτικά μεταξύ τους. Την αναφορά του Ματθαίου, μαθητή του Χριστού που ήταν παρών την ώρα που σταυρωνόταν ο Ιησούς. Την αναφορά του Μάρκου, που κατά την παράδοση γράφτηκε δέκα χρόνια μετά την ανάληψη του Κυρίου. Την αναφορά του Λουκά, συνεργάτη του αποστόλου Παύλου, και ενός μεγάλου ιστορικού. Την αναφορά του Ιωάννη, που ήταν ο τελευταίος που εγκατέλειψε τον τόπο του σταυρού, και, μαζί με τον Πέτρο, τον πρώτο από τους Δώδεκα που την ημέρα του Πάσχα αντίκρισε τον άδειο τάφο» (Smith, TS. 370-71).
Ο ιστορικός Alfred Edersheim αναφέρει τις λεπτομέρειες των εθίμων του ενταφιασμού των Ιουδαίων:
Όχι μόνο οι πλούσιοι, αλλά ακόμη και αυτοί που τα έβγαζαν δύσκολα, είχαν δικούς τους τάφους, οι οποίοι πιθανώς είχαν αποκτηθεί και προετοιμαστεί πολύ πριν χρησιμοποιηθούν, και αντιμετωπίζονταν ως ιδιωτική και προσωπική περιουσία. Σε τέτοιες σπηλιές ή λαξευμένους βράχους, τοποθετούσαν τους νεκρούς, αφού τους είχαν από πριν ράνει με πολλά αρωματικά, μυρτιά, αλόη, και, σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, επίσης με ύσσωπο, ροδέλαιο, ροδόνερο. Έντυναν το σώμα, και σε μεταγενέστερη περίοδο, το φάσκιωναν, εάν ήταν δυνατό, με φθαρμένο ύφασμα στο οποίο κάποτε να είχε τυλιχθεί κάποιος κύλινδρος του Νόμου. Οι «τάφοι» ήταν είτε «λαξευμένοι βράχοι», ή φυσικές «σπηλιές» ή πέτρινοι θόλοι με εσοχές στο πλάι (Edersheim, LTJM, 318-19).
Για την ταφή του Χριστού ο Edersheim αναφέρει:
Ο ερχομός του αγίου Σαββάτου, και η κατά συνέπεια βιασύνη, μπορεί να οδήγησαν τον Ιωσήφ να προτείνει να ενταφιαστεί το Σώμα του Ιησού σε ένα τάφο που δεν είχε πριν χρησιμοποιηθεί από κανέναν...
Ο Σταυρός χαμήλωσε και αφέθηκε να ακουμπήσει το έδαφος. Τα βάρβαρα καρφιά αφαιρέθηκαν, και τα σχοινιά λύθηκαν. Ο Ιωσήφ, μαζί με αυτούς που τον συνόδευαν, «τύλιξαν» το ιερό σώμα «σε ένα λινό ύφασμα», και το μετέφεραν γρήγορα στον λαξευμένο τάφο που βρίσκονταν σε ένα κοντινό κήπο. Ένας τέτοιος λαξευμένος τάφος ή σπηλιά είχε εσοχές, όπου τοποθετούσαν το νεκρό. Στην είσοδο του «τάφου» - και μέσα στο «βράχο» - υπήρχε ένας «προθάλαμος», ενός τετραγωνικού μέτρου, όπου συνήθως τοποθετούσαν το νεκροκρέβατο, και όπου οι κομιστές συγκεντρώνονταν για να ολοκληρώσουν τον ενταφιασμό του νεκρού (Edersheim, LTJM, 6170).
Ο Edersheim στη συνέχεια αναφέρει: «Ο Νικόδημος,... τώρα ήρθε, φέρνοντας μαζί του ένα “ρολό” από μύρο και αλόη, σε ένα μίγμα αρωματικών που το χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι για να χρίζουν ή να προετοιμάζουν το σώμα για την ταφή.
«Ήταν στον “προθάλαμο” του τάφου όπου έλαβε χώρα ο πρόχειρος αρωματισμός - αν μπορεί να αποκαλεστεί έτσι - του σώματος» (Edersheim, LTJM. 617).
Συνήθιζαν την εποχή του Χριστού να χρησιμοποιούν μεγάλες ποσότητες αρωματικών για τον ταρίχευση του νεκρού, ιδιαίτερα αν επρόκειτο για κάποιο σπουδαίο πρόσωπο.
Ο Michael Green σχολιάζει την προετοιμασία για τον ενταφιασμό του Χριστού ως εξής: «Το σώμα τοποθετείτο πάνω σε μια πέτρινη επιφάνεια, τυλιγόταν σφιχτά με λωρίδες λινού υφάσματος, και καλυπτόταν με μίγμα αρωμάτων. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη μας αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν τριάντα δύο κιλά. Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάνοντας στον Ιησού μια σπουδαία κηδεία, ήθελε να εξαγνιστεί για τη δειλία του κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού. Παρομοίου μεγέθους ποσότητα έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις. Ο ραβίνος Γαμαλιήλ, σύγχρονος του Ιησού, ενταφιάστηκε με σαράντα κιλά αρωμάτων» (Green, ΜΑ, 33).
Ο Φλάβιος Ιώσηπος, ο Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα, αναφέρει την κηδεία του Αριστόβουλου, ο οποίος «θανατώθηκε, πριν κλείσει τα δεκαοχτώ του χρόνια, και έχοντας διατηρήσει την αρχιερατική του θέση για ένα μόνο χρόνο» (Ιώσηπος, Αρχαιότητες, XV, iii, 3).
Στη κηδεία του, ο Ηρώδης «φρόντισε να είναι πολύ μεγαλοπρεπής, προετοιμάζοντας ένα τάφο για να τοποθετηθεί το σώμα του Αριστόβουλου, και παρέχοντας μια μεγάλη ποσότητα μπαχαρικών, και ενταφιάζοντας μαζί του πολλά κοσμήματα» (Ιώσηπος, Αρχαιότητες, XVII, viii, 3).
Ο James Hastings λέει για το σάβανο που βρέθηκε μέσα στον άδειο τάφο του Ιησού:
«Την εποχή του Χρυσοστόμου (τον τέταρτο αιώνα μ.Χ.) δόθηκε προσοχή στο γεγονός ότι το μύρο ήταν μια ουσία που προσκολλάται σε τέτοιο βαθμό στο σώμα, ώστε θα έκανε πολύ δύσκολη την αφαίρεση του σάβανου» (Χρυσόστομου, Ομιλία, 85), (Hastings, DCG, 507).
Ο Merrill Tenney εξηγεί τα σάβανα ως εξής:
Η προετοιμασία ενός σώματος για ταφή, σύμφωνα με τα Ιουδαϊκά έθιμα, συνήθως περιελάμβανε πλύσιμο, και στη συνέχεια σφιχτό φάσκιωμα από τις μασχάλες μέχρι τους αστραγάλους με λωρίδες λινού υφάσματος πλάτους περίπου 33 εκατοστών. Ανάμεσα στις λωρίδες και στο σώμα τοποθετούσαν αρωματικά μπαχαρικά, που είχαν συνήθως κολλώδη υφή. Χρησίμευαν ως συντηρητικό και μερικώς ως συγκολλητική ουσία για να μετατρέψουν τις λινές λωρίδες σε ένα συμπαγές κάλυμμα...Ο όρος του Ιωάννη «έδεσαν» βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη γλώσσα του Λουκά (23:53), όπου ο συγγραφέας αναφέρει ότι το σώμα τυλίχτηκε σε ένα σεντόνι. Το πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί, αλλά το σάβανο βρισκόταν εκεί (Tenney, RR, 117).
Ο George Β. Eager, στην The International Standard Bible Encyclopedia (Διεθνή Πρότυπη Βιβλική Εγκυκλοπαίδεια) λέει για την ταφή του Χριστού:
Το ότι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία πήγε στον Πιλάτο και παρακάλεσε για το σώμα του Ιησού για να το ενταφιάσει την ίδια μέρα που έγινε η σταύρωση (Ματθ. 27:58), έγινε με σχολαστική τήρηση όλων των εθίμων και των επιταγών του Μωσαϊκού νόμου (Δευτ. 21:23) [«Το σώμα του δεν πρέπει να μείνει κρεμασμένο όλη τη νύχτα. Πρέπει οπωσδήποτε να το θάψετε την ίδια μέρα, για να μη μολύνετε τη χώρα που σας δίνει ο Κύριος ο Θεός σας για ιδιοκτησία»] (παρ. Γαλάτες 3:13) [«Εμάς μας εξαγόρασε ο Χριστός από την κατάρα του νόμου, έχοντας γίνει ο ίδιος κατάρα για λογαριασμός μας - αφού λέει η Γραφή: “ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΠΟΥ ΚΡΕΜΙΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΕ ΞΥΛΟ”], καθώς επίσης σύμφωνη με τις αρχές του ανθρωπισμού (Eager, όπως παρατίθεται στον Orr, ISBE, 529).
Ο Eager προσθέτει:
Ιεραπόστολοι και αυτόχθονες στη Συρία μάς αναφέρουν ότι ακόμη και σήμερα υπάρχει το έθιμο να πλένουν το σώμα (παρ. Ιωάν. 12:7, 19:90, Μάρκος 16:1, Λουκάς 24:1), να φασκιώνουν τα χέρια και τα πόδια με επιδέσμους, συνήθως από λινό ύφασμα (Ιωάννης 19:40), και να καλύπτουν το πρόσωπο ή να το δένουν με μια πετσέτα ή ένα μαντήλι (Ιωάννης 11:44β). Ακόμη και στις μέρες μας συνηθίζεται να τοποθετούν μέσα στους επιδέσμους διάφορα αρωματικά για να επιβραδύνουν την αποσύνθεση. Μας αναφέρεται, ότι μετά την ταφή του Ιησού, ο Νικόδημος έφερε ένα μίγμα από μύρο και αλόη, βάρους περίπου τριάντα δύο κιλών, και ότι πήραν το σώμα του Ιησού και το τύλιξαν με ένα σεντόνι στο οποίο είχαν τοποθετήσει τα αρωματικά, σύμφωνα με το Εβραϊκό έθιμο του ενταφιασμού, και ότι η Μαρία η Μαγδαληνή και δύο άλλες γυναίκες φέρανε αρώματα για τον ίδιο σκοπό (Μάρκος 16:1, Λουκάς 23:56), (Eager, όπως παρατίθεται στον Orr, ISBE. 529).
Ο William Lane Craig γράφει για την προσεκτική διατήρηση των τάφων των Ιουδαίων αγίων:
Την εποχή του Χριστού υπήρχε αυξημένο ενδιαφέρον για τους τάφους των Ιουδαίων μαρτύρων και αγίων ανθρώπων, τους οποίους φρόντιζαν με επιμέλεια και τους απέδιδαν τιμές. Αυτό σημαίνει ότι ο τάφος του Ιησού επίσης δεν θα πέρασε απαρατήρητος. Οι μαθητές δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για οποιαδήποτε άλλη ανάσταση πέρα από την γενική ανάσταση στο τέλος του κόσμου, και έτσι δεν θα επέτρεπαν ο τόπος ενταφιασμού του Διδασκάλου να περάσει απαρατήρητος. Αυτό το ενδιαφέρον επίσης εξηγεί την παραμονή των γυναικών για να παρακολουθήσουν την ταφή και την πρόθεσή τους να ράνουν το σώμα του Ιησού με αρώματα και μύρα (Λουκάς 23:55, 56) (Craig, DJRD, όπως παρατίθεται στον Wilkins, JUF, 148-49).
Ο Craig συνεχίζει και σχολιάζει τη σχέση μεταξύ του ενταφιασμού και του άδειου τάφου:
Εάν η ιστορία του ενταφιασμού είναι αξιόπιστη, τότε το συμπέρασμα ότι ο τάφος του Ιησού βρέθηκε κενός, είναι κοντά στην πραγματικότητα. Γιατί εάν η ιστορία του ενταφιασμού είναι ακριβής, τότε η τοποθεσία του τάφου θα ήταν γνωστή στους Ιουδαίους και στους Χριστιανούς. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν αδύνατο να επιζήσει η πίστη στην ανάσταση βλέποντας έναν τάφο μέσα στον οποίο βρισκόταν ακόμη το σώμα του Ιησού. Οι μαθητές δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν στην ανάσταση αλλά και αν ακόμη είχαν πιστέψει οι ίδιοι, είναι απίθανο ότι θα βρισκόταν κάποιος να τους πιστέψει όταν θα κήρυτταν την ανάσταση του Χριστού. Οι Ιουδαίοι αντίπαλοί τους θα είχαν δημοσιοποιήσει το θέμα, ακόμη ίσως παρουσιάζοντας το ίδιο το σώμα, όπως τους παρουσιάζουν να κάνουν οι Ιουδαίοι επικριτές του Μεσαίωνα [Τολεντότ Γεσού) ... Κανένας δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την ιστορικότητα του ενταφιασμού χωρίς να δεχτεί την ιστορικότητα του άδειου τάφου (Craig, DJRC, όπως παρατίθεται στον Wilkins, JUF, 146-47).
4Γ. Η Πέτρα
Αναφορικά με αυτό που έκλεισε το άνοιγμα του τάφου του Ιησού, ο A. Β. Bruce αναφέρει: «Οι Εβραίοι αποκαλούσαν την πέτρα γκολέλ» (Bruce, EGNT. 334).
Ο H.W. Holloman, παραθέτοντας τον G. Μ. Mackie. λέει: «Το άνοιγμα που οδηγούσε στον κεντρικό θάλαμο έκλεινε από ένα μεγάλο και σε σχήμα δίσκου βράχο ο οποίος μπορούσε να κυλήσει κατά μήκος μιας εσοχής που είχε λαξευτεί στο κέντρο, μπροστά από την είσοδο του τάφου» (Holloman, EPR, 38).
Ο Τ. J. Thorburn αναφέρει ότι αυτή η πέτρα χρησιμοποιούνταν «για προστασία απέναντι σε ανθρώπους αλλά και σε ζώα». Και προσθέτει. «Συχνή αναφορά σε μια τέτοια πέτρα γίνεται από τους Ταλμουδιστές. Σύμφωνα με τον Μαϊμωνίδη, χρησιμοποιόταν συνήθως και μια κατασκευή ex lingo, alia Materia». Για το μεγάλο μέγεθος μιας τέτοιας πέτρας, ο Δρ. Thorburn σχολιάζει: «Συνήθως για τη μετακίνησή της απαιτούνταν πολλοί άνδρες». Από τη στιγμή που η πέτρα στην είσοδο του τάφου του Ιησού είχε σκοπό να αποτρέψει μια ενδεχόμενη κλοπή, κατά πάσα πιθανότητα το μέγεθός της θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο από το συνηθισμένο! (Thorburn, RNMC, 97-98).
Πραγματικά, αναφορικά με το μεγάλο βάρος του βράχου, ο Thorburn παρατηρεί: «Μια επιγραφή στον Κώδικα του Βέζα [μια φράση γραμμένη μέσα σε παρένθεση, μέσα στο κείμενο του Μάρκος 16:4 όπως ανακαλύφτηκε σε μια περγαμηνή του τετάρτου αιώνα (Κώδικας Βέζα στη Βιβλιοθήκη του Κέιμπριτζ))
[ Τι Είναι η Σινδόνη του Τορίνο;
Η Σινδόνη του Τορίνο είναι ένα λινό ύφασμα μήκους 4,7 μέτρων και πλάτους 1,20 μέτρων [Biblical Archaeologist Review (Επιθεώρηση Βιβλικής Αρχαιολογίας (1986): 26] και βρίσκεται στο Τορίνο της Ιταλίας. Πάνω της είναι αποτυπωμένο μπρος και πίσω το κεφάλι ενός άνδρα, καθώς επίσης το μπροστινό μέρος του σώματος του και η πλάτη του. Η ύπαρξη της Σινδόνης είναι γνωστή από το 1354, αλλά πολλοί πιστεύουν ότι είναι ακόμη πιο παλιά. Το 1878, η Σινδόνη υποβλήθηκε σε εκτεταμένες επιστημονικές έρευνες. Πάνω της δεν διαπιστώθηκε κανένα ίχνος μπογιάς ή χρωστικής ουσίας. Η απεικόνιση θεωρείτο τρισδιάστατη και βρισκόταν μόνο στην επιφάνεια του υφάσματος. Όμως, το 1988, τρία ανεξάρτητα εργαστήρια επιχείρησαν να χρονολογήσουν τιε υφασμάτινες ίνες της Σινδόνης με τη μέθοδο του άνθρακα. Και τα τρία έδωσαν χρονολογία γύρω στο μεσαίωνα. Υποστηρικτές της Σινδόνης πρόβαλαν αντιρρήσεις υποστηρίζοντας ότι το δείγμα ήταν περιορισμένο και είχε ληφθεί από ένα τμήμα της Σινδόνης που είχε καεί σε μια φωτιά το Μεσαίωνα. Είναι η Σινδόνη αυθεντική; Η αυθεντικότητα της Σινδόνης έχει προκαλέσει έντονη διαμάχη. Αυτοί που την υποστηρίζουν δίνουν έμφαση στην μοναδική απεικόνιση της. Αυτοί που είναι εναντίον σημειώνουν την έλλειψη ιστορικών αποδείξεων καθώς επίσης και την επιστημονική χρονολόγησή (Geisler, BECA, 706). ]
προσθέτει," και όταν τον τοποθέτησαν εκεί, αυτός (ο Ιωσήφ) έκλεισε τον τάφο με μια πέτρα που ούτε είκοσι άνδρες δεν μπορούσαν να τη μετακινήσουν"». Η σπουδαιότητα της παρατήρησης του Δρ. Thorburn γίνεται κατανοητή αν αναλογιστούμε τους κανόνες για την αντιγραφή των περγαμηνών. Υπήρχε η συνήθεια, όταν ένας αντιγραφέας ήθελε να προβάλει τη δική του ερμηνεία, να γράφει τη σκέψη του στο περιθώριο και να μην την προσθέτει στο κείμενο. Έτσι, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι η προσθήκη αντιγράφηκε από κείμενο που ήταν ακόμη πιο κοντά στην εποχή του Χριστού, πιθανώς επρόκειτο για περγαμηνή του πρώτου αιώνα. Η φράση, λοιπόν, μπορεί να είχε καταγραφεί από κάποιον αυτόπτη μάρτυρα που είχε εντυπωσιαστεί από το τρομακτικά μεγάλο μέγεθος της πέτρας που έκλεισε την είσοδο του τάφου του Ιησού. Επίσης, ο Gilbert West της Οξφόρδης φέρνει στην επιφάνεια την σπουδαιότητα αυτής της περικοπής του Κώδικα Βέζα στις σελίδες 37 και 38 του βιβλίου του, Observations on the History and Evidences of the Resurrection of Jesus Christ (Παρατηρήσεις στην Ιστορία και στις Αποδείξεις της Ανάστασης του Ιησού Χριστού) (Thorburn, RNMC, 1-2).
Ο Samuel Chandler λέει: «Σε αυτό το σημείο όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν μεταξύ τους. Όταν ήρθαν οι Γυναίκες, βρήκαν την πέτρα να έχει μετατοπιστεί ή να λείπει. Οι Γυναίκες δεν μπορούσαν να το κάνουν μόνες τους, η πέτρα ήταν πολύ μεγάλη για να μπορέσουν να τη μετακινήσουν» (Chandler, RJC, 33).
Ο Alfred Edersheim, ο Εβραιοχριστιανός, ο οποίος αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας πηγή για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής της Καινής Διαθήκης, αναφέρει τα παρακάτω σχετικά με την ταφή του Ιησού: «Και έτσι τον τοποθέτησαν μέσα στην εσοχή του λαξευμένου στο βράχο τάφου. Και καθώς έφευγαν, κύλησαν, όπως ήταν το έθιμο," μια μεγάλη πέτρα" - την Γκολέλ - για να κλείσουν την είσοδο του τάφου, βάζοντας κατά πάσα πιθανότητα κόντρα μια μικρότερη πέτρα την αποκαλούμενη Ντοφέχ. Σε αυτό το σημείο όπου η μια πέτρα ερχόταν σε επαφή με την άλλη, την επόμενη ημέρα, λόγω του Σαββάτου, ο Ιουδαϊκές αρχές θα είχαν βάλει μια σφραγίδα, έτσι ώστε να γίνει εμφανής ακόμη και η παραμικρή μετακίνηση» (Edersheim, LTJM, 618).
Ο Frank Morrison, σχολιάζοντας την επίσκεψη της Μαρίας και των άλλων γυναικών στον τάφο του Ιησού εκείνο το πρωινό της Κυριακής, λέει: Το πώς θα μπορούσαν να μετακινήσουν το βράχο πρέπει να απασχολούσε τις γυναίκες. Τουλάχιστον δύο από αυτές είχαν παρακολουθήσει τον ενταφιασμό και γνώριζαν πώς ήταν η κατάσταση. Η πέτρα, που ήταν γνωστό ότι ήταν μεγάλη και πάρα πολύ βαριά, αποτελούσε τη μεγάλη τους δυσκολία. Έτσι, όταν, διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, τη φράση: «Ποιος θα κυλήσει για μας την πέτρα από το στόμιο του μνήματος;» δύσκολα μπορούμε να σκεφτούμε ότι η μέριμνα των γυναικών για το τι θα κάνουν με την πέτρα ήταν ψυχολογική ανάγκη, ήταν πραγματικά ένα ιστορικό στοιχείο της κατάστασης πριν από την άφιξή τους στον τάφο (Morrison, WMS, 76). Ο Morrison αποκαλεί την πέτρα του τάφου του Ιησού το σιωπηλό και αδιάψευστο μάρτυρα σε όλη τη σκηνή και υπάρχουν συγκεκριμένα γεγονότα γύρω από αυτή την πέτρα τα οποία χρίζουν περαιτέρω μελέτης και έρευνας. Ας ξεκινήσουμε μελετώντας πρώτα το μέγεθος και τον πιθανό χαρακτήρα... Χωρίς αμφιβολία ... η πέτρα ήταν μεγάλη και συνεπώς πολύ βαριά. Αυτό το στοιχείο εκτιμάται ή συνάγεται από όλους τους συγγραφείς που αναφέρονται σ' αυτό. Ο ευαγγελιστής Μάρκος λέει ότι ήταν «αυτή η πέτρα πάρα πολύ μεγάλη». Ο Πέτρος λέει «γιατί η πέτρα ήταν μεγάλη». Πρόσθετες πληροφορίες σε αυτό το σημείο παρέχονται από την αναφερόμενη ανησυχία των γυναικών για το πώς θα την κυλήσουν. Εάν η πέτρα δεν ήταν πάρα πολύ βαριά η δύναμη και των τριών γυναικών μαζί θα ήταν ικανή για να τη μετακινήσουν. Έτσι, καταλήγουμε σε ένα σαφές συμπέρασμα ότι η πέτρα ήταν τουλάχιστον βαριά για να την κυλήσουν οι γυναίκες χωρίς βοήθεια. Τα παραπάνω έχουν σαφή σχέση με την Ιστορία (Morrison, WMS, 147).
5Γ. Η Σφραγίδα
Το Ματθαίος 27:66 αναφέρει: «Πήγαν τότε εκείνοι και ασφάλισαν τον τάφο σφραγίζοντας την πέτρα παράλληλα με την τοποθέτηση της φρουράς».
Ο Α. Τ. Robinson αναφέρει ότι η σφράγιση της πέτρας στον τάφο του Ιησού έγινε πιθανώς με ένα σχοινί που εκτεινόταν κατά μήκος της πέτρας και σφράγιζε κάθε άκρη της, όπως στο Δαν. 6:18 («Αυτοί έφεραν ένα λιθάρι και το έβαλαν στο στόμιο του λάκκου και ο βασιλιάς το σφράγισε με τη σφραγίδα του και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μην μπορεί κανείς να απελευθερώσει το Δανιήλ»). Η σφράγιση έγινε στην παρουσία των Ρωμαίων φρουρών που είχαν την ευθύνη να προστατέψουν αυτή τη σφραγίδα που αντιπροσώπευε τη Ρωμαϊκή εξουσία και δύναμη. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποτρέψουν την κλοπή και την ανάσταση (Bruce), αλλά απέτυχαν, και άθελα τους παρείχαν πρόσθετες μαρτυρίες στο γεγονός του άδειου τάφου και της ανάστασης του Χριστού (Plummer) (Robertson, WPNT, 239).
Ο Α. Β. Bruce παρατήρησε ότι «η μετοχή, (σφραγίζοντας την πέτρα), είναι μια παρένθεση για να τονίσει μια επιπλέον προφύλαξη, το σφράγισμα της πέτρας με ένα νήμα και μια σφραγίδα πάνω στην πέτρα. Οι κυβερνώντες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποτρέψουν την κλοπή, και την ανάσταση!» (Bruce, EGNT, 335).
Ο Henry Summer Maine «Μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της Ινδίας, και καθηγητής του Αστικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ», αναφέρεται στη νομική εξουσία που είχε η Ρωμαϊκή σφραγίδα. Σημειώνει ότι στην πραγματικότητα «θεωρείτο μέθοδος πιστοποίησης» (Maine, όπως παρατίθεται από τον Lewis, Μ, 203). Στο νομικό τομέα, ο Maine προσθέτει: «Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι σφραγίδες των Ρωμαϊκών Αποφάσεων και άλλων σημαντικών εγγράφων δεν αποτελούσαν μόνο ένδειξη της παρουσίας ή της συγκατάθεσης του υπογράφοντα, αλλά στην κυριολεξία ήταν δικλείδες που έπρεπε να σπάσουν ώστε να γίνει η επιθεώρηση του εγγράφου» (Maine, AL, 203-4). Παρατηρώντας την ομοιότητα της σφράγισης του τάφου του Ιησού, συμπεραίνουμε πως η Ρωμαϊκή σφραγίδα που είχε τοποθετηθεί σ’ αυτόν, είχε σκοπό να αποτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια βανδαλισμού του τάφου. Όποιος επιχειρούσε να μετακινήσει την πέτρα από την είσοδο του τάφου θα παραβίαζε τη σφραγίδα, και έτσι θα επέσυρε την οργή του Ρωμαϊκού νόμου.
Ο Henry Alford λέει: «Η σφράγιση γινόταν με ένα σπάγκο ή νήμα που τοποθετούταν κατά πλάτος της πέτρας στην είσοδο του τάφου, και στερεωνόταν σε μια από τις δύο άκρες του βράχου με βουλοκέρι» (Alford, GTCRT, 301).
Ο Marvin Vincent σχολιάζει: «Η ιδέα είναι ότι σφράγιζαν την πέτρα παρουσία των φρουρών, και στη συνέχεια τους άφηναν εκεί να φρουρούν το βράχο. Ήταν σημαντικό ο φρουρός να είναι μάρτυρας στο σφράγισμα. Το σφράγισμα γίνονταν με το άπλωμα ενός σπάγκου κατά πλάτος του βράχου και με τη στερέωση σε μια από τις δύο άκρες με βουλοκέρι. Ή, εάν η πέτρα στην είσοδο ήταν στερεωμένη με μια εγκάρσια δοκό, τότε η σφραγίδα τοποθετείτο έτσι ώστε να πιάνει τη δοκό και στο βράχο» (Vincent, WSNT, 147).
Ο D. D. Whedon λέει: «Έτσι, η πόρτα δεν ήταν δυνατό να ανοιχθεί, χωρίς την παραβίαση της σφραγίδας και η παραβίαση αποτελούσε αδίκημα ενάντια στον κύριο της σφραγίδας. Ο φρουρός είχε αναλάβει την ευθύνη να αποτρέψει τη δολιότητα των μαθητών. Η σφραγίδα προστάτευε τον τάφο από ενδεχόμενη σκευωρία του φρουρού. Έτσι συνέβη και στο Δαν. 6:18: Αυτοί έφεραν ένα λιθάρι και το έβαλαν στο στόμιο του λάκκου και ο βασιλιάς το σφράγισε με τη σφραγίδα του και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του (Whedon, CGM, 343).
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης τον τέταρτο αιώνα, καταγράφει τις ακόλουθες παρατηρήσεις σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας που πάρθηκαν στον τάφο του Ιησού: Πρόσεξε αυτά τα λόγια των Ιουδαίων προς τον Πιλάτο, που εν πάση περιπτώσει μαρτυρούν στον καθένα γι' αυτά τα γεγονότα «θυμόμαστε» - είναι τα λόγια «ότι ο απατεώνας είπε όταν ήταν ακόμη ζωντανός (άρα τώρα είναι νεκρός): "Μετά από τρεις μέρες θα αναστηθώ". Δώσε, λοιπόν, διαταγή να σφραγιστεί ο τάφος (άρα τον είχαν θάψει), ώστε οι μαθητές Του να μην έρθουν και Τον κλέψουν». Έτσι, με τον τάφο σφραγισμένο, δεν θα μπορούσε να διαπραχθεί παρανομία. Έτσι, λοιπόν, οι αποδείξεις για την ανάσταση Του έχουν γίνει αδιάσειστες από τα ίδια τους τα λόγια. Επειδή ο τάφος σφραγίστηκε δεν μπορούσε να παραβιαστεί. Αλλά αν δεν υπήρχε παραβίαση και ο τάφος βρέθηκε άδειος, αποδεικνύεται ότι ο Χριστός αναστήθηκε, απλά και αναντίρρητα. Βλέπεις λοιπόν πως ακόμα και παρά τη θέληση τους υποστηρίζουν τις αποδείξεις της αλήθειας; (Χρυσόστομος, HGSM, όπως παρατίθεται στον Schaff, SLNPNF, 525).
[ «Την άλλη μέρα, λοιπόν, δηλαδή την επόμενη της Παρασκευής, συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στον Πιλάτο και του είπαν: “Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος, όταν ακόμα ζούσε, είπε: Μετά από τρεις μέρες θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη μέρα, μην τυχόν κι έρθουν οι μαθητές του τη νύχτα και τον κλέψουν και ισχυριστούν στο λαό ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γίνει έτσι η στερνή πλάνη χειρότερη από την πρώτη”. Ο Πιλάτος τους απάντησε: “Η φρουρά είναι στη διάθεση σας. Πηγαίνετε, λοιπόν, και ασφαλίστε τον όπως νομίζετε". Πήγαν τότε εκείνοι και ασφάλισαν τον τάφο σφραγίζοντας την πέτρα παράλληλα με την τοποθέτηση φρουράς» (Ματθαίος 27:62-66). ]
6Γ. Ο Φρουρός στον Τάφο. 1Δ. Το γεγονός του Φρουρού
Σχολιάζοντας αυτή την περικοπή, ο Albert Roper στο βιβλίο του Did Jesus Rise from the Dead (Αναστήθηκε ο Ιησούς από τους Νεκρούς;) κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις: Καθοδηγούμενοι από τον Άννα και τον Καϊάφα, τους αρχιερείς τους, μια αντιπροσωπεία Εβραίων ηγετών πήγαν στον Πιλάτο για να του ζητήσουν να σφραγίσει τον τάφο του Ιησού και να τοποθετήσει μπροστά σ' αυτόν ένα Ρωμαίο φρουρό, με τη δικαιολογία ότι υπήρχε πιθανότητα οι φίλοι του Ιησού να έρθουν κρυφά τη νύχτα και να κλέψουν το σώμα Του ώστε να πουν ότι είχε αναστηθεί. Σε αυτό το αίτημα τους ο Πιλάτος απάντησε: «Η φρουρά είναι στη διάθεση σας. Πηγαίνετε, λοιπόν, και ασφαλίστε τον όπως νομίζετε». Έφυγαν συνοδευόμενοι από ένα απόσπασμα δέκα έως τριάντα Ρωμαίων στρατιωτών, κάτω από τις οδηγίες τους. Σφράγισαν τον τάφο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία με Αυτοκρατορικές Σφραγίδες της Ρώμης, και με κερί τοποθέτησαν τη σφραγίδα του κυβερνήτη που θα ήταν αδίκημα ακόμη και η αλλοίωση της. Έτσι, με αυτό τον τρόπο αυτοί οι παθιασμένοι εχθροί του Ιησού άθελα τους προετοίμασαν από πριν μια αναπάντητη πρόκληση στις μεταγενέστερες ερμηνείες τους για την ανάσταση - ερμηνείες που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα γεγονότα (Roper, DJRD, 23-24). Ο καθηγητής Roper συνεχίζει: Αρχηγός του αποσπάσματος των φρουρών ήταν ένας εκατόνταρχος που τον είχε διορίσει ο Πιλάτος, προφανώς κάποιος που του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, του οποίου το όνομα σύμφωνα με την παράδοση ήταν Πετρόνιος. Έτσι, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αυτοί οι αντιπρόσωποι του Αυτοκράτορα ήταν ικανοί να εκτελέσουν την αποστολή της φύλαξης του τάφου με σοβαρότητα και πιστότητα, όπως ακριβώς είχαν εκτελέσει τη σταύρωση. Δεν είχαν το παραμικρό προσωπικό ενδιαφέρον για την αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Ο μοναδικός τους σκοπός και υποχρέωση ήταν να εκτελέσουν με σχολαστικότητα το καθήκον τους ως στρατιώτες του αυτοκράτορα της Ρώμης στον οποίο είχαν δηλώσει την υπακοή τους. Η Ρωμαϊκή εκείνη σφραγίδα που τοποθετήθηκε στην είσοδο του τάφου του Ιωσήφ από την Αριμαθαία ήταν για αυτούς πολύ πιο ιερή από όλη τη θρησκεία του Ισραήλ ή τις αρχαίες παραδόσεις τους. Στρατιώτες τόσο ψυχροί που να παίζουν στα ζάρια τα ρούχα του ετοιμοθάνατου δεν είναι το είδος των ανθρώπων που θα έπεφταν θύματα μερικών δειλών Γαλιλαίων ή που θα το 'ριχναν στον ύπνο διακινδυνεύοντας το ρωμαϊκό τους κεφάλι (Roper, DJRD, 33).
2Δ. Η Ταυτότητα της Φρουράς
Έχει γίνει πολλή συζήτηση για τη φράση του Ματθαίος 27:65, «η φρουρά στη διάθεση σας». Το ερώτημα είναι εάν πρόκειται για τη «φρουρά του ναού» ή τη «Ρωμαϊκή φρουρά».
Σχετικά με αυτό ο Henry Alford λέει ότι η φράση μπορεί να μεταφραστεί «είτε (1) ως οριστική. Εσείς έχετε: - αλλά τότε το ερώτημα είναι, Τί είδους φρουρά είχαν αυτοί; και αν είχαν, γιατί τότε πήγαν στον Πιλάτο; Πιθανώς πρέπει να το εκλάβουμε σαν κάποιο απόσπασμα που τους δινόταν κατά τη διάρκεια των εορτών - αλλά πουθενά δεν υπάρχει αναφορά μιας τέτοιας πρακτικής ... (2) είτε ως προστακτική ...και το νόημα θα είναι... η φρουρά είναι στη διάθεση σας» (Alford, GTCRT, 301).
Ο Ε. LeCamus γράφει: Κάποιοι θεωρούν ότι ο Πιλάτος εδώ εννοεί τους διακόνους του Ναού τους οποίους οι αρχιερείς είχαν στη διάθεση τους, και οι οποίοι ίσως χρησιμοποιήθηκαν στη φύλαξη του τάφου, θα ήταν ευκολότερο να εξηγηθεί η δωροδοκία αυτών, παρά η παρακίνηση των Ρωμαίων στρατιωτών να δηλώσουν ότι κοιμόντουσαν την ώρα που πρέπει να φρουρούσαν τον τάφο. Παρ’ όλα αυτά, η λέξη ... (κουστωδία) που προέρχεται από τα Λατινικά, υποδηλώνει Ρωμαίο φρουρό, και η αναφορά του διοικητή ... (Ματθαίος 28:14) καθιερώνει αυτή την άποψη ως επικρατέστερη (LeCamus, LC, 32).
Ο A. T. Robertson, ο διακεκριμένος μελετητής των Ελληνικών, σχολιάζει αυτή τη φράση «η φρουρά στη διάθεση σας (έχετε κουστωδίαν) είναι προστακτική ενεστώτα (και αναφέρεται στη φρουρά των Ρωμαίων στρατιωτών, και όχι απλά στη φρουρά του ναού» (Robertson, WPNT, 239). Ο Robertson επιπλέον παρατηρεί ότι «ο Λατινικός όρος κουστωδία συναντάται σε ένα πάπυρο του 22 μ.Χ.» (Robertson, WPNT, 239).
Ο T. J. Thorburn σημειώνει: «Γενικά είναι αποδεκτό ότι η πρόθεση του Ματθαίου ήταν να αφήσει να εννοηθεί ότι η φρουρά αποτελείτο από Ρωμαίους στρατιώτες ... Όμως... οι αρχιερείς είχαν στη διάθεση τους μια φρουρά του Ναού, που προφανώς οι Ρωμαίοι περιόριζαν τη δικαιοδοσία της μέσα στα όρια του ναού. Εξ’ ού και η απάντηση του Πιλάτου, η οποία μπορεί να μεταφραστεί είτε, «Ορίστε η φρουρά», είτε, «Έχετε φρουρά» (μια ευγενική μορφή άρνησης, εάν το αίτημα ήταν για Ρωμαίους στρατιώτες). Εάν η φρουρά ήταν Ιουδαϊκή τότε θα εξηγείτο το γεγονός ότι ο Πιλάτος αντιπαρήλθε την αμέλεια. Όμως, το εδάφιο 14 (Κι αν αυτό φτάσει στ' αυτιά του Διοικητή εμείς θα τον πείσουμε και θα απαλλάξουμε εσάς από κάθε έγνοια) είναι ενάντια σε αυτή την άποψη» (Thorburn, RNMC. 179-82).
Ο A. B. Bruce σχολιάζει τη φράση «έχετε» λέγοντας «ότι πιθανώς είναι προστακτική, και όχι οριστική - έχετε φρουρά, η ετοιμόλογη συγκατάνευση ενός ανθρώπου που πιστεύει ότι δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη γι' αυτή, αλλά δεν έχει αντίρρηση να ικανοποιήσει τις επιθυμίες τους σε μικροπράγματα (Bruce, EGNT, 335).
Οι Arndt και Gingrich (A Greek – English Lexicon of the New Testament, University of Chicago Press,1952) παραθέτουν τις ακόλουθες πηγές μέσα στις οποίες εμφανίζεται η λέξη κουστωδία:
«POxy. 294, 20 (22ad); PRyl, 189,2; BGU 341,3 cf. Hahn 233, 6; 234,7 w.lit.Lat. Ioanw. , custodia, επίσης σε ραβ.)» (Arndt, GEL, 448).
Ορίζουν τη λέξη ως «φρουρά αποτελούμενη από στρατιώτες» (Ματθ. 27:66, 28:11), ... «η φρουρά είναι στη διάθεση σας» (Ματθ. 27:65) (Arndt, GEL, 448).
Ο Harold Smith, στο λεξικό A Dictionary of Christ and the Gospel, δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες για τη Ρωμαϊκή φρουρά: «ΦΡΟΥΡΑ. - 1. απόδοση του κουστωδία (Λατινικά, custodia), Ματθ. 27:65, 66, 28:11. Παραχωρήθηκε από τον Πιλάτο στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους για να φυλάξουν τον τάφο. Η ανάγκη της έγκρισης του Πιλάτου και το ρίσκο της τιμωρίας απ’ αυτόν (Ματθ. 28:14) φανερώνει ότι αυτή η φρουρά πρέπει να αποτελείτο, όχι από τους φύλακες του Ναού, αλλά από στρατιώτες του Ρωμαϊκού αποσπάσματος της Ιερουσαλήμ, πιθανώς το ίδιο που είχε φυλάξει το σταυρό ... το “έχετε” κατά πάσα πιθανότητα είναι στην προστακτική, “η φρουρά στη διάθεση σας”» (Smith, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 694).
Οι Lewis και Short αναφέρουν τα παρακάτω στο Λατινικό τους λεξικό: «Custodia, περίπολος, φύλαξη, φρουρά, φροντίδα, προστασία, 1. Χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και στη στρατιωτική ορολογία, άτομα που υπηρετούν ως φρουροί, μια φρουρά, φρουρός». (Lewis, LD, 504-5)
Τα συμφραζόμενα του Ματθαίος 27 και 28 φαίνεται να ενισχύουν την άποψη ότι για τη φύλαξη του τάφου του Ιησού χρησιμοποιήθηκε «Ρωμαϊκή φρουρά». Εάν ο Πιλάτος τους είχε πει να χρησιμοποιήσουν τη φρουρά του Ναού απλά για να τους ξεφορτωθεί, τότε οι φρουροί θα ήταν υπόλογοι μόνο στους αρχιερείς και όχι στον Πιλάτο. Όμως, εάν ο Πιλάτος τους παραχώρησε «Ρωμαϊκή φρουρά» για την προστασία του τάφου, οι φρουροί θα ήταν υπόλογοι στον Πιλάτο και όχι στους αρχιερείς. Η λύση βρίσκεται στα εδάφια 11 και 14 του κεφαλαίου 28. Το εδάφιο 11 λέει ότι η φρουρά ήρθε και ανέφερε στους αρχιερείς. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ήταν υπόλογοι στους αρχιερείς. Αλλά αν κάποιοι από τη φρουρά πήγαιναν πρώτα στον Πιλάτο, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, θα θανατώνονταν αμέσως. Το εδάφιο 14 επιβεβαιώνει την άποψη ότι επρόκειτο για Ρωμαϊκή φρουρά που ήταν υπόλογη στον Πιλάτο. «Κι αν αυτό φτάσει στ’ αυτιά του Διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε εσάς από κάθε έγνοια». Εάν επρόκειτο για τη «φρουρά του Ναού» γιατί να τους νοιάζει αν θα το μάθει ο Πιλάτος; Δεν υπάρχει ένδειξη ότι είχε κάποια δικαιοδοσία πάνω σε αυτούς. Ο συγγραφέας αισθάνεται ότι τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: Επρόκειτο για μια «Ρωμαϊκή φρουρά» στην οποία ο Πιλάτος είχε αναθέσει τη φύλαξη του τάφου προκειμένου να ικανοποιήσει τη θρησκευτική ιεραρχία και να διατηρήσει καλές σχέσεις μαζί της. Οι αρχιερείς είχαν ζητήσει την παρουσία Ρωμαϊκής φρουράς: «Δώσε λοιπόν διαταγή να ασφαλιστεί ο τάφος» (Ματθ. 27:64).
Εάν οι αρχιερείς επιθυμούσαν να τοποθετήσουν στον τάφο τη φρουρά του Ναού, δεν θα χρειαζόντουσαν τη διαταγή του κυβερνήτη για να το κάνουν. Όπως και συνέβη, οι Ρωμαίοι φρουροί πήγαν στους αρχιερείς για προστασία, επειδή γνώριζαν ότι οι αρχιερείς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον Πιλάτο ώστε να μη διατάξει την εκτέλεση τους: «Κι αν αυτό φτάσει στ’ αυτιά του Διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε εσάς από κάθε έγνοια» (Ματθ. 28:14).
3Δ. Η Στρατιωτική Πειθαρχία των Ρωμαίων
Ο George Currie λέει, «Η τιμωρία για την εγκατάλειψη της θέσεως του φρουρού, σύμφωνα με το Ρωμαϊκό δίκαιο ήταν θάνατος. Το πιο γνωστό κείμενο που αναφέρεται στην αυστηρότητα της στρατιωτικής πειθαρχίας είναι του Πολύβιου VI, 37, 38 που αναφέρει ότι ο φόβος της τιμωρίας οδηγούσε σε άψογη εκτέλεση καθήκοντος, ιδιαίτερα των σκοπιών κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η σπουδαιότητα του συγγραφέα δίνει βαρύτητα στα παραπάνω, τα οποία είχε την ευκαιρία να τα διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια» (Currie, MDR, 43-44). Παραθέτοντας τον Πολύβιο, ο Currie λέει, «Χτυπήματα με ρόπαλα... αναφέρεται ως τιμωρία για ελλιπείς νυχτερινές φρουρές, κλοπές, ψευδομαρτυρία, και αυτοτραυματισμό. Επίσης αναφέρεται η θανατική ποινή ως τιμωρία για λιποταξία λόγω δειλίας» (Currie, MDR, 43-44). Ο Currie συνεχίζει, «Ο Βεγκέτιος αναφέρεται στην καθημερινή σχολαστική τήρηση της πειθαρχίας από τον αρχηγό της λεγεώνας (Military Institutes, 11.9). Και συνεχίζει λέγοντας ότι παλιά οι Ρωμαίοι (στην εποχή του Χριστού) τιμωρούσαν πολύ πιο σκληρά από ότι στις μέρες μας» (Currie, MDR, 43-44).
Ο Currie, αναφερόμενος στα σχόλια του Βεγκέτιου για το Ρωμαϊκό στρατό, λέει: «Το σύστημα που περιγράφει περιλαμβάνει πάρα πολύ αυστηρές τιμωρίες. Το σάλπισμα της τρομπέτας ανακοίνωνε την εκτέλεση (11.22). Η καθημερινή σχολαστική τήρηση της πειθαρχίας ήταν ευθύνη του αρχηγού της λεγεώνας (11.9)» (Currie, MDR, 49-50). Ο Currie σημειώνει επίσης: Σε διάφορους συγγραφείς του Κώδικα (Ιουστινιανού) 49.16, αναφέρονται δεκαοχτώ παραπτώματα στρατιωτών που τιμωρούνται με θάνατο. Είναι τα ακόλουθα: κατάσκοπος του εχθρού, (-3.4), ακρωτηριασμός ή απόπειρα ακρωτηριασμού χεριού (-3.13), λιποταξία (-3.11, -5,1-3), ανυπακοή εν καιρώ πολέμου (-3.15), εγκατάλειψη στρατοπέδου (-3.17), υποκίνηση ανταρσίας (-3.19), άρνηση προστασίας αξιωματικού ή εγκατάλειψη θέσεως (-3.21), στρατευμένος που αποφεύγει να υπηρετήσει (-4.2), δολοφονία (-4.5), διαπληκτισμός με ανώτερο ή προσβολή στρατηγού (-6.1), απόδραση (-6.3), προδοσία σχεδίων στον εχθρό (-6.4, -7), τραυματισμός συναδέλφου στρατιώτη με σπαθί (-6.6), αυτοτραυματισμός ή αναίτια απόπειρα αυτοκτονίας (-6.7), σπάσιμο του κονταριού του εκατόνταρχου (-13.4), εγκατάλειψη νυχτερινής σκοπιάς (-7.1), απόδραση από φρουραρχείο (-13.5) και διατάραξη ειρήνης (-16.1) (Currie, MDR, 49-50).
Ο Currie καταγράφει τα παρακάτω παραδείγματα από τα χρονικά της Ρωμαϊκής στρατιωτικής ιστορίας που αντικατοπτρίζουν τα πειθαρχικά μέτρα που εφάρμοζε ο Ρωμαϊκός στρατός: «Το 418, σημαιοφόρος που ήταν νωθρός σε μάχη, σφαγιάστηκε από τον στρατηγό. Το 390, κοιμώμενος σε σκοπιά, εκτοξεύτηκε από τον γκρεμό του Καπιτωλίου. Το 252, αμέλεια καθήκοντος, χτυπήθηκε και υποβιβάστηκε. Το 218, αμέλεια καθήκοντος, τιμωρήθηκε. Το 195, νωθρότητα, κτυπήθηκε με όπλο ... Στις παραπάνω τιμωρίες μπορούμε να προσδώσουμε τον τίτλο “αυστηρές” » (Currie, MDR, 33). Ο Currie συνεχίζει και σχολιάζει: «Από τη στιγμή που η θανατική ποινή επιβαλλόταν σε 40 από τις 102 περιπτώσεις όπου αναφέρεται η τιμωρία, γίνεται φανερό ότι η πειθαρχική τιμωρία του Ρωμαϊκού στρατού ήταν πολύ αυστηρή συγκρινόμενη με αυτή των σύγχρονων στρατών». Ο Currie αποκαλεί το Ρωμαϊκό στρατό «εργαλείο κατάκτησης και εξουσίας» και αναφορικά με την αυστηρή πειθαρχία γράφει: «Ο Βαλέριος Μάξιμος ... αναφέρεται στην αυστηρή τήρηση της στρατιωτικής πειθαρχίας και στρατιωτικής θεωρίας (11.8 εισαγ., 11.9 εισαγ.) (ως την κύρια αιτία) για τις εκτεταμένες κατακτήσεις και τη δύναμη της Ρώμης» (Currie, MDR, 33, 38, 43-44).
Ο T. G. Tucker δίνει την ακόλουθη ανάγλυφη περιγραφή του οπλισμού που μετέφεραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες: Στο δεξί του χέρι κρατούσε το διάσημο Ρωμαϊκό δόρυ. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό όπλο, με μήκος πάνω από 2 μέτρα, αποτελούμενο από μια αιχμηρή μεταλλική άκρη και ξύλινη λαβή, το οποίο ο στρατιώτης το χρησιμοποιούσε με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιείται η ξιφολόγχη ή το εκτόξευε σαν ακόντιο και στη συνέχεια πολεμούσε σώμα με σώμα με ξίφος. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε μια ασπίδα, η οποία ήταν διαφόρων σχημάτων. Η πιο συνηθισμένη της μορφή ήταν αυτή που ήταν στις πλευρές καμπυλογυρισμένη προς το εσωτερικό όπως το τμήμα ενός κυλίνδρου με μήκος 1,2 μέτρα και πλάτος 85 εκατοστά. Ένας άλλος τύπος ασπίδας είναι αυτή που έχει το σχήμα διαμαντιού εξαγωνικό σχήμα, αλλά με τις κορυφές τετραγωνισμένες. Κάποιες άλλες φορές είναι σχήματος οβάλ. Κατασκευαζόταν από πλέγμα καλαμιών ή ξύλο, που καλυπτόταν από δέρμα και είχε χαραγμένο θυρεό που ήταν γνωστό ότι είχε τη μορφή κεραυνού. Η ασπίδα δεν μεταφερόταν μόνο από το χερούλι, αλλά υποστηριζόταν και από δερμάτινο λουρί που περνιόταν από το δεξί ώμο. Για να μην εμποδίζεται από την ασπίδα, το σπαθί - απωθητικό περισσότερο παρά επιθετικό όπλο, που είχε μήκος περίπου ένα μέτρο - κρεμόταν στη δεξιά πλευρά σε θήκη, που περνιόταν από τον αριστερό ώμο. Αν και αυτή η διάταξη μπορεί να φαίνεται σε μας δύσχρηστη, πρέπει να θυμόμαστε ότι το σπαθί χρειάζεται μόνο στην περίπτωση που το δεξί χέρι είναι ελεύθερο από το δόρυ και τότε, πριν το τράβηγμα του, το όπλο μπορεί εύκολα να μετακινηθεί στα αριστερά με τη βοήθεια της ζώνης. Στην αριστερή του πλευρά ο στρατιώτης φοράει στη ζώνη του ένα στιλέτο Tucker, LRW, 342-44).
4Δ. Τι Ήταν ο Ρωμαίος Φρουρός;
Όταν ερχόμαστε στο θέμα της Ρωμαϊκής φρουράς, ο William Smith, στο Dictionary of Greek and Roman Antiquities (Λεξικό των Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων), μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τον αριθμό των ανδρών που αποτελούσαν τη Ρωμαϊκή «φρουρά». Σύμφωνα με το Δρ. Smith, η σπείρα (υποδιαίρεση της Ρωμαϊκής λεγεώνας), αποτελούνταν από 120 ή 60 άνδρες «εφοδιασμένοι ... για τον τριττύαρχο για τη φύλαξη του οποίου τοποθετούνταν... δύο φρουρές... από τέσσερις άνδρες η κάθε μία, που φύλαγαν σκοπιά, κάποιοι μπροστά στην τέντα και κάποιοι πίσω, ανάμεσα στα άλογα. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αναφέρουμε, ότι τέσσερις ήταν ο συνηθισμένος αριθμός της Ρωμαϊκής φρουράς, από τους οποίους ο ένας φύλαγε σκοπιά, ενώ οι άλλοι τρεις απολάμβαναν κάποια μορφή ξεκούρασης, έτοιμοι, όμως να δραστηριοποιηθούν ανά πάσα στιγμή» (Smith, William, DGRA, 250-51).
Ο Harold Smith αναφέρει: «Μια σκοπιά αποτελείτο συνήθως από τέσσερις στρατιώτες (Πολυβ. vi. 33), ο καθένας από τους οποίους φύλαγε σκοπιά με τη σειρά, ενώ οι άλλοι ξεκουράζονταν δίπλα του, έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν σε κατάσταση συναγερμού. Αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση, η φρουρά μπορεί να αποτελείτο από περισσότερους» (Smith, όπως παρατίθεται στον Williams, DCG, 694).
Ο καθηγητής Whedon λέει για τη σκοπιά: «Πιθανώς φρουρά τεσσάρων ανδρών. Τόσοι ήταν αυτοί που παρακολουθούσαν τη σταύρωση στο Ιωάννης 19:23». (Whedon, CGM, 343)
5Δ. Τι Ήταν η Φρουρά του Ναού
Ειδικότερα αναφορικά με την ταυτότητα της φρουράς του ναού ο Εβραίος ιστορικός, Alfred Edersheim, μας δίνει τις ακόλουθες πληροφορίες: «Το βράδυ φρουρές τοποθετούνταν σε είκοσι τέσσερα φυλάκια που βρίσκονταν στις πύλες και στα προαύλια. Από αυτές, τις είκοσι μία τις φρουρούσαν μόνο Λευίτες, και τις υπόλοιπες τρεις ιερείς και Λευίτες μαζί. Κάθε φρουρά αποτελείτο από δέκα άνδρες, έτσι ώστε και οι διακόσιοι σαράντα Λευίτες και οι σαράντα ιερείς να έχουν κάθε βράδυ υπηρεσία. Οι φρουροί του Ναού απαλλάσσονταν από τα καθήκοντα τους το πρωί, αλλά όχι κατά τη διάρκεια της νύχτας, την οποία οι Ρωμαίοι τη χώριζαν σε τέσσερις, και οι Εβραίοι σε τρεις βάρδιες, ενώ η τέταρτη ήταν η πρωινή βάρδια (Edersheim, TMS, 147-49). Το Μισνάχ αναφέρει τα εξής για τη φρουρά του ναού: «Οι ιερείς φύλαγαν σκοπιά σε τρία σημεία του Ναού, και οι Λευίτες σε είκοσι ένα σημεία: τέσσερις στις τέσσερις γωνίες στο εσωτερικό, πέντε σε πέντε πύλες του Προαυλίου του Ναού, τέσσερις σε τέσσερις γωνίες στο εξωτερικό, και μια στην Αίθουσα των Προσφορών, και μία στην Αίθουσα του Παραπετάσματος, και μια πίσω από το Θρόνο του Ελέους» (The Mishnah, Middoth, 1.1).
Ο P. Henderson Aitken αναφέρει: «Η υπηρεσία αυτού του “αρχηγού του όρους του Ναού” ήταν να τηρεί την τάξη στο Ναό, να επισκέπτεται τις σκοπιές κατά τη διάρκεια της νύχτας και να ελέγχει αν οι φρουροί ήταν στη θέση τους σε κατάσταση επιφυλακής. Αυτός μαζί με τους κατώτερους αξιωματικούς ανέφεραν στους "άρχοντες", για τους οποίους γίνεται μνεία στο 'Εσδρας 9:2 και στον Νεεμία» (Aitken, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 271).
6Δ. Η Στρατιωτική Πειθαρχία της Φρουράς του Ναού
Ο Alfred Edersheim περιγράφει την πειθαρχία η οποία ίσχυε για τους φρουρούς του ναού: «Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο “αρχηγός του Ναού" έκανε επιθεώρηση. Καθώς πλησίαζε, οι φρουροί έπρεπε να σηκωθούν και να τον χαιρετήσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Όποιον φρουρό τον έπιαναν να κοιμάται στη σκοπιά του τον κτυπούσαν ή καίγανε τα ρούχα του για τιμωρία, που όπως γνωρίζουμε επιβαλλόταν (Αποκ. 16:15)». (Edersheim, TMS, 147-49)
Το Μισνάχ αναφέρει την τιμωρία όσων τους έπιαναν να κοιμούνται κατά τη διάρκεια της σκοπιάς τους. Ο αξιωματικός του Όρους του Ναού συνήθιζε να ελέγχει όλες τις σκοπιές με αναμμένους πυρσούς να τον συνοδεύουν, και αν κάποιος φρουρός δεν σηκωνόταν όρθιος να του πει «Αξιωματικέ του Όρους του Ναού, ειρήνη σε σας!», αλλά φαινόταν ότι κοιμόταν, ο αρχηγός τον κτυπούσε με το ραβδί του, και είχε το δικαίωμα να του κάψει τα ρούχα του. Και θα έλεγαν, «Τι είναι αυτός ο θόρυβος στο Προαύλιο του Ναού;» «ο θόρυβος από κάποιο Λευίτη που τον δέρνουν και του καίνε τα ρούχα του επειδή αποκοιμήθηκε στη σκοπιά του». Ο ραβίνος Ελιέζερ, γιος του Ιακώβ είπε: «Κάποτε βρήκαν τον αδελφό της μητέρας μου να κοιμάται και έκαψαν τα ρούχα του» (The Mishnah, Middoth, 1.2). Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια σχολιάζοντας «τις ιερές εγκαταστάσεις μέσα στο ναό», και αυτούς που τις φύλαγαν αναφέρει ότι «δεν επιτρεπόταν να κάθονται, πόσο μάλλον να κοιμούνται. Ο αξιωματικός της φρουράς μεριμνούσε, ώστε κάθε φρουρός να είναι σε επιφυλακή, και τιμωρούσε κάθε ιερέα που τον έπιανε να κοιμάται στην σκοπιά, και πολλές φορές έκαιγε ακόμη και τα ρούχα του, ως παραδειγματισμό για τους άλλους (Mid. k. I), (The Jewish Encyclopedia, 81).
7Δ. Συμπεράσματα
Ο E. LeCamus αναφερόμενος στα αυστηρά μέτρα ασφαλείας που πάρθηκαν στον τάφο του Ιησού λέει: «Ποτέ δεν είχε δοθεί τόση μεγάλη προσοχή σε έναν εγκληματία μετά την εκτέλεση του. Πάνω απ' όλα ποτέ ένας σταυρωμένος δεν είχε την τιμή να τον φρουρήσει ένα στρατιωτικό απόσπασμα» (LeCamus, LC, 396-97).
Ο G. W. Clark καταλήγει: «Έτσι είχαν γίνει τα πάντα που μπορούσε να κάνει η ανθρώπινη σύνεση και φρόνηση, ώστε να αποτραπεί η Ανάσταση, και παρ’ όλα αυτά αυτές οι ίδιες οι προφυλάξεις την πρόβαλαν και την επιβεβαίωσαν (Ματθ. 27:35) » (Clark, GM).
7Γ. Οι Μαθητές Ακολούθησαν ο Καθένας το Δρόμο του
Στα Ευαγγέλια, ο Ματθαίος φανερώνει τη δειλία των μαθητών (26:56). Ο Ιησούς είχε συλληφθεί στον κήπο της Γεσθημανή και «οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν». Ο Μάρκος γράφει στο Ευαγγέλιο του (14:50): «Τότε τον εγκατέλειψαν όλοι οι δικοί του κι έφυγαν». Ο George Hanson παρατηρεί: «Δεν ήταν από φυσικού τους ούτε πολύ γενναίοι είτε πολύ ευφυείς. Σε μια εκδήλωση μεγάλης δειλίας, όταν ο Διδάσκαλος τους συνελήφθη, όλοι τον εγκατέλειψαν και έφυγαν, αφήνοντάς Τον να αντιμετωπίσει τη μοίρα του μόνος του». (Hanson, RL, 24-26).
Ο Albert Roper αναφέρεται στο Σίμωνα Πέτρο και «στην αναδίπλωσή του επειδή τον χλεύασε μια υπηρέτρια στην αυλή του αρχιερέα και την άρνηση του με αναθεματισμό ότι “γνώριζε αυτόν για τον οποίο μιλούσαν"» (Roper, JRC, 50). Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «ο φόβος, ο ταπεινός φόβος για τη δική του προσωπική ασφάλεια, οδήγησε τον Πέτρο να αρνηθεί τον Άνθρωπο που αγάπησε αληθινά. Φόβος, ο φόβος της δειλίας τον οδήγησε να προδώσει Αυτόν που τον κάλεσε από τα δίχτυα του να γίνει αλιέας ανθρώπων» (Roper, JRD, 52). Αναφορικά με το χαρακτήρα των μαθητών, ο Roper σχολιάζει: Ήταν Γαλιλαίοι, οι περισσότεροι απ' αυτούς ψαράδες, όλοι τους λίγο ή πολύ ξένοι ως προς την πόλη και τον τρόπο ζωής της πόλης. Ένας προς έναν, είχαν γίνει οπαδοί του νεαρού Διδασκάλου από τη Ναζαρέτ και αφιερώθηκαν στον τρόπο ζωής Του. Τον ακολούθησαν με χαρά και σεβασμό μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση. Όταν οι Ιουδαίοι τον συνέλαβαν στις παρυφές του κήπου της Γεσθημανή, όλοι οι μαθητές το έσκασαν, πανικόβλητοι από τους πυρσούς και τις κραυγές. Οι μαθητές κρύφτηκαν στο κατάλυμα τους και δεν ακούστηκε τίποτε γι’ αυτούς μέχρι το πρωινό της τρίτης ημέρας όταν η Μαγδαληνή τους έφερε τα συναρπαστικά νέα. Αμέσως μετά, δύο και μόνο δύο είχαν το θάρρος να αποτολμήσουν να βγουν έξω για να μάθουν από μόνοι τους εάν τα νέα που τους έφερε η Μαρία ήταν αλήθεια ή απλή φημολογία. Η όλη στάση των μαθητών ήταν αυτή του τρόμου και της αυτοσυντήρησης (Roper, JRD, 34-35).
Ο Ιουδαίος Ραβίνος Pinchas Lapide σχολιάζει τη μεταμόρφωση των μαθητών: « Αυτή η φοβισμένη, τρομαγμένη ομάδα των αποστόλων, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να τα εγκαταλείψουν όλα και να καταφύγουν απελπισμένοι στη Γαλιλαία, όταν αυτοί οι χωρικοί, βοσκοί, και ψαράδες, που πρόδωσαν και αρνήθηκαν τον Κύριο τους και στη συνέχεια τον απογοήτευσαν εντελώς, ξαφνικά άλλαξαν και μεταμορφώθηκαν μέσα σε μια νύχτα σε μια κοινωνία ιεραποστόλων με αυτοπεποίθηση, βέβαιοι για τη σωτηρία και ικανοί να εργαστούν μετά το Πάσχα με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ότι πριν από το Πάσχα, τότε κανένα όραμα παραισθήσεων δεν είναι ικανό να εξηγήσει μια τέτοια επαναστατική μεταμόρφωση (Lapide, Rj, 125).
Ο Douglas Groothuis σχολιάζει την αντίδραση των μαθητών απέναντι στον αναστημένο Χριστό: «Ο αναστημένος Χριστός αφύπνισε την πίστη του άπιστου Θωμά όταν εμφανίστηκε και είπε, “Φέρε το δάχτυλο σου εδώ και κοίτα τα χέρια μου. Και φέρε το χέρι σου και βάλε το στο πλευρό μου, και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός" (Ιωάννης 20:27). Ο Θωμάς απάντησε, “Κύριε μου! και Θεέ μου!” (εδ. 28). Ο Ιησούς φανέρωσε ότι ήταν ο ενσαρκωμένος Θεός, που όπως ο Χριστός έπρεπε να κάνει σταυρώθηκε, αλλά τώρα αναστήθηκε από τους νεκρούς ως Κύριος» (Groothuis, JAC, 236).
Ο Alfred Edershein ρωτάει: «Τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του Ιωσήφ από τη Αριμαθαία, του Νικόδημου, και των υπόλοιπων μαθητών, καθώς επίσης από των Αποστόλων και των ενάρετων γυναικών, για το Νεκρό Ιησού;» (Edershein, LTJM, 623). Σε αυτή του ερώτηση απαντάει: «Πίστεψαν ότι ήταν νεκρός, και δεν περίμεναν ότι θα αναστηθεί από τους νεκρούς τουλάχιστον με την έννοια που το δεχόμαστε εμείς. Για αυτό, από τη στιγμή του θανάτου Του, υπάρχουν πάρα πολλές αποδείξεις, στα αρώματα του ενταφιασμού που έφερε ο Νικόδημος, σε αυτά που προετοίμασαν οι γυναίκες (και τα δύο ήταν για να επιβραδύνουν την αποσύνθεση), στο θρήνο των γυναικών στον άδειο τάφο, στην εικασία ότι το σώμα είχε μετακινηθεί, στη σύγχυση και στη συμπεριφορά των Αποστόλων, στις αμφιβολίες που είχαν οι περισσότεροι, και αναμφίβολα στη δήλωση: “Γιατί μέχρι τότε δεν είχαν καταλάβει ακόμα τη Γραφή ότι ήταν προκαθορισμένο ν’ αναστηθεί ο Χριστός από τους νεκρούς” » (Edershein, LTJM, 623).
Ο J.P. Moreland για τη μαρτυρία των γυναικών λέει: Στον Ιουδαϊσμό του πρώτου αιώνα, η μαρτυρία μιας γυναίκας ήταν κυριολεκτικά άχρηστη. Δεν επιτρεπόταν σε μια γυναίκα να καταθέσει σε δικαστήριο παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κανένας δεν θα επινοούσε μια ιστορία για έναν άδειο τάφο του οποίου οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες θα ήταν γυναίκες. Η παρουσία των γυναικών ήταν ντροπή, και αυτό πιθανώς εξηγεί γιατί οι γυναίκες δεν αναφέρονται στο Α’ Κορινθίους 15 και στα κηρύγματα των Πράξεων, από τη στιγμή που αυτά τα κηρύγματα ήταν ευαγγελιστικά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να περιλαμβάνουν σε ευαγγελιστικά κηρύγματα μια επουσιώδη λεπτομέρεια, που θα έκανε το κοινό να σκοντάψει και να μην ασχοληθεί με το κύριο θέμα. Το γεγονός περιέχεται στα Ευαγγέλια, επειδή τα Ευαγγέλια περιγράφουν τα γεγονότα όπως ακριβώς έγιναν. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση που να αιτιολογεί γιατί συμπεριελήφθη αυτό το γεγονός (Moreland, SSC, 16θ).
Ο J. P. Moreland σχετικά με το ότι οι μαθητές εφηύραν τον Χριστιανισμό λέει: Αν μη τι άλλο, οι μαθητές δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν λέγοντας ψέματα και δημιουργώντας μια καινούργια θρησκεία. Αντιμετώπισαν δυσκολίες, χλευασμό, εχθρότητα, και μαρτυρικό θάνατο. Άρα, δεν θα μπορούσαν να έχουν μια τέτοια επιμονή, εάν γνώριζαν ότι το κήρυγμα τους ήταν ψέμα. Οι μαθητές δεν ήταν ανόητοι και ο Παύλος ήταν ένας ψύχραιμος διανοούμενος πρώτης τάξεως. Θα υπήρχαν πολλές ευκαιρίες στη διάρκεια των τριάντα με σαράντα χρόνων διακονίας τους να αναθεωρήσουν και να αποκηρύξουν το ψέμα. Η θρησκεία τους αντάμειψε, αλλά αυτή η ανταμοιβή προήλθε από μια ειλικρινή πίστη ότι αυτό που ζούσαν ήταν αληθινό (Moreland, SSC, 171-72).
Οι John Ankenberg και John Weldon σχετικά με το τι οδήγησε στη γέννηση της εκκλησίας: Θα μπορούσε ποτέ η Χριστιανική Εκκλησία να δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα αυτού που είχαν γίνει οι μαθητές, μετά τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού, μια ομάδα απογοητευμένων, φοβισμένων, δύσπιστων αποστόλων; Ούτε κατά διάνοια.
Μόνο η ανάσταση του Χριστού μπορούσε να αποτελέσει το κίνητρο ώστε οι μαθητές να δώσουν τη ζωή τους για να κηρύξουν τον Χριστό και να διακονήσουν την Εκκλησία που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Χριστός. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν πόσο συνέτριψε η σταύρωση τους αποστόλους. Είχαν θυσιάσει τα πάντα για τον Ιησού, τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, και τις οικογένειες τους (Ματθαίος 19:27). Ό,τι είχε αξία το είχαν επενδύσει στον Ιησού: όλες οι ελπίδες, το σύνολο της ζωής τους, τα πάντα. Αλλά τώρα ήταν νεκρός, ανακηρυγμένος δημόσια εγκληματίας. Οι απόστολοι ήταν ταπεινωμένοι και στενοχωρημένοι επειδή συμπέραναν ότι ο Χριστός δεν ήταν ο Μεσσίας (Λουκάς 24:21). Σε μια τέτοια κατάσταση, δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν φορείς ελπιδοφόρων οραμάτων και παραισθήσεων. Δεν ήταν άνδρες έτοιμοι να πιστέψουν. Το γεγονός ότι ο Ιησούς τους επέπληξε για την απιστία τους αποδεικνύει ότι ο Θωμάς δεν ήταν ο μόνος αμφισβητίας. Σε κάποια στιγμή ο Ιησούς επέπληξε και τους έντεκα αποστόλους για την έλλειψη πίστης στην ανάσταση Του (Ματθαίος 28:17, Λουκάς 24:25-27, 38, 41, Ιωάννης 20:24-27). Αυτό αποδεικνύει ότι στο τέλος πείστηκαν παρά τη θέληση τους.
Όπως φανερώνουν τα Ευαγγέλια, απέρριψαν τις πρώτες αναφορές για την ανάσταση του Ιησού. Μόνο μετά από την επανειλημμένη εμφάνιση του Ιησού σε αυτούς, συζητώντας μαζί τους, παροτρύνοντας τους να Τον αγγίξουν, για να διαπιστώσουν ότι είχε σώμα υλικής υπόστασης, δείχνοντάς τους τις πληγές στα χέρια Του και στην πλευρά, πείσθηκαν (Ιωάννης 29: 20, 27). Εάν προσδοκούσαν την ανάσταση, θα την περίμεναν. Αλλά δεν την περίμεναν, και όταν αυτή συνέβη, τους χρειάστηκαν πολλά πειστήρια (Πράξεις 1:3) (Ankenberg, RWA, 82).
2Β. Τα Γεγονότα Μετά την Ανάσταση
1Γ. Ο Άδειος Τάφος
Ο Winfried Corduan γράφει για τη βεβαιότητα του άδειου τάφου: Αν κάποιο γεγονός της αρχαίας ιστορίας πρέπει να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητο, αυτό πρέπει να είναι ο άδειος τάφος. Από την Κυριακή του Πάσχα και ύστερα πρέπει να υπήρχε ένας άδειος τάφος, που θα ήταν γνωστός ως ο τάφος του Ιησού, και ο οποίος δεν θα περιείχε το σώμα του. Πέρα από κάθε αμφιβολία: η Χριστιανική διδασκαλία από την αρχή κιόλας προώθησε μια ζωή αναστημένου Σωτήρα. Οι Ιουδαϊκές αρχές εναντιώθηκαν σθεναρά σε αυτή τη διδασκαλία και ήταν έτοιμες να κάνουν τα πάντα για να την καταπνίξουν. Το έργο τους θα ήταν εύκολο εάν προσκαλούσαν τους υποψήφιους Χριστιανούς σε μια γρήγορη επίσκεψη στον τάφο που περιείχε το σώμα του Χριστού. Αυτό θα ήταν το τέλος του Χριστιανικού μηνύματος. Το γεγονός ότι η Εκκλησία επικεντρώθηκε γύρω από τον αναστημένο Χριστό, αποδεικνύει ότι πρέπει να υπήρχε ένας άδειος τάφος (Corduan, NDA, 222).
Ο William Lane Craig αναφερόμενος στη σπουδαιότητα του άδειου τάφου λέει: Ο άδειος τάφος είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ανάσταση. Η αντίληψη ότι ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς με ένα νέο σώμα, ενώ το παλιό του σώμα βρισκόταν στον τάφο, είναι μια μοντέρνα θεωρία. Η Ιουδαϊκή σκέψη ποτέ δε θα δεχόταν τη διαίρεση των δύο σωμάτων. Ακόμη και αν οι μαθητές δεν έλεγχαν τον άδειο τάφο, οι Ιουδαϊκές αρχές δεν θα έκαναν αυτό το λάθος. Όταν λοιπόν οι μαθητές άρχισαν να κηρύττουν στην Ιερουσαλήμ την ανάσταση και οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν, και όταν οι θρησκευτικές αρχές τούς παρακολουθούσαν με απόγνωση, ο τάφος πρέπει να ήταν άδειος. Το απλό γεγονός, ότι η Χριστιανική κοινότητα θεμελιώθηκε πάνω στην πίστη της ανάστασης του Χριστού, ότι ήρθε στο φως και άκμασε στην ίδια πόλη όπου εκτελέστηκε και ενταφιάστηκε ο Ιησούς, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη για την ιστορικότητα του άδειου τάφου (Craig, DIRD, όπως παρατίθεται στον Wilkins, JUF, 151-2).
Ο W. J. Sparrow - Simpson σημειώνει ότι ο άδειος τάφος από μόνος του δεν έκανε τους μαθητές να πιστέψουν. Ο Ιωάννης αναφέρει για τον εαυτό του, «είδε και πίστεψε» (Ιωάννης 20:8). Αυτό, όμως, συνέβη πιθανώς επειδή θυμήθηκε ότι ο Χριστός είχε προβλέψει την ανάσταση Του. Ούτε η Μαρία η Μαγδαληνή, ούτε οι γυναίκες, ούτε ακόμη και ο Πέτρος δεν πίστεψαν από τη μαρτυρία του άδειου τάφου (Sparrow - Simpson, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 506). Οι μετά την ανάσταση εμφανίσεις του Χριστού ήταν αυτές που έκαναν τους μαθητές του να πιστέψουν ότι αναστήθηκε πραγματικά από τους νεκρούς. Ο άδειος τάφος έστεκε ως ιστορικό γεγονός, πιστοποιώντας ότι δεν ήταν άλλος παρά ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, αναστημένος με σάρκα και αίμα (Hastings, DCG,506).
Ο J. N. Anderson, νομικός και καθηγητής του ασιατικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, αναρωτιέται: «Έχετε προσέξει ότι όλες οι αναφορές στον άδειο τάφο βρίσκονται στα Ευαγγέλια, τα οποία γράφτηκαν για να προσφέρουν στη Χριστιανική κοινότητα τα γεγονότα που ήθελαν να γνωρίζουν; Στο δημόσιο κήρυγμα προς αυτούς που δεν ήταν Χριστιανοί, όπως αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων, υπάρχει μεγάλη έμφαση στο γεγονός της ανάστασης, αλλά δεν γίνεται ούτε μία αναφορά στον άδειο τάφο. Γιατί; Για μένα υπάρχει μία μόνο απάντηση: Δεν υπήρχε λόγος να επιχειρηματολογήσουν για τον άδειο τάφο. Ο καθένας, φίλοι και εχθροί, γνώριζαν ότι ήταν άδειος. Τα μόνα ερωτήματα που άξιζε να σχολιάσουν ήταν γιατί ήταν άδειος και τί αποδείκνυε αυτό το γεγονός» (Anderson, RJC, 4-9). Σε αλλά γραπτά του, ο Anderson λέει: Ο άδειος τάφος στέκει ένας γνήσιος βράχος, ως ουσιαστικό στοιχείο των αποδείξεων της ανάστασης. Το να ισχυριστούμε ότι ποτέ δεν ήταν άδειος, όπως έχουν κάνει κάποιοι, είναι γελοίο. Αποτελεί ιστορικό δεδομένο το γεγονός ότι οι απόστολοι από την αρχή ευαγγέλισαν πολλούς στην Ιερουσαλήμ, παρ' όλο που ήταν εχθρική, διακηρύττοντας τα καλά νέα ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο - και το έκαναν σε μικρή απόσταση από τον τάφο. Κάποιος από τους ακροατές τους θα μπορούσε να επισκεφθεί το τάφο και να έρθει πίσω. Είναι, λοιπόν, δυνατόν οι απόστολοι να είχαν τέτοια επιτυχία εάν το σώμα εκείνου που διακήρυτταν ότι ήταν αναστημένος Κύριος την ίδια ώρα βρισκόταν σε αποσύνθεση μέσα στον τάφο του Ιωσήφ; Είναι δυνατό λοιπόν ένας μεγάλος αριθμός ιερέων και πολλών αδιάλλακτων Φαρισαίων να είχαν πιστέψει στη διακήρυξη της ανάστασης, που στην πραγματικότητα οτιδήποτε άλλο παρά ανάσταση ήταν, αλλά ένα απλό μήνυμα πνευματικής επιβίωσης διατυπωμένο με παραπλανητικούς όρους μιας κυριολεκτικής ανάστασης από τον τάφο; (Anderson, CWH, 95-96).
Ο Paul Althus λέει, «Στην Ιερουσαλήμ, στον τόπο της εκτέλεσης και του ενταφιασμού του Ιησού, οι μαθητές διακήρυτταν λίγο μετά το θάνατό Του ότι είχε αναστηθεί. Τα γεγονότα απαιτούν ότι ανάμεσα στο κύκλο της πρώτης κοινότητας βρισκόταν κάποιος που είχε αξιόπιστη μαρτυρία για το γεγονός ότι ο τάφος είχε βρεθεί άδειος. Το Κήρυγμα της Ανάστασης “δεν θα μπορούσε να σταθεί στην Ιερουσαλήμ ούτε μία ημέρα, ούτε μία ώρα, αν ο κενός τάφος δεν είχε επιβεβαιωθεί ως γεγονός για όλους τους ενδιαφερόμενους”» (Althus, όπως παρατίθεται από τον Pannenberg, JGM, 100).
Ο E. H. Day σχολιάζει: «Ο σκεπτικιστής που υποθέτει ότι ο τάφος στην πραγματικότητα δεν βρέθηκε άδειος, έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες: Για παράδειγμα, πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός της ραγδαίας αύξησης μιας συγκεκριμένης παράδοσης, που ποτέ δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά, το πρόβλημα της λεπτομερούς φύσης των αφηγήσεων μέσα στην οποία περιλαμβάνεται αυτή η παράδοση, το ζήτημα της αποτυχίας των Εβραίων να αποδείξουν ότι η Ανάσταση δεν είχε λάβει χώρα, παρουσιάζοντας το σώμα του Χριστού, ή κάνοντας επίσημη εξέταση του τάφου, μια απόδειξη που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους» (Edersheim, LTJM, 25-26).
Ο άγγλος δικηγόρος Frank Morrison σχολιάζει: «Σε όλη τη συζήτηση και τον απόηχο αυτής της διαμάχης που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας δεν αναφέρεται πουθενά ότι κάποιος λογικός άνθρωπος υποστήριξε ότι το σώμα του Ιησού ήταν ακόμη μέσα στον τάφο. Μας δίνονται μόνο επιχειρήματα για ποιο λόγο δεν ήταν εκεί. Όλα αυτά τα αρχαία έγγραφα αναφέρουν ότι ο τάφος του Χριστού ήταν άδειος. Μπορούμε να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις πολυάριθμες και αμοιβαία επιβεβαιωμένες αποδείξεις; Προσωπικά πιστεύω ότι δεν μπορούμε. Η ακολουθία των συγκυριών είναι πάρα πολύ μεγάλη» (Morrison, WMS, 115).
Ο Michael Green παραθέτει μια αρχαία εξωχριστιανική πηγή που μαρτυρεί την κενότητα του τάφου του Ιησού. Αυτό το αποδεικτικό στοιχείο αποκαλείται η «Επιγραφή της Ναζαρέτ», από την πόλη στην οποία βρέθηκε. Πρόκειται για ένα αυτοκρατορικό διάταγμα, που ανήκει είτε στην περίοδο του αυτοκράτορα Τιβερίου (14-37 μ.Χ.), είτε στην περίοδο του Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.). Το ένα διάταγμα είναι σε πάρα πολύ σκληρή γλώσσα, και συνοδεύεται από πολύ σκληρές τιμωρίες, ενάντια σε εκείνους που αναμειγνύονται με τάφους και μνημεία! Φαίνεται πως τα νέα για τον άδειο τάφο έφτασαν στη Ρώμη σε διαστρεβλωμένη μορφή (ο Πιλάτος έπρεπε να κάνει την αναφορά του, και προφανώς θα ανέφερε ότι ο τάφος είχε συληθεί). Αυτό το διάταγμα φαίνεται ότι ήταν η αντίδραση του αυτοκράτορα» (Green, MA, 36). Ο Green καταλήγει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τάφος του Ιησού στην πραγματικότητα ήταν άδειος την πρώτη μέρα του Πάσχα» (Green, ΜΑ, 36).
Το Ματθαίος 28:11-15 καταγράφει τις προσπάθειες των Ιουδαϊκών αρχών να δωροδοκήσουν τους Ρωμαίους στρατιώτες για να πουν ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Το Dictionary of the Apostolic Church (Λεξικό της Αποστολικής Εκκλησίας) σχολιάζει: «Αυτή η δόλια συναλλαγή πραγματοποιείται με βάση τη παραδοχή από τους εχθρούς του Χριστιανισμού ότι ο τάφος ήταν άδειος, μια παραδοχή που αρκεί για να φανερώσει ότι οι αποδείξεις ότι ο τάφος ήταν άδειος ήταν “πολύ τρανταχτές για να αγνοηθούν”» (Hastings, DAC, 340).
Ο J. P. Moreland καταλήγει: «Εν ολίγοις, η απουσία από τα κηρύγματα των Πράξεων άμεσων αναφορών στον άδειο τάφο εξηγείται καλύτερα από το γεγονός ότι ο άδειος τάφος δεν αμφισβητείτο και έτσι δεν αποτελούσε ζήτημα. Το κυρίως ζήτημα ήταν γιατί ήταν άδειος, όχι αν ήταν άδειος ... Οι πρώτοι Χριστιανοί κήρυκες δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν κύριο θέμα τους ότι ο τάφος ήταν άδειος. Ήταν κάτι που ήταν γνωστό σε όλους και ήταν κάτι που μπορούσε να επιβεβαιωθεί, αν ήταν αναγκαία μια τέτοια επιβεβαίωση» (Moreland, SSC, 163).
Ο W. J. Sparrow – Simpson γράφει: «Το άδειο του τάφου επιβεβαιώνεται από τους μαθητές και είναι αποδεκτό από τους αντιπάλους. Η εξιστόρηση των γεγονότων από τους φρουρούς επιχειρεί να εξηγήσει το γεγονός ως δόλια συναλλαγή (Ματθαίος 28:11-15). “Αλλά αυτές οι Ιουδαϊκές κατηγορίες ενάντια στους Αποστόλους, θεωρούν δεδομένο ότι ο τάφος ήταν άδειος. Αυτό που χρειάζονταν ήταν μια εξήγηση” ... Η παραδοχή από τους Ιουδαίους ότι ο τάφος ήταν άδειος εκτείνεται σε όλα τα επόμενα Ιουδαϊκά σχόλια πάνω σ' αυτό το σημείο» (Sparrow – Simpson, όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 507-8).
Ο Sparrow – Simpson ενισχύει αυτό το σημείο αναφέροντας ένα παράδειγμα: «Μια εκδοχή του δωδέκατου αιώνα για τον άδειο τάφο κυκλοφόρησε από την Ιουδαϊκή αντιχριστιανική προπαγάνδα. Η ιστορία είναι ότι όταν η βασίλισσα άκουσε ότι οι πρεσβύτεροι είχαν σκοτώσει τον Ιησού και τον είχαν θάψει, και ότι αναστήθηκε, τους διέταξε μέσα σε τρεις μέρες να εμφανίσουν το σώμα ή θα έχαναν τη ζωή τους. “Έτσι μίλησε ο Ιούδας. Ελάτε και θα σας δείξω τον άνθρωπο που ψάχνετε: Γιατί εγώ ήμουν αυτός που πήρε αυτόν που δεν είχε πατέρα από τον τάφο του. Φοβήθηκα ότι οι μαθητές του θα Τον έκλεβαν, και Τον έκρυψα στον κήπο μου κάτω από ένα ρυάκι”. Έτσι, η ιστορία εξηγεί το πώς βρέθηκε το σώμα» (Sparrow – Simpson όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 507-08). Ο Sparrow – Simpson καταλήγει: «Δεν είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι η εκτίμηση της ανεύρεσης του σώματος είναι μύθευμα του μεσαίωνα, όμως είναι μια ιστορία που επιχειρεί να εξηγήσει τα γεγονότα, όταν ο κενός τάφος γίνεται αποδεκτός και παρ' όλα αυτά η Ανάσταση απορρίπτεται» (Sparrow – Simpson όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 507-08).
Ο Ernest Kevan παραθέτει ως απόδειξη αυτό που αποκαλεί «το αδιαμφισβήτητο γεγονός του άδειου τάφου. Ο τάφος ήταν άδειος, και οι εχθροί του Χριστού δεν μπορούσαν να το αρνηθούν» (Kevan, RC, 14). Ο ίδιος εκτιμά, «Το γεγονός του άδειου τάφου αποτελεί θανατηφόρο πλήγμα για όλες τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί ενάντια στη Χριστιανική μαρτυρία. Αυτή είναι η πέτρα πάνω στην οποία έχουν σκοντάψει όλες οι υποτιθέμενες θεωρίες, και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αναφορά στον άδειο τάφο αποφεύγεται επιμελώς από όλο τον αντίλογο που ξεσηκώθηκε» (Kevan, RC, 14).
Ο W. J. Sparrow – Simpson, παραθέτοντας τον Julius Wellhausen, το διάσημο Γερμανό μελετητή γνωστό για την ανωτέρα κριτική της Παλαιάς Διαθήκης, διατυπώνει την εξής ομολογία σχετικά με την ανάσταση του Χριστού: «Είναι παραδεκτό ότι με την Ανάσταση το σώμα του Ιησού εξαφανίστηκε επίσης από τον τάφο, και αυτό είναι αδύνατο να το εξηγήσουμε με φυσικούς όρους» (Sparrow – Simpson όπως παρατίθεται από τον Hastings, DCG, 508).
Γιατί ο τάφος του Ιησού δεν αποτέλεσε αντικείμενο προσκύνησης; Ο J. Ν. D. Anderson σχολιάζει: «Είναι επίσης σημαντικό ότι δεν έχει φτάσει σ’ εμάς καμία αναφορά ότι ο τάφος αποτέλεσε τόπο λατρείας ή προσκυνήματος στην περίοδο της πρώτης Εκκλησίας. Ακόμη και αν αυτοί που ήταν Χριστιανοί είχαν αποτραπεί από το να επισκεφτούν τον τάφο εξαιτίας της βεβαιότητάς τους ότι ο Κύριός τους είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, τι γίνεται με αυτούς που είχαν ακούσει τη διδασκαλία του, και είχαν ακόμη δει τα θαύματά του, χωρίς όμως να γίνουν μέρος της Χριστιανικής κοινότητας; Και αυτοί, φαίνεται, ότι γνώριζαν ότι το σώμα του δεν ήταν εκεί και έπρεπε να είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια επίσκεψη στον τάφο θα ήταν άνευ αντικειμένου» (Anderson, CWH, 97).
Ο Frank Morison στο βιβλίο του Who Moved the Stone? (Ποιος Μετακίνησε την Πέτρα;) διατυπώνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση:
Παρατηρήστε πρώτα-πρώτα το μικρό αλλά πολύ σημαντικό γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στις Πράξεις, ή στις Ιεραποστολικές Επιστολές ή σε οποιοδήποτε απόκρυφο έγγραφο με αποδεδειγμένη χρονολόγηση στον πρώτο αιώνα, ότι πηγαίνει κανείς να προσκυνήσει στο μαυσωλείο του Ιησού Χριστού. Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η απόλυτη σιωπή αναφορικά με τον πιο άγιο τόπο της Χριστιανικής Ιστορίας. Δεν υπήρχε καμιά γυναίκα, για την οποία η μορφή του Κυρίου θα αποτελούσε μια άγια μνήμη, που θα επιθυμούσε να αφιερώσει κάποιες στιγμές σε αυτόν τον άγιο τόπο; Ο Πέτρος, ο Ιωάννης, και ο Ανδρέας δε θα αισθάνθηκαν ποτέ το κάλεσμα να επισκεφτούν τον τόπο όπου σωζόταν οτιδήποτε θνητό από τον Μεγάλο Δάσκαλό τους; Ο ίδιος ο Σαούλ, ενθυμούμενος την άγνοια που είχε στα νεανικά του χρόνια, δε θα επιθυμούσε να πραγματοποιήσει ένα μοναχικό προσκύνημα χύνοντας δάκρυα μετάνοιας που είχε αρνηθεί το όνομα του; Εάν όλοι αυτοί γνώριζαν στην πραγματικότητα ότι ο Κύριός τους ήταν θαμμένος εκεί, τότε είναι πάρα, πάρα πολύ περίεργο.
Στον επικριτή της ανάστασης, αυτή η ασυνήθιστη σιωπή της αρχαιότητας αναφορικά με την ιστορία του άδειου τάφου του Ιησού παράγει, είμαι βέβαιος, αίσθημα ταραχής και ανησυχίας (Morison, WMS, 137).
2Γ. Τα Σάβανα
Στην περικοπή που ακολουθεί, ο Ιωάννης δείχνει πόση σημασία έχουν τα σάβανα για την απόδειξη της ανάστασης:
Βγήκαν τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής έξω και ξεκίνησαν για το μνήμα. Έτρεχαν λοιπόν και οι δύο τους, αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει αμέσως μέσα και βλέπει να βρίσκονται εκεί τα σάβανα αλλά δεν μπήκε μέσα. Έρχεται κατόπιν ο Σίμων Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και μπήκε μέσα στο μνήμα και βλέπει τα σάβανα κάτω, και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, να βρίσκεται όχι μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο και τοποθετημένο χωριστά σε μια άκρη. Τότε πια μπήκε μέσα και ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε ότι είχαν πάρει το σώμα. Γιατί μέχρι τότε δεν είχαν καταλάβει ακόμα τη Γραφή ότι ήταν προκαθορισμένο ν’ αναστηθεί ο Χριστός από τους νεκρούς (Ιωάννης 20:39).
Σχολιάζοντας την περικοπή του Ιωάννη, ο J. Ν. D. Anderson αναφέρει για τον άδειο τάφο:
Φαίνεται ότι δεν ήταν πραγματικά άδειος. Θυμόσαστε την περικοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου για το πώς η Μαρία η Μαγδαληνή έψαξε και φώναξε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και πώς οι δύο άνδρες ξεκίνησαν για τον τάφο. Ο Ιωάννης, που ήταν νεότερος, έτρεξε πρώτος στον τάφο. Έσκυψε μέσα, «κρυφοκοίταξε» (που πιστεύω ότι είναι η κυριολεκτική μετάφραση της Ελληνικής λέξης), και είδε τα λινά σάβανα και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι. Και τότε ήρθε ο Πέτρος και κυριολεκτικά, όρμησε μέσα, ακολουθούμενος από τον Ιωάννη, και εξέτασαν το σάβανο και το σουδάριο, που δε βρισκόταν μαζί με το σάβανο αλλά ήταν τυλιγμένο και τοποθετημένο χωριστά σε μια άκρη. Το πρωτότυπο κείμενο σε αυτό το σημείο αφήνει να εννοηθεί ότι τα σάβανα δεν ήταν πεταμένα αλλά τοποθετημένα εκεί που βρισκόταν το σώμα, και ότι υπήρχε ένα κενό εκεί που βρισκόταν το κεφάλι του Ιησού και ότι το σουδάριο που ήταν τοποθετημένο στο κεφάλι του δεν βρισκόταν μαζί με το σάβανο, αλλά τυλιγμένο ξεχωριστά, γεγονός που φανερώνει ότι το σώμα είχε βγει από το σάβανο μόνο του. Διαβάζουμε ότι όταν ο Ιωάννης είδε, δε χρειάστηκε άλλη απόδειξη από άνθρωπο ή άγγελο. Είδε και πίστεψε, και η μαρτυρία του έχει φτάσει σ' εμάς (Anderson. RJC, 78).
Ο Ε. Η. Day λέει για την περικοπή του Ιωάννη:
Χαρακτηρίζεται από ένα προσωπικό άγγιγμα. Φέρει όλα τα χαρακτηριστικά όχι απλώς ενός αυτόπτη μάρτυρα, αλλά ενός προσεκτικού παρατηρητή...Το τρέξιμο των μαθητών, η σειρά με την οποία έφτασαν στον τάφο και η είσοδός τους, το γεγονός ότι ο απ. Ιωάννης πρώτα κρυφοκοίταξε μέσα στον τάφο και είδε το σάβανο, ενώ ο απ. Πέτρος, πιο θαρραλέος, ήταν ο πρώτος που μπήκε, η ακριβής λέξη,... (θεωρεί), η οποία χρησιμοποιείται για την προσεκτική εξέταση των σαβάνων που κάνει ο Πέτρος, η περιγραφή της θέσης του σάβανου και του σουδαρίου, μια περιγραφή που δεν ήταν βεβιασμένη, αλλά προσεκτική στην επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν, η ακολουθούμενη είσοδος του Ιωάννη, και η πίστη που ακολούθησε τη θεά των σαβάνων όλα αυτά δεν μπορούν να είναι τίποτε άλλο παρά η περιγραφή από κάποιον που πραγματικά είδε, και στου οποίου την μνήμη είναι ακόμη εντυπωμένο το γεγονός, για τον οποίο η θέα του άδειου τάφου και των εγκαταλειμμένων σαβάνων αποτέλεσε κρίσιμο σημείο για την πίστη και τη ζωή (Day. ER, 16-17)
Ο Latham γράφει για του σουδάριο που κάλυπτε το κεφάλι του Ιησού:
Η φράση «δεν βρίσκονταν μαζί με το σάβανο» μου δείχνει κάτι ... μου λέει ότι συμπτωματικά όλα τα σάβανα βρίσκονταν στο ίδιο μέρος.
Εάν βρίσκονταν, όπως πιστεύω, στο κάτω μέρος του πρεβαζιού που είχε τοποθετηθεί το σώμα, η έκφραση είναι σαφής. Αλλά αν τα σάβανα βρίσκονταν, το ένα εδώ και το άλλο εκεί, σαν να είχαν πεταχτεί βιαστικά, δε θα υπήρχε λόγος να γραφεί ότι το σουδάριο «δεν βρισκόταν μαζί με τα σάβανα», γιατί τα σάβανα δεν θα βρίσκονταν σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Παρατηρούμε επίσης την αναφορά της λέξεως «βρίσκονταν» αν και δεν είναι απολύτως απαραίτητη. Το σουδάριο ήταν τυλιγμένο, και ο Ιωάννης, πιθανώς, σημειώνει το γεγονός (Latham, RM, 44).
Ο Latham συνεχίζει: «Το σουδάριο, το οποίο είχε τυλιχτεί γύρω από το κεφάλι, θα παρέμενε ... επίπεδο, και δεν θα βρισκόταν "τυλιγμένο και τοποθετημένο χωριστά σε μια άκρη”». (Latham, RM, 36)
Ο Latham λέει ότι η φράση «“τυλιγμένο” είναι διφορούμενη, υποθέτω ότι το σουδάριο σχημάτιζε ένα δαχτυλίδι με μορφή χαλαρού τουρμπανιού, χωρίς το κεντρικό τμήμα». (Latham, RM, 36)
Και καταλήγει:
Εκεί βρίσκονται τα σάβανα - έχουν πέσει το ένα κοντά στο άλλο, αλλά είναι ακόμη τυλιγμένα, και δεν υπάρχει ίχνος από αρωματικά. Το σουδάριο, επίσης, εξυπηρετεί ως μαξιλάρι για το κεφάλι του πτώματος και είναι τυλιγμένο σαν μια περούκα. Η γαλήνη της σκηνής φαίνεται σαν να έχει κάτι να πει. Μίλησε σε αυτούς που την είδαν, και μιλάει και σε μένα όταν τη βλέπω με τα μάτια του μυαλού μου, με το πρωινό φως να μπαίνει μέσα από την ανοιγμένη πόρτα.
Τι είναι αυτό που νομίζω ότι λέει. «Όλα όσα υπέφερε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, πέρασαν και τελείωσαν. Εμείς - σάβανα, αρωματικά, και σουδάριο - ανήκουμε στη γη και παραμένουμε εδώ (Lathan, RM, 11).
3Γ. Η Σφραγίδα
Ο A. Τ. Robertson σχολιάζει: «Η σφράγιση έγινε ενώπιον της Ρωμαϊκής φρουράς που της είχε ανατεθεί η προστασία της σφραγίδας της Ρωμαϊκής εξουσίας και δύναμης» (Robertson, WPNET. 239).
O D. D. Wheton λέει: «Η πόρτα, δεν μπορούσε να ανοιχθεί, χωρίς να παραβιαστεί η σφραγίδα, παραβίαση που αποτελούσε έγκλημα ενάντια στην εξουσία του κατόχου της σφραγίδας» (Wheton, CGM, 343).
Η σφραγίδα παραβιάστηκε όταν κύλησε η πέτρα. Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ήταν υπεύθυνα για την παραβίαση της σφραγίδας έπρεπε να απολογηθούν στον κυβερνήτη της επαρχίας. Πραγματικά, την εποχή της ανάστασης του Χριστού όλοι φοβούνταν την παραβίαση της Ρωμαϊκής σφραγίδας.
4Γ. Η Ρωμαϊκή Φρουρά
Αν καταλάβουμε τι ήταν η ρωμαϊκή φρουρά, τότε η αφήγηση του Ματθαίος 28 γίνεται πολύ εντυπωσιακή. Η εικόνα στον τόπο της ανάστασης του Ιησού ήταν τόσο τρομακτική που έκανε τους σκληροτράχηλους στρατιώτες να γίνουν «σαν νεκροί» (Ματθαίος 28:4).
Ο Roper δίνει την ακόλουθη περιγραφή της φρουράς: «Δεν είχαν το παραμικρό προσωπικό ενδιαφέρον για την αποστολή που τους είχε ανατεθεί. Ο μοναδικός τους σκοπός και υποχρέωση ήταν μόνο η εκτέλεση του καθήκοντος τους ως στρατιώτες του αυτοκράτορα της Ρώμης στον οποίον είχαν δώσει όρκο πίστης. Η Ρωμαϊκή σφραγίδα που είχε τοποθετηθεί στο μπροστινό μέρος του τάφου του Ιωσήφ ήταν γι’ αυτούς πολύ πιο ιερή από όλη τη θρησκεία του Ισραήλ ή την αγιότητα των αρχαίων δογμάτων τους. Ήταν τόσο ασυγκίνητοι, που έπαιξαν στα ζάρια το χιτώνα του ετοιμοθάνατου» (Roper, JRD, 33).
Ο Τ. G. Tucker περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια την πανοπλία και τον οπλισμό ενός εκατόνταρχου. Η εικόνα που δίνει είναι μιας ανθρώπινης πολεμικής μηχανής (Tucker, LRW, 342-44).
[ Ξαφνικά, τότε, έγινε μεγάλος σεισμός! Γιατί ένας άγγελος, σταλμένος από τον Κύριο, κατέβηκε από τον ουρανό και ήρθε και κύλησε την πέτρα από την είσοδο του τάφου και καθόταν πάνω της. Και η μορφή του ήταν σαν τη λάμψη της αστραπής και τα ρούχα του λευκά σαν χιόνι! Κι από το φόβο τους ταράχτηκαν οι φύλακες και έγιναν σαν νεκροί.
Κι ενώ αυτές πήγαιναν, ήρθαν μερικοί από τους φρουρούς στην πόλη και διηγήθηκαν στους αρχιερείς όλα όσα συνέβησαν. Τότε εκείνοι, αφού συνάχθηκαν μαζί με τους πρεσβυτέρους και έκαναν συμβούλιο, πήραν κάμποσο αργύρια και έδωσαν στους στρατιώτες λέγοντας τους: «Να πείτε πως ήρθαν ο μαθητές του και τον έκλεψαν την ώρα που εμείς κοιμόμασταν. Κι αν αυτό φτάσει στ’ αυτιά του Διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε εσάς από κάθε έγνοια». Κι εκείνοι, αφού πήραν τα αργύρια, έκαναν όπως δασκαλεύτηκαν και διαδόθηκε η φήμη αυτή μεταξύ των Ιουδαίων ως και σήμερα (Ματθαίος 28:24, 11-15). ]
Ο Thomas Thorburn μας λέει ότι η φρουρά που είχε αναλάβει τη φύλαξη ήταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Μετά την κύλιση της πέτρας και την παραβίαση της σφραγίδας, ήταν ήδη καταδικασμένοι. Ο Thorburn γράφει: «Οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι κοιμούνταν, επειδή γνώριζαν πολύ καλά ότι η ποινή για ένα τέτοιο παράπτωμα ήταν θάνατος που εκτελείτο πάντα με αυστηρότητα» (Thorburn, RNMC, 179-182).
Ο Thorburn συνεχίζει: «Πρακτικά οι στρατιώτες δεν είχαν άλλη εναλλακτική λύση από το να εμπιστευτούν τους αρχιερείς. Το σώμα (θα υποθέσουμε) έλλειπε, και η αμέλειά τους σε κάβε περίπτωση (σε κανονικές περιστάσεις) θα τιμωρείτο με θάνατο» (Thorburn, RNMC, 179-82).
5Γ. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΗΤΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, ΌΠΩΣ ΦΑΝΕΡΩΣΑΝ ΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ
1Δ. Η Σημασία των Εμφανίσεων
Ο C.S. Lewis, αναφερόμενος στη σπουδαιότητα των εμφανίσεων του Ιησού μετά την ανάσταση Του, γράφει: «Το πρώτο γεγονός στην ιστορία του Χριστιανισμού είναι ένας αριθμός ανθρώπων που λένε ότι έχουν δει την Ανάσταση. Εάν είχαν πεθάνει χωρίς να κάνουν κανέναν άλλο να πιστέψει αυτό το “ευαγγέλιο” δεν θα είχε γραφτεί κανένα ευαγγέλιο» (Lewis, Μ, 149).
Ο J. Ρ. Moreland σχολιάζοντας τις αναφορές για τις εμφανίσεις του Ιησού λέει: «Τελικά, οι εμφανίσεις μετά την ανάσταση περιγράφονταν με μεγάλη επιφύλαξη. Όταν κάποιος τις συγκρίνει με αναφορές στα απόκρυφα ευαγγέλια (μετά το δεύτερο αιώνα), η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Στα Απόκρυφα, δίνονται λεπτομερείς περιγραφές για το πώς έλαβε χώρα η ανάσταση. Για παράδειγμα, το Ευαγγέλιο του Πέτρου (μέσα του δευτέρου αιώνα) αναφέρει μετά τον Ιησού να βγαίνει από τον τάφο ένα σταυρός, και ο Ιησούς ήταν τόσο ψηλός που έμπαινε μέσα στα σύννεφα» (Moreland, SSC, 175).
Ο William Lane Craig σχολιάζει την αντικειμενική φύση των εμφανίσεων: «Από τη στιγμή που οι Απόστολοι ήταν θεματοφύλακες της παράδοσης του Ιησού και οδηγούσαν τη Χριστιανική κοινότητα, θα ήταν δύσκολο για όσο χρόνο ζούσαν να κάνουν την εμφάνιση και να διαδοθούν ιστορίες φανταστικών εμφανίσεων ασύμβατες με την προσωπική εμπειρία των αποστόλων. Θα μπορούσαν να υπάρξουν ασυμφωνίες σε λεπτομέρειες δευτερευούσης σημασίας, αλλά από μόνες τους οι βασικές παραδόσεις δεν ήταν δυνατό να είναι μυθεύματα. Ουσιαστικά οι μη ιστορικές περιγραφές της ζωής του Ιησού έκαναν την εμφάνισή τους το δεύτερο αιώνα, και ακόμη και τότε απορρίφθηκαν καθολικά από την Εκκλησία» (Craig, DJRD, όπως παρατίθεται στον Wilkins, JUF, 155).
Ο J. Ν. D. Anderson γράφει για την μαρτυρία των εμφανίσεων:
Ο πιο δραστικός τρόπος για να αντιπαρέλθουμε τις αποδείξεις είναι να πούμε ότι αυτές οι ιστορίες ήταν απλά μυθεύματα, ότι ήταν καθαρά ψέματα. Αλλά, από όσο γνωρίζω, μέχρι σήμερα ούτε ένας επικριτής δεν έχει διατυπώσει μια τέτοια άποψη. Στην πραγματικότητα, θα ήταν μια αδύνατη θέση. Αναλογίσου τον αριθμό των μαρτύρων, περισσότεροι από 500. Αναλογίσου το χαρακτήρα των μαρτύρων, άνδρες και γυναίκες που μετέδωσαν στον κόσμο την υψηλότερη ηθική διδασκαλία που έχει γίνει ποτέ γνωστή, που τη βίωσαν ακόμη και μπροστά στους εχθρούς τους. Αναλογίσου τον παραλογισμό της εικόνας μια μικρής ομάδας ηττημένων δειλών, που τη μια μέρα κρύβονταν σε ένα ανώγειο και λίγες μέρες μετά μεταστράφηκαν σε μια ομάδα που δεν μπορούσε καμία απειλή να την κάνει να σιγήσει και στη συνέχεια προσπαθούν να εξηγήσουν αυτή τη δραματική αλλαγή με τίποτε πειστικότερο παρά με την κατασκευή ενός αξιοθρήνητου μυθεύματος που επιχειρούσαν να εισαγάγουν στον κόσμο. Όλα αυτά απλώς δεν βγάζουν νόημα (Anderson, RJC, 56).
Ο John Warwick Montgomery σχολιάζει:
Το 56 μ.Χ., ο Παύλος έγραψε ότι περισσότεροι από 500 άνθρωποι είδαν τον αναστημένο Ιησού και ότι οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν ακόμη ζωντανοί (Α' Κορινθίους 15:6 και εξής). Ξεπερνάει τα όρια της αξιοπιστίας το ότι οι πρώτοι Χριστιανοί κατασκεύασαν ένα τέτοιο παραμύθι και στη συνέχεια το κήρυξαν σ' αυτούς που θα μπορούσαν να το αντικρούσουν με μια απλή εμφάνιση του νεκρού σώματος του Ιησού.
Ο Bernard Hamm γράφει: «Εάν δεν υπήρχε ανάσταση, πρέπει οι επικριτές να αποδεχτούν, ότι ο Παύλος εξαπάτησε τους αποστόλους, όταν ανέφερε την εμφάνιση του Χριστού σ’ αυτόν, και αυτοί με τη σειρά τους εξαπάτησαν τον Παύλο όσον αφορά τις εμφανίσεις του Χριστού σ' αυτούς. Πόσο δύσκολο είναι σε αυτό το σημείο να αμφισβητήσουμε τις αποδείξεις των Επιστολών, ότι υπάρχουν τόσα πολλά τεκμήρια αυθεντικότητας!» (Ramm, PCE, 203).
Ο J. Ρ. Moreland σχολιάζει τη φύση του σώματος της ανάστασης του Ιησού: «Πρώτον, οι συγγραφείς των Ευαγγελίων και ο Παύλος, συμφωνούν ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε με σωματική μορφή. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι τώρα ο Ιησούς είχε ένα πνευματικό σώμα το οποίο δεν ήταν εντελώς όμοιο με το γήινο σώμα του. Αλλά το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε ακόμα ένα πνευματικό σώμα, δεν σημαίνει ότι Παύλος και οι συγγραφείς των Ευαγγελίων κατανοούσαν ότι αυτό σήμαινε μια πνευματική οντότητα που μπορεί να γίνει ορατή μόνο με το νου. Αυτό το σώμα μπορούσε να γίνει ορατό και να αγγιχτεί, ήταν η συνέχεια του σώματος που ενταφιάστηκε. Ο αναστημένος Χριστός μπορούσε να φάει (δες Λουκάς 24:41-43)» (Moreland, SSC, 82).
Ο William Lane Craig αναφερόμενος στη φύση του αναστημένου σώματος λέει:
Αλλά ενώ είναι αλήθεια ότι ο Παύλος διδάσκει ότι το δικό μας σώμα της ανάστασης θα είναι πλασμένο κατά το πρότυπο του σώματος του Ιησού και ότι θα είναι πνευματικό, αυτό δε σημαίνει ότι αυτό το σώμα δε θα είναι υλικό. Μια τέτοια ερμηνεία δεν υποστηρίζεται από την ανάλυση της διδασκαλίας του Παύλου. Εάν από το «σώμα πνευματικόν» κάποιος καταλαβαίνει ότι σημαίνει ένα σώμα που είναι ασαφές, χωρίς όρια, ή άυλο, τότε είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο Παύλος δίδασκε ότι θα έχουμε αυτού του είδους την ανάσταση. Οι σχολιαστές της Καινής Διαθήκης συμφωνούν ότι πνευματικός σημαίνει «πνευματικό» με την έννοια του άυλου (Α Κορ. 2:15, 10:4). Ανάλογα η μεταμόρφωση του γήινου σώματος σε ένα σώμα πνευματικό δε σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένο από την υλικότητα, αλλά από τη θνητότητα.
Ένα σώμα που δεν ορίζεται και είναι άυλο, θα αποτελούσε αντίφαση για τα λεγόμενα του αποστόλου. Το αναστημένο σώμα θα είναι αθάνατο, ισχυρό, δοξασμένο, σώμα πνευματικό, κατάλληλο για να ζήσει στην ανανεωμένη δημιουργία. Όλοι οι σχολιαστές συμφωνούν ότι ο Παύλος δε δίδαξε μόνο την αθανασία της ψυχής• ωστόσο η διακήρυξή του για την ανάσταση των σωμάτων θα ήταν κενή περιεχομένου και δυσδιάκριτη από ένα τέτοιο δόγμα εκτός και αν σημαίνει μια απτή, σωματική ανάσταση. Οι εξηγητικές αποδείξεις, λοιπόν, δεν υποστηρίζουν διαφορά ανάμεσα στον Παύλο και στους Ευαγγελιστές αναφορικά με τη φύση του αναστάσιμου σώματος της ανάστασης (Craig, DJRD, όπως παρατίθεται στον Wilkins, JUF, 157).
[ Οι εμφανίσεις του Ιησού σε άτομα
1. Στη Μαρία τη Μαγδαληνή: Μάρκος 16;9, Ιωάννης 20:14
2. Στις γυναίκες που επέστρεφαν από τον τάφο: Ματθαίος 28:9, 10
3. Στον Πέτρο στο τέλος της ημέρας: Λουκάς 24:34, A' Κορινθίους 15:5
4. Στους μαθητές στο δρόμο προς τους Εμμαούς: Λουκάς 24:1333
5. Στους Αποστόλους όταν απουσίαζε ο Θωμάς: Λουκάς 24:3643, Ιωάννης 20; 1924
6. Στους Αποστόλους με το Θωμά παρόντα: Ιωάννης 20:2629
7. Στους εφτά στη Λίμνη της Τιβεριάδος: Ιωάννης 21:123
8. Σε περισσότερους από 500 πιστούς σε ένα βουνό της Γαλιλαίας: A' Κορινθίους 15:6
9. Στον Ιάκωβο: A' Κορινθίους 15:7
10. Στους έντεκα: Ματθαίος 28:1620, Μάρκος 16:1420, Λουκάς 24:3352, Πράξεις 1:312
11. Κατά την Ανάληψη: Πράξεις 1:312
12. Στον Παύλο: Πράξεις 9:36, Α' Κορινθίους 15:8
13. Στο Στέφανο: Πράξεις 7:55
14. Στον Παύλο στο ναό: Πράξεις 22:1721,23:11
15. Στον Ιωάννη στην Πάτμο: Αποκάλυψη 1:1019 ]
6Γ. Οι Εχθροί του Χριστού Δεν Διέψευσαν την Ανάσταση
1 Δ. Ήταν Σιωπηλοί
Στις Πράξεις 2, ο Λουκάς καταγράφει το κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής. Οι Ιουδαίοι δεν διέψευσαν τη θαρραλέα διακήρυξή του για την ανάσταση του Χριστού. Γιατί; Επειδή η απόδειξη του άδειου τάφου βρισκόταν εκεί για όποιον ήθελε να τον αρνηθεί. Όμως, όλοι γνώριζαν ότι ο τάφος πλέον δεν περιείχε το σώμα του Ιησού Χριστού.
Στις Πράξεις 25, βλέπουμε τον Παύλο να είναι φυλακισμένος στην Καισαρεία, ο Φήστος «κάθισε στη δικαστική έδρα και διέταξε να προσαχθεί ο Παύλος. Μόλις, λοιπόν, αυτός έφτασε, στάθηκαν ολόγυρά του οι Ιουδαίοι, που είχαν κατεβεί από τα Ιεροσόλυμα, προβάλλοντας εναντίον του Παύλου πολλές και βαριές καταγγελίες, τις οποίες όμως δεν κατάφερναν να αποδείξουν» (εδ. 6. 7). Τι ήταν αυτό που ενοχλούσε τόσο πολύ τους Ιουδαίους στο ευαγγέλιο του Παύλου; Τι ήταν αυτό που δεν κατάφεραν να αποδείξουν παρά τις βαριές καταγγελίες τους; Ο Φήστος, εξηγώντας την υπόθεση στο βασιλιά Αγρίππα, περιγράφει το κεντρικό ζήτημα, ότι πρόκειται «για κάποιον Ιησού που έχει πεθάνει, και για τον οποίο ο Παύλος ισχυριζόταν ότι ζει!» (Πράξεις 25:19). Οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τον άδειο τάφο.
Πραγματοποίησαν ενάντια στον Παύλο κάθε είδους προσωπική επίθεση, αλλά απέφυγαν τις αντικειμενικές αποδείξεις για την ανάσταση. Περιορίστηκαν σε βαριές καταγγελίες και απέφυγαν να αναφερθούν στη μαρτυρία του άδειου τάφου.
Η σιωπή των Εβραίων ακούγεται πιο δυνατά από τη φωνή των Χριστιανών, ή, όπως σημειώνει ο Fairbairn: «Η σιωπή των Εβραίων είναι τόσο σημαντική, όσο σημαντικό είναι το κήρυγμα των Χριστιανών» (Fairbairn, SLC, 357).
Ο καθηγητής Day αναφέρει: «Η απλή ανασκευή, η αποτελεσματική πρόκληση ενάντια στο γεγονός της Ανάστασης θα ήταν καίριο πλήγμα για τον Χριστιανισμό. Και είχαν πολλές ευκαιρίες να το ανασκευάσουν, αν μπορούσαν» (Day, ER, 33-35).
Ο W. Pannenberg αναφέρει: «Η αρχική Ιουδαϊκή πολεμική ενάντια στο Χριστιανικό μήνυμα για την ανάσταση του Χριστού, δείγματα της οποίας κάνουν την εμφάνισή τους στα Ευαγγέλια, δεν υπονοεί ότι ο τάφος του Ιησού έμεινε άθικτος. Η Ιουδαϊκή πολεμική θα είχε κάθε συμφέρον να συντηρήσει μια τέτοια εκδοχή. Όμως, αντιθέτως, με τη στάση τους συμφώνησαν με τους Χριστιανούς αντιπάλους τους ότι ο τάφος του Ιησού ήταν άδειος. Περιορίστηκαν να δίνουν τις δικές τους εξηγήσεις για το γεγονός» (Pannenberg, όπως παρατίθεται από τον Anderson, CWH, 96).
Η Εκκλησία είχε ιδρυθεί πάνω στη βάση της ανάστασης, και η κατάρριψη της ανάστασης θα κατέστρεφε το σύνολο του Χριστιανικού κινήματος. Όμως, αντί να υπάρχει μια τέτοια κατάρριψη, σε όλη τη διάρκεια του πρώτου αιώνα, τους Χριστιανούς τους απειλούσαν, τους χτυπούσαν, τους μαστίγωναν και τους θανάτωναν εξαιτίας της πίστης τους. Θα ήταν πιο εύκολο να τους κλείσουν το στόμα μια για πάντα εμφανίζοντας το σώμα του Ιησού, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Όπως έχει πει πάρα πολύ σωστά ο John R. W. Stott, η σιγή των εχθρών του Χριστού «είναι μια τόσο πειστική απόδειξη της ανάστασης όσο είναι και η μαρτυρία των αποστόλων» (Stott, BC, 51).
2Δ. Λοιδόρησαν. 1Ε. Στην Αθήνα
Όταν ο Παύλος μίλησε στους Αθηναίους για τον Χριστό, δεν μπόρεσαν να ανακρούσουν τους ισχυρισμούς του: «Εκείνοι, όμως, όταν άκουσαν Ανάσταση νεκρών, άλλοι χλεύαζαν» (Πράξεις 17:32). Στην κυριολεξία έβαλαν τα γέλια, επειδή δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας άνθρωπος μπορούσε να αναστηθεί από τους νεκρούς. Δεν προσπάθησαν καν να υπερασπίσουν τη θέση τους. Στην ουσία, είπαν: «Μη μας μπερδεύεις με τα γεγονότα, την απόφασή μας την έχουμε πάρει».
Γιατί ο Παύλος συνάντησε στην Ελλάδα μια τέτοια απιστία και όχι στην Ιερουσαλήμ: Επειδή ενώ στην Ιερουσαλήμ το γεγονός του άδειου τάφου ήταν αδιαμφισβήτητο (ήταν εκεί για όποιον ήθελε να τον εξετάσει), στην Αθήνα η απόδειξη ήταν πολύ μακριά, κι έτσι ο άδειος τάφος δεν ήταν ευρύτερα γνωστός. Οι ακροατές του Παύλου δεν είχαν ελέγξει από μόνοι τους την αξιοπιστία της ιστορίας, και αντί να κάνουν τα πάντα για να την ερευνήσουν, αρκέστηκαν να τη χλευάσουν. Η καλύτερη περιγραφή της στάσης τους είναι διανοητική αυτοκτονία.
2Ε. Μπροστά στον Αγρίππα και τον Φήστο στην Καισαρεία
Ο Παύλος είπε στον Αγρίππα και σε όσους ήταν στην αυλή του, ότι «ο Χριστός επρόκειτο να πεθάνει και ότι ως ο πρώτος αναστημένος από τους νεκρούς επρόκειτο να αναγγείλει φως στον Ιουδαϊκό λαό και στους εθνικούς» (Πράξεις 26:23). Και ενώ ο Παύλος έλεγε αυτά στην απολογία του, ο Φήστος του είπε με δυνατή φωνή,
«Είσαι τρελός, Παύλε! Τα πολλά γράμματα σε τρέλαναν!» Κι εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά λέω λόγια που πηγή τους έχουν την αλήθεια και τη φρόνηση. Και ξέρει βέβαια πολύ καλά για τα πράγματα αυτά ο βασιλιάς προς τον οποίο και μιλάω ξεκάθαρα. Γιατί δε με πείθει τίποτε, πως έστω και το ελάχιστο απ’ αυτά του είναι άγνωστο, καθότι δεν έχει γίνει το γεγονός αυτό σε καμιά κρυφή γωνία» (Πράξεις 26:24-28).
Για άλλη μια φορά, όπως και στην Αθήνα, ο Παύλος συνάντησε απιστία. Το μήνυμά του ήταν ότι ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς (Πράξεις 26:23), και για άλλη μια φορά δεν ανακρούστηκαν οι ισχυρισμοί του με αποδείξεις. Το μόνο που έκανε ο Φήστος ήταν να τον λοιδορήσει. Η απολογία του Παύλου ήταν με λόγια που είχαν «αλήθεια και φρόνηση» (Πράξεις 26:25).
Ο Παύλος τόνισε την εμπειρική φύση των επιχειρημάτων του, «δεν έγινε το γεγονός αυτό σε καμιά κρυφή γωνία» (Πράξεις 26:26). Προκάλεσε τον Αγρίππα και τον Φήστο με επιχειρήματα, αλλά ο Φήστος, όπως και οι Αθηναίοι, απλώς ξέσπασε σε γέλια. Αυτό το συμβάν έλαβε χώρα στην Καισαρεία, όπου όλοι θα γνώριζαν ότι ο τάφος ήταν άδειος. Ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ θα επιβεβαίωνε το γεγονός.
3Β. Εξακριβωμένο Ιστορικό Γεγονός
Ο άδειος τάφος, η σιωπηλή μαρτυρία της ανάστασης του Ιησού, δε διαψεύστηκε ποτέ. Οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να εμφανίσουν το σώμα του Χριστού ή να πουν που βρισκόταν. Παρ' όλα αυτά αρνήθηκαν να πιστέψουν. Άντρες και γυναίκες ακόμη και τότε απέρριψαν την Ανάσταση, όχι εξαιτίας της ανεπάρκειας των αποδείξεων αλλά ενάντια στην επάρκεια τους.
Ο Ε. Η. Day γράφει: «Σε αυτό τον άδειο τάφο ο Χριστιανισμός πάντοτε αναγνώριζε ένα σημαντικό μάρτυρα της λογικότητας της πίστεως. Οι Χριστιανοί δεν αμφισβήτησαν ποτέ την πραγματικότητα ότι ο τάφος βρέθηκε άδειος την τρίτη μέρα. Όλες οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων συμπίπτουν στην έμφαση που δίνουν. Το βάρος των αποδείξεων στηρίζεται όχι πάνω σε αυτούς που υποστηρίζουν την παράδοση, αλλά πάνω σε αυτούς που είτε αρνούνται ότι ο τάφος βρέθηκε άδειος, ή εξηγούν την απουσία του σώματος του Κυρίου με κάποια ορθολογιστική θεωρία» (Dzy, ER, 25).
Ο James Denney λέει: «Ο άδειος τάφος δεν είναι προϊόν ενός απλοϊκού απολογητικού πνεύματος, ενός πνεύματος που δεν είναι ικανοποιημένο με τις αποδείξεις της Ανάστασης που περιέχονται στο γεγονός ότι ο Κύριος εμφανίστηκε στους δικούς του και τους ενέπνευσε μια νικηφόρα ζωή, ... είναι ένα αυθεντικό, ανεξάρτητο, και στερούμενο κινήτρων κομμάτι της αποστολικής μαρτυρίας» (Denney, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS, 374).
4Β. Εξακριβωμένα Ψυχολογικά Γεγονότα
1Γ. Η Μεταμορφωμένη Ζωή των Αποστόλων
Ο John R. W. Stott λέει: «Πιθανώς η μεγαλύτερη απόδειξη της ανάστασης είναι η μεταμόρφωση των μαθητών του Ιησού» (Stott, BC, 58-59).
Ο Simon Greenleaf, δικηγόρος, απόφοιτος του Χάρβαρντ, λέει για τους μαθητές: «Έτσι λοιπόν ήταν αδύνατο να συνεχίσουν να διακηρύττουν τις αλήθειες, που υποστήριζαν, αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί από τους νεκρούς, και αν δεν ήταν βέβαιοι γι’ αυτό το γεγονός περισσότερο από καθετί άλλο.»
«Τα χρονικά των στρατιωτικών μαχών είναι πολύ δύσκολο να περιέχουν ένα παρόμοιο παράδειγμα ηρωικής επιμονής, υπομονής, ατρόμητου θάρρους. Είχαν κάθε πιθανό κίνητρο για να επανεξετάσουν προσεκτικά τη βάση της πίστης τους, και τις αποδείξεις για τα σπουδαία γεγονότα και τις αλήθειες που υποστήριζαν» (Greenleaf, ΤΕ, 29).
Ο Paul Little ρωτάει: «Είναι αυτοί οι άντρες, που βοήθησαν στη μεταμόρφωση της ηθικής δομής της κοινωνίας, ψεύτες ή απατημένοι παρανοϊκοί; Αυτούς τους εναλλακτικούς χαρακτηρισμούς είναι πιο δύσκολο να τους πιστέψεις παρά να πιστέψεις στο γεγονός της Ανάστασης, και δεν υπάρχει ίχνος αποδεικτικών στοιχείων» (Little, KWhyB, 63).
Πρόσεξε την αλλαγμένη ζωή του Ιακώβου, του αδελφού του Ιησού. Πριν από την ανάσταση απεχθανόταν όλα όσα υποστήριζε ο αδελφός του. Πίστευε ότι οι ισχυρισμοί του Χριστού ήταν εξεζητημένοι και το μόνο που έκαναν ήταν να αμαυρώνουν το όνομα της οικογένειας. Μετά την ανάσταση, όμως, ο Ιάκωβος βρίσκεται μαζί με τους άλλους αποστόλους να κηρύττει το ευαγγέλιο του Κυρίου. Η επιστολή του περιγράφει με σαφήνεια τη νέα του σχέση με τον Χριστό. Αποκαλεί τον εαυτό του «δούλο του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού» (Ιάκωβος 1:1). Η μόνη εξήγηση γι' αυτή την αλλαγή στη ζωή του είναι αυτή που δίνει ο Παύλος: «Έπειτα εμφανίσθηκε στον Ιάκωβο» (Α' Κορ. 15:7).
Ο George Matheson λέει ότι
Ο σκεπτικισμός του Θωμά βρίσκεται στο πιστεύω ότι ο θάνατος του Ιησού σήμαινε και το θάνατο της βασιλείας Του. «Πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του». Αυτός που διετύπωσε αυτά τα λόγια, τη χρονική στιγμή που τα διετύπωσε, δεν είχε καμία ελπίδα στην ανάσταση του Χριστού. Κανένας δε θα πρότεινε να πεθάνει για κάποιον, αν περίμενε να τον δει μετά από κάποιες ώρες. Ο Θωμάς, εκείνη τη στιγμή, είχε εγκαταλείψει κάθε διανοητική πίστη. Πίστεψε ότι ο Ιησούς δεν είχε καμία ελπίδα. Δεν πίστεψε στη φυσική του δύναμη. Πίστεψε ότι οι δυνάμεις του εξωτερικού κόσμου θα ήταν δυνατότερες απ’ Αυτόν, και θα Τον συνέθλιβαν (Matheson, RMNET, 140).
Όμως, φανερώθηκε επίσης και στο Θωμά. Το αποτέλεσμα καταγράφεται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπου ο Θωμάς διακήρυξε: «Κύριε μου και Θεέ μου!» (Ιωάννης 20:28). Ο Θωμάς μεταστράφηκε, αφού συνάντησε τον αναστημένο από τον τάφο Ιησού. Συνέχισε και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.
2Γ. Μεταμορφωμένες Ζωές στη Διάρκεια Σχεδόν Δύο Χιλιάδων Χρόνων Ιστορίας
Όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός μεταμόρφωσε τη ζωή των μαθητών του, το ίδιο έχει μεταμορφωθεί και η ζωή αντρών και γυναικών στη διάρκεια των είκοσι αιώνων που πέρασαν. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη μαρτυρία των ανθρώπων που η ζωή τους άλλαξε δες το κεφάλαιο 12: «Η Μοναδικότητα της Χριστιανικής Εμπειρίας».
3Γ. Η Ετυμηγορία
Επομένως, το βεβαιωμένο γεγονός της αλλαγής ζωής των ανθρώπων αποτελεί αξιόπιστο λόγο για την πίστη στην ανάσταση. Αποτελεί υποκειμενική απόδειξη στο αντικειμενικό γεγονός της ανάστασης του Ιησού την τρίτη ημέρα. Γιατί μόνο ο αναστημένος Ιησούς Χριστός μπορούσε να έχει μια τέτοια μεταμορφωτική δύναμη στη ζωή του ανθρώπου.
5Β. Εξακριβωμένο Κοινωνιολογικό Γεγονός
1Γ. Ένας Οργανισμός: Η Χριστιανική Εκκλησία
1Δ. Ένα βασικό θεμέλιο για την εδραίωση της Εκκλησίας ήταν το κήρυγμα της ανάστασης του Χριστού.
Πράξεις 2:21, 22: «Πρέπει, λοιπόν, ένας από τους άντρες που συμπορεύτηκαν μαζί μας σ’ όλο αυτό το διάστημα που μας συναναστράφηκε ο Κύριος Ιησούς ως την αναχώρηση του, αρχίζοντας δηλαδή με το βάπτισμα του απ’ τον Ιωάννη ως την ημέρα που αναλήφθηκε από ανάμεσά μας, ένας απ’ αυτούς πρέπει να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του».
Πράξεις 2:23, 24: «Αυτόν, που έχει παραδοθεί σύμφωνα με το θέλημα και την πρόγνωση του Θεού, αφού τον πήρατε, τον σκοτώσατε, με τη συνεργασία ανθρώπων που δεν έχουν νόμο Θεού, καρφώνοντάς τον στο σταυρό! Αυτόν ο Θεός τον ανάστησε καταργώντας έτσι τους πόνους του θανάτου, καθόσον δεν ήταν δυνατόν να κατακρατείται αυτός από το θάνατο.
Πράξεις 2:31, 32: «Μίλησε προφητικά για την ανάσταση του Χριστού, πως δεν εγκαταλείφθηκε η ψυχή του στον άδη, κι ούτε το σώμα του γνώρισε τη φθορά. Αυτόν τον Ιησού ο Θεός τον ανάστησε, γεγονός για το οποίο όλοι εμείς είμαστε αυτόπτες μάρτυρες».
Πράξεις 3:14, 15: «Κι ενώ αρνηθήκατε εσείς τον άγιο και δίκαιο, ζητήσατε να σας χαριστεί ένας φονιάς. Κι έτσι τον Αρχηγό της ζωής τον σκοτώσατε! Αυτόν ο Θεός τον ανάστησε από τους νεκρούς κι εμείς είμαστε μάρτυρές του».
Πράξεις 3:26: «Έτσι, αφού ο Θεός ανάστησε το Γιο του, σε σας τον έστειλε πρώτα για να σας ευλογήσει, αποστρέφοντας τον καθένα σας από τις πονηρές σας διαθέσεις».
[ Την ημέρα της σταύρωσης ήταν γεμάτοι θλίψη. Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας ήταν γεμάτοι χαρά. Την ημέρα της σταύρωσης ήταν απελπισμένοι. Την πρώτη ημέρα της εβδομάδας η καρδιά τους ακτινοβολούσε από βεβαιότητα και ελπίδα. Όταν για πρώτη φορά έφτασε το μήνυμα της ανάστασης, ήταν δύσπιστοι, αλλά όταν βεβαιώθηκαν δεν αμφέβαλαν ποτέ. Σε τι οφείλεται αυτή η δραματική αλλαγή σ’ αυτούς τους άνδρες μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Η απλή μετακίνηση του σώματος από το τάφο δε θα μπορούσε ποτέ να μεταμορφώσει το πνεύμα και το χαρακτήρα τους. Τρεις ημέρες δεν είναι αρκετές για τη διάδοση ενός θρύλου που να τους επηρεάσει τόσο πολύ. Απαιτείται χρόνος για τη διάδοση του θρύλου. Αυτό αποτελεί ένα ψυχολογικό γεγονός που απαιτεί πλήρη εξήγηση.
Αναλογίσου το χαρακτήρα των μαρτύρων, άνδρες και γυναίκες που μετέδωσαν στον κόσμο την υψηλότερη ηθική διδασκαλία που έχει γίνει ποτέ γνωστή, που τη βίωσαν ακόμη και μπροστά στους εχθρούς τους. Αναλογίσου τον παραλογισμό της εικόνας μια μικρής ομάδας ηττημένων δειλών, που τη μια μέρα κρύβονταν σε ένα ανώγειο, και λίγες μέρες μετά μεταστράφηκαν σε μια ομάδα που δεν μπορούσε κανένας διωγμός να της κλείσει το στόμα και που στη συνέχεια προσπαθούν να εξηγήσουν αυτή τη δραματική αλλαγή με τίποτε πειστικότερο παρά με την κατασκευή ενός αξιοθρήνητου μυθεύματος που επιχειρούσαν να εισαγάγουν στον κόσμο. Όλα αυτά απλώς δεν βγάζουν νόημα (Anderson, RJC, 56). ]
Πράξεις 4:10: «Ας γίνει γνωστό σε όλους σας και σε όλο το λαό του Ισραήλ, ότι στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίο εσείς σταυρώσατε και τον οποίο ο Θεός ανάστησε απ’ τους νεκρούς, χάρη σ’ αυτόν ο άνθρωπος αυτός στέκεται υγιής μπροστά σας».
Πράξεις 5:30: «Ο Θεός των πατέρων μας ανάστησε τον Ιησού, που εσείς τον σκοτώσατε κρεμώντας τον πάνω στο ξύλο του σταυρού».
Πράξεις 10:39-41: «Κι εμείς είμαστε μάρτυρες για όλα όσα έκανε, τόσο στην περιφέρεια της Ιουδαίας όσο και μέσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν τελικά τον σκότωσαν καρφώνοντας τον στο σταυρό. Ο Θεός όμως τον ανάστησε την τρίτη μέρα και τον άφησε να εμφανιστεί, όχι σε όλο το λαό, αλλά στους μάρτυρες που είχε προκαθορίσει ο Θεός, σε μας, δηλαδή, που φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά που αναστήθηκε από τους νεκρούς».
Πράξεις 13:29-39: «Κι όταν πια εκτέλεσαν όλα όσα είχαν προφητευτεί γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το σταυρό και τον έβαλαν σ’ ένα μνήμα. Ο Θεός όμως τον ανάστησε από τους νεκρούς! Κι αυτός φανερώθηκε για ένα διάστημα πολλών ημερών σ’ εκείνους που ανέβηκαν μαζί του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, και οι οποίοι είναι μάρτυρες του στο λαό. Κι εμείς φέρνουμε σε σας το χαρμόσυνο μήνυμα για την υπόσχεση που δόθηκε στους πατέρες μας, ότι αυτήν την υπόσχεση την έχει πραγματοποιήσει ο Θεός στα παιδιά τους, δηλαδή σε μας, με το ν’ αναστήσει τον Ιησού, όπως έχει προφητευτεί στο δεύτερο Ψαλμό: “Γιος μου είσαι εσύ. Εγώ σήμερα σ’ έχω γεννήσει". Και ότι τον ανάστησε από τους νεκρούς και δεν πρόκειται ποτέ πια να επιστρέψει στη φθορά, του έχει πει έτσι: “Σε σας θα δώσω τα υποσχεμένα στο Δαβίδ θεία δώρα, τα αμετάκλητα”. Γι’ αυτό και σε άλλο Ψαλμό λέει: “Δε θα επιτρέψεις να υποστεί φθορά ο όσιός σου”. Και ο μεν Δαβίδ, αφού εξυπηρέτησε το θέλημα του Θεού στη δική του γενιά, πέθανε, βέβαια, και θάφτηκε όπως και οι πρόγονοί του και γνώρισε τη φθορά. Εκείνος, όμως, που ο Θεός τον ανάστησε, δε γνώρισε τη φθορά. Μάθετε, λοιπόν, άντρες αδελφοί, ότι μέσω αυτού αναγγέλλεται σε σας συγχώρηση αμαρτιών. Έτσι, απ' όλα εκείνα από τα οποία δεν μπορέσατε να δικαιωθείτε με την εκτέλεση του νόμου του Μωυσή, δικαιώνεται όποιος πιστεύει σ’ αυτόν».
Πράξεις 17:30, 31: «Ο Θεός, λοιπόν, παραβλέποντας τα χρόνια της άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε όλους τους ανθρώπους, παντού, να μετανοήσουν, γιατί όρισε μια μέρα, κατά την οποία θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός άντρα που διόρισε ο ίδιος. Κι έδωσε πειστική απόδειξη γι' αυτό σε όλους, ανασταίνοντας τον από τους νεκρούς».
Πράξεις 26:22,23: «Βρίσκοντας όμως βοήθεια από τον Θεό έχω μείνει ζωντανός μέχρι την ημέρα τούτη, δίνοντας τη μαρτυρία μου σε μικρούς και σε μεγάλους, χωρίς να λέω τίποτε περισσότερο από εκείνα που οι προφήτες και ο Μωυσής είπαν πως πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Ότι δηλαδή, ο Χριστός επρόκειτο να πεθάνει και ότι ως ο πρώτος αναστημένος από τους νεκρούς επρόκειτο να αναγγείλει στον Ιουδαϊκό λαό και στους εθνικούς».
2Δ. Η Εκκλησία είναι ένα γεγονός της Ιστορίας. Η εξήγηση της ύπαρξης της Εκκλησίας βρίσκεται στην πίστη της στην ανάσταση. Σε όλη τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της, η Εκκλησία υπέφερε πολλούς διωγμούς από τους Ιουδαίους και τους Ρωμαίους. Πολλοί υπέφεραν βασανιστήρια και θάνατο για τον Κύριό τους μόνο επειδή γνώριζαν ότι είχε αναστηθεί από τον τάφο.
Ο Wilbur Smith σημειώνει ότι ακόμη και ο ορθολογιστής Δρ. Guignebert οδηγείται στην ακόλουθη παραδοχή:
Δε θα υπήρχε Χριστιανισμός αν δεν είχε ευρεθεί και συστηματοποιηθεί η πίστη στην Ανάσταση ... Το σύνολο της Σωτηριολογίας και της κεντρικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού βασίζεται στην πίστη στην Ανάσταση, και στην πρώτη σελίδα κάθε βιβλίου οποιουδήποτε Χριστιανικού δόγματος πρέπει να περιέχεται ως απόφθεγμα, η διακήρυξη του Παύλου: «Κι αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε είναι χωρίς νόημα το κήρυγμα μας, άσκοπη είναι και η πίστη σας!» Από αυστηρή ιστορική σκοπιά, η πίστη στην ανάσταση είναι εξίσου σημαντική ... Διαμέσου αυτού του πιστεύω, η πίστη στον Ιησού και στην αποστολή του έγινε το θεμελιακό στοιχείο μια νέας θρησκείας η οποία, μετά το χωρισμό της, έγινε ο αντίπαλος του Ιουδαϊσμού, και ξεκίνησε να κατακτήσει τον κόσμο» (Smith, GCWC, 20-21).
Ο Paul Little σημειώνει ότι η Εκκλησία, που ιδρύθηκε περίπου το 32 μ.Χ., δε δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά είχε ένα συγκεκριμένο σκοπό. Λέγεται για τους Χριστιανούς της Αντιόχειας ότι στις πρώτες μέρες της Εκκλησίας αναστάτωσαν την οικουμένη (Πράξεις 17:6). Η αιτία αυτής της επιρροής βρίσκεται στην ανάσταση (Little, KWhyB, 62).
Ο Η. D. A. Major, διευθυντής του Ripon Hall, Οξφόρδη, λέει: «Εάν η εμπειρία των μαθητών με το Χριστό έπαιρνε τέλος με τη σταύρωσή του, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσε να ιδρυθή η Χριστιανική Εκκλησία. Αυτή η Εκκλησία ιδρύθηκε πάνω στην πίστη ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Ένας σταυρωμένος Μεσσίας, όμως, κάθε άλλο παρά Μεσσίας ήταν. Ήταν κάποιος που είχε απορριφθεί από τον Ιουδαϊσμό και ήταν καταραμένος από τον Θεό» (Major, όπως παρατίθεται από τον Smith, TS. 368).
Ο Kenneth S. Latourette σχολιάζει: «Η πεποίθηση στην ανάσταση του Ιησού ήταν αυτή που έβγαλε τους οπαδούς Του μέσα από την απογοήτευση στην οποία τους είχε ρίξει ο θάνατός Του και ήταν αυτή που οδήγησε τη διάδοση της κινήματος που ιδρύθηκε απ' Αυτόν. Αλλά εάν δεν υπήρχε η ισχυρή τους πίστη ότι ο σταυρωμένος είχε αναστηθεί από τους νεκρούς και ότι τον είχαν δει και είχαν μιλήσει μαζί Του, πιθανώς να είχαν ξεχάσει τόσο το θάνατο όσο και τον ίδιο τον Ιησού» (Latourette, όπως παρατίθεται από τον Straton, ΒΛΡ, 3).
2Γ. Το Φαινόμενο της Χριστιανικής Κυριακής
Η επίσημη ημέρα των Εβραίων για ξεκούραση και λατρεία ήταν το Σάββατο, επειδή υποστήριζαν ότι ο Θεός έχει ολοκληρώσει τη δημιουργία του και αναπαύτηκε την εβδόμη ημέρα. Αυτό ήταν γραμμένο στους ιερούς νόμους τους. Το Σάββατο αποτελεί έναν από τους στύλους του Ιουδαϊσμού. Ένα από τα πιο ευλαβικά πράγματα στη ζωή ενός Εβραίου ήταν η τήρηση του Σαββάτου. Οι Χριστιανοί σε αναγνώριση της ανάστασης του Ιησού συναντιόντουσαν για λατρεία την πρώτη ημέρα της Ιουδαϊκής εβδομάδας. Στην πραγματικότητα οι Χριστιανοί πέτυχαν αυτή την πολύ παλιά και θεολογικά τεκμηριωμένη ημέρα ανάπαυσης και λατρείας να την μεταφέρουν στην Κυριακή. Παρ’ όλα αυτά έχε υπόψη σου, ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΙΟΥΔΑΙΟΙ! Έχοντας στο νου μας τι θα σήμαινε για αυτούς να έκαναν λάθος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η απόφασή τους ήταν μια από τις μεγαλύτερες αποφάσεις που πήρε ποτέ κάποιο θρησκευτικό σώμα! Χωρίς την ανάσταση, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την αλλαγή της μέρας λατρείας από Σάββατο σε Κυριακή; (Green, ΜΑ, 51).
Ο J. Ν. D. Anderson παρατηρεί ότι η πλειοψηφία των πρώτων Χριστιανών είχαν Ιουδαϊκή προέλευση και ήταν πολύ αφοσιωμένοι στο Σάββατο. Έτσι, χρειάστηκε κάτι εξαιρετικά σημαντικό για να αλλάξουν τη συνήθεια τους. Χρειάστηκε η ανάσταση! (Anderson, RJC, 9).
3Γ. Το Φαινόμενο των Χριστιανικών Τελετών. 1Δ. Η Θεία Ευχαριστία
[Δες Πράξεις 2:46, Ιωάννης 6, Ματθαίος 26:26, Μάρκος 14:22, Λουκάς 22:19, Α' Κορινθίους
11:23, 24]
Το Δείπνο του Κυρίου γίνεται προς ανάμνηση του θανάτου Του, αλλά διαβάζουμε στις Πράξεις 2:46 ότι επρόκειτο για ένα Δείπνο χαράς. Τώρα, εάν δεν υπήρχε ανάσταση, πώς μπορούσαν να χαίρονται; Η ανάμνηση ενός Δείπνου που οδήγησε απευθείας στη προδοσία και στη σταύρωση του Ιησού, του Κυρίου τους, θα ήταν μια οδυνηρή εμπειρία. Τι ήταν αυτό που μετέτρεψε την οδύνη του Τελευταίου Δείπνου σε κοινωνία χαράς;
Ο Michael Green σχολιάζει:
Τον συνάντησαν σε αυτή την τελετή. Δεν ήταν νεκρός αλλά αναστημένος και ζωντανός. Και θα γιόρταζαν τον θάνατό Του, έχοντας επίγνωση της αναστάσιμης παρουσίας Του, μέχρι την ποθητή επιστροφή Του στο τέλος της Ιστορίας (Α' Κορινθίους 11:26). Έχουμε στη διάθεσή μας μια σύντομη προσευχή ευχαριστίας, που προέρχεται από την πρώτη Χριστιανική κοινότητα, από την πρώτη Εκκλησία η οποία μιλούσε αραμαϊκά (Α' Κορινθίους 16:22 και Διδαχή, 10). Αυτή είναι, Μαράναθα! Σημαίνει, «Κύριε μας. Έλα!» Πώς μπορούσε να ήταν αυτή η στάση των πρώτων Χριστιανών όταν συναντιόντουσαν για να γιορτάσουν το Δείπνο του Κυρίου, εάν Αυτός δεν είχε αναστηθεί στην πραγματικότητα την τρίτη μέρα; (Green, ΜΑ, 53).
2Δ. Το Βάπτισμα [Δες Κολοσσαείς 2:12. Ρωμαίους 6:16]
Οι Χριστιανοί είχαν μια τελετουργία μύησης - το βάπτισμα. Εκεί δήλωναν με θάρρος την αποχώρησή τους από τον Ιουδαϊσμό. Οι Ιουδαίοι συνέχισαν να περιτέμνονται, ενώ οι Χριστιανοί ακολουθούσαν την εντολή του Κυρίου τους αναφορικά με το βάπτισμα. Το άτομο καλείτο να μετανοήσει από τις αμαρτίες του, να πιστέψει στον αναστημένο Κύριο και να βαπτιστεί.
Τώρα, τι συμβόλιζε το βάπτισμα; Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό! Ο Παύλος εξηγεί ότι στο βάπτισμα ο πιστός ενώνεται με το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Όταν μπαίνει μέσα στον νερό, ξεκόβεται από την παλιά αμαρτωλή του φύση, και βγαίνει από το νερό για να συμμετάσχει στη νέα, αναστημένη ζωή του Χριστού. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πιο παλιό στον Χριστιανισμό από τις τελετές. Συνδέονται άμεσα με το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει το νόημα του βαπτίσματος, αν η ανάσταση δεν συνέβη ποτέ;
4Γ. Το Ιστορικό Φαινόμενο της Εκκλησίας
Ο θεσμός της Εκκλησίας, λοιπόν, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που εξηγείται μόνο από την ανάσταση του Ιησού. Οι τελετές που τελεί ο Χριστιανισμός αποτελούν επίσης συνεχή απόδειξη της προέλευσης της Εκκλησίας.
Αναφορικά με τους πρώτους πιστούς που διακήρυξαν την ανάσταση του Χριστού, ο L. L. Morris σχολιάζει:
Ήταν Εβραίοι, και οι Εβραίοι είναι προσκολλημένοι στα θρησκευτικά τους έθιμα. Παρ' όλα αυτά αυτοί τηρούσαν την Ημέρα του Κυρίου, μια εβδομαδιαία ανάμνηση της ανάστασης, αντί για το Σάββατο. Σε αυτή την Ημέρα του Κυρίου γιόρταζαν το Δείπνο του Κυρίου, που δεν ήταν μια ανάμνηση του θανάτου του Χριστού, αλλά υπενθύμιση με ευχαριστία για τις ευλογίες που μεταδίδονταν από έναν ζωντανό και θριαμβευτή Κύριο. Η άλλη τελετή τους, το βάπτισμα, ήταν μια υπενθύμιση ότι οι πιστοί είχαν ενταφιαστεί με τον Χριστό και είχαν αναστηθεί μαζί Του (Κολοσσαείς 2:12). Η ανάσταση έδινε αξία σε ό,τι έκαναν (Morris, όπως παρατίθεται από τον Douglas, NBD, 1088).
7Α. ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ο Winfried Corduan σχολιάζει συλλήβδην τις εναλλακτικές θεωρίες για την ανάσταση. «Οι μη θαυματουργικές ερμηνείες για το τι συνέβη στον άδειο τάφο έχουν να αντιμετωπίσουν μια σκληρή επιλογή: είτε έπρεπε να ξαναγράψουν τα τεκμήρια για να ταιριάζουν με τις θεωρίες τους είτε να αποδεχτούν ότι οι θεωρίες τους δεν ταιριάζουν με τα υπάρχοντα τεκμήρια. Η μόνη υπόθεση που ταιριάζει με τα τεκμήρια είναι ότι ο Ιησούς αναστήθηκε πραγματικά. Μπορούσε ο Άνθρωπος που προέβλεψε το θάνατο και την ανάστασή Του, και μάλιστα όταν αυτά να εκπληρώθηκαν, να μην είναι Θεός;» (Corduan, NDA, 227).
Στις επόμενες σελίδες καταγράφονται οι πιο γνωστές θεωρητικές ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί και εξηγούν την ανάσταση του Χριστού. Η κάθε θεωρία θα εξεταστεί παράλληλα με την ανασκευή της. Ο J. Ν. D. Anderson, ο Βρετανός δικηγόρος, γνωρίζει καλά την σπουδαιότητα των ισχυρών αποδείξεων για τη διατύπωση μιας ορθής ετυμηγορίας. Αναφορικά με τη μαρτυρία που δίνει η ιστορία για την ανάσταση, γράφει:
Ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι αποδείξεις πρέπει να εξεταστούν στο σύνολό τους. Είναι σχετικά εύκολο να διατυπώσουμε εναλλακτικές ερμηνείες για τη μία ή την άλλη πτυχή που συνθέτουν μια μαρτυρία. Αλλά τέτοιες ερμηνείες είναι χωρίς αξία, εκτός αν ταιριάζουν και με τις άλλες πτυχές της ίδιας μαρτυρίας. Ένας αριθμός διαφορετικών θεωριών, κάθε μία από τις οποίες μπορεί να είναι εφαρμόσιμη σε μέρος των αποδείξεων αλλά που όλες μαζί δεν συνιστούν λογικό ειρμό, δεν μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική ερμηνεία του συνόλου της μαρτυρίας (Anderson, DCR, 105).
Αυτή θα είναι και η προοπτική μέσα από την οποία θα εξετάσουμε τις θεωρίες που ακολουθούν.
1Β. Η θεωρία της Απώλειας των Αισθήσεων
1Γ. Η θεωρία
Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι ο Χριστός δεν πέθανε πάνω στον σταυρό, αλλά απλώς έχασε τις αισθήσεις του. Όταν ενταφιάστηκε στον τάφο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ήταν ακόμη ζωντανός. Μετά από πολλές ώρες, ο κρύος αέρας του τάφου τον βοήθησε να βρει τις αισθήσεις του, σηκώθηκε, και έφυγε.
Ο J. Ν. D. Anderson λέει γι' αυτή τη θεωρία ότι «διατυπώθηκε για πρώτη φορά πριν από δυο περίπου αιώνες από κάποιον ονόματι Venturini. Ήρθε πάλι στην επιφάνεια πρόσφατα με μια ελαφρώς διαφορετική μορφή από μια αιρετική Μουσουλμανική ομάδα που λέγεται Ahmadiya, της οποίας η έδρα βρίσκεται σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Qadian ενώ τα γραφεία τους στο Λονδίνο βρίσκονται στην περιοχή Putney.
Η ερμηνεία τους είναι κάπως έτσι: Τον Χριστό πραγματικά τον κάρφωσαν πάνω στον σταυρό. Υπέφερε τρομακτικά από σοκ, απώλεια αίματος και πόνο, έχασε τις αισθήσεις του, αλλά δεν πέθανε. Η ιατρική δεν είχε προοδεύσει πολύ εκείνη την εποχή, και οι απόστολοι τον θεώρησαν νεκρό. Διαβάζουμε ότι ο Πιλάτος εντυπωσιάστηκε που ήταν ήδη νεκρός. Η εξήγηση είναι ότι τον κατέβασαν από το σταυρό σε κατάσταση απώλειας αισθήσεων εκείνοι που λαθεμένα τον θεώρησαν νεκρό, και τον ενταφίασαν. Η ψυχρή ατμόσφαιρα του τάφου τον βοήθησε να βρει τις αισθήσεις του και τελικά κατάφερε να βγει από τον τάφο. Οι μαθητές του δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι επρόκειτο για μια απλή επαναφορά των αισθήσεων. Επέμεναν ότι επρόκειτο για ανάσταση από τους νεκρούς (Anderson, CWH, 7).
Ο καθηγητής Kevan λέει για τη θεωρία της απώλειας αισθήσεων ότι ο Χριστός βρήκε τις αισθήσεις του επίσης με τη βοήθεια «των αρωμάτων με τα οποία είχε ενταφιαστεί» (Kevan, RC, 9).
2Γ. Ανασκευή
Ο Anderson καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η θεωρία αυτή καταρρίπτεται αμέσως» (Anderson, DCR, 95).
Ο W. J. Sparrow-Simpson λέει ότι «πρόκειται για μια απαρχαιωμένη πλέον θεωρία» (Fallow, PCBE, 510).
Είμαι βέβαιος ότι τα σημεία που ακολουθούν θα δείξουν γιατί καταλήγουμε στα παραπάνω συμπεράσματα.
1Δ. Ο Χριστός πραγματικά πέθανε πάνω στο σταυρό, σύμφωνα με την κρίση των στρατιωτών, του Ιωσήφ, και του Νικόδημου.
Ο Paul Little σχολιάζει τη θεωρία της απώλειας των αισθήσεων: «Είναι σημαντικό ότι ανάμεσα σε όλες τις σφοδρές επιθέσεις που έγιναν ενάντια στον Χριστιανισμό από τα αρχαία χρόνια, δεν έχει διατυπωθεί κάτι παρόμοιο. Όλες οι παλιές αναφορές είναι κατηγορηματικές σχετικά με το θάνατο του Ιησού» (Little, KWhyB, 65).
Ο Τ. J. Thorburn σχετικά με το τι υπέφερε ο Χριστός στα χέρα του Πιλάτου αναφέρει: «Την Αγωνία στον Κήπο, τη σύλληψη τα μεσάνυχτα, τη βάρβαρη μεταχείριση στο αρχοντικό του Αρχιερέα, τις εξαντλητικές διαδρομές από τον Πιλάτο προς τον Ηρώδη και πάλι πίσω, το απάνθρωπο ρωμαϊκό μαστίγωμα, τη διαδρομή προς το Γολγοθά κατά τη διάρκεια της οποίας έπεσε κάτω εξαντλημένος, το αγωνιώδες βασανιστήριο της Σταύρωσης και τη δίψα και τον πόνο που τη συνόδεψε» (Thorburn, RNMC, 183-85).
Ο Thorburn παρατηρεί: «Είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ακόμη και οι πιο δυνατοί άντρες, μετά από όλες αυτές τις δοκιμασίες, δε θα υπέκυπταν στο θάνατο. Επιπλέον, αναφέρεται ότι τα θύματα της σταύρωσης δύσκολα αναρρώνανε, ακόμη και κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες». (Thorburn. RNMC 183-185)
Καταλήγει: «Ο καλύτερος δυνατός τρόπος να διατυπώσουμε τις κάθετες αντιρρήσεις μας σ’ αυτή τη θεωρία είναι ... αυτά τα λόγια ... ‘ Λοιπόν’, λέει ο Keim, “αυτό είναι το πιο απίθανο από όλα: ο εξασθενημένος, αδύναμος Ιησούς που με δυσκολία κρατιόταν όρθιος, κρύβεται, μεταμφιέζεται, και τελικά πεθαίνει- αυτός ο Ιησούς, αντικείμενο πίστης, υπέρτατου ενθουσιασμού εξαιτίας του θριάμβου Του, αναστημένος πορθητής, και Γιος του Θεού! Σε αυτό το σημείο, πραγματικά, η θεωρία αρχίζει να γίνεται ευτελής, παράλογη, άξια μονάχα για απόρριψη”» (Thorbum, RNMC, 183-85).
Ο J. Ν. D. Anderson σημειώνει για την υπόθεση ότι ο Ιησούς δεν πέθανε:
Λοιπόν αυτή η θεωρία είναι πολύ εφευρετική. Όμως, υπό το φως της έρευνας καταρρέει. Κατ’ αρχάς, φαίνεται ότι έγιναν κάποιες ενέργειες για να εξακριβωθεί ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός. Σίγουρα γι’ αυτό τρύπησαν την πλευρά του. Αλλά ας υποθέσουμε χάριν της συζήτησης ότι δεν ήταν νεκρός. Πιστεύεις πραγματικά πως το ότι έμεινε ώρες χωρίς ιατρική βοήθεια, ξαπλωμένος μέσα σε ένα τάφο λαξεμένο, όπου κάνει πολύ κρύο κατά τη διάρκεια της νύχτας, θα τον αναζωογονούσε αντί να οδηγήσει στο τέρμα την ήδη εξασθενημένη ζωή Του, και ότι θα ήταν ικανός να λυθεί από τις αμέτρητες λινές λωρίδες με τις οποίες τον είχαν τυλίξει και οι οποίες ήταν ασήκωτες λόγω των αρωματικών ουσιών με τις οποίες τον είχαν αλείψει, και μετά απ’ αυτά να κυλήσει μια πέτρα που τρεις γυναίκες μαζί δεν μπορούσαν να κουνήσουν, και να περπατήσει χιλιόμετρα με τραυματισμένα πόδια: (Anderson, RJC, 7).
Όπως αναρωτιέται ο John R. W. Stott, πρέπει να πιστέψουμε ότι μετά την ταλαιπωρία και τους πόνους της δίκης, των χλευασμών, του μαστιγώματος, και της σταύρωσης θα μπορούσε να επιζήσει τριάντα έξι ώρες μέσα σε ένα πέτρινο τάφο χωρίς ζέστη ούτε φαγητό ούτε ιατρική βοήθεια; Ότι θα μπορούσε κάτω από αυτές τις συνθήκες να ανασυνταχθεί και να πραγματοποιήσει τον υπεράνθρωπο άθλο να μετακινήσει τo βράχο που σφράγιζε την είσοδο του τάφου, και όλα αυτά χωρίς να ενοχλήσει τη Ρωμαϊκή φρουρά; Ότι μετά, αδύναμος και ταλαιπωρημένος και πεινασμένος, θα μπορούσε να εμφανιστεί στους μαθητές του με ένα τέτοιο τρόπο που θα τους έδινε την αίσθηση ότι είχε νικήσει το θάνατο; Ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να ισχυρίζεται ότι είχε πεθάνει και αναστηθεί, και θα τους έστελνε σε όλο τον κόσμο υποσχόμενος ότι θα είναι μαζί τους μέχρι το τέλος του κόσμου; Ότι θα μπορούσε να ήταν κρυμμένος κάπου για σαράντα ημέρες, κάνοντας περιστασιακές απρόσμενες εμφανίσεις, και στο τέλος θα εξαφανιζόταν χωρίς καμία εξήγηση; Μια τέτοια ευπιστία είναι πολύ πιο απίστευτη από ότι η απιστία του Θωμά (Stott, BC, 48-49).
Για τους σύγχρονους σκεπτικιστές που αμφισβητούν την ανάσταση του Χριστού, ο Ε. Le Camus γράφει:
Λένε: «Αν αναστήθηκε, ποτέ δεν πέθανε, ή αν πέθανε, ποτέ δεν αναστήθηκε».
Δύο γεγονότα, τo ένα εξίσου βέβαιο με το άλλο, ρίχνουν φως σε αυτό το δίλημμα. Το πρώτο είναι ότι την Παρασκευή τo βράδυ ο Ιησούς ήταν νεκρός. Και το δεύτερο ότι εμφανίστηκε γεμάτος ζωή την Κυριακή και τις επόμενες ημέρες.
Ότι ήταν νεκρός το βράδυ της Παρασκευής δεν το αμφισβητεί κανείς. Ούτε στο Μεγάλο Συνέδριο, ούτε στο Πραιτόριο, ούτε στο Γολγοθά. Ο ίδιος ο Πιλάτος έμεινε έκπληκτος από το πόσο γρήγορα είχε πεθάνει, αλλά η έκπληξή του το μόνο που έκανε ήταν να προκαλέσει νέα μαρτυρία που επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό εκείνων που ζητούσαν το σώμα του. Έτσι, φίλοι και εχθροί, κοιτώντας στον Εσταυρωμένο, έβλεπαν ότι πλέον δεν ήταν στη ζωή. Για να βεβαιωθούν ακόμη περισσότερο, ο εκατόνταρχος τρύπησε την πλευρά του και το πτώμα δεν κινήθηκε. Από την πληγή έτρεξε ένα μίγμα νερού και αίματος, το οποίο φανέρωνε μια ταχεία αποσύνθεση των ζωτικών οργάνων. Το αίμα, λένε, είναι μοιραίο στη συγκοπή. Στην περίπτωσή μας το τρύπημα δεν σκότωσε Αυτόν που ήταν ήδη νεκρός. Γιατί, οι περιστάσεις μέσα στις οποίες έλαβε χώρα αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είχε σταματήσει να ζει λίγο πιο πριν. Αλλά ούτε και οι πιο ευφυείς από τους εχθρούς Του, όπως ήταν οι αρχιερείς, δεν αμφισβήτησαν την πραγματικότητα του θανάτου Του. Το μόνο που φοβόντουσαν ήταν η περίπτωση της απάτης από πλευράς των μαθητών, που θα μπορούσαν να αφαιρέσουν το σώμα, ότι όμως από πλευράς του Ιησού που τον είχαν δει να πεθαίνει. Τον κατέβασαν από το σταυρό, και όπως δεν είχε δείξει κανένα ίχνος ζωής όταν τον τρύπησαν στην πλευρά, το ίδιο και τώρα στέκεται ακίνητος και παγωμένος μέσα στα χέρια αγαπημένων του προσώπων, που τον σήκωσαν, τον πήραν, τον έραναν, τον σαβάνωσαν, και τον τοποθέτησαν μέσα στον τάφο, αφού τον κάλυψαν με αποδείξεις της θλίψης και της αγάπης τους. Μπορούμε να φανταστούμε μια πιο ολοκληρωμένη λιποθυμία ή περισσότερο χρονικά συντονισμένη; Πρέπει να προστεθεί επίσης ότι αυτό πραγματικά θα ήταν πολύ μεγάλη σύμπτωση για να είναι το τέλος μιας ζωής τόσο μεγαλειώδους αγιότητας και αποτελεσματικής επιρροής. Αυτό αποτελεί μια εντελώς αδύνατη σύμπτωση! Είναι πιο θαυματουργή ακόμη και από την ίδια την Ανάσταση! (Le Camus, LC, 485-86).
[ Ο Ιησούς πριν από τη σταύρωσή Του, είχε ήδη υποφέρει πολλά, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Είχε υποστεί την προσμονή του θανάτου Του στο κήπο τns Γεσθημανή. Είχε υποστεί τον τρομακτικό πόνο από το ρωμαϊκό μαστίγωμα, το οποίο προκαλούσε βαθιές πληγές στην πλάτη του θύματος, και το οποίο ήταν σχεδόν ισάξιο με τη θανατική ποινή. Στη συνέχεια τρύπησαν τα χέρια και τα πόδια Του με καρφιά. Οι λίγες δυνάμεις που θα του απέμεναν θα είχαν αναλωθεί από τις πρώτες έξι ώρες, τρομακτικών μαρτυρίων που είχε ήδη υποστεί. Καταπονημένος από τη δίψα και εντελώς εξαντλημένος, επιτέλους είχε παραδώσει τη ψυχή Του με αυτή την τελευταία κραυγή που καταγράφουν οι ευαγγελιστές. Στη συνέχεια, ένας Ρωμαίος στρατιώτης τρύπησε την καρδιά του με ένα ακόντιο. Χωρίς τροφή ή νερό, χωρίς να έχει κανέναν να περιποιηθεί τις πληγές Του ή να απαλύνει τον πόνο Του, πέρασε μια ολόκληρη μέρα και δύο νύχτες σε μια σπηλιά στην οποία τον είχαν ενταφιάσει. Και παρ’ όλα αυτά, το πρωί της τρίτης ημέρας στάθηκε στα πόδια Του επανεμφανιζόμενος γεμάτος ζωντάνια και ακτινοβολία!
F. GODET, ΟΠΩΣ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ Ε. F. KEVAN ]
2Δ. Οι μαθητές του Ιησού δεν τον αντιμετώπιζαν σαν να είχε απλώς συνέλθει από λιποθυμία.
Ο σκεπτικιστής David Frederich Strauss- ο ίδιος κατηγορηματικά δεν πίστευε στην ανάσταση- επέφερε το τελειωτικό κτύπημα ενάντια σε κάθε θεωρία ότι ο Ιησούς ξαναβρήκε τις αισθήσεις του μετά από λιποθυμία:
Είναι αδύνατον κάποιος που το ’σκάσε μισοπεθαμένος μέσα απ’ τον τάφο, που σύρθηκε αδύναμος και άρρωστος έχοντας ανάγκη ιατρικής βοήθειας, του οποίου τα τραύματα χρειάζονταν περιποίηση, και ο ίδιος έπρεπε να δυναμώσει, και να ανακτήσει τις δυνάμεις του, και που μέχρι προ ολίγου υπέφερε μαρτύρια, να έδωσε στους μαθητές Του την εντύπωση του Νικητή κατά του θανάτου και του τάφου, του Πρίγκιπα της Ζωής, εντύπωση που αποτέλεσε το θεμέλιο της μελλοντικής τους διακονίας. Μια τέτοια επαναφορά των αισθήσεων το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν η αποδυνάμωση της εντύπωσης που είχε αφήσει πάνω τους σχετικά με το θάνατο και τη ζωή. και το περισσότερο που θα πετύχαινε θα ήταν να προσδώσει μια ελεγειακή φωνή, αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να μετέτρεπε τη θλίψη τους σε ενθουσιασμό, και να προήγαγε το σεβασμό τους σε λατρεία (Strauss, LJP, 412).
Ο William Milligan, περιγράφοντας τις εμφανίσεις του Ιησού στους μαθητές του, λέει ότι «δεν ήταν εμφανίσεις ασθενικές, αλλά υγείας και δύναμης και εντατικής προετοιμασίας για ένα μεγάλο έργο που θα εκτελείτο άμεσα». Και συνεχίζει: «Η απελπισία έδωσε τη θέση της στην ελπίδα, η απόγνωση στο θρίαμβο, η εξουθένωση όλης της ενέργειας σε επίμονες και δυναμικές προσπάθειες» (Milligan, RL, 76-77). Συνεχίζει: «Όταν διαλύθηκαν οι πρώτοι φόβοι τους, οι μαθητές γέμισαν χαρά, παρρησία, και ενθουσιασμό. Δεν συναντάμε αισθήματα οίκτου, συμπάθειας στις θλίψεις, επιθυμίας αναζήτησης βοήθειας, που θα έρχονταν στην επιφάνεια με την εμφάνιση ενός ατόμου που είχε χάσει τις αισθήσεις ως αποτέλεσμα εξάντλησης και αγωνίας, και ο οποίος ήταν αναίσθητος από το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι το πρωί της Κυριακής, και που τώρα είχε μόλις συνέλθει» (Milligan, RL, 76-77).
Ο Ε. Η. Day σημειώνει: «Στις αφηγήσεις που αναφέρονται στις διάφορες εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού δεν υπάρχει ένδειξη μια τέτοιας φυσικής αδυναμίας όπως θα ήταν φυσιολογικό να υπήρχε αν ο Χριστός είχε επανέλθει από ένα φαινομενικό θάνατο. Στην πραγματικότητα οι μαθητές είδαν στον αναστημένο Κύριό τους, όχι Κάποιον που ανάρρωσε από μεγάλα μαρτύρια αντίθετα με όλες τις προσδοκίες˙ Κάποιον που ήταν ο Κύριος της ζωής και ο Νικητής του θανάτου, και ο Οποίος δεν εμποδιζόταν πλέον από φυσικούς περιορισμούς όπως όταν τον γνώριζαν στις μέρες τις διακονίας Του» (Day, ER, 49-50).
3Δ. Αυτοί που υποστηρίζουν τη θεωρία της λιποθυμίας πρέπει επίσης να δεχτούν ότι ο Ιησούς, αφού ανάκτησε τις αισθήσεις Του, ήταν σε θέση να κάνει το θαύμα και να ξεγλιστρήσει από τα σάβανα που ήταν τυλιγμένα σφιχτά γύρω απ’ όλο του το σώμα και να φύγει αφήνοντάς τα άθικτα.
Ο Merril C. Tenney μιλά για τα σάβανα:
Τα έθιμα των Ιουδαίων όριζαν ότι το σώμα που επρόκειτο να ενταφιαστεί πρώτα έπρεπε να το πλύνουν και να το τοποθετήσουν ανάσκελα και κατόπιν να το τυλίξουν σφιχτά από τις μασχάλες μέχρι τους αστράγαλους με λωρίδες από λινό ύφασμα πλάτους περίπου 35 εκατοστών. Ανάμεσα στις λωρίδες ή στις πτυχές τους τοποθετούνταν αρωματικές ουσίες, κολλώδους υφής, που χρησίμευαν εν μέρει ως συντηρητικά και εν μέρει για να συγκρατούν το ύφασμα...Στο Λουκάς 23:53 διαβάζουμε ακριβώς ότι το σώμα του Ιησού το «περιτύλιξαν με σεντόνι».
Το πρωί της πρώτης μέρας της εβδομάδας το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί, αλλά τα σάβανα ήταν ακόμα εκεί.
Το σουδάριο ήταν στη θέση που βρισκόταν το κεφάλι, χωριστά από τα σάβανα σε απόσταση όσο απέχει ο λαιμός από τις μασχάλες. Τα σάβανα είχαν ακόμα το σχήμα του σώματος, αλλά το σώμα είχε εξαφανιστεί...Πώς αφαιρέθηκε το πτώμα από τα σάβανα, αφού τα σάβανα ήταν τόσο σφιχτά τυλιγμένα γύρω του; (Tenney, όπως το παραθέτει ο Smith, TS, 116-17).
4Δ. «Εκείνοι που ασπάζονται αυτή τη θεωρία» γράφει ο James Rosscup «πρέπει να δεχτούν ότι ο Χριστός σε κατάσταση αδυναμίας μπόρεσε να κυλήσει το βράχο που έφραζε την είσοδο του τάφου- κατόρθωμα που σύμφωνα με τους ιστορικούς απαιτούσε τη δύναμη πολλών άντρων μαζί να βγει απ’ το μνήμα χωρίς να ξυπνήσει τους στρατιώτες εάν υποθέσουμε χάριν της συζητήσεως, ότι κοιμόντουσαν, αν και ξέρουμε πως το αντίθετο συνέβαινε!) να περάσει από πάνω τους και να δραπετεύσει» (Rosscup, CN, 3).
Ο Ε. Η. Day λέει επ’ αυτού: «Οι φυσικές αδυναμίες του επιχειρήματος είναι σαρωτικές. Ακόμα και αν απορρίπταμε το σημείο που αναφέρει τη φρούρηση του μνήματος (σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις τις κριτικής που το βρίσκει μάλλον άβολο γι’ αυτήν περιστατικό) εξακολουθεί να υπάρχει η δυσκολία να αποδειχτεί ότι κάποιος που μόλις έχει ανανήψει από λιποθυμία μπορεί να κυλήσει ένα βράχο από την είσοδο του μνήματος «επειδή ήτο λίθος μέγας» (Day, ER, 4849)
Είναι παράλογο να υποθέσουμε ότι ο Ιησούς πάλεψε με τους Ρωμαίους φρουρούς αφού πρώτα είχε κυλήσει το βράχο. Οι άντρες της φρουράς δεν θα είχαν καμιά δυσκολία να τα βάλουν με «κάποιον μισοπεθαμένο που είχε μόλις βγει από τον τάφο», σύμφωνα με την περιγραφή που κάνει ο Strauss. Επίσης, η τιμωρία ήταν σκληρή για όποιον φρουρό κοιμόταν εν ώρα υπηρεσίας, οπότε οι φρουροί δεν θα διακινδύνευαν κάτι τέτοιο.
5Δ. Αν ο Ιησούς είχε απλώς ανανήψει από μια λιποθυμία, η μακρά οδοιπορία μέχρι το «χωριό που ονομάζεται Εμμαούς και το οποίο απέχει έντεκα χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ» (Λουκάς 24:13) θα ήταν αδύνατη.
Ο καθηγητής Day λέει: «Η μακρά οδοιπορία και η εν συνεχεία εμφάνιση στους μαθητές στην Ιερουσαλήμ, είναι αδιανόητη στην περίπτωση κάποιου που έχει ανανήψει από λιποθυμία που προκλήθηκε από τραύματα και εξάντληση» (Day, ER, 48-49).
Ο Ε. F. Kevan κάνει τα ακόλουθα σχόλια επ’ αυτού:
Με τα πόδια Του, που τα είχαν διαπεράσει τα καρφιά μόλις δυο μέρες πριν, περπατά χωρίς δυσκολία τα έντεκα χιλιόμετρα που χώριζαν την Ιερουσαλήμ από το χωριό Εμμαούς. Είναι τόσο ακμαίος, που κατά τη διάρκεια του φαγητού εξαφανίζεται ξαφνικά από τα μάτια των συνοδοιπόρων του, και όταν επιστρέφουν στην πρωτεύουσα για να αναγγείλουν τα καλά νέα στους αποστόλους, Τον ξαναβρίσκουν εκεί. Είχε φτάσει πριν απ’ αυτούς. Με την ίδια σβελτάδα που χαρακτηρίζει όλες του τις κινήσεις, παρουσιάζεται ξαφνικά στο δωμάτιο όπου είχαν μαζευτεί οι μαθητές...Είναι αυτές πράξεις ανθρώπου που πριν από λίγο ήταν μισοπεθαμένος στο σταυρό, και που τον είχαν βάλει σ’ έναν τάφο σε κατάσταση πλήρους εξάντλησης; Όχι! (Kevan, RC, 9-10).
6Δ. Αν ο Ιησούς είχε απλώς ανανήψει από λιποθυμία, θα είχε εξηγήσει την κατάστασή Του στους μαθητές. Αν δεν είχε πει τίποτε, θα ήταν ψεύτης και απατεώνας, αφήνοντας τους μαθητές Του να διαδώσουν μια διακήρυξη περί ανάστασης που στην πραγματικότητα ήταν παραμύθι.
Ο Ε. Le Camus γράφει:
Ας πούμε επίσης ότι αν ο Ιησούς είχε απλώς λιποθυμήσει, δεν θα μπορούσε, χωρίς να πληγεί ο χαρακτήρας Του, να αφήσει τους άλλους να πιστεύουν ότι είχε πεθάνει. Αντί να παρουσιάζεται ως αναστημένος, θα έπρεπε να πει απλώς ότι είχε διατηρηθεί στη ζωή κατά τύxη. Μάλιστα, στο σημείο αυτό όπως και παντού στα Ευαγγέλια, βρισκόμαστε μπροστά σ' αυτό το αξεπέραστο δίλημμα: ή ο Ιησούς ήταν ο Ένας και μοναδικός, ο Υιός του Θεού, ή ήταν ο μεγαλύτερος εγκληματίας. Αν παρουσιάστηκε ως αναστημένος, ενώ δεν ήταν, είναι ένοχος ψευδομαρτυρίας, και δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι είχε ίχνος ειλικρίνειας (Le Camus, LC, 485-86).
O Paul Little λέει ότι μια τέτοια θεωρία μας καλεί να πιστέψουμε ότι «ο Χριστός ο ίδιος είχε αναμιχθεί σε απροκάλυπτα ψεύδη. Οι μαθητές Του πίστεψαν και κήρυξαν ότι ήταν νεκρός και αναστήθηκε. Ο Ιησούς δεν έκανε τίποτε για να ανασκευάσει αυτήν την πίστη αλλά αντίθετα, την ενθάρρυνε»
(Little,Kwhy,66)
Ο Straton παραθέτει τα λόγια του John Knox, του μελετητή της Καινής Διαθήκης: «Δεν ήταν το γεγονός ότι ένας άνθρωπος είχε αναστηθεί, αλλά ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε αναστηθεί και έβαλε τα θεμέλια του χριστιανικού κινήματος... Η βαθύτερη αιτία ήταν ο χαρακτήρας του Ιησού» (Knox, όπως το παραθέτει ο Straton, BLR, 3).
Ο Ιησούς δεν θα προχωρούσε στο ψέμα ότι είχε αναστηθεί αν πραγματικά δεν το είχε κάνει. Εξετάζοντας κανείς το χαρακτήρα του Ιησού, απορρίπτει αμέσως έναν τέτοιο ισχυρισμό.
7Δ. Αν ο Χριστός δεν είχε πεθάνει στο σταυρό, τότε πότε πέθανε και υπό ποιες συνθήκες:
Ο Ε. Η. Day υποστηρίζει: Αν δεχθούμε τη θεωρία της λιποθυμίας, πρέπει να απαλείψουμε από τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις όλη την αφήγηση της Ανάληψης, και να εξηγήσουμε γιατί ξαφνικά ο Χριστός σταμάτησε να εμφανίζεται στους μαθητές Του υποθέτοντας ότι αποσύρθηκε εντελώς απ’ το προσκήνιο για να ζήσει και να πεθάνει σε απόλυτη απομόνωση, αφήνοντας τους μαθητές μ’ ένα σωρό λάθος εντυπώσεις για το Πρόσωπό του, και για την αποστολή που τους έδωσε προς τον κόσμο» (Day, ER. 50).
Ο William Milligan γράφει ότι αν ο Χριστός απλώς λιποθύμησε στο σταυρό και αργότερα ανάνηψε, θα έπρεπε να αποσύρθηκε σε κάποιο έρημο μέρος που δεν το ήξεραν ούτε οι πιο στενοί του μαθητές. Την ώρα που η Εκκλησία Του έπαιρνε ζωή γύρω Του, τραντάζοντας συθέμελα τον παλιό κόσμο, και εισάγοντας παντού εν μέσω πολλών δυσκολιών τη νέα τάξη πραγμάτων την ώρα που ταλανιζόταν από συγκρούσεις, που υπέφερε από πειρασμούς, που γνώριζε δοκιμασίες, που εν ολίγοις αντιμετώπιζε καταστάσεις που την έκαναν να χρειάζεται άμεσα τη βοήθειά Του- Αυτός ήταν απών, και περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του, μεγάλο η μικρό, σε αυτό που θα ονομάζαμε επαίσχυντη απομόνωση. Και κάπου τότε επιτέλους θα πέθανε- κανείς δεν μπορεί να πει ούτε πότε, ούτε πώς, ούτε πού! Δεν υπάρχει ούτε μια αχτίδα φωτός να διαπεράσει το σκοτάδι, κι αυτοί οι πρώτοι Χριστιανοί, που όπως μας λένε, ήταν άψογοι μυθοπλάστες, δεν έχουν ούτε ένα μύθο για να μας βοηθήσει (Milligan, RL, 79).
3Γ. Συμπέρασμα
Για τη θεωρία της λιποθυμίας μπορούμε να πούμε μαζί με τον George Hanson: «Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτή ήταν η προσφιλής εξήγηση του ορθολογισμού του 18ου αιώνα». Οι αποδείξεις έχουν ανασκευάσει σε τέτοιο βαθμό αυτήν την υπόθεση, που πλέον έχει εκλείψει» (Hanson, G, RL, 19).
2Β. Η θεωρία της κλοπής 1Γ. Η άποψη
Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, οι μαθητές πήγαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και έκλεψαν το σώμα από τον τάφο.
1Δ. Ο Ματθαίος γράφει ότι τα παρακάτω ήταν η επικρατούσα θεωρία της εποχής του που εξηγούσε την ανάσταση του Χριστού:
Κι ενώ αυτές πήγαιναν, ήρθαν μερικοί από τους φρουρούς στην πόλη και διηγήθηκαν στους αρχιερείς όλα όσα συνέβησαν. Τότε εκείνοι, αφού συνάχθηκαν μαζί με τους πρεσβυτέρους και έκαναν συμβούλιο, πήραν κάμποσα αργύρια και τα έδωσαν στους στρατιώτες λέγοντάς τους: «Να πείτε πως ήρθαν οι μαθητές του και τον έκλεψαν την ώρα που εμείς κοιμόμασταν. Κι αν αυτό φτάσει στ’ αυτιά του Διοικητή, εμείς θα τον πείσουμε και θα σας απαλλάξουμε εσάς από κάθε έγνοια. Κι εκείνοι, αφού πήραν τα αργύρια, έκαναν όπως δασκαλεύτηκαν. Και διαδόθηκε η φήμη αυτή μεταξύ των Ιουδαίων ως και σήμερα (Ματθαίος 23:11-15).
[ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΟΝΟ ΔΥΟ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΕΙΟ ΤΑΦΟ
Ανθρώπινο έργο Θεϊκό έργο
Το σώμα το πήραν οι εχθροί τoυ - δεν είχαν κανένα κίνητρο Η πιο λογική εξήγηση
Το σώμα το πήραν οι φίλοι του - δεν είχαν καμία δύναμη
2Δ. Ότι η θεωρία της κλοπής όπως την καταγράφει ο Ματθαίος ήταν διαδεδομένη μεταξύ των Ιουδαίων για κάμποσο καιρό, φαίνεται στα γραπτά του Ιουστίνου Μάρτυρος, του Τερτυλλιανού και άλλων.
Ο καθηγητής Thorburn σημειώνει:
Στο έργο του Ιουστίνου Διάλογος κατά Τρύφωνος 108, ο Ιουδαίος μιλά για «κάποιον Ιησού, έναν Γαλιλαίο απατεώνα, τον οποίον τον σταύρωσαν, αλλά οι μαθητές του τον έκλεψαν τη νύχτα από τον τάφο στον οποίο τον είχαν βάλει αφού τον κατέβασαν απ' το σταυρό, και τώρα εξαπατούν τους ανθρώπους ισχυριζόμενοι ότι αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους ουρανούς».
Ο Τερτυλλιανός επίσης (Απολογία 2) λέει: «Ο τάφος βρέθηκε άδειος. Μόνο τα σάβανα του νεκρού ήταν εκεί. Παρόλα αυτά όμως, οι ηγέτες των Ιουδαίων, που αυτό που τους ένοιαζε ήταν και να διαδώσουν ένα ψέμα και να εμποδίσουν τους ανθρώπους να πιστέψουν, διέδωσαν ότι το σώμα του Χριστού το είχαν κλέψει οι μαθητές του». Και πάλι, με μεγάλη περιφρόνηση λέει, [De Spectaca] «Αυτός είναι που οι μαθητές του τον έκλεψαν κρυφά ώστε να μπορούν να πουν ότι αναστήθηκε ή ότι τον πήρε από κει ο κηπουρός για να προφυλάξει τα λουλούδια του από τα πλήθη των επισκεπτών!»[«Αυτός είναι εκείνος, τον οποίο κρυφά έκλεψαν οι μαθητές, ή ο κηπουρός απομάκρυνε, έτσι ώστε να μην βλαφτούν τα μαρούλια του από τα πλήθη των επισκεπτών του τάφου» (De spec. 30) Υπόμν.Τρεμπέλα σε κατά Ματθαίον στο Ματθ. 28,15)]
Αυτή τη δήλωση τη βρίσκουμε να επαναλαμβάνεται στην Ιουδαϊκή φιλολογία του Μεσαίωνα. Ο Reimarus επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία: «Οι μαθητές του Ιησού» λέει, «έκλεψαν το σώμα του προτού περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες στον τάφο, έπαιξαν στο χώρο της ταφής την κωμωδία του άδειου τάφου και καθυστέρησαν δεκαπέντε μέρες να το ανακοινώσουν δημόσια, ώστε το σώμα να έχει αποσυντεθεί πλήρως».
Ο Ωριγένης απάντησε με ολοκληρωμένο τρόπο σ' όλα τα επιχειρήματα της παλιάς αυτής θεωρίας. [Κατά Κέλσου] (Thornburn, RNMC, 191-92).
3Δ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος Αντιόχειας (347-407 μ.Χ.) είπε για τη θεωρία της κλοπής:
«Επειδή πράγματι ακόμα κι αυτό τεκμηριώνει την ανάσταση, το γεγονός δηλαδή ότι είπαν πως οι μαθητές έκλεψαν το σώμα. Επειδή αυτή είναι η γλώσσα των ανθρώπων που ομολογούν, ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν λοιπόν ομολογούν πως το σώμα δεν ήταν εκεί, αλλά και η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη, αφού θα τους έβλεπαν οι φρουροί ή αφού ο τάφος ήταν σφραγισμένος και αφού οι μαθητές ήταν τόσο δειλοί, η απόδειξη της ανάστασης ακόμα κι έτσι εμφανίζεται αναντίρρητη» (Χρυσόστομος, όπως το παραθέτει ο Clark, GM, 531).
2Γ. Η ανασκευή 1 Δ. Ο κενός τάφος έπρεπε με κάποιον τρόπο να εξηγηθεί
Ο Ε. F. Kevan λέει ότι ενώ ο άδειος τάφος δεν αποδεικνύει απαραιτήτως την ανάσταση, μας δίνει δύο διαφορετικές εκδοχές: «Ο άδειος τάφος ήταν είτε θεϊκό έργο είτε ανθρώπινο». Και τις δυο αυτές εκδοχές πρέπει να τις εξετάσουμε αντικειμενικά και να δεχθούμε αυτή που θα βρούμε πως έχει τις περισσότερες πιθανότητες να είναι αληθής (Kevan, RC, 14).
Ο Kevan συνεχίζει: «Καμία δυσκολία δεν υπάρχει όμως όταν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο εκδοχές σαν αυτές. Οι εχθροί του Ιησού δεν είχαν κανένα κίνητρο να πάρουν το σώμα. Οι φίλοι του Ιησού δεν είχαν καμιά δύναμη να το κάνουν. Θα ήταν προς όφελος των αρχών να μείνει το σώμα στη θέση του. Και η άποψη ότι οι μαθητές το έκλεψαν είναι αδύνατη. Η δύναμη που πήρε το σώμα του Σωτήρα από τον τάφο πρέπει λοιπόν να ήταν θεϊκή» (Kevan, RC, 14).
Ο Le Camus το θέτει ως εξής:
Αν ο Ιησούς που τον είχαν βάλει στο μνήμα την Παρασκευή, δεν ήταν εκεί την Κυριακή, τότε είχε κάποιος πήρε το σώμα Του είτε βγήκε με δική του δύναμη από τον τάφο. Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή. Κάποιος πήρε το σώμα: Ποιος; Οι φίλοι ή οι εχθροί; Οι τελευταίοι είχαν βάλει στρατιώτες να τον φρουρούν, άρα δεν είχαν πρόθεση να τον κάνουν να εξαφανιστεί. Επιπλέον, δεν ήταν έξυπνο να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί θα ήταν εύκολο κατόπιν να κυκλοφορήσουν ιστορίες για την ανάστασή του, ιστορίες που θα τις είχαν επινοήσει οι μαθητές. Το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να τον φρουρούν. Έτσι θα μπορούσαν να απαντήσουν σε κάθε φήμη που μπορεί να ανέκυπτε: «Να το πτώμα, δεν αναστήθηκε»
Όσο για τους φίλους του, δεν είχαν ούτε την πρόθεση, ούτε τη δύναμη να πάρουν το σώμα (Le Camus, LC, 482).
Ο Wilbur Smith γράφει: «Αυτοί οι στρατιώτες δεν ήξεραν πώς να εξηγήσουν τον άδειο τάφο. Και οι Ιουδαίοι άρχοντες τους είπαν τι να λένε και τους δωροδόκησαν για να επαναλαμβάνουν από φόβο αυτήν την ιστορία που σκαρφίστηκαν στο πόδι» (Smith, GCWC, 22-23).
Ο A. Β. Bruce λέει: «Η δήλωση που θα έβγαινε προς τα έξω παραδέχεται πως υπάρχει ένα γεγονός που πρέπει να εξηγηθεί, δηλ. η εξαφάνιση ενός πτώματος. Και εννοείται ότι η εξήγηση που θα γινόταν γνωστή, ήταν για κάτι που οι στρατιώτες ήξεραν πως ήταν ψέμα» (Bruce, EGNT, 337-38).
2Δ. Ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Χριστού δεν είναι λογική εξήγηση για τον άδειο τάφο.
1Ε. Η μαρτυρία των φρουρών δεν αμφισβητήθηκε. Ο Ματθαίος αναφέρει ότι «ήρθαν μερικοί απ’ τους φρουρούς στην πόλη και διηγήθηκαν στους αρχιερείς όλα όσα συνέβησαν» (Ματθαίος 23:11).
Ο R. C. Η. Lenski επισημαίνει ότι το μήνυμα για την ανάσταση του Χριστού δόθηκε στους αρχιερείς από τους ίδιους τους μάρτυρές τους, «οι στρατιώτες οι ίδιοι είχαν καταθέσει την πιο άψογη μαρτυρία». Η μαρτυρία του φρουρού έγινε δεκτή ως απόλυτα αληθής. Ήξεραν ότι ο φρουρός δεν είχε λόγο να πει ψέματα (Lenski, IMG, 1161-62).
Ο Wilbur Smith γράφει: «Θα πρέπει να επισημάνουμε πρώτα απ’ όλα ότι οι Ιουδαϊκές αρχές ποτέ δεν αμφισβήτησαν τη μαρτυρία των φρουρών. Δεν πήγαν οι ίδιοι επί τόπου να δουν αν είναι άδειος ο τάφος, επειδή ήξεραν ότι ήταν άδειος. Οι φρουροί ποτέ δεν θα έρχονταν στους Ιουδαίους με μια τέτοια ιστορία, αν δεν ανέφεραν πραγματικά, αδιαμφισβήτητα συμβάντα, στο βαθμό που είχαν υποπέσει στην αντίληψή τους. Η ιστορία που οι ιουδαϊκές αρχές είπαν στους στρατιώτες να διαδώσουν, ήταν για να δοθεί μια εξήγηση για τον άδειο τάφο» (Smith, TS, 375-76).
Ο Albert Roper, αναφερόμενος στον Άννα και στον Καϊάφα λέει: «Η υποκριτική τους εξήγηση για τον άδειο τάφο φανερώνει το ψέμα του ισχυρισμού τους. Διαφορετικά θα είχαν επιχειρήσει να εξαγοράσουν την ψευδομαρτυρία των στρατιωτών; (Roper, JRD, 37).
Οι Ιουδαίοι λοιπόν, μη αμφισβητώντας την αλήθεια της μαρτυρίας των φρουρών, δίνουν σιωπηρή συγκατάθεση στο ότι ο τάφος του Ιησού είναι άδειος. Η ιστορία που σκαρφίστηκαν δεν είναι παρά μια αστεία δικαιολογία ελλείψει κάποιας καλύτερης.
2Ε. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια να διασφαλιστεί ο τάφος για το ενδεχόμενο κλοπής. Για τους μαθητές αυτά τα μέτρα ήταν απροσπέλαστα εμπόδια σε ενδεχόμενο σχέδιό τους να κλέψουν το σώμα
Ο Albert Roper γράφει:
Ας είμαστε δίκαιοι: έχουμε μπροστά μας μια εξήγηση που σε καμιά περίπτωση δεν εξηγεί τίποτε. Μια λύση που δεν λύνει τίποτε. Όταν οι αρχιερείς προκάλεσαν τον Πιλάτο να «δώσει διαταγή...να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη μέρα» η μαρτυρία δικαιώνει το συμπέρασμα ότι ο τάφος πραγματικά ασφαλίστηκε». Σκεπτόμενοι λογικά λοιπόν, βάσει αυτού του περιστατικού, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που πάρθηκαν για να εμποδίσουν τους φίλους του Ιησού να κλέψουν το σώμα του, τώρα συνιστούν αδιάσειστη απόδειξη πως ούτε μπορούσαν να το κλέψουν ούτε το έκλεψαν (Roper, JRD, 34).
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μιλώντας για τις γυναίκες που πήγαν την Κυριακή το πρωί στον τάφο του Ιησού γράφει: «Θεωρούσαν πως κανένας δεν θα μπορούσε να Τον έχει πάρει από κει όταν τόσοι στρατιώτες τον φρουρούσαν, εκτός αν είχε αναστηθεί μόνος Του» (Χρυσόστομος, HGSM όπως το παραθέτει ο Schaff, SLNPNF, 527).
3Ε. Η κατάθλιψη και η δειλία των μαθητών είναι ένα τρίτο στοιχείο που φανερώνει ότι δεν μπορούσαν ξαφνικά να είχαν γίνει τόσο γενναίοι και ριψοκίνδυνοι, που να τα βάλουν με τη ρωμαϊκή φρουρά και να κλέψουν το σώμα. Δεν είχαν καμιά διάθεση να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο.
Ο Wilbur Smith λέει: «Οι μαθητές που είχαν εγκαταλείψει τον Ιησού όταν δικαζόταν, δεν είχαν ούτε το θάρρος ούτε τη σωματική δύναμη να τα βάλουν με τους στρατιώτες» (Smith, GCWC, 22-23).
Ο Smith συνεχίζει:
Αυτοί οι μαθητές δεν είχαν καμιά διάθεση να βγουν και να τα βάλουν με τους Ρωμαίους στρατιώτες, να νικήσουν ολόκληρη τη φρουρά και να αρπάξουν το σώμα απ' τον τάφο. Κατά τη γνώμη μου, αν το είχαν επιχειρήσει, θα είχαν σκοτωθεί, αλλά σίγουρα δεν είχαν τη διάθεση να το προσπαθήσουν καν. Την Πέμπτη το βράδυ της ίδιας εκείνης εβδομάδας ο Πέτρος είχε φανεί τόσο δειλός, όταν μια υπηρέτρια στην αυλή του αρχιερέα του είπε ότι ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο Ναζωραίο, που για να σώσει το τομάρι του, αρνήθηκε τον Κύριό του, και ορκίστηκε και αναθεμάτισε. Τι μπορούσε να είχε συμβεί στον Πέτρο σ’ αυτές τις λίγες ώρες που μεσολάβησαν, ώστε να μετατραπεί από δειλός σε άντρα που θα βγει να πολεμήσει με τους Ρωμαίους στρατιώτες;
Αναφορικά με τη θεωρία της κλοπής ο Fallow γράφει στην εγκυκλοπαίδειά του:
Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το ήθελαν, και το βέβαιο είναι πως δεν το έκαναν (να κλέψουν το σώμα του Ιησού). Πώς θα κατάφερναν να κλέψουν το σώμα; Αδύναμα και άτολμα πλάσματα, που το 'βαλαν στα πόδια μόλις είδαν να Τον συλλαμβάνουν. Ακόμα κι ο Πέτρος, ο πιο γενναίος, ένιωσε να τρέμει μπροστά στην υπηρετριούλα και αρνήθηκε τρεις φορές ότι ξέρει τον Ιησού. Άνθρωποι τέτοιου χαρακτήρα, θα τολμούσαν ποτέ να πάνε κόντρα στις αρχές και στο διοικητή; Θα επιχειρούσαν ποτέ να τα βάλουν με την αποφασιστικότητα του Συνεδρίου, και να ξεγελάσουν ή να νικήσουν οπλισμένους στρατιώτες που φρουρούσαν άγρυπνοι τον τάφο; Αν ο Ιησούς δεν αναστήθηκε [μιλώ τη γλώσσα των μη πιστών] τότε εξαπάτησε τους μαθητές του δίνοντάς τους μάταιες ελπίδες για την ανάστασή του. Πώς δεν ανακάλυψαν οι μαθητές την απάτη; Θα έβαζαν ποτέ σε κίνδυνο τον εαυτό τους αναλαμβάνοντας ένα τόσο επικίνδυνο εγχείρημα για χάρη ενός ανθρώπου που είχε τόσο βάναυσα εκμεταλλευτεί την ευπιστία τους; Έστω όμως ότι τους καταλογίζουμε ότι κατέστρωσαν το σχέδιο της κλοπής. Πώς μπόρεσαν να το εκτελέσουν; (Fallow, PCBE, 1452)
Ο A. Roper γράφει: Ούτε ένας απ’ αυτή τη μικρή ομάδα μαθητών δεν θα τολμούσε να παραβιάσει τον σφραγισμένο τάφο ακόμα κι αν δεν υπήρχαν φρουροί. Η σκέψη ότι κάποιος απ' αυτούς μπορούσε να επιτύχει κάτι τέτοιο με τα δρακόντεια μέτρα που είχαν ληφθεί είναι εντελώς εξωπραγματική» (Roper, JRD, 37).
4Ε. Αν οι στρατιώτες κοιμόντουσαν, πώς μπορούσαν να πουν ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα;
Το παρακάτω απόσπασμα για τη θεωρία της κλοπής είναι από την Εγκυκλοπαίδεια του Fallow:
«Οι στρατιώτες, λέει ο ιερός Αυγουστίνος, ήταν είτε ξύπνιοι είτε κοιμόντουσαν. Αν ήταν ξύπνιοι, γιατί άφησαν τους μαθητές να πάρουν το σώμα; Αν κοιμόντουσαν, πώς μπορούσαν να ξέρουν ότι ήταν οι μαθητές που το έκλεψαν; Πώς μπορούν να μαρτυρούν ότι κλάπηκε;» (Fallow, PCBE, 1452). Ο A.B. Bruce λέει για τη ρωμαϊκή φρουρά: « Ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι δεν τους είχε πάρει ο ύπνος και ότι καμία κλοπή δεν είχε γίνει. Το ψέμα για το οποίο οι ιερείς πλήρωσαν τόσα χρήματα είναι αυτοκαταστροφικό. Το πρώτο μισό καταστρέφει το άλλο μισό. Φρουροί που κοιμούνται δεν μπορούν να ξέρουν τι έγινε» (Bruce, EGNT, 337-38).
Ο David Brown παρατηρεί: « Αν χρειαζόταν κάτι ακόμα για να ολοκληρώσει την απόδειξη για το πραγματικό γεγονός της ανάστασης του Χριστού, θα ήταν η ανοησία της εξήγησης την οποία οι φρουροί δωροδοκήθηκαν για να διαδώσουν. Ότι ολόκληρη φρουρά στρατιωτών θα έπεφτε ταυτόχρονα σε ύπνο βαθύ εν ώρα υπηρεσίας, δεν ήταν και τόσο πιθανό ˙ ότι θα το έκαναν σε μια τέτοια περίπτωση, όπου υπήρχε τόση μέριμνα από μέρους των αρχών να μείνει ο τάφος ανέπαφος, αγγίζει τα όρια του απολύτως αδύνατου» (Jamieson. CCEP, 133).
Ο Paul Little λέει για τη θεωρία που σκαρφίστηκαν οι Ιουδαίοι: «Έδωσαν στους στρατιώτες λεφτά και τους είπαν να πουν ότι οι μαθητές είχαν έρθει τη νύχτα και έκλεψαν το σώμα την ώρα που αυτοί κοιμόντουσαν. Αυτή η ιστορία είναι τόσο οφθαλμοφανώς ψευδής που και ο Ματθαίος δεν κάνει καν τον κόπο να την ανασκευάσει! Ποιος δικαστής θα σε άκουγε αν έλεγες πως την ώρα που κοιμόσουν, ένας συγκεκριμένος γείτονάς σου μπήκε στο σπίτι και σου έκλεψε την τηλεόραση; Ποιος μπορεί να ξέρει τι γίνεται την ώρα που κοιμάται; Τέτοιου είδους μαρτυρία θα προκαλούσε γέλια σε οποιοδήποτε δικαστήριο» (Little, KwhyB, 6364).
5Ε. Οι στρατιώτες δεν κοιμόντουσαν εν ώρα υπηρεσίας -κάτι τέτοιο θα σήμαινε θάνατο.
Ο A. Β. Bruce γράφει: «Η συνήθης ποινή για τον στρατιώτη που κοιμόταν εν ώρα υπηρεσίας ήταν ο θάνατος. Πόσα χρήματα μπορούσαν να πείσουν τους στρατιώτες να πάρουν τέτοιο ρίσκο; Βέβαια θα μπορούσαν να πάρουν τα χρήματα και να φύγουν κοροϊδεύοντας τους ιερείς, αφού οι ίδιοι θα έλεγαν την αλήθεια στον ανώτερο τους. Μπορούσαν οι ιερείς να περιμένουν τίποτε διαφορετικό; Αν όχι, σοβαρολογούσαν όταν πρότειναν κάτι τέτοιο; Η ιστορία έχει τις δυσκολίες της» (Bruce, EGNT, 337-38).
Ο Wilbur Smith παραθέτει τα σχόλια του Edward Gordon Selwyn για την πιθανότητα να αποκοιμήθηκαν οι φρουροί:
Ότι όλοι ανεξαιρέτως αποκοιμήθηκαν ενώ τους είχε ανατεθεί μια τόσο ιδιάζουσα υπηρεσία, να προσέχουν να μην κλαπεί το σώμα...δεν είναι πιστευτό. Ειδικά αν σκεφτούμε ότι αυτοί οι φρουροί είχαν περάσει από την πιο σκληρή εκπαίδευση. Ο Ρωμαίος στρατιώτης που κοιμόταν εν ώρα υπηρεσίας τιμωρείτο με θάνατο. Κι όμως, αυτοί οι στρατιώτες δεν εκτελέστηκαν. Ούτε κρίθηκαν ένοχοι από τις αρχές, που προφανώς είδαν να αποτυγχάνει το σχέδιό τους να διασφαλίσουν το σώμα...Ότι οι Ιουδαίοι άρχοντες δεν πίστευαν αυτό που δασκάλεψαν και δωροδόκησαν τους στρατιώτες να πουν είναι οφθαλμοφανές. Αν το πίστευαν, γιατί δεν φρόντισαν να συλλάβουν αμέσως τους μαθητές και να τους ανακρίνουν; Αφού μια τέτοια πράξη αποτελούσε μεγάλο αδίκημα κατά των αρχών. Γιατί δεν τους ανάγκασαν να παραδώσουν το σώμα; Ή στην περίπτωση που δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από τις κατηγορίες, γιατί δεν τιμωρήθηκαν για την πράξη τους;...Πουθενά δεν γίνεται νύξη ότι οι αρχές έκαναν το παραμικρό για να τεκμηριώσουν την κατηγορία (Selwyn, όπως το παραθέτει ο Smith. TS, 578-79).
Ο William Paley, ο Άγγλος θεολόγος και φιλόσοφος γράφει: «Πολύ σωστά, νομίζω, παρατήρησε ο Δρ. Townshend, ότι η ιστορία με τους φρουρούς φαινόταν από μόνη της ότι ήταν σκευωρία: «Οι μαθητές του ήρθαν τη νύχτα και πήραν το σώμα, την ώρα που εμείς κοιμόμασταν». Άνθρωποι σε ανάλογες συνθήκες δεν θα παραδέχονταν με τέτοιο τρόπο την αμέλειά τους, χωρίς προηγουμένως να λάβουν εγγυήσεις για προστασία και ατιμωρησία» (Paley, VEC, 196).
6Ε. Η πέτρα στον τάφο ήταν υπερβολικά μεγάλη. Ακόμα κι αν οι στρατιώτες είχαν αποκοιμηθεί, και οι μαθητές όντως προσπάθησαν να κλέψουν το σώμα, ο θόρυβος που θα έκανε η μετακίνηση τέτοιου βράχου σίγουρα θα τους ξυπνούσε.
Ο Wilbur Smith λέει: «Σίγουρα οι στρατιώτες θα ξυπνούσαν από τον θόρυβο που θα έκανε η πέτρα και οι μαθητές την ώρα που έκλεβαν το σώμα» (Smith, GCWC. 22-23).
Ο David Brown γράφει: «Αλλά- ακόμα κι αν υποτεθεί ότι μπορούσαν να είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί μαθητές, όσοι χρειάζονταν για να σπάσουν τη σφραγίδα, να κυλήσουν την πέτρα και να μεταφέρουν έξω το σώμα,- πώς μπορεί να εξηγηθεί ότι όλοι οι φρουροί κοιμόντουσαν μακαρίως και τόση ώρα ώστε να μπορέσει να εκτελεστεί ένα τόσο κουραστικό και θορυβώδες έργο και μάλιστα κάτω απ' τη μύτη τους χωρίς να ξυπνήσουν» (Jamieson, CCEP, 133).
7Ε. Τα σάβανα δίνουν σιωπηλή μαρτυρία για τo αδύνατο της κλοπής.
Ο Merrill Tenney σχολιάζει: «Κανένας κλέφτης δεν θα ξανατύλιγε τα σάβανα, λόγω έλλειψης χρόνου βέβαια. Θα είχε πετάξει τα σάβανα κάτω όπως-όπως και θα το 'σκαγε με το πτώμα. Ο φόβος μήπως γίνει αντιληπτός θα τον είχε κάνει να κινηθεί όσο το δυνατόν πιο βιαστικά» (Tenney. RR, 119).
Ο Albert Roper λέει:
Τέτοια τάξη δεν μπορεί να υπάρχει σε περιπτώσεις σύλησης τάφων και αρπαγής πτωμάτων. Ακόμα κι αν μπορούσε να βρεθεί κάποιος τόσο θρασύς που να αναλάβει τέτοιο εγχείρημα, σίγουρα δεν θα επιδείκνυε τόση τάξη. Τέτοια αταραξία, τέτοια ηρεμία. Σίγουρα δεν ταιριάζει μ' αυτό που βλέπουμε σε παρόμοιες εγκληματικές πράξεις όπου οι δράστες κάθε άλλο παρά συνηθίζουν να κακοποιούν το μέρος που λήστεψαν ή κατέστρεψαν. Αντιθέτως, η αταξία και η αναστάτωση είναι τα σημάδια του ύποπτου επισκέπτη. Τέτοιες πράξεις δεν εκτελούνται με βραδύτητα. Η εκτέλεσή τους απαιτεί βιασύνη, στην οποία η τάξη δεν έχει καμιά θέση. Αυτή ακριβώς η τάξη του τάφου, που την βεβαιώνει ο Ιωάννης, διακηρύττει τo παράλογο της κατηγορίας ότι το σώμα του Ιησού το έκλεψαν οι μαθητές (Roper, JRD, 35-37).
Ο Γρηγόριος Νύσσης, γράφοντας πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια, παρατηρεί, «ότι η διάταξη των σαβάνων στο μνήμα, το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του Σωτήρα, που δεν βρισκόταν μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα, αλλά ήταν τυλιγμένο κάπου πιο πέρα μόνο του, δεν μαρτυρούν τη βιασύνη των κλεφτών και κατά συνέπεια αντικρούουν την ιστορία που θέλει το σώμα να το κλέβουν οι μαθητές» (Whitworth, LHP, 64-65).
Ο Χρυσόστομος, επίσης συγγραφέας του τέταρτου αιώνα, γράφει κάτι ανάλογο:
Και τι σημαίνει το σουδάριο που ήταν πιο κει τυλιγμένο; Επειδή ο Πέτρος το είδε να είναι χωριστά από τα αλλά. Όμως, αν είχαν κλέψει το σώμα, δεν θα το έκλεβαν γυμνό, όχι μόνο από σεβασμό προς το πτώμα, αλλά και για να μη χάσουν χρόνο ξετυλίγοντας τα σάβανα και στο μεταξύ ξυπνήσουν οι φρουροί και τους πιάσουν. Ειδικά όταν τα σάβανα ήταν ποτισμένα με μύρο, μια ουσία που έχει την ιδιότητα να κολλάει στο σώμα και στα ρούχα, κι έτσι δεν ήταν εύκολο να βγάλουν τα σάβανα απ' το πτώμα. Χρειαζόταν λοιπόν πολύς χρόνος για κάτι τέτοιο, άρα κι απ' αυτό φαίνεται ότι η ιστορία της κλοπής είναι αδύνατο να έγινε. Τι; δεν ήξεραν την οργή των Ιουδαίων; Κι ότι θα ξεσπούσαν την οργή τους πάνω τους; Και ποιο το όφελος γι’ αυτούς αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί; (Χρυσόστομος, HGSM, όπως το παραθέτει ο Schaff, SLNPNF, 530-31).
Ο Simon Greenleaf, ο διάσημος καθηγητής νομικής του Χάρβαρντ λέει,
Τα σάβανα που βρέθηκαν τακτοποιημένα στη θέση τους, και το σουδάριο τυλιγμένο πιο κει μόνο του, αποδεικνύουν ότι το μνήμα δεν είχε συληθεί ούτε το σώμα είχε κλαπεί βίαια. Επειδή τα σάβανα και τα μύρα θα είχαν περισσότερη αξία για τους κλέφτες παρά ένα γυμνό σώμα. Τουλάχιστον δεν θα έκαναν τον κόπο να τα τυλίξουν όλα μαζί. Όλη αυτή η εικόνα του τάφου μας δείχνει επίσης ότι το σώμα δεν κλάπηκε από φίλους, επειδή οι φίλοι ποτέ δεν θα άφηναν πίσω τα σάβανα. Όλα αυτά δημιούργησαν στο νου του Ιωάννη το σπέρμα της πίστης ότι ο Ιησούς αναστήθηκε (Greenleaf, ΤΕ, 542).
Ο Henry Latham, που κάνει καλή περιγραφή των σαβάνων, επισημαίνει ότι ήταν ακριβώς στο σημείο που έπρεπε και λέει:
Πενήντα κιλά αρωματικών ουσιών. Αυτές οι ουσίες είχαν στεγνώσει, η ποσότητα που αναφέρεται είναι μεγάλη και αν τα σάβανα τα είχαν ξετυλίξει, το μύρο και η αλόη θα είχαν πέσει στις πλάκες η στο πάτωμα, δημιουργώντας έναν ευδιάκριτο σωρό. Ο Πέτρος, όταν μπήκε στον τάφο και περιέγραψε στον Ιωάννη με κάθε λεπτομέρεια τι είδε, σίγουρα δεν θα άφηνε ασχολίαστο κάτι τέτοιο. Ο κύριος Beard δεν ξεχνά τις ουσίες και λέει ότι βάραιναν τα σάβανα αλλά χάνει ένα πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, σημείο- ότι αν τα σάβανα τα είχαν ξετυλίξει, οι αρωματικές ουσίες θα έπεφταν κάτω και θα φαίνονταν. Το γεγονός ότι δεν λέγεται τίποτε γι' αυτό, ευνοεί την υπόθεση ότι οι αρωματικές ουσίες έμειναν μέσα στα σάβανα στην αρχική τους θέση και κατά συνέπεια δεν φαίνονταν (Latham, RM, 9).
8Ε. Οι μαθητές δε θα έπαιρναν ποτέ το σώμα του Ιησού.
Ο Wilbur Smith σχολιάζει:
Οι μαθητές δεν είχαν κανέναν απολύτως λόγο να πάρουν το σώμα, το οποίο είχε θαφτεί σύμφωνα με όλα τα έθιμα . Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο για το σώμα του Κυρίου τους. Ό,τι έπρεπε να γίνει είχε γίνει. Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ποτέ δεν τους είπε να μετακινήσουν το σώμα από τον τάφο. Κανείς δεν πρότεινε κάτι τέτοιο κι επομένως αν είχαν αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν θα ήταν ούτε για να τιμήσουν τον Κύριό τους, ούτε για τη δική τους προστασία αλλά μόνο για να εξαπατήσουν τους άλλους. Μ' αλλά λόγια για να πλασάρουν στο λαό της Παλαιστίνης ένα ψέμα για τον Ιησού. Τώρα, αν μη τι άλλο, αυτοί οι άνθρωποι που είχαν ακολουθήσει τον Ιησού πιστά επί τρία χρόνια, δεν ήταν ψεύτες, με εξαίρεση τον Ιούδα, ο οποίος ήταν ήδη νεκρός. Δεν ήταν κακοί άνθρωποι, ούτε απατεώνες. Είναι αδιανόητο ότι οι έντεκα έχοντας ζήσει μαζί με τον Άγιο Γιο του Θεού, ο οποίος μάλιστα καταδίκαζε κάθε ψέμα και πάντα εκθείαζε την αλήθεια, έχοντας ακούσει το Χριστό να κηρύττει ένα ευαγγέλιο υπέρτατης δικαιοσύνης που όμοιο του δεν είχε κηρυχθεί ποτέ στη γη, είναι αδιανόητο ότι αυτοί οι έντεκα μαθητές θα συμφωνούσαν ξαφνικά να σκαρώσουν μια τέτοια επονείδιστη σκευωρία (Smith. TS, 377).
9Ε. Οι μαθητές δεν είχαν καταλάβει ακόμα την αλήθεια της ανάστασης κι έτσι δεν προσπαθούσαν να την εμφανίσουν ως πραγματικό γεγονός (δες Λουκάς 24).
Όπως παρατηρεί ο John F. Whitworth «Οι μαθητές δεν φαίνονταν να έχουν καταλάβει ότι ο Ιησούς θα ανασταινόταν την τρίτη μέρα. Σίγουρα ξαφνιάστηκαν όταν κατάλαβαν πως αυτό είχε πράγματι συμβεί. Αυτό αναιρεί την άποψη ότι θα μπορούσαν έστω να διανοηθούν να κλέψουν το σώμα, για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είχε αναστηθεί» (Whitworth. LHP, 64).
Ο A. Β. Bruce γράφει:
Οι μαθητές, ακόμα κι αν ήταν ικανοί να διαπράξουν μια τέτοια κλοπή, δεν ήταν σε κατάσταση να σκεφτούν κάτι τέτοιο ούτε να το επιχειρήσουν, λόγω των τύψεων συνειδήσεως που θα ένιωθαν. Δεν τους είχε μείνει διάθεση για μια τέτοια παράτολμη πράξη. Η λύπη τους είχε πλακώσει και τους έκανε τόσο ανήμπορους, σχεδόν σαν το πτώμα που υποτίθεται ότι έκλεψαν. Έπειτα, το κίνητρο για την κλοπή δεν μπορεί να τους είχε επηρεάσει σ’ εκείνη τη φάση. Να κλέψουν το πτώμα για να διαδώσουν την πίστη στην ανάσταση; Τι τους ένοιαζε να διαδώσουν μια πίστη που κι αυτοί οι ίδιοι δεν την είχαν ενστερνιστεί; «Ως τότε δεν ήξεραν τις Γραφές ότι έπρεπε να αναστηθεί» ούτε θυμούνταν τίποτε απ' αυτά που τους είχε πει ο Κύριός τους σχετικά, πριν το πάθος του (Bruce,ΤΤ, 494).
10Ε. «Οι μαθητές ήταν έντιμοι άνθρωποι» λέει ο James Rosscup, «και δεν θα είχαν πλασάρει ένα τέτοιο ψέμα στον κόσμο. Πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους κηρύττοντας το μήνυμα της ανάστασης, εκείνοι οι δειλοί που στη συνέχεια μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους γεμάτους θάρρος. Ήταν πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τη σύλληψη, τη φυλακή, το ξύλο και τον πιο φρικτό θάνατο, και κανένας τους δεν αρνήθηκε ποτέ τον Κύριο ούτε αποκήρυξε την πίστη του ότι ο Χριστός αναστήθηκε» (Rosscup, CN, 4).
Ο Paul Little συζητώντας τη θεωρία της κλοπής υποστηρίζει ότι: «Επιπλέον, ερχόμαστε μπροστά στο αδύνατο από ψυχολογικής και ηθικής άποψης. Η κλοπή του σώματος του Ιησού είναι κάτι εντελώς ξένο προς το χαρακτήρα των μαθητών και όλων όσων ξέρουμε γι' αυτούς. Θα σήμαινε ότι ήταν ένοχοι ενός εσκεμμένου ψεύδους που ευθυνόταν για την παραπλάνηση και το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Είναι αδιανόητο, ακόμα κι αν μερικοί απ’ τους αποστόλους είχαν συνωμοτήσει και εκτελέσει αυτό το σχέδιο, να μην το είπαν ποτέ και στους άλλους» (Little, Kwhy, 63-64).
Ο J. Ν. Anderson, ο Βρετανός δικηγόρος, σχολιάζοντας την άποψη ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Χριστού, λέει: «Αυτό θα ήταν εντελώς αντίθετο με όσα γνωρίζουμε γι' αυτούς: την ηθική τους διδασκαλία, το ποιόν της ζωής τους, την αποφασιστικότητα τους να υπομείνουν το διωγμό και το μαρτύριο. Ούτε εξηγεί τη δραματική τους μεταμόρφωση από αποκαρδιωμένους και απελπισμένους ανθρώπους σε μάρτυρες τους οποίους καμιά αντίσταση δεν μπορούσε να τους κάμψει» (Anderson,CWH,92).
Αναφορικά με τη θεωρία της κλοπής ο Kevan γράφει: Είναι εδώ που ακόμα και οι αντίπαλοι της χριστιανικής άποψης έρχονται σε βοήθειά της, επειδή ο Strauss (1808-1874) ο σκεπτικιστής, απορρίπτει την υπόθεσή της απάτης από μέρους των μαθητών ως ηθικά αδύνατη. «Ο ιστορικός» λέει ο Strauss, «πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι μαθητές πίστευαν ακράδαντα πως ο Ιησούς είχε αναστηθεί» (Leben Jesu, 1864). (Kevan, RC, 9).
O Wilbur Smith λέει, «Ακόμα και πολλοί ορθόδοξοι Ιουδαίοι μελετητές σήμερα απορρίπτουν πέρα για πέρα αυτή την εκδοχή, μεταξύ αυτών κι ο ίδιος ο Klausner, που δεν τη δέχεται στο ελάχιστο, και πιστεύει πως οι μαθητές ήταν πάρα πολύ έντιμοι για να εκτελέσουν μια τέτοια απάτη» {Jesus of Nazareth, His Life, Times and Teaching, New York, 1925, σελ. 414) (Smith. GCWC, 22-23).
Ήταν ένα κλεμμένο σώμα που έδωσε στον Πέτρο την παρρησία να κηρύξει στο Πράξεις 4:48;
Ο Wilbur Smith εξηγεί:
Η δύναμη του Θεού ήρθε πάνω στον Πέτρο την ημέρα της Πεντηκοστής και εκείνη τη μέρα σε ένα κήρυγμα που το μεγαλύτερο μέρος του είχε να κάνει με την ανάσταση του Χριστού, τρεις χιλιάδες ψυχές πίστεψαν στον Κύριο. 'Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Ο Πέτρος κήρυττε επιτέλους αυτό που πίστευε: ότι ο Θεός είχε αναστήσει το Χριστό. Δεν μπορείς ενσυνείδητα να κηρύττεις ψέματα με τέτοια δύναμη. Οι μαθητές συνέχισαν να κηρύττουν την ανάσταση, μέχρι που όλος ο κόσμος έγινε άνω κάτω με την πίστη σ' αυτήν την ένδοξη αλήθεια. Όχι, οι μαθητές δεν μπορούσαν να κλέψουν και δεν έκλεψαν το σώμα του Κυρίου μας (Smith, TS 377-78). Όλοι οι απόστολοι, εκτός από τον Ιωάννη, πέθαναν με μαρτυρικό θάνατο. Υπέφεραν διωγμούς επειδή έμειναν προσκολλημένοι στα πιστεύω τους. Όπως γράφει ο Paul little:«Οι άνθρωποι θα πεθαίνουν γι’ αυτό που πιστεύουν ότι είναι αλήθεια, μολονότι στην πραγματικότητα μπορεί να είναι ψέμα. Δεν πεθαίνουν όμως για κάτι που ξέρουν πως είναι ψέμα»(Little Kwhy, 173). Αν οι μαθητές είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού, θα ήξεραν πως όσα κήρυτταν για την ανάσταση ήταν ψέμα. Ωστόσο, «διαρκώς αναφέρονταν στην ανάσταση ως τη βάση της διδασκαλίας τους, του κηρύγματος τους, της ζωής τους και τελικά του θανάτου τους». Η θεωρία, λοιπόν, ότι οι μαθητές έκλεψαν το πτώμα είναι εντελώς παράλογη! (Lewis και Short, LD, 62).
Συμφωνώ με τον John R. W. Stott: Η θεωρία ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Χριστού «απλώς δεν ακούγεται αληθής. Είναι τόσο απίθανη που αγγίζει τα όρια του κυριολεκτικά αδύνατου. Αν κάτι είναι ξεκάθαρο στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις, είναι ότι οι απόστολοι ήταν ειλικρινείς. Μπορεί να εξαπατήθηκαν, αν θέλετε, αλλά δεν ήταν απατεώνες. Οι υποκριτές και οι μάρτυρες δεν είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα» (Stott, BC, 50).
3Δ. Η θεωρία ότι οι Ιουδαίοι, οι Ρωμαίοι ή ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία πήραν το σώμα του Χριστού, δεν εξηγεί πιο λογικά τον άδειο τάφο.
1Ε. Μήπως οι Ιουδαίοι μετακίνησαν το σώμα: Ο J. Ν. D. Anderson λέει,
Μέσα σε εφτά μόλις βδομάδες (μετά την ανάσταση του Χριστού), αν βέβαια πιστεύουμε την αφήγηση, και δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο λόγο οι Χριστιανοί συγγραφείς να έχουν επινοήσει αυτό το δύσκολο χάσμα των εφτά βδομάδων, μέσα σε επτά μόλις βδομάδες η Ιερουσαλήμ έβραζε από τα κηρύγματα για την ανάσταση. Οι απόστολοι το κήρυτταν σε κάθε γωνιά της πόλης. Οι αρχιερείς ήταν πολύ εκνευρισμένοι μ’ αυτή την κατάσταση. Είπαν ότι οι απόστολοι προσπαθούσαν να φέρουν πάνω τους το αίμα αυτού του ανθρώπου, ότι τους κατηγορούσαν που σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας. Και ήταν έτοιμοι να φτάσουν στα άκρα για να πατάξουν αυτήν την επικίνδυνη αίρεση στη γένεσή της (Anderson, RJC, 6).
Αν οι Ιουδαίοι είχαν εκδώσει επίσημη διαταγή να μετακινηθεί το σώμα, γιατί, όταν οι απόστολοι κήρυτταν την ανάσταση στην Ιερουσαλήμ δεν βγήκαν να εξηγήσουν: «Μια στιγμή! Εμείς μετακινήσαμε το πτώμα -ο Χριστός δεν αναστήθηκε». Αν αυτή η αντίκρουση απέτυχε, γιατί δεν εξήγησαν ακριβώς που ήταν το πτώμα; Αν κι αυτό δεν έπιασε, γιατί δεν εμφάνισαν πάλι το πτώμα, να το βάλουν σε μια άμαξα και να το περιφέρουν σ’ όλη την πόλη: Μια τέτοια κίνηση θα είχε καταστρέψει το Χριστιανισμό- θα τον είχε αφανίσει στο λεπτό!
Ο William Paley, ο Άγγλος θεολόγος και φιλόσοφος, γράφει: «Είναι προφανές ότι αν το σώμα του Ιησού μπορούσε να βρεθεί, οι Ιουδαίοι θα το παρουσίαζαν, μια και θα ήταν η ευκολότερη και πειστικότερη απάντηση στο όλο ζήτημα. Πράγματι, είχαν λάβει όλα τα μέτρα και είχαν προβεί σε όλες τις προφυλάξεις όταν η ιστορία της ανάστασης του Χριστού έγινε γνωστή- και έγινε αμέσως γνωστή. Όταν εξάλλου οι απόστολοι μιλούσαν δημόσια γι' αυτήν και την έκαναν το θεμέλιο του κηρύγματος τους, και όταν οι νέοι πιστοί άρχισαν να συνθέτουν την Εκκλησία, οι Ιουδαίοι δεν είχαν κανένα σώμα να παρουσιάσουν» (Paley, VEC, 196-98).
Ο John Whitworth γράφει για τη σιωπή των Ιουδαίων σχετικά με το τι έγινε το σώμα του Ιησού:
«Ενώ αυτή η ιστορία (της κλοπής) ήταν αργότερα ευρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των Ιουδαίων, ούτε μία φορά, όπως γράφει ο Δρ. Gilmore, δεν τη βρίσκουμε να μνημονεύεται στις δίκες των αποστόλων που έγιναν σχεδόν αμέσως στην Ιερουσαλήμ με κατηγορία την απροκάλυπτη αναφορά τους στην ανάσταση του Διδασκάλου τους. Ούτε μία φορά δεν τους αποδόθηκε η κατηγορία, ούτε ένας ψίθυρος δεν ακούστηκε από τα χείλη των αρχιερέων επί του θέματος. Και η ιστορία πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε ως αβάσιμη και παράλογη» (Whitworth, LHP, 66).
2Ε. Μήπως οι Ρωμαίοι μετακίνησαν το σώμα; Θα ήταν προς όφελος του διοικητή να μείνει το σώμα στον τάφο. Το κύριο μέλημα του Πιλάτου ήταν να υπάρχει κοινωνική ηρεμία. Αν μετακινούσε το πτώμα, θα προκαλούσε ανεπιθύμητη αναταραχή μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών.
Ο J. Ν. D. Anderson λέει για τον Πιλάτο: «Ήταν αναστατωμένος μ’ αυτήν την παράξενη διδασκαλία. Αν είχε φροντίσει να μετακινηθεί το σώμα, σίγουρα θα είχε ενημερώσει τους αρχιερείς αφού κι αυτοί ήταν επίσης ανήσυχοι» (Anderson, RJC, 6). Ο Πιλάτος το μόνο που ήθελε ήταν ηρεμία.
3Ε. Μήπως ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία μετακίνησε το σώμα; Ο Ιωσήφ ήταν κρυφός μαθητής κι ως τέτοιος δεν θα μετακινούσε το σώμα αν πρώτα δεν συμβουλευόταν τους μαθητές. Αν πάλι ο Ιωσήφ επιχειρούσε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να το πει στους υπόλοιπους, σίγουρα θα τους το είχε πει μετά, όταν το μήνυμα της ανάστασης έγινε γνωστό.
4Ε Εν κατακλείδι, όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν ευσταθεί η θεωρία που θέλει το σώμα του Ιησού να έχει μετακινηθεί. Όπως λέει ο George Hanson: «Η απλή πίστη του Χριστιανού που πιστεύει στην ανάσταση δεν είναι τίποτε μπροστά στην ευπιστία του σκεπτικιστή που δέχεται τα πιο τρελά και απίθανα σενάρια αρκεί να μην παραδεχθεί την απλή μαρτυρία των ιστορικών γεγονότων. Οι δυσκολίες της πίστης μπορεί να είναι μεγάλες, αλλά ο παραλογισμός της απιστίας είναι ακόμα μεγαλύτερος» (Hanson, G, RL, 24).
3Β. Η θεωρία των παραισθήσεων
1Γ. Η άποψη
Όλες οι εμφανίσεις του Χριστού μετά την ανάσταση ήταν μόνο υποτιθέμενες εμφανίσεις. Αυτό που συνέβη πραγματικά ήταν το εξής: οι άνθρωποι είχαν παραισθήσεις.
2Γ. Η αντίκρουση 1Δ.Είχαν τόση σημασία οι εμφανίσεις του Χριστού;
Ο C.S. Lewis γραφει:
Τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού ο «απόστολος» ήταν πρώτα και κύρια ένας άνθρωπος που ισχυριζόταν ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της ανάστασης. Λίγες μέρες μετά την σταύρωση, όταν προτάθηκαν δυο υποψήφιοι για τη θέση του προδότη Ιούδα που είχε μείνει κενή, το κύριο προσόν τους ήταν ότι γνώρισαν προσωπικά των Ιησού τόσο πριν όσο και μετά το θάνατό Του, και μπορούσαν να δώσουν από πρώτο χέρι αποδείξεις για την ανάσταση που θα κήρυτταν στον κόσμο (Πράξεις 1:22). Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος, κηρύττοντας το πρώτο χριστιανικό κήρυγμα, προβαίνει στον ίδιο ισχυρισμό-«Ο Θεός ανάστησε τον Ιησού, του οποίου όλοι εμείς (οι Χριστιανοί) είμαστε μάρτυρες»(Πράξεις 2:32). Στην πρώτη επιστολή προς Κορίνθιους ο Παύλος ισχυρίζεται πως κι αυτός είναι απόστολος και στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό στην ίδια βάση «Δεν είμαι απόστολος: Δεν είδα τον Κύριο Ιησού;» (Lewis. Μ. 148).
2Δ. Πειράζει αν οι εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάσταση ήταν οράματα;
Βάσει του ορισμού που κάνει ο Lewis, αν ήταν αληθινή η άποψη που θεωρεί ότι όλες οι εμφανίσεις του Χριστού ήταν παραισθήσεις, τότε η αξία του αποστολικού αξιώματος θα ήταν μηδενική.
Αν αυτή η θεωρία ισχύει, τότε αυτό σημαίνει, όπως λέει ο Gresham Machen, «ότι η χριστιανική Εκκλησία οικοδομήθηκε πάνω σε μια παθολογική εμπειρία ορισμένων ατόμων του πρώτου αιώνα. Σημαίνει ότι αν ο Πέτρος και οι άλλοι είχαν συμβουλευτεί έναν καλό νευρολόγο, η χριστιανική Εκκλησία δεν θα είχε υπάρξει ποτέ» (Kevan, RC, 10-11).
Ο J. Ν. D. Anderson, μιλώντας για «την αξιοπιστία της αποστολικής μαρτυρίας» λέει ότι «είτε θα σταθεί είτε θα πέσει από την εγκυρότητα της ομολογίας τους» (Anderson, DCR, 100).
3Δ. Τι είναι το όραμα;
Ο Wilbur Smith λέει,
Ο πιο ικανοποιητικός ορισμός του οράματος που ξέρω, είναι αυτός που διατύπωσε ο Weiss: «η επιστημονική σημασία αυτού του όρου είναι ότι κάνεις κάτι, για το οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχο εξωτερικό αντικείμενο. Το οπτικό νεύρο δεν έχει διεγερθεί από κανένα εξωτερικό κύμα φωτός η από δονήσεις του αιθέρα, αλλά έχει διεγερθεί από μια αμιγώς εσωτερική ψυχολογική αιτία. Παράλληλα, η αισθητική εντύπωση της όρασης γίνεται αποδεκτή από αυτόν που βιώνει το όραμα τόσο απόλυτα σαν να ήταν καθόλα αντικειμενική. Πιστεύει απόλυτα ότι το αντικείμενο του οράματος του βρίσκεται μπροστά του» (Smith, TS, 581).
4Δ.Ήταν οράματα οι εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάσταση;
Οι εμπειρίες των αποστόλων δεν ήταν οράματα. Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης αντικρούει μια τέτοια υπόθεση πέρα για πέρα.
Όπως είπε ο Hailer Straton: «Οι άνθρωποι που είναι επιρρεπείς σε παραισθήσεις δεν γίνονται ποτέ ήρωες ηθικής. Η επίδραση της ανάστασης του Ιησού στη ζωή των ανθρώπων, ήταν μόνιμη, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους πρώτους μάρτυρες θανατώθηκαν επειδή κήρυτταν αυτήν την αλήθεια» (Straton, BLR. 4).
5Δ. Η θεωρία των παραισθήσεων δεν είναι πιστευτή, επειδή αντίκειται σε συγκεκριμένους νόμους και αρχές οι οποίες όπως λένε οι ψυχίατροι χαρακτηρίζουν τα οράματα.
1Ε. Γενικά, μόνο ορισμένα είδη ανθρώπων έχουν παραισθήσεις (Anderson, RJC, 49), (Little, KwhyB, 67-69), (Peru, OPC, 97-99). Είναι εκείνοι τους οποίους θα περιέγραφε κανείς ως “υπερευαίσθητους", φαντασιόπληκτους και εξαιρετικά αγχώδεις. Οι εμφανίσεις που έκανε ο Χριστός δεν περιορίζονταν σε ανθρώπους συγκεκριμένης ψυχοσύνθεσης.
Ο John R. W. Stott γράφει:
«Υπάρχει ποικιλία διαθέσεων... «Η Μαρία η Μαγδαληνή έκλαιγε... «Οι γυναίκες φοβούνταν και ήταν κατάπληκτες... «Ο Πέτρος ήταν γεμάτος τύψεις... «...και ο Θωμάς ήταν δύσπιστος.
«Οι φίλοι που πήγαιναν προς Εμμαούς ήταν αναστατωμένοι από τα γεγονότα της εβδομάδας...
«...και οι μαθητές στη Γαλιλαία είχαν αρχίσει να ξανασχολούνται με το ψάρεμα». «Είναι αδύνατο να απορρίψουμε τις εμφανίσεις του Κυρίου χαρακτηρίζοντάς τες παραισθήσεις διαταραγμένων ανθρώπων» (Stott, BC, 57).
2Ε. Οι παραισθήσεις στο υποσυνείδητο του ανθρώπου είναι συνδεδεμένες με συγκεκριμένες παλαιότερες εμπειρίες (Anderson, RJC, 4-9), (Little, KwhyB, 67-69) (Peru, OPC, 97-99).
1Z. Είναι πάρα πολύ ατομικές και εξαιρετικά υποκειμενικές.
Ο Heinrich Kluerer στο βιβλίο Psychopathology of Perception παραθέτει τα λόγια ενός διάσημου νευροβιολόγου:
«Ο Raoul Mourgue, στη διατριβή του για τη νευροβιολογία των παραισθήσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευμεταβλητότητα και η ανακολουθία είναι τα πιο σταθερά χαρακτηριστικά των παραισθήσεων. Γι’ αυτόν η παραίσθηση δεν είναι ένα στατικό φαινόμενο αλλά μια δυναμική διαδικασία, η αστάθεια της οποίας φαίνεται στην αστάθεια των παραγόντων και των συνθηκών που έχουν να κάνουν με την προέλευσή της» (Kleurer, όπως το παραθέτει ο Hoch, ΡΡ, 18).
Είναι εξαιρετικά απίθανο, λοιπόν, δύο άνθρωποι να έχουν την ίδια στιγμή την ίδια παραίσθηση.
2Ζ. Οι εμφανίσεις του Χριστού έγιναν σε μέρη όπου βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι.
Ο Thomas J. Thorbum υποστηρίζει:
Είναι αδιανόητο ότι πεντακόσιοι τόσοι άνθρωποι ας πούμε, που αντιπροσώπευαν κάθε είδος ψυχοσύνθεσης και νοημοσύνης, σε διάφορες χρονικές στιγμές και σε διάφορες συνθήκες θα είχαν όλα τα είδη των αισθητικών εντυπώσεων –οπτικές, ακουστικές, απτικές- και ότι όλες αυτές οι πολλαπλές εμπειρίες θα ήταν απλώς θέμα υποκειμενικής παραίσθησης. Λέμε ότι αυτό είναι απίστευτο, επειδή αν μια τέτοια θεωρία εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε άλλο μη «υπερφυσικό» γεγονός της ιστορίας, θα είχε απορριφθεί πάραυτα ως γελοιωδώς ανεπαρκής εξήγηση (Thorbum, RNMC,158-59).
Ο Theodore Crhistlieb παραθέτει τα λόγια του Wilbur Smith:
Δεν αρνούμαστε ότι η επιστήμη κάνει λόγο για περιπτώσεις όπου τα οράματα τα είδαν ολόκληρες ομάδες ταυτόχρονα. Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις, είχαμε πάντα μια παθολογική έξαρση της διανοητικής ζωής, καθώς και μια παθολογική σωματική κατάσταση, κυρίως νευρικών παθήσεων. Τώρα ακόμα κι αν ένας ή πολλοί από τους μαθητές ήταν σ’ αυτήν την παθολογική κατάσταση, δεν θα είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να συμπεράνουμε ότι όλοι τους βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση. Οι μαθητές ήταν άνθρωποι με διαφορετική ψυχοσύνθεση και ιδιοσυστασία. Κι όμως ο ένας μετά τον άλλον υποτίθεται ότι έπεσαν σ' αυτήν την παθολογική κατάσταση. Όχι μόνο οι ταραγμένες γυναίκες, αλλά ακόμα κι ο Πέτρος, αυτός ο σκληροτράχηλος ψαράς που κάθε άλλο παρά φοβικός ήταν, ο Ιάκωβος, οι δυο που πήγαιναν στην Εμμαούς, μέχρι και ο ψύχραιμος, δύσπιστος Θωμάς, οι έντεκα μαζί καθώς και οι πεντακόσιοι. Όλοι αυτοί υποτίθεται ότι έπεσαν σε κάποιο είδος αυταπάτης και μάλιστα, αξίζει να το προσέξουμε αυτό, κάτω από τις πιο διαφορετικές συνθήκες και μέρη, και κατά την ώρα που έκαναν τα πιο διαφορετικά πράγματα (το πρωί στον τάφο, την ώρα που συζητούσαν στο δρόμο, στον εμπιστευτικό κύκλο των φίλων, την ώρα του ψαρέματος) και που το μυαλό τους το απασχολούσαν τελείως διαφορετικά πράγματα. Και είναι δυνατό να συνεννοήθηκαν όλοι να αναγγείλουν αυτά τα οράματα στον κόσμο χαρακτηρίζοντάς τα σωματικές εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού; Ή κι αν το είχαν κάνει, ήταν δυνατό να πρόκειται για καθαρή αυταπάτη και εσωτερική πλάνη; Σίγουρα κάποιοι απ’ αυτούς αργότερα θα είχαν αναρωτηθεί σοβαρά αν η εικόνα που είχαν δει ήταν πραγματικότητα. Ο Schleiermacher λέει πολύ σωστά «όποιος πιστεύει ότι οι μαθητές αυταπατήθηκαν και πέρασαν το εσωτερικό για εξωτερικό, τους κατηγορεί για τέτοια διανοητική αδυναμία, που ακυρώνει όλη τους τη μαρτυρία για το Χριστό, θα ήταν σαν ο ίδιος ο Χριστός, όταν διάλεγε τέτοιους μάρτυρες, να μην ήξερε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο. Ή αν ο ίδιος επέτρεψε να περάσουν τις εσωτερικές εικόνες για εξωτερικές οντότητες τότε θα ήταν Αυτός ο δημιουργός του λάθους, και όλες οι ηθικές ιδέες θα ανατρέπονταν. Αλλά δεν θα άρμοζε στην θεϊκή αξιοπρέπειά Του» (ChristUeb, όπως το παραθέτει ο Smith, TS, 396-97).
3Ε. Σύμφωνα με δυο γνωστούς ψυχιάτρους, τον L. Ε. Hisnie και τον J. Shatsky, «Η παραίσθηση είναι μια εσφαλμένη αντίληψη, μια λάθος αντίδραση σε ένα αισθητικό ερέθισμα. Αλλά σε έναν φυσιολογικό άνθρωπο αυτή η ψεύτικη πεποίθηση συνήθως τους δημιουργεί την επιθυμία να την ελέγξει, και τότε μια άλλη αίσθηση η άλλες αισθήσεις σπεύδουν προς διάσωση και εφησυχάζουν το άτομο ότι όλο αυτό ήταν μονάχα μια παραίσθηση» (Hinsie, PD, 280).
Οι εμφανίσεις που έκανε ο Χριστός δεν μπορούσαν να είναι «εσφαλμένες» αντιλήψεις :
Ο Wilbur Smith γράφει για τις παρατηρήσεις του Λουκά. Τον περιγράφει ως «άνθρωπο που συνήθιζε να εξετάζει επιστημονικά κάθε θέμα που μελετούσε. Ο Λουκάς λέει στην αρχή των Πράξεων ότι ο Κύριός μας εμφανίστηκε ζωντανός μετά τον θάνατό του «με πολλές αναμφισβήτητες αποδείξεις» ή πιο κυριολεκτικά «εν πολλοίς τεκμηρίοις (Smith, TS, 400).
Ο Smith συνεχίζει:
Αυτές ακριβώς οι αποδείξεις τις οποίες οι σύγχρονοι επιστήμονες, ακόμα και οι ψυχολόγοι, επιμένουν τόσο πολύ ότι καθορίζουν την πραγματικότητα οποιουδήποτε υπό εξέταση αντικειμένου, είναι οι αποδείξεις που μας παρουσιάζουν τα Ευαγγέλια αναφορικά με την ανάσταση του Κυρίου Ιησού, δηλαδή, αυτά που έχουμε δει με τα μάτια μας, τα αγγίξαμε με τα χέρια μας και τα ακούσαμε με τα αφτιά μας. Αυτό είναι που ονομάζουμε εμπειρική απόδειξη (Smith, TS, 389-90).
Ο W. J. Sparrow-Simpson γράφει ότι «οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με τις ανθρώπινες αισθήσεις στις οποίες απευθύνονταν, είτε είναι η αίσθηση της όρασης, ή της ακοής, ή της αφής. Έτσι, τα ποικίλα φαινόμενα μπορούν άνετα να ομαδοποιηθούν στις τρεις αυτές κατηγορίες» (Sparrow –Simpson, RCF, 83).
Ο Sparrow-Simpson συνεχίζει: «Έχουμε κατ' αρχήν την αίσθηση της όρασης. Αυτή φυσικά έρχεται πρώτη ως ο πρώτος τρόπος για την προσέλκυση της προσοχής. Στα Ευαγγέλια περιγράφεται με διάφορες εκφράσεις:
«ο Ιησούς τους συνάντησε» (Ματθαίος28:17). «Τον είδαν» (Ματθαίος 28:17). «Τον γνώρισαν» (Λουκάς 24:31) «Νόμισαν ...ότι βλέπουν φάντασμα» (Λουκάς 24:37). «Κοιτάξτε...τα χέρια μου και τα πόδια μου για να δείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφίστε με και δείτε, γιατί ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε να έχω εγώ. Και αφού τούς είπε αυτά τα πράγματα τους έδειξε τα χέρια του και τα πόδια του» (Λουκάς 24:39.40).
Το ίδιο βλέπουμε και στον τέταρτο Ευαγγελιστή: «Είδα τον Κύριο» (Ιωάννης 20:18) «Τους έδειξε τα χέρια του και το πλευρό του» (Ιωάννης 20:20) «Είδαν τον Κύριο» (Ιωάννης 20:20) «Αν δεν δω τα σημάδια των καρφιών στα χέρια του» (Ιωάννης 20:25) «Επειδή με είδες με τα μάτια σου πίστεψες;» (Ιωάννης 20:29). «Και κανένας από τούς μαθητές του δεν τολμούσε να τον ρωτήσει. Εσύ ποιος είσαι, γιατί είχαν πια καταλάβει πως ήταν ο Κύριος» (Ιωάννης 21:12). «Εμφανιζόμενος σ’ αυτούς για σαράντα ημέρες» (Πράξεις 1:3).
Κατά τις εμφανίσεις αυτές ο Κύριος μιλά ιδιαίτερα για τα σημάδια απ’ τις πληγές του: Ο Λουκάς μιλά για τα χέρια και τα πόδια (Λουκάς 24:29-40)...ο Ματθαίος δεν αναφέρει τίποτε. Ο Ιωάννης αναφέρει «Τα χέρια του και τo πλευρό του» (Ιωάννης 20:20-25, 27) (Sparrow-Simpson, RCF, 183-184).
«Οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού απευθύνονται και στην αίσθηση της αφής.. .Τα πιo εμφατικά λόγια είναι αυτά στο ευαγγέλιο του Λουκά: “Ψηλαφίστε με και δείτε, γιατί ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε να έχω εγώ"» (Λουκάς 24:39).
«Τότε εκείνοι του έδωσαν ένα κομμάτι ψητό ψάρι και μέλι, κηρύθρας. Τα πήρε λοιπόν εκείνος και τα έφαγε μπροστά τους» (Λουκάς 24:42,43) (Sparrow- Simpson, RCF, 92-93).
Ο Thomas Thombum γράφει: «Το παραισθητικό όραμα στο ευαγγέλιο του Μάρκου έχει μια ακουστική εμπειρία: ο άγγελος λέει στις γυναίκες να πάνε και να αναγγείλουν το νέο στους αποστόλους» (Μάρκος 16:5-7).
Ο Thombum συνεχίζει: «Παρομοίως στο Ματθαίο (που άντλησε το υλικό του από τις ίδιες σχεδόν πηγές με το Μάρκο) και οι δυο γυναίκες βλέπουν και ακούνε τον Ιησού και επίσης τον αγγίζουν (Ματθαίος 28:9-10) (Thombum, RNMC. 133).
4Ε. Οι παραισθήσεις συνήθως συμβαίνουν σε συγκεκριμένο είδος χώρου και συνθηκών. (Anderson, RJC, 4-9), (Little, KwhyB, 67-69, (Pem, OPC, 97-99)
Οι παραισθήσεις συνήθως συμβαίνουν:
• Σε μέρος όπου επικρατεί νοσταλγική ατμόσφαιρα, ή
• Σε καταστάσεις όπου στο άτομο αναπτύσσεται ιδιαίτερα η διάθεση της αναπόλησης.
Οι φορές που εμφανίστηκε ο Χριστός τα μέρη στα οποία εμφανίστηκε δεν συντελούσαν στο να έχουν οι μάρτυρες παραισθήσεις. Δεν υπήρχε οικείο περιβάλλον που να κάνει τους παρόντες να αρχίσουν να φαντάζονται τα πράγματα.
Ο John R. W. Stott παρατηρεί ότι, «απουσίαζαν οι εξωτερικές ευνοϊκές συνθήκες για παραισθήσεις» (Stott, BC, 57).
Ο Stott συνεχίζει: αν οι εμφανίσεις είχαν λάβει χώρα σε ένα ή δυο συγκεκριμένα ιερά μέρη, που είχαν καθαγιαστεί από αναμνήσεις με τον Ιησού, και αν οι μάρτυρες βρίσκονταν σε κατάσταση προσμονής, ίσως τότε να είχαμε τέτοια φαινόμενα παραισθήσεων» (Stott, BC, 57).
Ο Stott καταλήγει:
Αν είχαμε μόνο την ιστορία των εμφανίσεων στο ανώγειο, θα είχαμε λόγο να αμφιβάλλουμε και να αμφισβητούμε. Αν οι έντεκα είχαν μαζευτεί σ' αυτό το ιδιαίτερο μέρος, όπου ο Ιησούς είχε περάσει μαζί τους μερικές από τις τελευταίες του ώρες και είχαν κρατήσει κενή τη θέση του και αναπολούσαν τις μαγευτικές μέρες του παρελθόντος, και θυμούνταν τις υποσχέσεις του ότι θα επέστρεφε, και είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται αν θα επέστρεφε άραγε και να ελπίζουν ότι αυτό θα γίνει, σε σημείο που αυτός τους ο ενθουσιασμός να δημιούργησε την ξαφνική του εμφάνιση, τότε πράγματι θα φοβόμασταν μήπως είχαν ξεγελαστεί από μια σκληρή ψευδαίσθηση (Stott, BC, 57).
Ο Kevan παραθέτει τα λόγια του W. Robertson Nicoll: «Ας μην ξεχνάμε ότι οι μαθητές νόμισαν όχι μόνο πως είδαν το Χριστό, αλλά και ότι του μίλησαν, ότι οι συζητήσεις τους έγιναν σε διάφορα μέρη υπό διάφορες συνθήκες, και ότι υπήρχαν πολλοί μάρτυρες» (Nicoll όπως το παραθέτει ο Kevan, RC, 10).
Ο James Οrr εξετάζει τον παράγοντα χρόνο επισημαίνοντας πως οι εμφανίσεις «δεν ήταν φευγαλέες εικόνες του Χριστού αλλά «παρατεταμένες συζητήσεις» (Orr, RJ, όπως το παραθέτει ο Ramm, PCE, 186).
Ας δούμε πόσες διαφορετικές φορές και σε πόσα διαφορετικά μέρη εμφανίστηκε ο Ιησούς:
Ματθαίος 28:9, 10: Νωρίς το πρωί εμφανίζεται στις γυναίκες στον τάφο.
Λουκάς 24:13-33: Εμφανίζεται καθ’ οδόν προς την Εμμαούς το απόγευμα.
Λουκάς 24:34, Α' Κορινθίους 15:7: Συζητά με δυο άντρες μέρα μεσημέρι.
Ιωάννης 21:1- 23: Στις όχθες της λίμνης νωρίς το πρωί.
Α' Κορινθίους 15:6: Σ’ ένα βουνό της Γαλιλαίας μπροστά σε πεντακόσιους πιστούς.
Πράγματι θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η ποικιλία είναι καλά μελετημένη -μια διακύμανση τόπου και χρόνου που ανασκευάζει την υπόθεση ότι όλα αυτά ήταν παραισθήσεις.
5Ε. Οι παραισθήσεις προϋποθέτουν ανθρώπους σε κατάσταση έντονης προσμονής που κάνει την επιθυμία τους να γεννήσει τη σκέψη (Anderson, RJC, 49), (Little. KWB, 67-69), (Peru. OPC, 97-99).
1Z. Οι παραισθήσεις χαρακτηρίζονται από τις παρακάτω αρχές:
Ο William Miligan λέει ότι το άτομο που έχει παραισθήσεις πρέπει να χαρακτηρίζεται από «πίστη στην ιδέα που εκφράζει, και ενθουσιώδη προσμονή ότι η ιδέα κατά κάποιον τρόπο θα πραγματοποιηθεί» (Milligan, RL, 93-95).
1Η. «Για να έχει κανείς μια τέτοια εμπειρία, πρέπει να θέλει τόσο έντονα να πιστέψει σε κάτι ανύπαρκτο ώστε το προβάλλει στη φαντασία του και του προσδίδει οντότητα» (Little, KwhyB, 68).
2Η. Ο Ε. Η. Day παρατηρεί ότι «οι παραισθήσεις, η αντίληψη ασυνήθιστων φαινομένων υποκειμενικά από πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, προϋποθέτει ένα μεγάλο μέρος “ψυχολογικής προετοιμασίας” η οποία απαιτεί ικανό χρονικό διάστημα» (Day, ER, 51-53).
3Η. Ο Paul Little γράφει: «Για παράδειγμα, μια μητέρα που έχει χάσει το γιο της στον πόλεμο, θυμάται που επέστρεφε στο σπίτι κάθε απόγευμα στις 5.30. Κάθεται στην πολυθρόνα της κάθε απόγευμα και αναπολεί. Τελικά, νομίζει ότι τον βλέπει να μπαίνει από την πόρτα και να μιλάνε. Στο σημείο αυτό η μάνα έχει χάσει την επαφή με την πραγματικότητα» (Little, KwhyB, 68).
2Ζ. Στην περίπτωση των εμφανίσεων του Ιησού μετά την ανάσταση, οι μαθητές του αναγκάστηκαν να πιστέψουν παρά τη θέλησή τους.
Ο W. J. Sparrow-Simpson γράφει: «Τα φαινόμενα λοιπόν δείχνουν ότι οι εμφανίσεις μάλλον προκάλεσαν αναγκαστικά την προσοχή των μαθητών εκ των έξω, παρά δημιουργήθηκαν εκ των έσω» (Sparrow-Simpson. RCF, 88).
Ο Alfred Edersheim λέει ότι «τέτοια οράματα προϋποθέτουν να προϋπάρχει μια προσμονή του γεγονότος, που όπως ξέρουμε
κάθε άλλο παρά υπήρχε» (Edersheim, LTJM, 626).
Ο Ε. Η. Day γράφει αντικρούοντας τη θεωρία των παραισθήσεων: «μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη βραδύτητα με την οποία οι μαθητές καταλήγουν να πειστούν, και μάλιστα μόνο όταν τους αναγκάζουν αναπόφευκτα τα λογικά στοιχεία» (Day, ER, 53-54).
Αναφορικά με την απουσία «ψυχολογικής προετοιμασίας» ο Day παρατηρεί:
Η πρώτη εμφάνιση του Κυρίου βρήκε τους διαφορετικής ψυχοσύνθεσης μαθητές σε εντελώς διαφορετική ψυχολογική κατάσταση, αλλά σίγουρα δεν τους χαρακτήριζε η προσμονή, η ανυπομονησία ούτε η προετοιμασία να Τον δουν.
Η πίστη όλων είχε κλονιστεί από τον επονείδιστο θάνατο που είχε καταστρέψει τα πάντα μέσα τους, ενός θανάτου που έφερνε στο νου τα λόγια του Ιουδαϊκού νόμου «Επικατάρατος ο κρεμάμενος επί ξύλου» (Δευτερονόμιο 21:23). Η θεωρία των παραισθήσεων μπορεί να ακουγόταν πιστευτή αν υπήρχε μεταξύ των μαθητών άρνηση να πιστέψουν το χειρότερο. Αλλά οι ελπίδες τους είχαν μαραθεί τόσο, που η αποκατάσταση ήταν πολύ αργή (Edersheim, LTJM, 53-54).
Ο Paul Little εξηγεί ότι η γενική προδιάθεση των μαθητών του Χριστού δεν ήταν σαν αυτήν που συναντούμε συνήθως σε θύματα παραισθητικών εμπειριών: «Η Μαρία πήγε στον τάφο το πρωί της πρώτης Κυριακής του Πάσχα με αρώματα στα χέρια της. Για ποιό λόγο; Για να αλείψει το νεκρό σώμα του αγαπημένου της Κυρίου. Είναι προφανές ότι δεν περίμενε να τον βρει αναστημένο. Μάλιστα όταν τον πρωτοείδε τον πέρασε για τον κηπουρό! Όταν ο Κύριος τελικά εμφανίστηκε στους μαθητές, εκείνοι τρομοκρατήθηκαν και νόμιζαν ότι είδαν φάντασμα! (Little, KwhyB, 68-69).
Ο Alfred Edersheim λέει: Αυτή η αφήγηση όπως τη διαβάζουμε στο ευαγγέλιο του Λουκά είναι σαν να γράφτηκε για να δείξει το αδύνατο της «θεωρίας των παραισθήσεων». Διαβάζουμε ξεκάθαρα ότι η εμφάνιση του αναστημένου Χριστού, που κάθε άλλο παρά την περίμεναν, τους γέμισε φόβο και νόμισαν πως είδαν φάντασμα και χρειάστηκε να τους καθησυχάσει ο ίδιος ο Χριστός και να τους πει να Τον αγγίξουν, με το επιχείρημα: Αφού το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε να έχω εγώ» (Edersheim LTJM, 628). Συνεχίζοντας ο Edersheim λέει, «Πολύ σωστά παρατηρεί ο Reuss ότι αν αυτό το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας ήταν αποτέλεσμα επινόησης, θα είχε προβλεφθεί ώστε όλες οι διηγήσεις να συμφωνούν και στην παραμικρή λεπτομέρεια» (Edersheim LTJM, 628).
Ο C.S. Lewis λέει ότι
Κάθε θεωρία περί παραισθήσεων καταρρίπτεται από το γεγονός (και αν πρόκειται για επινόηση τότε είναι σίγουρα η πιο παράδοξη επινόηση που πέρασε ποτέ από τον ανθρώπινο νου) ότι σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις οι άνθρωποι που είχαν αυτήν την παραίσθηση δεν κατάλαβαν αμέσως ότι ήταν ο Ιησούς (Λουκάς 24:13-31, Ιωάννης 20:15 και 23:4). Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι ο Θεός έστειλε μια άγια παραίσθηση για να διδάξει αλήθειες που έτσι κι αλλιώς τις πίστευαν οι μαθητές και μπορούσαν κάλλιστα να διδαχθούν και με άλλες μεθόδους και που όλο αυτό το γεγονός θα τις έκανε να φαίνονται μπερδεμένες, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να περιμένουμε ότι θα εκτελούσε σωστά το γεγονός της παραίσθησης; Τα έκανε τόσο πολύ θάλασσα που να μην καταφέρει να αναπαραστήσει σωστά το δικό του πρόσωπο; (Lewis, Μ, 153).
Ο Τ. J. Thorbum γράφοντας για την εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές του παρατηρεί. “Αν ήταν απλώς υποκειμενική φαντασίωση, προκαλώντας παρόμοιο συνειρμό εξίσου μη πραγματικών αντιλήψεων στους άλλους, η παράδοση σίγουρα θα μας έδινε μια πιο περίτεχνη αφήγηση του γεγονότος” (Thorburn, RNMC, 29-31).
6Ε. Οι παραισθήσεις συνήθως επαναλαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με σημαντική περιοδικότητα (Anderson, RJC, 4-9), (Little, KWB, 67-69), (Peru, OPC, 97-99).
Άλλοτε εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα ώσπου να επέλθει η κρίση, ή με μικρότερη ώσπου να σταματήσουν.
Αξίζει να προσέξουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις για τις εμφανίσεις του Ιησού:
Ο C.S. Lewis γράφει: “Όλες οι αφηγήσεις λένε ότι οι εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού κάποια στιγμή πήραν τέλος. Ορισμένες αφηγήσεις περιγράφουν ένα ξαφνικό τέλος έξι βδομάδες μετά το θάνατο Του...Ένα φάντασμα μπορεί σιγά σιγά να χαθεί. Όμως μια αντικειμενική οντότητα πρέπει να πάει κάπου αλλού - κάτι πρέπει να της συμβεί” (Lewis, Μ, 153-54).
Και καταλήγει: “Αν ήταν όραμα, τότε ήταν το πιο κατά σύστημα απατηλό και ψευδόμενο όραμα στα χρονικά. Αν όμως ήταν αληθινό, τότε κάτι πρέπει να του συνέβη αφότου σταμάτησε να εμφανίζεται. Δεν μπορείς να αφαιρέσεις την Ανάληψη χωρίς να βάλεις κάτι άλλο στη θέση της” (Lewis, Μ, 154).
Το Λεξικό της Αποστολικής Εκκλησίας του Hasting αναφέρει ότι «η θεωρία δεν συνάδει με το γεγονός ότι τα οράματα σταμάτησαν τόσο ξαφνικά. Μετά τις σαράντα μέρες δεν αναφέρεται καμιά εμφάνιση του αναστημένου Κυρίου εκτός απ' αυτήν που έγινε στον Παύλο, οι συνθήκες και ο στόχος της οποίας ήταν εντελώς διαφορετικά. Δεν δουλεύει με τέτοιο τρόπο η φαντασία. Όπως λέει ο Keim, «Τα πνεύματα που καλούν οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται τόσο εύκολα» (Hasting, DAC, 360).
Ο Kevan ρωτά: Αν όμως οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου ήταν παραισθήσεις, γιατί να σταματήσουν τόσο ξαφνικά; Γιατί μετά την ανάληψη δεν βρίσκουμε κανέναν να βλέπει ακόμα τέτοια οράματα; Βάσει του νόμου της ανάπτυξης, λέει ο Δρ. Mullins, οι παραισθήσεις θα έπρεπε να έχουν γίνει χρόνιο φαινόμενο όταν βρέθηκαν και οι πεντακόσιοι υπό την επήρειά τους. Όμως τώρα οι παραισθήσεις δίνουν τη θέση τους σε ένα καθορισμένο και αποτελεσματικό πρόγραμμα ευαγγελισμού”» (Kevan, RC, 11).
3Γ. Σε ποια συμπεράσματα μπορούμε να καταλήξουμε;
Ο Winfried Corduan συνοψίζει τη θεωρία των παραισθήσεων:
Το πρόβλημα μ' αυτήν τη θεωρία είναι ότι, στην περίπτωση των εμφανίσεων μετά την ανάσταση, παραβιάζονται όλα όσα ξέρουμε για τις παραισθήσεις. Οι εμφανίσεις δεν έχουν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν πάντα τις παραισθήσεις, επειδή οι τελευταίες συμβαίνουν σε ατομικό επίπεδο και προκύπτουν από μια κατάσταση μεγάλης συναισθηματικής αστάθειας στην οποία η παραίσθηση λειτουργεί ως ένα είδος εκπλήρωσης της επιθυμίας. Αυτό που συνέβη μετά την ανάσταση ήταν εντελώς διαφορετικό. Οι μαθητές δεν είχαν κανένα πρόβλημα να δεχθούν την αναχώρηση του Χριστού. Αποφάσισαν να επιστρέφουν στην ψαρική τους. Οι εμφανίσεις αποτέλεσαν έκπληξη την ώρα που οι μαθητές ήταν απασχολημένοι με αλλά πράγματα. Και το σημαντικότερο, οι εμφανίσεις έγιναν σε ομάδες ανθρώπων, όπου κάθε άνθρωπος έβλεπε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Οι παραισθήσεις δεν λειτουργούν με τέτοιο τρόπο. Άρα οι εμφανίσεις μετά την ανάσταση δεν μπορεί να ήταν παραισθήσεις (Corduan, NDA, 221).
Ο John R. W. Stott γράφει: «Οι μαθητές δεν ήταν αφελείς, αλλά μάλλον προσεκτικοί, δύσπιστοι και «με βραδύτητα καρδιάς στο να πιστεύουν». Δεν ήταν ευάλωτοι σε παραισθήσεις. Ούτε θα ικανοποιούνταν με παράξενα οράματα. Η πίστη τους στερεώθηκε πάνω στα τρανταχτά γεγονότα της επαληθεύσιμης εμπειρίας» (Stott, BC, 57).
Ο Τ. J. Thorbum γράφει, «Οι παραισθήσεις ποτέ δεν ωθούν κάποιον να αναλάβει ένα έργο τεραστίων διαστάσεων και καθώς το εκτελεί να ζει μια ζωή αυστηρής πειθαρχίας και αυταπάρνησης ώστε να φτάνει στο σημείο να υποφέρει. Με μια λέξη...είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε με τον Δρ. Sanday που λέει, «Κανένα φάντασμα, καμιά παραίσθηση δεν έχει ακόμα κινητοποιήσει τον κόσμο» (Throbum, RNMC, 136).
4Β. Ότι οι γυναίκες, και κατά συνεπεία όλοι οι άλλοι, πήγαν σε λάθος τάφο
1Γ. Η άποψη
Ο καθηγητής Kirsopp Lake γράφει:
Δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου σίγουροι ότι οι γυναίκες ήταν σε θέση να ξέρουν με βεβαιότητα ότι ο τάφος στον οποίο πήγαιναν ήταν ο ίδιος στον οποίο είχαν δει τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία να ενταφιάζει τον Ιησού. Η περιοχή της Ιερουσαλήμ ήταν γεμάτη από πέτρινους τάφους, και δεν ήταν εύκολο να τους ξεχωρίσεις αν δεν είχες συγκεκριμένα στοιχεία...Είναι αμφίβολο αν οι γυναίκες ήταν εκεί κοντά την ώρα της ταφής. Το πιθανότερο είναι να παρακολουθούσαν από απόσταση, και ότι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ήταν περισσότερο εκπρόσωπος των Ιουδαίων παρά των μαθητών. Έτσι, η δυνατότητά τους να ξεχωρίσουν το σωστό τάφο θα πρέπει να ήταν περιορισμένη. Το ενδεχόμενο, επομένως, να πήγαν σε λάθος τάφο θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. και είναι σημαντικό, επειδή μας δίνει τη φυσική εξήγηση του γεγονότος ότι ενώ είχαν δει τον τάφο κλειστό, τον βρήκαν ανοιχτό...
Αν δεν ήταν ο ίδιος τάφος, τότε όλα εξηγούνται. Οι γυναίκες πήγαν νωρίς το πρωί σ’ έναν τάφο που νόμιζαν ότι ήταν αυτός στον οποίο είχε θαφτεί ο Κύριος. Περίμεναν να βρουν έναν κλειστό τάφο, αλλά βρήκαν έναν ανοιχτό. Και ένας νεαρός άντρας κατάλαβε για ποιό λόγο είχαν πάει εκεί και προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι είχαν κάνει λάθος στο μέρος. «Δεν είναι εδώ» τους είπε, «δείτε το μέρος που τον έβαλαν» και πιθανόν έδειξε προς τον διπλανό τάφο. Αλλά οι γυναίκες φοβήθηκαν επειδή ο άντρας είχε καταλάβει τι πήγαιναν να κάνουν, και έφυγαν (Lake, JHERJC, 250, 251. 252).
2Γ. Η αντίκρουση
Η επίσκεψη των γυναικών στον άδειο τάφο το πρωί της Κυριακής είναι ένα από τα καλύτερα επιβεβαιωμένα γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Η θεωρία του Kissop Lake θεωρεί δεδομένη την ιστορικότητά της.
Ο Frank Morrison σχολιάζει: «Η ιστορία της περιπέτειας των γυναικών βρίσκεται στο παλαιότερο αυθεντικό χειρόγραφο που σώζεται, στο ευαγγέλιο του Μάρκου. Επαναλαμβάνεται και στο ευαγγέλιο του Ματθαίου και στο ευαγγέλιο του Λουκά, βεβαιώνεται ότι η μία απ' τις γυναίκες είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, βρίσκεται και στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Πέτρου και ίσως ακόμα πιο σημαντικό βρίσκεται και σ' ένα πολύ παλιό και ανεξάρτητο απόσπασμα, που σώζεται από το ευαγγέλιο του Λουκά κεφάλαιο 24, εδάφια 13-34, η πορεία προς Εμμαούς». (Morrison. WMS, 98)
Ο Lake δέχεται ότι είναι ιστορική η επίσκεψη, αλλά κάνει λάθος στη θεωρία του για το τι συνέβη στον τάφο.
1Δ. Αυτές οι γυναίκες είχαν προσέξει πολύ καλά που είχε ενταφιαστεί το σώμα του Ιησού λιγότερο από εβδομήντα δύο ώρες πριν.
«Στο μεταξύ, παρούσες εκεί, καθισμένες απέναντι από τον τάφο, ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία» (Ματθαίος 27:61). «Στο μεταξύ, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν σε ποιό μέρος τον τοποθετούσαν» (Μάρκος 15:47).
«Στο μεταξύ, από κοντά τον ακολούθησαν και οι γυναίκες που είχαν έρθει με τον Ιησού από τη Γαλιλαία και είδαν το μνήμα και ότι τοποθετήθηκε εκεί το σώμα του» (Λουκάς 23:55).
Νομίζετε ότι εσείς ή εγώ ή αυτές οι γυναίκες ή οποιοδήποτε άλλο λογικό άτομο θα ξεχνούσε τόσο γρήγορα το μέρος όπου είχε θαφτεί ένα τόσο αγαπημένο πρόσωπο μόλις πριν από εβδομήντα δύο ώρες;
2Δ. Οι γυναίκες είπαν στους μαθητές τι είχε συμβεί, και αργότερα και ο Πέτρος και ο Ιωάννης βρήκαν επίσης άδειο τον τάφο.
«Έρχεται τότε τρέχοντας στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή, που ο Ιησούς αγαπούσε ιδιαίτερα, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε που τον έβαλαν». Βγήκαν τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής έξω και ξεκίνησαν για το μνήμα. Έτρεχαν λοιπόν και οι δυο τους, αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο και έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει αμέσως μέσα και βλέπει να βρίσκονται εκεί τα σάβανα, αλλά δεν μπήκε μέσα. Έρχεται κατόπιν ο Σιμών Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και μπήκε μέσα στο μνήμα και βλέπει τα σάβανα κάτω και το σουδάριο που ήταν στο κεφάλι του, να βρίσκεται όχι μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο και τοποθετημένο χωριστά σε μια ακρη. Τότε πια μπήκε μέσα και ο άλλος μαθητής που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε» (Ιωάννης 20:2-8).
Χρειάζεται να ανασκευάσουμε τον ισχυρισμό ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης πήγαν επίσης σε λάθος τάφο;
Ο Paul Little σχολάζει, «Είναι αδιανόητο ο Πέτρος και ο Ιωάννης να υπέπεσαν στο ίδιο λάθος» (Little, KwhyB, 65).
3Δ. Επίσης, ένας άγγελος που καθόταν έξω από τον τάφο τους είπε, «Ελάτε να δείτε το μέρος όπου είχαν βάλει τον Κύριο» (Ματθαίος 28:6). Πρέπει να πιστέψουμε ότι και ο άγγελος έκανε λάθος;
Ο Wilbur Smith λέει: «Κάποιος είπε, προσπαθώντας σώνει και καλά να δείξει ότι ευσταθεί η θεωρία του λάθος τάφου, ότι τα λόγια του αγγέλου στην πραγματικότητα εννοούσαν, «Είστε σε λάθος μέρος, ελάτε εδώ να δείτε που έβαλαν το σώμα του Κυρίου».
«Καλά, χίλια εννιακόσια χρόνια μελέτης της Καινής Διαθήκης δεν κατάφεραν να εντοπίσουν αυτό που εντόπισε η μοντέρνα προοδευμένη εποχή μας στην ευαγγελική αφήγηση; Κανένα αξιόπιστο βίβλο ερμηνευτικών σχολίων δεν δέχεται μια τόσο ανόητη ερμηνεία» (Smith, TS, 381-82).
4Δ. Αν οι γυναίκες πήγαν σε λάθος τάφο (σε ένα άδειο μνήμα), τότε οι αρχιερείς θα μπορούσαν να είχαν πάει στο σωστό τάφο και να έδειχναν το σώμα (αν ο Ιησούς δεν είχε αναστηθεί). Αυτό θα έκλεινε το στόμα των μαθητών μια για πάντα! Οι αρχιερείς και οι άλλοι εχθροί του Χριστού σίγουρα θα πήγαιναν στο σωστό τάφο!
5Δ. Ακόμα και αν οι γυναίκες, οι μαθητές, οι Ρωμαίοι και οι Ιουδαίοι πήγαιναν σε λάθος τάφο, ένα πράγμα είναι βέβαιο, όπως επισημαίνει ο Paul Little: «Σίγουρα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο ιδιοκτήτης του τάφου, θα είχε λύσει το πρόβλημα» (Little, KwhyB, 65).
6Δ. Η αφήγηση στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο λέει:
«Κι όταν μπήκαν στο μνήμα, είδαν έναν νέο που καθόταν στα δεξιά, ντυμένο με λευκή στολή και καταλήφθηκαν από ένα ανάμικτο αίσθημα έκπληξης και φόβου. Αλλ’ εκείνος είπε σ' αυτές: «Μη φοβάστε. Τον Ιησού ζητάτε, το Ναζωραίο, που έχει σταυρωθεί. Αναστήθηκε! Δεν είναι εδώ! Να, κοιτάξτε τον τόπο που τον είχαν βάλει!» (Μάρκος 16:5,6).
Ο καθηγητής Lake δεν παραθέτει όλο το απόσπασμα από το ευαγγέλιο του Μάρκου, αλλά μόνο ένα μέρος του και παραβλέπει το βασικό μέρος της αφήγησης. Η φράση “Αναστήθηκε” είναι εμφανώς απούσα στην παράθεση του καθηγητή. Προσέξτε την παρακάτω σύγκριση:
Η απόδοση του καθηγητή Lake: «Δεν είναι εδώ, δείτε το μέρος που τον είχαν βάλει».
Η πραγματική απόδοση: “Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Να, κοιτάξτε τον τόπο που τον είχαν βάλει”.
Ο J. Ν. Anderson λέει για την παράβλεψη του Lake:
«Δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο» (Anderson, RJC, 7).
Αν η περικοπή αποδοθεί σωστά, τότε η θεωρία του Lake δεν μπορεί να σταθεί!
7Δ. Ο Anderson επισημαίνει ένα ακόμη πρόβλημα για εκείνους που δέχονται τη θεωρία του Lake:
“Όταν οι γυναίκες πήγαν πίσω στους μαθητές, εκείνοι θα μπορούσαν να είχαν κάνει δύο πράγματα: Είτε θα είχαν πάει στον τάφο για να εξακριβώσουν αυτά που τους είπαν οι γυναίκες, είτε θα μπορούσαν να αρχίσουν αμέσως να διαλαλούν την ανάσταση” (Anderson, RJC, 7).
Ένα τέτοιο κήρυγμα όμως δεν άρχισε παρά μόνο μετά από εφτά βδομάδες.
Ο Anderson γράφει: «Δεν μπορώ να βρω κανένα πιθανό κίνητρο που να έκανε τους συγγραφείς των ευαγγελίων να επινοήσουν αυτό το διάστημα των εφτά βδομάδων. Έτσι μας καλούν να πιστέψουμε ότι οι γυναίκες απέκρυψαν την ιστορία από τους αποστόλους για αρκετά μεγάλο διάστημα. Γιατί; Επειδή οι απόστολοι υποτίθεται πως είχαν καταφύγει στη Γαλιλαία» (Anderson, RJC, 7).
Αναφορικά με αυτό το σημείο ο Frank Morrison λέει ότι ο συσχετισμός των ενεργειών των γυναικών και των ανδρών φέρνει σε μεγάλο αδιέξοδο τη θεωρία του καθηγητή Lake στο πιο βασικό της σημείο...Ο καθηγητής αναγκάζεται να “κρατήσει" τις γυναίκες στην Ιερουσαλήμ μέχρι την Κυριακή το πρωί επειδή πιστεύει ακράδαντα ότι πράγματι πήγαν στον τάφο. Είναι επίσης αναγκασμένος να “βγάλει" τους μαθητές έξω από την Ιερουσαλήμ πριν ξημερώσει Κυριακή επειδή θεωρεί ότι οι γυναίκες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε.
Τελικά, για να τα εναρμονίσει αυτά με το γεγονός ότι τελικά οι γυναίκες ανήγγειλαν το γεγονός, με όλα τα αναπόφευκτα και λογικά αποτελέσματα, κρίνει απαραίτητο να “κρατήσει" τις γυναίκες στην Ιερουσαλήμ εφτά βδομάδες, την ώρα που οι μαθητές έχουν επιστρέφει στα σπίτια τους, έχουν διάφορες εμπειρίες και τελικά επιστρέφουν στην πρωτεύουσα (Morrison WMS, 10).
8Δ. Ο John R. W. Stott αναφέρεται στη στάση των γυναικών. Δεν ήταν τυφλωμένες από δάκρυα τύψεων, αλλά είχαν έναν πολύ πρακτικό λόγο για την πρωινή τους επίσκεψη.
Γράφει: «Είχαν φέρει αρώματα και σκόπευαν να ολοκληρώσουν την επάλειψη του σώματος του Κυρίου, αφού ο ερχομός του Σαββάτου τις ανάγκασε να κάνουν βιαστική δουλειά πριν από δυο μέρες. Αυτές οι αφοσιωμένες και μεθοδικές γυναίκες δεν ήταν εύκολο να εξαπατηθούν ούτε να παρατήσουν το καθήκον που είχαν ξεκινήσει να εκτελέσουν» (Stott. BC, 48).
9Δ. Ο τάφος δεν βρισκόταν σε δημόσιο νεκροταφείο, αλλά σε ιδιωτικό χώρο ταφής.
Κανένας άλλος τάφος εκεί δεν θα τους άφηνε να κάνουν τέτοιο λάθος. Ο Wilbur Smith, σχολιάζοντας αυτό το σημείο λέει: «Η όλη ιδέα κινείται τόσο πολύ στη σφαίρα του φανταστικού, που ο καθηγητής A. Ε. J. Rawlinson, που δεν είναι συντηρητικός, στο ιστορικό του βιβλίο για το κατά Μάρκον Εύαγγέλιο, ένιωσε υποχρεωμένος να πει για τη θεωρία του Lake: “Ότι οι γυναίκες πήγαν κατά λάθος σε άλλο τάφο και ότι η προσπάθεια ενός περαστικού να τους οδηγήσει στον σωστό τάφο παρερμηνεύτηκε, είναι εκλογίκευση που είναι πέρα για πέρα ξένη στο πνεύμα της αφήγησης” (Smith, TS, 382).
10Δ. Ο Merrill Tenney γράφει, «Ο Lake δεν καταφέρνει να εξηγήσει τι δουλειά είχε ο «νεαρός άντρας» [Μάρκος 16:5] είτε σ' ένα δημόσιο νεκροταφείο είτε σ' έναν ιδιωτικό κήπο τόσο νωρίς το πρωί» (Tenney, RR, 115-16).
Ρωτά: «Τί μπορεί να είχε οδηγήσει έναν ξένο εκεί; Αν δεν ήταν ξένος αλλά ένας από τους μαθητές που έκανε ανεξάρτητη έρευνα, γιατί να τρομάξουν οι γυναίκες;» (Tenney, RR, 115-16).
Ο Tenney επισημαίνει επίσης ότι «η αφήγηση του Μάρκου, στην οποία στηρίζεται ο Lake, λέει ότι ο νεαρός άντρας καθόταν μέσα στον τάφο [εδ. 5], άρα είναι πολύ απίθανο να εννοούσε ότι πήγαν σε λάθος μέρος... αλλά ότι ο Ιησούς δεν ήταν πλέον εκεί. Μπορούσαν να δουν πού τον είχαν βάλει, αλλά το σώμα του είχε εξαφανιστεί» (Tenney, RR. 115-16).
11 Δ. Ορισμένοι ταυτίζουν τον «νεαρό άντρα» με τον κηπουρό. Ο Frank Morrison όμως λέει ότι, αυτή η θεωρία, παρότι φαίνεται λογική, έχει μια συγκεκριμένη αδυναμία: Αν ήταν τόσο σκοτεινά ώστε οι γυναίκες κατά λάθος να πήγαν σε λάθος τάφο, είναι εξαιρετικά απίθανο ο κηπουρός να είχε πιάσει δουλειά. Αν δεν ήταν τόσο αργά και τόσο σκοτεινά για να δουλεύει ο κηπουρός, είναι απίθανο να έκαναν λάθος οι γυναίκες. Η θεωρία στηρίζεται απλώς στο συγχρονισμό δύο πολύ αμφίβολων πιθανοτήτων. Αυτή, ωστόσο, είναι μόνο ένα μέρος της απιθανότητας και της λογικής δυσκολίας που συγκεντρώνει αυτή η θεωρία (Morison, WMS, 97).
Επίσης, αν «ο νεαρός άντρας» ήταν ο κηπουρός, όπως λένε ορισμένοι, γιατί οι αρχιερείς δεν εξασφάλισαν τη μαρτυρία του ως απόδειξη ότι το σώμα του Χριστού εξακολουθούσε να βρίσκεται στον τάφο; (Morison, WMS, 101-2).
Δεν ήταν ο κηπουρός, αλλά άγγελος εξ ουρανού (Ματθαίος 28:1-10).
Όλοι ήξεραν ότι ο τάφος του Χριστού ήταν άδειος - το θέμα ήταν πώς έγινε αυτό;
12Δ. Τί πρέπει να σκεφτούμε για τη θεωρία του καθηγητή Lake ότι οι άνθρωποι πήγαν σε λάθος τάφο;
Ο George Hanson λέει: Αν είχα οποιαδήποτε αμφιβολία για την ανάσταση, το βιβλίο του καθηγητή Lake θα μου έδινε το πιο ωφέλιμο αντίδοτο για τον σκεπτικισμό μου. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του είμαι πέρα για πέρα σύμφωνος με την γνώμη που διατυπώνει στο βιβλίο του “Historical Criticism of the Evangelical History" (Ιστορική Κριτική της Ιστορίας του Ευαγγελίου) ο De Wette (σελ. 229): «Το γεγονός της Ανάστασης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρόλο που δεν μπορούμε να διαλύσουμε το σκοτάδι που καλύπτει το πώς έγινε» (Hanson, G, RL, 8).
Ο Wilbur Smth παραθέτει το συμπέρασμα του βρετανού μελετητή, του καθηγητή Morse: «Η θεωρία τους ότι οι γυναίκες πήγαν σε λάθος τάφο προκύπτει, όχι από καμιά απόδειξη, αλλά από την απιστία στην πιθανότητα ο τάφος του Κυρίου να άδειασε με τρόπο υπερφυσικό» (Smith, TS, 382).
8Α. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ο John Warwick Montgomery γράφει:
Οι παλαιότερες αναφορές που έχουμε για τη ζωή και τη διακονία του Ιησού δίνουν την συγκλονιστική εντύπωση όχι αυτός ο άνθρωπος περιφερόταν όχι τόσο «ευεργετώντας» αλλά γενόμενος σκόπιμα ενοχλητικός.
Η ομοιότητα με το Σωκράτη είναι έντονη στο σημείο αυτό: Και οι δύο εξόργισαν τους συγχρόνους τους σε τέτοιο βαθμό που τελικά τους θανάτωσαν. Αλλά εκεί που ο Σωκράτης έγινε τσιμπούρι στους Αθηναίους απαιτώντας από τους ακροατές του να «γνωρίσουν τον εαυτό τους» ο Ιησούς αποξένωσε τους συγχρόνους του πιέζοντάς τους διαρκώς να σκεφτούν τη στάση τους απέναντί του «Ποιός λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;...Εσείς ποιός λέτε ότι είμαι;» «Τι νομίζετε για το Χριστό; Τίνος γιος είναι;» Τέτοιες ερωτήσεις έκανε ο Ιησούς (Montgomery, HC, 12).
Ο Χριστός έλεγε ξεκάθαρα ποιός ήταν. Στο Θωμά είπε: «Εγώ είμαι ο δρόμος και η αλήθεια και η ζωή. Κανένας δεν έρχεται στον πατέρα παρά μονάχα περνώντας από μένα» (Ιωάννης 14:6).
Ο Απόστολος Παύλος είττε ότι ο Χριστός «με την ανάστασή του από τους νεκρούς αποδείχτηκε δυναμικά, χάρη στο Πνεύμα της αγιοσύνης πως είναι ο Γιος του Θεού» (Ρωμαίους 1:4).
Ο Simon Greenleaf ο γνωστός καθηγητής νομικής του Χάρβαρντ λέει:
Το μόνο που ζητά ο Χριστιανισμός από τους ανθρώπους...είναι να είναι συνεπείς με τον εαυτό τους. Να αντιμετωπίζουν τις αποδείξεις του Χριστιανισμού όπως τις αποδείξεις των άλλων πραγμάτων. Και να προσπαθούν να κρίνουν τους πρωταγωνιστές και τους μάρτυρες όπως αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους τους όταν επιβεβαιώνουν ανθρώπινες υποθεσεις και ενέργειες σε ανθρώπινα δικαστήρια Ας αφήσουμε τους μάρτυρες να συγκριθούν μεταξύ τους και με τα συναφή γεγονότα και περιστάσεις και ας αφήσουμε τη μαρτυρία τους να εξεταστεί σχολαστικά σαν να ήταν στο δικαστήριο, απ’ την πλευρά του αντίδικου, και ο μάρτυρας να εξετάζεται με κάθε αυστηρότητα. Το αποτέλεσμα, πιστευω ακράδαντα, θα είναι μια αδιαμφισβήτητη πεποίθηση για την ακεραιότητά τους, την ικανότητα και την ειλικρίνεια τους (Greenleaf, ΤΕ, 46).
Όπως είπε και ο G. Β. Hardy, «Εδώ εχουμε τα πλήρη στοιχεία:
Ο τάφος του Κομφούκιου: κατειλημμένος
Ο τάφος του Βούδα: κατειλημμένος
Ο τάφος του Μωάμεθ: κατειλημμένος
Ο τάφος του Ιησού: ΑΔΕΙΟΣ».
(Hardy, C)
Η ετυμηγορία βγήκε. Η απόφαση είναι ξεκάθαρη. Οι αποδείξεις μιλούν από μόνες τους και λένε σαφεστατα: